ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Κήρυξη –Υπόχρεοι αποζημίωσης – Αναλογισμός αποζημίωσης
Άρθρο 156. Απαλλοτρίωση ακινήτων για δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και χώρων για κτίρια κοινής ωφέλειας - άμεση εφαρμογή σχεδίου
1. α) Ο καθορισμός στο εγκεκριμένο σχέδιο των οδών και πλατειών, των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κ.λπ.) και γενικά των κοινόχρηστων χώρων που κρίνονται αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς, συνιστά κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών.
β) Ο καθορισμός στο εγκεκριμένο σχέδιο των οικοπέδων που κρίνονται αναγκαία για ανέγερση δημόσιων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και για εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων έργων κοινής ωφέλειας, χορηγεί δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λόγω δημόσιας ωφέλειας των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους αυτούς.
2. Προκειμένου να επιτευχθεί η εφαρμογή του εγκεκριμένου σχεδίου αμέσως, για διάνοιξη κεντρικών οδών και πλατειών, δημιουργία χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κ.λπ.) και, γενικά, για κατασκευή των έργων που αναφέρονται στην περ. β΄ της παρ. 1, μπορεί με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του αρμόδιου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά λόγω δημόσιας ωφέλειας ακίνητα, τα οποία δεν θίγονται από το σχέδιο αυτό, βρίσκονται πέρα από τα κατά τα παραπάνω (παρ. 1) καθοριζόμενα από το εγκεκριμένο σχέδιο ως αναγκαστικά απαλλοτριωτέα ακίνητα και περιλαμβάνονται στη ζώνη, που βρίσκεται το τμήμα για το οποίο προωθείται η άμεση εφαρμογή και στην οποία προβλέπεται ότι θα επεκταθεί η ωφέλεια από την εφαρμογή του σχεδίου και η οποία ζώνη καθορίζεται με το ίδιο διάταγμα.
3. Εφόσον η άμεση εφαρμογή του σχεδίου κατά την παρ. 2 συνεπάγεται κατεδάφιση πολλών χρησιμοποιούμενων οικοδομών, είναι δυνατό να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά λόγω δημόσιας ωφέλειας μεμονωμένα οικοδομήσιμα ακίνητα με σκοπό την ανέγερση επ’ αυτών, κτιρίων για να καλυφθεί το κενό που προκύπτει από την παραπάνω κατεδάφιση. Ως ακίνητα που πρέπει να απαλλοτριωθούν, για την περίπτωση αυτή, θεωρούνται εκείνα στα οποία δεν υφίσταται οικοδομή καθώς και εκείνα που καταλαμβάνονται από παραπήγματα προσωρινού χαρακτήρα και ερείπια ή και κτίρια που χρησιμοποιούνται, των οποίων ο όγκος δεν υπερβαίνει το τέταρτο του συνολικού οικοδομήσιμου όγκου του ακινήτου. Η δημόσια ωφέλεια για την απαλλοτρίωση των ακινήτων αυτών προκύπτει κατά την παρ. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ενεργείται μόνον με τον όρο της ανέγερσης οικοδομών επί των απαλλοτριουμένων ακινήτων με τις μέγιστες επιτρεπόμενες σε κάθε περίπτωση διαστάσεις μέσα σε προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβεί την τετραετία αφότου τα απαλλοτριωθέν ακίνητο αφέθηκε από τον τέως ιδιοκτήτη στην πλήρη διάθεση του επισπεύδοντος την απαλλοτρίωση. Για την εξασφάλιση της τήρησης του όρου αυτού πρέπει απαραίτητα να παρέχονται στον προηγούμενο ιδιοκτήτη επαρκείς εγγυήσεις, σύμφωνα με λεπτομέρειες που θα καθοριστούν με προεδρικό διάταγμα και να καταβάλλεται σ΄ αυτόν χρηματική ικανοποίηση που θα ρυθμιστεί με το ίδιο διάταγμα, σε περίπτωση μη τήρησης του όρου.
Άρθρο 157. Σύνταξη πράξης αναλογισμού
1. Η απαλλοτρίωση των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους του εγκεκριμένου σχεδίου, που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 156, ενεργείται κατά τις παρακάτω διατάξεις. Για τους κοινόχρηστους χώρους, που προορίζονται εν όλω ή εν μέρει για κοινόχρηστους κήπους και άλση, μπορούν να εφαρμόζονται εν όλω ή εν μέρει και οι ειδικές περί αναδάσωσης διατάξεις είτε σε συνδυασμό προς τις παρακάτω είτε και αυτοτελώς.
2. Η αρμόδια υπηρεσία, με αίτηση των ενδιαφερομένων ή και ενεργώντας αυτεπάγγελτα, συντάσσει πράξη αναλογισμού, με την οποία καθορίζονται τα απαλλοτριωτέα ακίνητα σε κτηματολογικό διάγραμμα και ο αναλογισμός της αποζημίωσης μεταξύ των υποχρέων. Για τη σύνταξη της πράξης προσκαλούνται οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες των απαλλοτριωτέων ακινήτων να παρουσιαστούν σε ορισμένη ημέρα και ώρα προκειμένου να υποδείξουν τα όρια των ιδιοκτησιών τους. Αν κριθεί σκόπιμο μπορεί να προσκαλούνται, με τον ίδιο τρόπο, και οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες των ακινήτων οι οποίοι είναι υπόχρεοι για την αποζημίωση των απαλλοτριουμένων.
3. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η σύνταξη της πράξης, συντάσσεται από τον επιφορτισμένο για την εργασία αυτή υπάλληλο, πρωτόκολλο που υπογράφεται από τους εικαζόμενους ιδιοκτήτες των ακινήτων που αφορά η πράξη. Σε περίπτωση άρνησης ή απουσίας τους και σε περίπτωση που κάποιος είναι αγράμματος το πρωτόκολλο υπογράφεται από δύο (2) μάρτυρες και εφαρμόζονται ανάλογα οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 159.
4. Πριν από τη σύνταξη της πράξης αναλογισμού πρέπει να προηγείται η κατά το άρθρο 146 τακτοποίηση των οικοπέδων, με βάση την οποία θα συντάσσεται αυτή, εκτός αν εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τη σύνταξη της πράξης πριν την τακτοποίηση. Σε ειδικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν ο τρόπος αναλογισμού είναι συναφής με την τακτοποίηση μπορεί να συντάσσεται κοινή πράξη για τον αναλογισμό και την τακτοποίηση, με ανάλογη εφαρμογή σε συνδυασμό των σχετικών διατάξεων.
5. Οι λεπτομέρειες του τρόπου σύνταξης της πράξης, τα σχετικά με την πρόσκληση και τις προθεσμίες και γενικά τα σχετικά με τη διαδικασία, κατά το παρόν άρθρο, ρυθμίζονται με προεδρικά διατάγματα.
Άρθρο 158. Αμφισβήτηση ορίων ιδιοκτησιών
1. Σε περίπτωση κωλύματος για τον αναλογισμό της αποζημίωσης μεταξύ των υποχρέων που προέρχεται από οποιαδήποτε αμφισβήτηση των ορίων μεταξύ των ιδιοκτησιών των υποχρέων σε αποζημίωση ή λόγω αδυναμίας καθορισμού των ορίων αυτών από οποιαδήποτε άλλη αιτία, ο επισπεύδων την απαλλοτρίωση θεωρείται ως προσωρινός υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης προς τους δικαιούχους, εφόσον τα όρια κάθε απαλλοτριωτέας ιδιοκτησίας μπορούν να καθοριστούν σαφώς. Η σχετική πράξη συντάσσεται χωρίς να γίνεται ο κατά το άρθρο 157 αναλογισμός της αποζημίωσης μεταξύ των ιδιοκτησιών των υποχρέων. Μετά από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 159, ο επισπεύδων δικαιούται να απαιτήσει την πληρωμή της αποζημίωσης από τους πραγματικούς υπόχρεους, κατά την αναλογία καθενός. Όσοι από αυτούς έχουν ακαθόριστα μεταξύ τους όρια ιδιοκτησίας ενέχονται αδιαίρετα σε ολόκληρη την αποζημίωση που καταβλήθηκε από τον επισπεύδοντα για λογαριασμό τους. Ο τελευταίος, έχει στην περίπτωση αυτή, δυνάμει της παραπάνω δικαστικής απόφασης, τίτλο εγγραφής προσημείωσης, εκτός από την υπόλοιπη περιουσία των υποχρέων και σε ολόκληρο αδιαιρέτως το ακίνητο που αποτελείται από το σύνολο των ακινήτων που έχουν ακαθόριστα όρια ιδιοκτησίας. Αν, μετά από την καταβολή της αποζημίωσης από τον επισπεύδοντα, καθοριστούν μεν οριστικώς τα όρια της ιδιοκτησίας μεταξύ των υποχρέων, δεν συμφωνούν όμως αυτοί στην κατανομή των υποχρεώσεων τους προς αποζημίωση του επισπεύδοντος, τότε η αρχική πράξη συμπληρώνεται με τον αναλογισμό της αποζημίωσης μεταξύ των υποχρέων. Με βάση τον αναλογισμό αυτό το μονομελές πρωτοδικείο κανονίζει την κατανομή της αποζημίωσης, και ακολουθείται αναλόγως η διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 159.
2. Αν ο καθορισμός των ορίων μεταξύ των απαλλοτριωτέων ιδιοκτησιών καθίσταται για οποιονδήποτε λόγο αδύνατος, η σύνταξη της πράξης αναβάλλεται μέχρι να καθοριστούν αυτά. Σε ειδικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για άμεση ανάγκη κατάληψης κτιρίων και άλλων ακινήτων, για τη διάνοιξη οδών, πλατειών κ.λπ. και γενικά για την εφαρμογή του σχεδίου σε μεγάλες εκτάσεις, η αρμόδια τεχνική υπηρεσία μπορεί να συντάσσει την πράξη, με βάση σχετικές πληροφορίες, αφού ορίσει προσωρινά τα όρια μεταξύ των απαλλοτριωτέων ακινήτων. Στην περίπτωση αυτή κατατίθεται από κάθε υπόχρεο στο αρμόδιο ταμείο το μέρος της καθοριζομένης αποζημίωσης που του αναλογεί και το συνολικό ποσό για όλα τα ακίνητα που πρέπει να απαλλοτριωθούν κατανέμεται μεταξύ των δικαιούχων, με δική τους φροντίδα, μετά από τον οριστικό καθορισμό των ορίων.
3. Αν είναι αδύνατος ο καθορισμός των ορίων μεταξύ των ιδιοκτησιών που πρέπει να απαλλοτριωθούν και των ιδιοκτησιών που υποχρεούνται να καταβάλλουν αποζημίωση και η απαλλοτρίωση είναι επείγουσα, η πράξη συντάσσεται αφού καθοριστούν προσωρινά τα όρια από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία, με βάση πληροφορίες. Στην περίπτωση αυτή η καθοριζόμενη αποζημίωση κατατίθεται από τον υπόχρεο στο αρμόδιο ταμείο και παραλαμβάνεται από το δικαιούχο μετά τον οριστικό καθορισμό των ορίων και την εκκαθάριση διαφοράς που προκύπτει σε βάρος του δικαιούχου.
4. Αν υπάρχει σύμπτωση των περιπτώσεων των παρ. 1 έως 3, και παράλληλα επείγει η πραγματοποίηση της απαλλοτρίωσης, εφαρμόζονται σε συνδυασμό ανάλογα οι σχετικές διατάξεις.
5. Με προεδρικό διάταγμα κανονίζεται ποιος θεωρείται ως επισπεύδων για κάθε περίπτωση για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 159. Κύρωση της πράξης αναλογισμού
1. Η κατά το άρθρο 157 πράξη αναλογισμού εκτίθεται για ορισμένο χρόνο στα γραφεία της υπηρεσίας που τη συνέταξε. Οι ενδιαφερόμενοι ειδοποιούνται με πρόσκληση για να λάβουν γνώση αυτής.
2. Οι ενιστάμενοι κατά της πράξης μπορούν να υποβάλουν, μέσα σε οριζόμενη κάθε φορά ανατρεπτική προθεσμία, τις ενστάσεις τους στον οικείο περιφερειάρχη. Ο περιφερειάρχης αποφασίζει αμετάκλητα επί της πράξης και των ενστάσεων που υποβλήθηκαν κατ’ αυτής, είτε επικυρώνοντας είτε ακυρώνοντας την πράξη. Στη δεύτερη περίπτωση διατάσσει την ανασύνταξή της.
3. Η οριστική απόφαση κύρωσης της πράξης κοινοποιείται στην αρμόδια υπηρεσία, η οποία μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση της απόφασης και αντίγραφο αυτής. Αυτοί που προβάλλουν δικαίωμα κυριότητας επί των απαλλοτριωτέων ακινήτων, στα οποία αναφέρεται η πράξη που κυρώθηκε, προσφεύγουν στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο και ζητούν τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης, που πρέπει να καταβληθεί με βάση την πράξη, και ο οποίος γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του Κ.Α.Α.Α. Σε κάθε περίπτωση τον κατά τα παραπάνω προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί μπορεί να επισπεύσει το Δημόσιο με την αρμόδια τεχνική υπηρεσία, ο οικείος δήμος, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενδιαφέρεται για την εφαρμογή του σχεδίου.
4. Τα ζητήματα που αφορούν την έκθεση της πράξης, τις προσκλήσεις, τις ενστάσεις, τις σχετικές προθεσμίες και την απόφαση του περιφερειάρχη καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα.
5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης εφαρμόζεται η διαδικασία προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης που ορίζεται στο άρθρο 18α του ν.δ.797/1971 (Α΄ 1). Το επείγον της ανάγκης αναγνωρίζεται με απόφαση του οικείου περιφερειάρχη.
Άρθρο 160. Σύνταξη και κύρωση της πράξης αναλογισμού σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης
1. Η αρμόδια υπηρεσία προσκαλεί τους εικαζόμενους ιδιοκτήτες των απαλλοτριωτέων ακινήτων να παρουσιαστούν και να υποδείξουν τα όρια των ιδιοκτησιών, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται από αυτήν στην πρόσκληση και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο (2) και μεγαλύτερη των δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της πρόσκλησης. Η πρόσκληση γίνεται μέσω του τύπου και δημοσιεύεται τουλάχιστον μία φορά σε δύο (2) ημερήσια φύλλα, από αυτά που εκδίδονται στην πόλη ή στην πλησιέστερη πόλη, στην οποία βρίσκονται τα ακίνητα. Αν η υπηρεσία αδυνατεί να συγκεντρώσει έγκαιρα πληροφορίες για τους ιδιοκτήτες, η πρόσκληση γίνεται γενική και αναφέρεται απλώς στην περιοχή των απαλλοτριωτέων ακινήτων.
2. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 1 η αρμόδια υπηρεσία συντάσσει πράξη, όπου φαίνονται σε πρόχειρο κτηματολογικό διάγραμμα με τα απαιτούμενα υπομνήματα τα απαλλοτριωτέα ακίνητα κατ’ έκταση και είδος. Αν οι ενδιαφερόμενοι δεν παρουσιάστηκαν εμπρόθεσμα να υποδείξουν τα όρια των απαλλοτριωτέων ιδιοκτησιών τους ή προέκυψαν αμφιβολίες και αντιρρήσεις κατά την υπόδειξη, η παραπάνω υπηρεσία τα προσδιορίζει προσωρινά, κατά την κρίση της από πληροφορίες, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 158. Στην παραπάνω πράξη γίνεται μνεία των εικαζόμενων ιδιοκτητών των απαλλοτριωτέων ακινήτων, εφόσον η υπηρεσία που την συντάσσει τους εξακριβώσει από πληροφορίες, διαφορετικά αυτοί παραλείπονται ολοσχερώς και τα ακίνητα αυτά χαρακτηρίζονται μόνον αριθμητικά.
3. Μετά από τη σύνταξη της πράξης κατά την παρ. 2, αυτή εκτίθεται στα γραφεία της υπηρεσίας που την συνέταξε, για χρονικό διάστημα που ορίζεται από αυτήν, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δύο (2) και μεγαλύτερο των δέκα (10) ημερών, για να λάβουν γνώση οι ενδιαφερόμενοι και να υποβάλουν τις ενστάσεις τους. Η ειδοποίηση των ενδιαφερομένων για την έκθεση γίνεται με γενική πρόσκληση, για την οποία ισχύει κατά τα λοιπά η παρ. 1. Οι ενστάσεις κατά της πράξης πρέπει να υποβάλλονται στον οικείο περιφερειάρχη, μέσω της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας μέσα στην ίδια προθεσμία.
4. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 3 η υπηρεσία υποβάλλει στον περιφερειάρχη την πράξη που συντάχθηκε με τις εμπρόθεσμες ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτής. Ο περιφερειάρχης οφείλει να αποφανθεί εντός δεκαημέρου το πολύ, από την υποβολή σ’ αυτόν όλων των απαιτούμενων στοιχείων για την έκδοση της απόφασης.
5. Η αρμόδια υπηρεσία, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σ΄ αυτήν της απόφασης του περιφερειάρχη, που κυρώνει την πράξη αναλογισμού, προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να προσέλθουν στα γραφεία της, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται απ’ αυτήν, για να λάβουν γνώση της απόφασης και επίσημο αντίγραφο, εφόσον το επιθυμούν. Για την πρόσκληση και την προθεσμία εφαρμόζεται η παρ. 3. Μετά από την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας, αντίγραφο της πράξης και της κυρωτικής απόφασης του περιφερειάρχη διαβιβάζονται από την υπηρεσία στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, την οποία μπορούν να επισπεύδουν και εκείνοι υπέρ των οποίων γίνεται η απαλλοτρίωση. Πάντως αντίγραφο της πράξης και της κυρωτικής απόφασης του περιφερειάρχη χορηγούνται στους ενδιαφερόμενους μετά από αίτησή τους και μετά την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας.
6. Αρμόδιος να κρίνει την επείγουσα ανάγκη εφαρμογής του παρόντος άρθρου είναι ο περιφερειάρχης.
Άρθρο 161. Διεκδίκηση καταβολής αποζημίωσης
Αυτοί που προβάλλουν δικαίωμα κυριότητας στα ακίνητα που πρέπει να απαλλοτριωθούν οφείλουν να διεκδικήσουν με κάθε νόμιμο μέσο από τους υπόχρεους την καταβολή της αποζημίωσης που καθορίστηκε από το μονομελές πρωτοδικείο κατά το άρθρο 159 και έχουν τίτλο εγγραφής προσημείωσης επί της ακίνητης περιουσίας των υποχρέων, δυνάμει της σχετικής δικαστικής απόφασης που εκδίδεται κατά τον Κ.Α.Α.Α. και γενικότερα τα ίδια δικαιώματα, που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 158 για τον επισπεύδοντα.
Άρθρο 162. Απαλλοτρίωση ακινήτων για δημιουργία χώρων κτιρίων κοινής ωφέλειας
1. Για την απαλλοτρίωση των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους που αναφέρονται στην περ. β΄της παρ. 1 του άρθρου 156 εφαρμόζεται ανάλογα η διαδικασία των άρθρων 157 έως 159 του παρόντος.
2. Τα προαναφερόμενα ακίνητα περιέρχονται από την απαλλοτρίωσή τους στη κυριότητα των προσώπων τα οποία κατασκευάζουν τα κτίρια και εκτελούν τα υπόλοιπα κοινωφελή έργα στους προβλεπόμενους από το εγκεκριμένο σχέδιο χώρους. Απαγορεύεται απολύτως η διάθεση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζονται οι χώροι από το εγκεκριμένο σχέδιο.
Άρθρο 163. Απαλλοτρίωση ακινήτων κατά την άμεση εφαρμογή του σχεδίου
1. Για την απαλλοτρίωση των ακινήτων που πρέπει να απαλλοτριωθούν κατά την παρ. 2 του άρθρου 156 εφαρμόζεται ανάλογα, για τη διαδικασία και τον υπολογισμό της αποζημίωσης, το άρθρο 162.
2. Τα κατά την παρ. 1 ακίνητα μπορούν να απαλλοτριώνονται υπέρ του Δημοσίου, των δήμων και των δημόσιων νομικών προσώπων, τα οποία έχουν σκοπό, μεταξύ των άλλων, την εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και τον εξωραϊσμό των χώρων. Τα ακίνητα περιέρχονται από την απαλλοτρίωσή τους στη κυριότητα των προαναφερόμενων νομικών προσώπων και διατίθενται με τον τρόπο και τους όρους που περιγράφονται στο προεδρικό διάταγμα της παρ. 2 του άρθρου 156. Πάντως τα προερχόμενα από τα ακίνητα αυτά οποιαδήποτε κέρδη διατίθενται αποκλειστικά και μόνον για την κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών για την εφαρμογή του σχεδίου και τον εξωραϊσμό της πόλης, του οικισμού κ.λπ. που αυτά βρίσκονται.
3. Οι παρ. 1 και 2 ισχύουν ανάλογα και για τα απαλλοτριωτέα ακίνητα κατά την παρ. 3 του άρθρου 156 τηρουμένων απαραιτήτως των όρων που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή.
Άρθρο 164. Απαλλοτρίωση ακινήτων στα μη αμέσως εφαρμοστέα τμήματα και σε ζώνη γύρω από τα όρια σχεδίου πόλης
1. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του αρμόδιου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. μπορεί να αναγνωριστεί δημόσια ωφέλεια για αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων που περιλαμβάνονται στα κατά την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.δ. 17.7.1923 (Α΄ 228) μη αμέσως εφαρμοστέα τμήματα ή σε ζώνη, κατά το άρθρο 64, γύρω από τα όρια των εγκεκριμένων σχεδίων, με σκοπό την εξασφάλιση της κανονικής ανάπτυξης και επέκτασης των πόλεων, οικισμών κ.λπ.
2. Για την κατά την παρ. 1 απαλλοτρίωση εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 162, για τη διαδικασία και τον υπολογισμό της αποζημίωσης.
3. Τα ακίνητα της παρ. 1 μπορούν να απαλλοτριώνονται μόνον υπέρ του δημοσίου, των δήμων και των δημόσιων νομικών προσώπων, τα οποία έχουν μεταξύ των άλλων, ως αποστολή την εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και τον εξωραϊσμό αυτών.
4. Τα κατά το παρόν άρθρο απαλλοτριούμενα ακίνητα περιέρχονται από την απαλλοτρίωσή τους στην κυριότητα των νομικών προσώπων υπέρ των οποίων επιβάλλεται η απαλλοτρίωση και διατίθενται με διαδικασία που καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα. Πάντως αποκλείεται οποιαδήποτε εκμετάλλευση των παραπάνω ακινήτων καθώς και οποιαδήποτε εκποίηση αυτών πριν επεκταθεί και εφαρμοστεί άμεσα το σχέδιο της πόλης, του οικισμού κ.λπ.
5. Η εκποίηση των ακινήτων αυτών εκτελείται αφού προηγουμένως διαιρεθούν τα απαλλοτριωθέντα γήπεδα σε οικόπεδα βάσει του εφαρμοσθέντος σχεδίου πόλης. Με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 4 ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες του χρόνου και του τρόπου της εκποίησης, του καθορισμού της ελάχιστης τιμής, της καταβολής του τιμήματος, όλων των λοιπών όρων της εκποίησης καθώς και των εγγυήσεων που θα παρασχεθούν για την τήρηση των όρων αυτών. Προκειμένου τα ακίνητα αυτά να εκποιηθούν για σύσταση εργατικών συνοικισμών, η τιμή εκποίησης δεν υπερβαίνει τις αναλογούσες δαπάνες απαλλοτρίωσης γενικά και η εκποίηση εκτελείται υπό τον όρο της ανέγερσης ορισμένου είδους κτιρίων σε κάθε οικόπεδο μέσα σε ορισμένη προθεσμία και της μη μεταβίβασης της κυριότητας των εκποιουμένων με πράξη εν ζωή.
6. Τα προκύπτοντα κέρδη από τη διάθεση των κατά το παρόν άρθρο απαλλοτpιούμενων ακινήτων διατίθενται αποκλειστικά και μόνον για την κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών για τον εξωραϊσμό της πόλης, του οικισμού κ.λπ. και την εφαρμογή του σχεδίου αυτής.
7. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται ανάλογα και για τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των ζωνών των πόλεων, οικισμών κ.λπ. χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο.
Άρθρο 165. Υπόχρεοι αποζημίωσης
1. Υπόχρεοι προς καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους προβλεπόμενους από το εγκεκριμένο σχέδιο κοινόχρηστους χώρους, δηλαδή οδούς, πλατείες, άλση κ.λπ. είναι ο δήμος και οι παρόδιοι ιδιοκτήτες, όπως ορίζεται στις παρακάτω διατάξεις.
2. Για τα κτίρια, φυτείες, φρέατα και γενικά για τις υπόλοιπες ακίνητες εγκαταστάσεις που βρίσκονται στο απαλλοτριωτέο οικόπεδο υπόχρεος είναι ο δήμος. Για το ίδιο το απαλλοτριωτέο οικόπεδο συνυπόχρεοι γίνονται ο δήμος και οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες.
3. Ως ωφελούμενοι παρόδιοι θεωρούνται οι ιδιοκτήτες των ακινήτων των οποίων τα οικόπεδα έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν με προσκυρώσεις ή τακτοποιήσεις πρόσωπο στον κοινόχρηστο χώρο, στον οποίο περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέο ακίνητο.
4. Η έκταση που αντιστοιχεί προς αποζημίωση σε κάθε ακίνητο προσδιορίζεται από το πρόσωπο που έχει στον κοινόχρηστο χώρο και συγκεκριμένα από τις καθέτους που φέρονται από τα σημεία τομής των ορίων του προσώπου με τη ρυμοτομική γραμμή στον άξονα της οδού ή στην απέναντι ρυμοτομική γραμμή ή στην παράλληλη προς τη ρυμοτομική γραμμή που προσδιορίζεται από εικοσάμετρη λωρίδα στην περίπτωση ευρέων κοινόχρηστων χώρων.
5. Οι παρόδιοι υποχρεούνται στην πληρωμή της αποζημίωσης για διάνοιξη οδών, πλάτους μόνο μέχρι τριάντα μέτρων, που διανοίγονται είτε απευθείας στο πλάτος αυτό είτε με διαδοχικές διευρύνσεις.
6. Για τη διάνοιξη οδών πλατύτερων των τριάντα μέτρων ή για οποιαδήποτε μεταγενέστερη διεύρυνση μεγαλύτερη από το πλάτος αυτό, το επί πλέον των τριάντα μέτρων πλάτος βαρύνει τον δήμο. Σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση των παροδίων της ίδιας πλευράς της οδού δεν μπορεί να υπερβαίνει την αποζημίωση ζώνης πλάτους μεγαλύτερης των δεκαπέντε μέτρων. Για τη διάνοιξη πλατειών, αλσών, απλών διευρύνσεων στις διασταυρώσεις οδών και γενικά κοινόχρηστων χώρων, οι παρόδιοι ιδιοκτήτες της ίδιας πλευράς υποχρεούνται στην πληρωμή της αποζημίωσης που αναλογεί σε επιφάνεια ζώνης οικοπέδων πλάτους είκοσι (20) μέτρων, η οποία περιλαμβάνεται μέσα στο χώρο που πρέπει να απαλλοτριωθεί συνολικά, ασχέτως θέσης.
7. Η επιβάρυνση των ιδιοκτητών δεν μπορεί να υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση το μισό του εμβαδού του βαρυνόμενου οικοπέδου, μετά από την αφαίρεση της υπάρχουσας πρασιάς και, σε περίπτωση ρυμοτόμησης, το μισό του εμβαδού που απομένει μετά τη ρυμοτομία ή εκείνου που προκύπτει από τακτοποίηση ή προσκύρωση. Η πέραν των ανωτέρω ορίων έκταση βαρύνει τον οικείο δήμο.
8. Όταν οι δικαιούχοι αποζημίωσης για απαλλοτρίωση είναι και υπόχρεοι για την πληρωμή αυτής, επέρχεται συμψηφισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
9. Για τη διάνοιξη ευρέων κοινόχρηστων χώρων, δηλαδή μεγάλων λεωφόρων, αλσών, πλατειών κ.λπ., από τους οποίους η ωφέλεια είναι σημαντική και εκτείνεται σε ευρύτερη ακτίνα, ο δήμος δικαιούται για την αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών να επιβάλει ειδική εισφορά στους ωφελούμενους ιδιοκτήτες ανάλογα με το βαθμό ωφέλειας. Οι λεπτομέρειες της διάταξης αυτής ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα. Τέτοια εισφορά δεν επιβάλλεται στους αμέσως παρόδιους ιδιοκτήτες, εφόσον αυτοί έχουν εξαντλήσει την υποχρέωση, από την επιβάρυνση τους με την εικοσάμετρη ζώνη. Πάντως η εισφορά δεν μπορεί να υπερβεί το τρία τοις εκατό (3%) της αξίας των ακινήτων κατά την επιβολή της με την επιφύλαξη της παρ. 8 του άρθρου 193.
10. Ο τρόπος αναλογισμού της αποζημίωσης μεταξύ δήμου και παρόδιων ιδιοκτητών και μεταξύ των τελευταίων σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και κάθε σχετική λεπτομέρεια, ορίζονται με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Άρθρο 166. Αναλογισμός αποζημίωσης για τη διάνοιξη και τη διαπλάτυνση οδών
1. Αν πρόκειται για οδό πλάτους μέχρι τριάντα (30) μέτρων, η οποία εγκρίνεται για πρώτη φορά και ρυμοτομεί οικόπεδα σε όλο της το πλάτος, η υποχρέωση κάθε παρόδιου ιδιοκτήτη συνίσταται στην αποζημίωση του τμήματος που περικλείεται από τον άξονα της οδού, τη ρυμοτομική γραμμή και τις καθέτους επί τον άξονα που φέρονται από τα σημεία συνάντησης των ορίων του προσώπου του οικοπέδου με τη ρυμοτομική γραμμή.
2. Αν πρόκειται για διασταύρωση δύο οδών, σε ορθή γωνία, της ίδιας όπως παραπάνω φύσης, το τμήμα της ρυμοτομούμενης έκτασης που βαρύνει το γωνιακό ακίνητο υπολογίζεται και ως προς τις δύο οδούς, σύμφωνα με την παρ. 1 και προσδιορίζεται από τη συνάντηση των αξόνων των δύο οδών.
3. Όταν δύο οδοί με το ίδιο πλάτος διασταυρώνονται σε σχήμα Τ και τέμνονται σε οξεία γωνία, με απότμηση στην ακμή της, το ακίνητο που βρίσκεται στην οξεία γωνία βαρύνεται για το τμήμα που καθορίζεται από τον άξονά της σε οξεία γωνία οδού που συνεχίζεται παράλληλα με το ίδιο πλάτος προς την αποτετμημένη πλευρά και από τις καθέτους που φέρονται από τα όρια του προσώπου του γωνιακού ακινήτου. Το τμήμα που απομένει μεταξύ των αξόνων των τεμνομένων οδών και του άξονα που συνεχίζει παράλληλα προς την απότμηση θεωρείται ως πλατεία ή διεύρυνση και αποζημιώνεται κατά τα οριζόμενα κατωτέρω.
4. Όταν οι διασταυρούμενες κατά την παρ. 3 οδοί έχουν διαφορετικά πλάτη, για τον προσδιορισμό του τμήματος που επιβαρύνει το ακίνητο που βρίσκεται στην οξεία γωνία, ο άξονας της στενότερης οδού συνεχίζεται παράλληλα προς την αποτετμημένη πλευρά.
5. Αν πρόκειται για διασταύρωση δύο οδών του ίδιου ή διαφορετικού πλάτους, οι οποίες δημιουργούν οξείες γωνίες με αποτμήσεις στις ακμές τους, ο υπολογισμός του τμήματος που βαρύνει τα ακίνητα επί των οξειών γωνιών γίνεται ανάλογα με τις παρ. 3 και 4.
6. Στην περίπτωση που από τη διασταύρωση δύο οδών προκύπτει αμβλεία ή και οξεία γωνία χωρίς απότμηση της ακμής της, εφαρμόζεται η παρ. 2.
7. Αν πρόκειται για διαπλάτυνση παλαιάς υφιστάμενης οδού μέχρι τριάντα (30) μέτρων, τα ρυμοτομούμενα ακίνητα που προκύπτουν από τη διαπλάτυνση αποζημιώνονται από τα παρόδια ακίνητα που βρίσκονται και στις δύο πλευρές της οδού. Κάθε παρόδιο ακίνητο βαρύνεται με το μισό του ρυμοτομούμενου τμήματος που περικλείεται από τις ρυμοτομικές γραμμές και τις καθέτους που φέρονται επί αυτών από τα σημεία συνάντησης των ορίων του προσώπου του ακινήτου.
8. Αν η υφιστάμενη οδός διαπλατύνεται σε πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα μέτρων, από τα ρυμοτομούμενα λόγω της διαπλάτυνσης οικόπεδα αφαιρείται ζώνη, άσχετα με τη θέση, πλάτους ίσου προς το επί πλέον των τριάντα (30) μέτρων. Για τη ζώνη αυτή βαρύνεται ο δήμος και η υπόλοιπη ρυμοτομούμενη έκταση αναλογίζεται μεταξύ των παρόδιων ακινήτων και των δύo (2) πλευρών της οδού, κατά την παρ. 7. Η γραμμή που διαχωρίζει τη ζώνη που βαρύνει τον δήμο θεωρείται ρυμοτομική γραμμή για τον αναλογισμό.
9. Στην περίπτωση της παρ. 8, αν η υπάρχουσα οδός διανοίχτηκε μετά από απαλλοτρίωση των οικοπέδων που έχουν καταληφθεί από αυτήν, είτε από το Δημόσιο είτε από τον δήμο, για τον αναλογισμό των ρυμοτομούμενων από τη διαπλάτυνση οικοπέδων αφαιρείται το πλάτος της οδού που διανοίχτηκε λόγω της απαλλοτρίωσης. Το υπόλοιπο ρυμοτομούμενο τμήμα κατανέμεται μεταξύ των παρόδιων ακινήτων, κατά τις παρ. 7 και 8, ενώ ο δήμος βαρύνεται μόνο αν, μετά την αφαίρεση του παραπάνω πλάτους της υπάρχουσας οδού, η ρυμοτομούμενη έκταση έχει πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα (30) μέτρων και μόνο για το επί πλέον του πλάτους αυτού τμήμα.
10. Αν πρόκειται για οδούς με πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα (30) μέτρων, οι οποίες καταλαμβάνουν σε όλο τους το πλάτος οικόπεδα, το τμήμα που βαρύνει κάθε παρόδιο ακίνητο υπολογίζεται βάσει του μήκους του προσώπου του στην οδό και σε ζώνη πλάτους δεκαπέντε μέτρων παράλληλα προς τη ρυμοτομική γραμμή. Το υπόλοιπο ρυμοτομούμενο τμήμα μεταξύ των δεκαπεντάμετρων λωρίδων, που είναι παράλληλες προς τις ρυμοτομικές γραμμές, βαρύνει τον δήμο.
11. Αν οι παραπάνω οδοί, που έχουν πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα (30) μέτρων, καταλαμβάνουν εν μέρει μόνο οικόπεδα και αποτελούν διαπλάτυνση υφιστάμενων πράγματι οδών, οι οποίες δεν έχουν προέλθει από απαλλοτρίωση, κατά την παρ. 9, για τον αναλογισμό της αποζημίωσης των ρυμοτομούμενων οικοπέδων από τη διαπλάτυνση εφαρμόζεται η παρ. 8.
Άρθρο 167. Αναλογισμός αποζημίωσης για τη διάνοιξη και διαπλάτυνση πλατειών και ευρέων κοινόχρηστων χώρων
1. Για την αποζημίωση των χώρων που καταλαμβάνονται από πλατείες, άλση, κήπους, απλές διαπλατύνσεις στις διασταυρώσεις των οδών ή και στη συμβολή δύο ή περισσότερων οδών, οι οποίοι διανοίγονται για πρώτη φορά και καταλαμβάνουν οικόπεδα, σε όλο τους το πλάτος, κάθε ένα από τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στους χώρους αυτούς βαρύνεται για την αποζημίωση του τμήματος που περικλείεται από τη ρυμοτομική γραμμή, την παράλληλη προς αυτή γραμμή που φέρεται σε απόσταση είκοσι (20) μέτρων και τις καθέτους που φέρονται από τα όρια του ακινήτου στην παράλληλη γραμμή.
2. Αν κατά τον παραπάνω υπολογισμό των τμημάτων που βαρύνουν κάθε υπόχρεο ακίνητο, συμπέσουν αυτά εν μέρει, το τμήμα που σχηματίζεται από τα συμπίπτοντα μικρότερα δύο ή και περισσότερα κατά τα παραπάνω τμήματα, βαρύνει εξ ίσου τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο σε αυτό και των οποίων τα αντίστοιχα τμήματα συμπίπτουν.
3. Ειδικά στην περίπτωση των απλών διαπλατύνσεων στις διασταυρώσεις των οδών ή και στη συμβολή τους, μπορεί με ανάλογη εφαρμογή των παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 166 να συνεχίζονται οι άξονες των οδών (και για οδούς διαφορετικού πλάτους, οι άξονες των οδών μικρότερου πλάτους) μέχρι τη συνάντηση των αξόνων των υπόλοιπων οδών. Ο υπόλοιπος εκτός των αξόνων χώρος, σε όσο τμήμα δεν απέχει από τις ρυμοτομικές γραμμές περισσότερο από είκοσι (20) μέτρα, κατανέμεται εξίσου μεταξύ των υπόχρεων ακινήτων.
4. Για τα πέραν των κατά την παρ. 1 εικοσάμετρων λωρίδων ρυμοτομούμενα οικόπεδα ή τμήματα αυτών η υποχρέωση αποζημίωσης βαρύνει τον οικείο δήμο.
5. Αν πρόκειται για αποζημίωση οικοπέδων που ρυμοτομούνται από πλατεία κ.λπ. προβλεπόμενη από το ρυμοτομικό σχέδιο, στη συμβολή υπαρχουσών παλαιών οδών που διαπλατύνονται ή όχι, εφόσον δεν καταλαμβάνονται από αυτήν οικόπεδα σε όλη της την έκταση, αλλά μέρος αυτής αποτελείται από τις παλαιές οδούς, για τον κανονισμό της επιβάρυνσης κάθε ακινήτου που έχει πρόσωπο στην πλατεία υπολογίζεται:
α) η θέση της πλατείας που προσδιορίζεται με καθέτους που ενώνουν τις ρυμοτομικές γραμμές γύρω απ’ αυτήν,
β) η έκταση των ρυμοτομούμενων από την πλατεία οικοπέδων,
γ) το εμβαδόν της υπολειπόμενης, μετά την αφαίρεση των εικοσάμετρων λωρίδων, έκτασης που βαρύνει τον δήμο, ανεξάρτητα αν στην έκταση αυτή περιλαμβάνονται ρυμοτομούμενα μέρη οικοπέδων ή αυτή συμπίπτει με παλαιά υφιστάμενη οδό,
δ) το μήκος προσώπου σε μέτρα, κάθε ακινήτου που έχει πρόσωπο στην πλατεία. Βάσει των ανωτέρω ορίζεται το ποσοστό της κατά το στοιχείο β΄ ρυμοτομούμενης έκτασης, που αναλογεί σε κάθε ακίνητο, ανάλογα με το μήκος του προσώπου του και για κάθε μέτρο αυτού, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί από τη ρυμοτομούμενη έκταση η κατά το στοιχείο γ΄ έκταση που βαρύνει τον οικείο δήμο.
6. Αν λόγω τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου καταργηθεί, εν όλω ή εν μέρει, οικοδομικό τετράγωνο και οδός που προβλεπόταν από αυτό αποτελέσει μέρος δημιουργούμενης με την τροποποίηση πλατείας, τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στη ρυμοτομική γραμμή που παραμένει σε ισχύ βαρύνονται με την εικοσάμετρη λωρίδα, η οποία μειώνεται με το ποσό που επιβαρύνθηκαν τα ακίνητα για την αποζημίωση της οδού και μάλιστα για το μισό πλάτος της.
7. Όταν διαπλατύνεται υφιστάμενη διεύρυνση στη συμβολή οδών και η έκταση του υπάρχοντος κοινόχρηστου χώρου βρεθεί βάσει του αναλογισμού της υποχρέωσης των παροδίων, να αναλογεί στον δήμο, αφαιρείται από τη ρυμοτομούμενη έκταση που βαρύνει τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στην πλατεία, ίση έκταση προς εκείνη που αναλογεί για αποζημίωση από τον δήμο.
8. Σε περίπτωση διαπλάτυνσης πλατείας ή απλής διεύρυνσης στη συμβολή οδών, η ρυμοτομούμενη έκταση από τη διαπλάτυνση αποζημιώνεται από τον δήμο, αν οι παρόδιοι ιδιοκτήτες επιβαρύνθηκαν για την υπάρχουσα πλατεία με την εικοσάμετρη λωρίδα. Σε περίπτωση κατά την οποία ακίνητο, που δεν είχε πρόσωπο στην παλαιά πλατεία και για τον λόγο αυτό δεν είχε επιβαρυνθεί με την εικοσάμετρη λωρίδα, αποκτά άμεσα ή έμμεσα πρόσωπο στην πλατεία, η αντιστοιχούσα σ΄ αυτό ρυμοτομούμενη έκταση συνεπεία της διαπλάτυνσης και μέχρι την εικοσάμετρη λωρίδα δεν αποζημιώνεται από τον δήμο, αλλά από το ίδιο το ακίνητο που αποκτά με τη διαπλάτυνση πρόσωπο στην πλατεία.
Άρθρο 168. Αναλογισμός αποζημίωσης σε ειδικές περιπτώσεις
1. Αν πρόκειται για οδούς παραλιακές ή οδούς που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές ποταμών, ρεμάτων, σιδηροδρομικών γραμμών κ.λπ., η υποχρέωση των ακινήτων που έχουν ή αποκτούν πρόσωπο στις οδούς αυτές εκτείνεται μέχρι πλάτους δεκαπέντε (15) μέτρων, ενώ το επί πλέον βαρύνει τον δήμο.
2. Αν απέναντι από ρυμοτομικές γραμμές προβλέπεται από το ρυμοτομικό σχέδιο πλατεία, άλσος ή κήπος ή γενικά κοινόχρηστος χώρος, η υποχρέωση των ακινήτων που έχουν πρόσωπο στους χώρους αυτούς ορίζεται στην αποζημίωση εικοσάμετρης λωρίδας, ανεξάρτητα αν στο ρυμοτομικό σχέδιο προβλέπεται η διαμόρφωση του όλου κοινόχρηστου χώρου μεταξύ των γύρω ρυμοτομικών γραμμών, κατά ένα μέρος για οδούς και κατά ένα μέρος για άλσος ή κήπο.
3. Αν από το ρυμοτομικό σχέδιο προβλέπεται η μετάθεση εγκεκριμένης οδού, η υποχρέωση για αποζημίωση των ρυμοτομούμενων οικοπέδων από τη μετάθεση, βαρύνει εκείνους που ωφελήθηκαν από αυτήν, δηλαδή είτε τον δήμο αν η μετατεθείσα οδός είχε καταστεί κοινόχρηστη είτε τα ακίνητα με πρόσωπο στη νέα ρυμοτομική γραμμή αν αυτά έχουν προσαυξηθεί με την έκταση της μετατεθείσας οδού που δεν έχει καταστεί κοινόχρηστη.
4. Αν ταυτόχρονα με τη μετάθεση επιβάλλεται και διαπλάτυνση κάποιας οδού, ο αναλογισμός για το ποσό της διαπλάτυνσης ενεργείται βάσει των παρ. 7, 8 και 9 του άρθρου 166.
5. Οι παρ. 2 έως 4 και τα άρθρα 165, 166 και 167 εφαρμόζονται και για τις διανοίξεις ή διαπλατύνσεις οδών, οι οποίες αποτελούν όρια των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων.
Άρθρο 169. Ρύθμιση οφειλών για την αποζημίωση απαλλοτριούμενων ακινήτων
1. Οφειλές για αποζημίωση, κατά το άρθρο 165,που βεβαιώνονται στα δημόσια ταμεία καταβάλλονται σε σαράντα (40) ίσες τριμηνιαίες δόσεις. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής.
2. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής κάποιας δόσης, κατά το παρόν άρθρο, το ποσό αυτής επιβαρύνεται με τις νόμιμες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
3. Απαιτήσεις του Δημοσίου που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 165 παραγράφονται κατά την παρ. 2 του άρθρου 75 του ν.δ. της 17.7.1923 (Α΄ 288).
Άρθρο 170. Αποζημίωση απαλλοτριούμενων ακινήτων που έχουν αυθαίρετες κατασκευές
Για οικοδομές ή οποιεσδήποτε κατασκευές και εγκαταστάσεις που είναι απαλλοτριωτέες κατά την παρ. 1 του άρθρου 156 και του άρθρου 164 ή τμήματα αυτών, οι οποίες εκτελέστηκαν ή συμπληρώθηκαν μετά από την έγκριση του σχεδίου και των τροποποιήσεών του και της γύρω από το σχέδιο ζώνης ή μετά από την επιβολή των κατά το άρθρο 61 περιορισμών, κατά παράβαση του Τμήματος VI του Μέρους Α΄, και όμοια έργα που κατασκευάστηκαν σε οικόπεδα που μεταβιβάστηκαν κατά παράβαση των άρθρων 275 και 276, δεν καταβάλλεται αποζημίωση πριν από την κατεδάφισή τους σε περίπτωση απαλλοτρίωσης των γηπέδων στα οποία κατασκευάστηκαν τα έργα αυτά. Η απόδειξη του χρόνου ανέγερσης των παραπάνω έργων, εφόσον αυτά περιλαμβάνονται σε τμήματα του σχεδίου ή της ζώνης που εγκρίνονται ή τροποποιούνται μετά από την 16.8.1923 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, Α΄ 288), επιτρέπεται μόνο με:
α) τον τοπογραφικό χάρτη, βάσει του οποίου συντάχθηκε το σχέδιο ή η τροποποίησή του,
β) την κατά το άρθρο 315 οικοδομική άδεια και
γ) επίσημα έγγραφα σχετικά με την ανέγερση, τη μεταβίβαση ή την εκμετάλλευση του ακινήτου. Αποκλείεται η απόδειξη με μάρτυρες ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο. Η διάταξη αυτή είναι δυνατό να επεκταθεί ανάλογα με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εφάπαξ και ιδιαιτέρως για κάθε πόλη, οικισμό κ.λπ., και σε έργα τα οποία περιλαμβάνονται σε τμήματα του σχεδίου ή της ζώνης που δεν έγινε μεταβολή μετά από την 16.8.1923 και τα οποία έχουν εκτελεστεί κατά παράβαση των κείμενων διατάξεων.