ΜΕΡΟΣ Γ΄: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩN
ΤΜΗΜΑ Ι: ΕΙΣΦΟΡΑ ΣΕ ΓΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ - ΠΡΑΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Εισφορά σε γη και χρήμα
Άρθρο 139. Εισφορά σε γη
1. Οι ιδιοκτησίες: α) που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο για πρώτη φορά ή β) στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο ή γ) που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο και βρίσκονται εκτός των ορίων των οικισμών πριν από το 1923 ή των οικισμών με πληθυσμό μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις.
2. Με απόφαση του αρμόδιου για την έγκριση του Ρ.Σ. οργάνου, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, μπορεί να υπάγονται στις διατάξεις περί εισφορών γης και χρήματος οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται εντός των ορίων των οικισμών με πληθυσμό μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους.
3. Η εισφορά σε γη κατά την παρ. 2 αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, το οποίο υπολογίζεται, σύμφωνα με τις παρ. 4 έως 6.
4. Η εισφορά σε γη υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
α) Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 500 τ.μ. ποσοστό 10%.
β) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 20%.
γ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 τ.μ. μέχρι 2.000 τ.μ. ποσοστό 30%.
δ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 2.000 τ.μ. μέχρι 10.000 τ.μ. ποσοστό 40%.
ε) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 10.000 τ.μ. ποσοστό 50%.
στ) Σε περίπτωση που κατά την εκπόνηση της μελέτης οι υπολογιζόμενες εισφορές σε γη κατά τα ανωτέρω εντός της πολεοδομικής ενότητας, συμπεριλαμβανομένων και των υφιστάμενων κοινόχρηστων χώρων, δεν καλύπτουν την ελάχιστη έκταση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων κατά τα πολεοδομικά σταθερότυπα ή τις προβλέψεις των Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., Ε.Π.Σ. ή Τ.Π.Σ., τα ποσοστά των περ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄ υποχρεωτικά αυξάνονται αναλογικά και κατά ίσο αριθμό ποσοστιαίων μονάδων με σκοπό να συμπληρωθεί η απαιτούμενη εισφορά σε γη και χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετη απόφαση έγκρισης της προσαύξησης αυτής. Σε κάθε περίπτωση τα ποσοστά των περ. α΄ και β΄ δεν υπερβαίνουν το τριάντα τοις εκατό (30%), το ποσοστό της περ. γ΄ δεν υπερβαίνει το σαράντα τοις εκατό (40%) και το ποσοστό της περ. δ΄ δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%). Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η μείωση των απαραίτητων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και οι προκύπτοντες κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι πρέπει να καλύπτουν την ελάχιστη έκταση κατά τα πολεοδομικά σταθερότυπα ή τις προβλέψεις των Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., Ε.Π.Σ. ή Τ.Π.Σ. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας δύναται να τροποποιείται ο καταμερισμός των ποσοστών εισφοράς σε γη των περ. α΄ έως ε΄.
ζ) Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδικότερες διατάξεις, που διέπουν ειδικά σχέδια, όπως οι Βιομηχανικές Περιοχές του ν. 4458/1965 (Α΄ 33), οι Β.Ε.ΠΕ. του ν. 2545/1997 (Α΄ 254) και τα Επιχειρηματικά Πάρκα του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) και του ν. 4982/2022 (Α΄ 195), η εισφορά σε γη ειδικά για τις χρήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 5, 6 και 7 του από 23.2.1987 προεδρικού διατάγματος (Δ΄ 166) και στα άρθρα 292, 293 και 294, όπως ισχύουν, ορίζεται:
ζα) Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 20%.
ζβ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 τ.μ. μέχρι 4.000 τ.μ. ποσοστό 30%.
ζγ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 4.000 τ.μ. ποσοστό 40%.
5. Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτησίες στις 28 Μαΐου 2014. Για την εφαρμογή της παρ. 4, ως ιδιοκτησία νοείται το γεωτεμάχιο υπό την έννοια της συνεχόμενης έκτασης γης, που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε έναν ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου. Kατατμήσεις που έλαβαν χώρα μετέπειτα της προαναφερθείσας ημερομηνίας δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών σε γη. Εφόσον μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής διαπιστωθεί ότι κατά τον υπολογισμό των εισφορών σε γη, εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη υπαίτιες κατατμήσεις και συνεπάγονται την αυτοδίκαιη ακυρότητα της μεταβίβασης κυριότητας, με διορθωτική πράξη εφαρμογής μετατρέπονται οι διαφορές σε γη σε εισφορά σε χρήμα. Ως υπαίτιες κατατμήσεις νοούνται κυρίως οι οριζόμενες στα άρθρα 276 και 280.
6. Η εισφορά γης πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής του άρθρου 144, εκτός αν πρόκειται για αστικό αναδασμό ή ενεργό πολεοδομία, οπότε γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 30, 34 και 42.
7. Σε περίπτωση που η συμμετοχή σε γη πρέπει να ληφθεί από μη ρυμοτομούμενο τμήμα ιδιοκτησίας, πλην όμως κατά την κρίση της αρχής το τμήμα γης που πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο εισφοράς δεν είναι αξιοποιήσιμο πολεοδομικά ή η αφαίρεσή του είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία, μπορεί να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή που διατίθεται αποκλειστικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών. Για την πραγματοποίηση της μετατροπής εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 141 για την εισφορά σε χρήμα. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας.
8. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από εισφορά γης διατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας:
α) Για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα.
β) Για την παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες της ίδιας πολεοδομικής ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό περισσότερο από το καθοριζόμενο στην παρ. 4 και εφόσον δεν είναι δυνατή η τακτοποίησή τους, σύμφωνα με το άρθρο 144.
γ) Για κοινωφελείς χώρους και σκοπούς μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα.
δ) Για τη δημιουργία χώρων κοινοχρήστων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών για τις γενικότερες ανάγκες της περιοχής, καθώς και για παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες άλλων πολεοδομικών ενοτήτων του ίδιου δήμου μέσα στα όρια του Γ.Π.Σ. ή Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ., των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο, για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων, η κατά το ποσοστό περισσότερο από την προκύπτουσα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, υποχρέωσή τους. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για ρυμοτομούμενα οικόπεδα εντός σχεδίου εγκεκριμένου κατά τη διαδικασία του Τμήματος VI του Μέρους Α΄, που περιλαμβάνονται ή αποτελούν πολεοδομική ενότητα του ίδιου δήμου εφόσον το επιθυμούν οι ιδιοκτήτες τους.
Με τη σχετική πράξη εφαρμογής, με την οποία πραγματοποιείται η παραχώρηση του νέου οικοπέδου, το παλαιό εντός σχεδίου πόλεως ρυμοτομούμενο οικόπεδο περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα του οικείου δήμου, ο οποίος υποκαθιστά επίσης τον ιδιοκτήτη στα δικαιώματα έναντι τρίτων υπόχρεων για την αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Στην περίπτωση αυτή αν ο οικείος δήμος εντός τριών (3) ετών από την ως άνω παραχώρηση του νέου οικοπέδου δεν εισπράξει από τους τρίτους την οφειλόμενη αποζημίωση, τότε το Πράσινο Ταμείο υποκαθιστά τον δήμο στα δικαιώματα έναντι των τρίτων, δυνάμενο να συνεχίσει τη σχετική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος παρέμβασης του Πράσινου Ταμείου για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών και κάθε αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος λεπτομέρεια. Σε κάθε περίπτωση η προτεραιότητα διάθεσης της εισφοράς σε γη κατά τα ανωτέρω, τηρείται απόλυτα και δύναται η κάλυψη των επομένων, σε προτεραιότητα, αναγκών, να γίνεται μόνο εφόσον καλυφθούν οι ανάγκες της εκάστοτε τρέχουσας προτεραιότητας.
9. Οι ιδιοκτησίες που ανήκουν στο Δημόσιο, σε Ο.Τ.Α. ή σε κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά το μέρος που από την πολεοδομική μελέτη προορίζονται για τη δημιουργία κοινωφελών χώρων της αρμοδιότητας του δημόσιου φορέα στον οποίο ανήκουν ή διατίθενται για τους ίδιους σκοπούς με ανταλλαγή, παραχώρηση ή άλλον τρόπο, μεταξύ των αντίστοιχων φορέων, θεωρούνται αυτοδίκαια εισφερόμενες για τον σκοπό που προορίζονται και δεν υπόκεινται κατά το μέρος αυτό σε άλλη εισφορά γης.
10. Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι στεγαστικών προγραμμάτων μέσα στις ιδιοκτησίες των δημόσιων φορέων της παρ. 9, που το ποσοστό που καταλαμβάνουν μνημονεύεται στο διάταγμα έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης, θεωρούνται αυτοδίκαια συνεισφερόμενοι, περιέρχονται αυτοδικαίως στους οικείους κατά τον προορισμό τους φορείς και συμψηφίζονται στην εισφορά σε γη της αντίστοιχης ιδιοκτησίας, όπως η εισφορά αυτή προκύπτει με την εφαρμογή των ποσοστών της παρ. 4, υπολογιζομένων μόνο για το εμβαδόν της ιδιοκτησίας αυτής. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και σε εγκεκριμένες, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, πολεοδομικές μελέτες έστω και αν στην πράξη έγκρισής τους δεν αναφέρεται το ποσοστό των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων. Στις περιπτώσεις αυτές εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση του οικείου περιφερειάρχη ή του εκάστοτε αρμοδίου οργάνου που προσδιορίζει το ποσοστό αυτό βάσει των ενδείξεων της μελέτης. Για ιδιοκτησίες που ανήκουν στη διαχείριση του Υπουργείου Υγείας και σε δημόσιους οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή στεγαστικών προγραμμάτων και προορίζονται για εφαρμογή στεγαστικών προγραμμάτων αυτών, για το τμήμα τους άνω των 2.000 τ.μ. ορίζεται ποσοστό εισφοράς γης σαράντα τοις εκατό (40%), κατ’ εξαίρεση των περ. ε΄και στ΄ της παρ. 4.
11. Οι οπωσδήποτε σχηματισμένοι μέσα στην περιοχή επέκτασης κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται ως νόμιμα υπάρχοντες κοινόχρηστοι χώροι και δεν λαμβάνονται υπόψη υπέρ των ιδιοκτητών για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη.
12. Κοινόχρηστοι χώροι της παρ. 11 και του άρθρου 193 που καταργούνται με την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο ή την αναμόρφωσή της λόγω υπαγωγής της περιοχής στο άρθρο 13 του ν. 1337/1983, μπορεί μετά την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 148, με την πράξη εφαρμογής να διατίθενται περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 8.
13. Στις περιπτώσεις κατάτμησης οικοπέδων μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης και πριν την κύρωση της πράξης εφαρμογής, επιβάλλεται, πέρα από τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων, η εξασφάλιση στη μεταβιβαζόμενη και στην εναπομένουσα έκταση του αναλογούντος σε κάθε τμήμα ποσοστού της εισφοράς σε γη που προκύπτει κατ’ ελάχιστον βάσει του άρθρου αυτού. Κάθε δικαιοπραξία (εν ζωή ή αιτία θανάτου) που έχει αντικείμενο μεταβίβαση κυριότητας κατά παράβαση των ανωτέρω είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής άκυρη.
Άρθρο 140. Ειδικές περιπτώσεις εισφοράς σε γη
1. Οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε πολεοδομούμενες για πρώτη φορά περιοχές υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά σε γη για τη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά την ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών, σύμφωνα με το άρθρο 139.
2. Κατ’ εξαίρεση της παρ. 1:
α) Οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε ζώνες ενεργού πολεοδομίας και πολεοδομούνται έχουν υποχρέωση εισφοράς σε γη, σύμφωνα με το άρθρο 30.
β) Οι ιδιοκτησίες, οι οποίες έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και στις οποίες αίρεται η ρυμοτομική αναγκαστική απαλλοτρίωση, που επιβλήθηκε με την ένταξη στο σχέδιο για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου, κατά την περ. α΄ της παρ. 10 του άρθρου 60, υποχρεούνται σε εισφορά σε γη, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 4 του άρθρου 139. Η εισφορά υπολογίζεται και επιβάλλεται με την πράξη τροποποίησης του Ρ.Σ. και αποτελεί ποσοστό επιφάνειας της ιδιοκτησίας όπως αυτή υφίσταται κατά τον χρόνο της πράξης τροποποίησης. Η εισφορά αρχικώς υπολογίζεται κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 139 και στη συνέχεια μειώνεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%). Σε περίπτωση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης είτε σε κοινόχρηστους χώρους, που δεν καθορίστηκαν εκ της αρχικής έγκρισης ρυμοτομικών σχεδίων αλλά προέκυψαν από τροποποίηση οικοδομήσιμων χώρων, είτε γενικά σε κοινωφελείς χώρους οι ιδιοκτησίες δεν υποχρεούνται σε εισφορά σε γη. Σε περίπτωση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης προς συμμόρφωση δικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε πριν από τις 31.12.2003 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3212/2003, Α΄308) δεν επιβάλλεται η ανωτέρω εισφορά σε γη. Όπου επιβάλλεται εισφορά, αυτή διατίθεται ολόκληρη υποχρεωτικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων που θεσμοθετούνται με την τροποποίηση αυτή. Το μέγεθος της εισφοράς μνημονεύεται και απεικονίζεται ως θέση στην πράξη τροποποίησης, είναι αυτοδίκαια εισφερόμενο, τίθεται σε κοινή χρήση μετά τη δημοσίευση της πράξης και δεν απαιτείται σύνταξη της πράξης εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 144. Αν με την τροποποίηση του σχεδίου επιβάλλεται για λόγους πολεοδομικούς η δημιουργία κοινόχρηστου χώρου μεγαλύτερου αυτού της εισφοράς σε γη, συντάσσεται πράξη αναλογισμού, σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και του άρθρου 165 για το επιπλέον τμήμα όπου κατ’ εξαίρεση ο υπόχρεος σε εισφορά δεν συμμετέχει στις επιπλέον επιβαρύνσεις από την πράξη αναλογισμού αλλά υποκαθίσταται από τον οικείο δήμο. Αν η ύπαρξη οικοδομής, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 146, νομίμως υφισταμένης, εμποδίζει τη διάθεση της εισφοράς για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου, είναι δυνατόν, κατά την κρίση της υπηρεσίας να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή. Στην περίπτωση αυτή ο προσδιορισμός της αξίας για την πραγματοποίηση της μετατροπής αυτής γίνεται από το αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τον Κ.Α.Α.Α. Η πράξη τροποποίησης του σχεδίου της παρούσας κατά το μέρος που αφορά στη μετάσταση κυριότητος υπέρ του οικείου δήμου μεταγράφεται νόμιμα στο οικείο υποθηκοφυλακείο ή καταχωρίζεται στο Κτηματολογικό Γραφείο.
Άρθρο 141. Εισφορά σε χρήμα
1. Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται με βάση το εμβαδόν της ιδιοκτησίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με την πράξη εφαρμογής και την τιμή ζώνης του οικοπέδου κατά τον χρόνο κύρωσης της πράξης εφαρμογής. Ως τιμή ζώνης του οικοπέδου για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου νοείται:
α) Στις περιοχές όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η ανά τετραγωνικό μέτρο αξία του οικοπέδου η οποία προκύπτει από την Τιμή Οικοπέδου (Τ.Ο.) συναρτήσει της Τιμής Ζώνης (Τ.Ζ.) και του Συντελεστή Αξιοποίησης του Οικοπέδου (Σ.Α.Ο.) πολλαπλασιαζόμενης με το Συντελεστή του Οικοπέδου (Σ.Ο.), όπως καθορίζονται στους πίνακες τιμών των αποφάσεων του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των κείμενων διατάξεων.
β) Στις περιοχές όπου δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, και με την επιφύλαξη ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), η ανά τετραγωνικό μέτρο αξία των ακινήτων, όπως αυτή προσδιορίζεται από την επιτροπή του άρθρου 142. Για ιδιοκτησίες που στην πράξη εφαρμογής οι ιδιοκτήτες αναγράφονται με ελλιπή στοιχεία ή με την ένδειξη «άγνωστος» ώστε να καθίσταται αδύνατη η βεβαίωση και είσπραξη του ποσού της εισφοράς του άρθρου αυτού, για τον υπολογισμό της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη η οικοπεδική αξία κατά τον χρόνο κύρωσης της διορθωτικής πράξης του αρμοδίου οργάνου, εκτός αν δεν έχουν βεβαιωθεί ήδη οι εισφορές σε χρήμα της αρχικής πράξης εφαρμογής, οπότε και λαμβάνεται υπόψη η οικοπεδική αξία κατά τον χρόνο κύρωσης της αρχικής πράξης εφαρμογής. Η εισφορά αυτή βεβαιώνεται από την αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης στο κατάστημα της φορολογικής διοίκησης που εξυπηρετεί τον δήμο, ενώ για τους δήμους που έχουν δική τους ταμειακή υπηρεσία η παραπάνω εισφορά βεβαιώνεται απευθείας στην υπηρεσία αυτή, μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής. Η εισφορά αυτή εισπράττεται, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εισπράξεως δημόσιων εσόδων, ως έσοδο του οικείου δήμου και αποδίδεται σε αυτούς κατά μήνα. Η οφειλόμενη εισφορά σε χρήμα καταβάλλεται εντός προθεσμίας εννέα (9) ετών από την πράξη επιβολής της, σε εκατόν οκτώ (108) ισόποσες μηνιαίες δόσεις ή σε τριάντα έξι (36) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ή σε δεκαοκτώ (18) ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης επιλέξει την καταβολή του συνολικού ποσού εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την πράξη επιβολής της εισφοράς, παρέχεται έκπτωση ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%) επί του συνολικού ποσού. Σε περίπτωση βεβαίωσης της εισφοράς σε χρήμα μετά την κύρωση διορθωτικής πράξης ως προς τα στοιχεία του ιδιοκτήτη, η προθεσμία καταβολής των οφειλών υπολογίζεται από την ημερομηνία της αρχικής πράξης επιβολής. Σε κάθε περίπτωση ως ελάχιστη μηνιαία δόση ορίζεται το ποσό των πενήντα (50) ευρώ, ως ελάχιστη τριμηνιαία το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ και ως ελάχιστη εξαμηνιαία δόση το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Τα ανωτέρω ισχύουν αποκλειστικά για την οφειλόμενη εισφορά σε χρήμα και όχι για μετατροπές εισφοράς γης σε χρήμα ή προσκυρώσεις. Το ποσό της εισφοράς αυτής διατίθεται από τους οικείους δήμους για την κατασκευή, εντός της περιοχής μελέτης, των βασικών κοινόχρηστων έργων υποδομής, όπως οδικό δίκτυο και δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, είτε από τον ίδιο είτε από εξουσιοδοτημένο από αυτόν φορέα, καθώς και για την εκπόνηση μελετών πολεοδόμησης, πράξεων εφαρμογής και ρυμοτομικών σχεδίων εφαρμογής. Κάθε διάθεση της εισφοράς αυτής για άλλο σκοπό είναι άκυρη και η παράβαση αυτής αποτελεί παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα για όλους τους εμπλεκομένους. Οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν απαλλάσσονται της εισφοράς σε χρήμα για τους προβλεπόμενους από την πολεοδομική μελέτη κοινωφελείς χώρους αρμοδιότητάς τους. Η καταβολή της εισφοράς αυτής γίνεται μετά την απόκτηση του χώρου από τον φορέα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Σε περίπτωση μετατροπής σε χρηματική εισφορά, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 139 εφαρμόζεται η παρ. 13 του άρθρου 144 ως προς τον προσδιορισμό της αξίας και οι ανωτέρω διατάξεις ως προς τον τρόπο καταβολής των οφειλόμενων εισφορών σε χρήμα. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, επικαιροποιούνται ο προσδιορισμός αξίας ακινήτων για την επιβολή εισφοράς σε χρήμα, ο τρόπος καταβολής αυτής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
2. Μετά από σχετική αίτηση του ιδιοκτήτη και έγκριση της κατά περίπτωση αρμόδιας αρχής, είναι δυνατόν αντί της καταβολής εισφοράς σε χρήμα, να προσφέρεται τμήμα της επιφάνειας της ιδιοκτησίας ίσης αξίας. Η μετατροπή γίνεται μέχρι την πραγματοποίηση της εισφοράς σε γη και εφαρμόζεται μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) η αποδιδόμενη επιφάνεια της ιδιοκτησίας όσο και η εναπομένουσα ιδιοκτησία καλύπτουν τους περιορισμούς της κατά κανόνα αρτιότητας, ή
β) η αποδιδόμενη επιφάνεια της ιδιοκτησίας μπορεί να συμπεριληφθεί σε όμορο κοινόχρηστο χώρο όπως πλατεία, άλσος ή μεγάλο χώρο πρασίνου, ή όμορο κοινωφελή χώρο.
Μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, ομοίως κατά τα ανωτέρω, δύναται αντί της καταβολής εισφοράς σε χρήμα να προσφέρεται τμήμα της επιφάνειας της ιδιοκτησίας ίσης αξίας. Η μετατροπή γίνεται με τη διαδικασία διορθωτικής πράξης εφαρμογής, η οποία εκδίδεται μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, που θα υποβληθεί εντός εξαμήνου από την έκδοση της πράξης επιβολής εισφοράς σε χρήμα και έγκριση της κατά περίπτωση αρμόδιας αρχής. Ειδικώς στην περίπτωση που η επιφάνεια αποδίδεται για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων απαιτείται, πέρα από την κύρωση διορθωτικής πράξης εφαρμογής, η τροποποίηση του εγκεκριμένου Ρ.Σ. Ειδικά για ακίνητα, τα οποία ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ανώνυμη εταιρεία , το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο ή σε ανώνυμη εταιρεία με μοναδικό μέτοχο το Δημόσιο, η αίτηση του προηγούμενου εδαφίου υποβάλλεται και μετά την παρέλευση της ως άνω εξάμηνης προθεσμίας και ανεξάρτητα από τον χρόνο έκδοσης της οικείας πράξης εφαρμογής. Η μετατροπή της εισφοράς σε χρήμα στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή και εφόσον η αποδιδόμενη επιφάνεια της ιδιοκτησίας μπορεί να αξιοποιηθεί αυτοτελώς ως κοινόχρηστος ή κοινωφελής χώρος.
3. Οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν απαλλάσσονται της εισφοράς σε χρήμα για τους προβλεπόμενους από την πολεοδομική μελέτη κοινωφελείς χώρους αρμοδιότητάς τους. Η καταβολή της εισφοράς αυτής γίνεται μετά την απόκτηση του χώρου από τον φορέα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Από την προβλεπόμενη με την παρούσα υποχρέωση εισφοράς σε χρήμα απαλλάσσεται η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (Δ.ΥΠ.Α.) κατά το μέρος που ασκεί αρμοδιότητες του πρώην Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.
4.Σε κάθε συμβολαιογραφική πράξη που αφορά δικαιοπραξία εν ζωή και έχει ως αντικείμενο μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου που οφείλει εισφορά σε χρήμα, σύμφωνα με κυρωμένη πράξη εφαρμογής, επισυνάπτεται βεβαίωση του οικείου δήμου, ότι έχει καταβληθεί τουλάχιστον το ποσό των δόσεων, που αντιστοιχεί σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των συνολικών υποχρεώσεων που αναλογούν στο μεταβιβαζόμενο ακίνητο. Στα συμβολαιογραφικά έγγραφα μεταβίβασης επί ποινή ακυρότητας γίνεται ειδική μνεία για τους υπόχρεους οφειλέτες και το υπολειπόμενο ποσό οφειλής εισφοράς σε χρήμα. Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη μεταγραφή ή την καταχώριση των δικαιωμάτων κυριότητας αντίστοιχα στα αρμόδια υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά βιβλία, ο αποκτών οφείλει να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας στον οικείο δήμο προκειμένου να βεβαιώσει σε αυτόν το υπόλοιπο των οφειλών σε χρήμα και να προσκομίσει αντίγραφο αυτής στο οικείο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο, το οποίο κάνει σχετική επισημείωση στο περιθώριο της μεταγραφής. Σε κάθε περίπτωση το μη καταβληθέν υπόλοιπο των οφειλών εισφορών σε χρήμα βαρύνει τον αποκτώντα το δικαίωμα κυριότητος, ανεξαρτήτως του είδους της πράξης με την οποία το απέκτησε. Η απαίτηση του οικείου δήμου για το μη καταβληθέν υπόλοιπο των οφειλών εισφορών σε χρήμα δεν υπόκειται σε παραγραφή.
5. Σε πράξεις επιβολής εισφοράς σε χρήμα που εκδόθηκαν μετά την 1.1.2009 και μέχρι τις 31.12.2019 εφαρμόζεται ενιαία ποσοστιαία μείωση επί του αρχικού ποσού εισφοράς σε χρήμα ίση με είκοσι τοις εκατό (20%). Η ως άνω μείωση και ο αντίστοιχος συμψηφισμός δεν εφαρμόζονται σε βεβαιωθείσες και ολοσχερώς καταβληθείσες οφειλές, σε μετατροπές εισφοράς γης σε χρήμα ή σε προσκυρώσεις. Διαφορά που προκύπτει μεταξύ του ήδη καταβληθέντος ποσού και του ποσού που προκύπτει μετά την εφαρμογή της μείωσης του πρώτου εδαφίου δεν επιστρέφεται.
6. Για τις περιοχές που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με απόφαση της επιτροπής του άρθρου 142 δύναται να επιβάλλεται μειωτικός συντελεστής (Μ.Σ.) στην τιμή ζώνης του οικοπέδου που συνυπολογίζεται στην εισφορά σε χρήμα ο οποίος δεν δύναται να είναι μεγαλύτερος του 20% της ισχύουσας τιμής ζώνης. Τα ανωτέρω ισχύουν αποκλειστικά για την οφειλόμενη εισφορά σε χρήμα και όχι για μετατροπές εισφοράς γης σε χρήμα ή προσκυρώσεις.
Άρθρο 142. Προσδιορισμός αξίας ακινήτων
1.α) Με απόφαση του αρμόδιου περιφερειάρχη συγκροτούνται επιτροπές στην έδρα κάθε περιφερειακής ενότητας, που είναι αρμόδιες για τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων που περιλαμβάνονται σε πράξεις εφαρμογής για τις περιοχές που εμπίπτουν στις διατάξεις περί εισφορών σε γη και χρήμα. Στις νησιωτικές περιοχές μπορούν να συγκροτούνται επιτροπές με αρμοδιότητα σε περισσότερες από μία περιφερειακές ενότητες. Εκτός των νησιωτικών περιοχών σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να συγκροτούνται επιπλέον επιτροπές στην έδρα κάθε περιφερειακής ενότητας μετά από προηγούμενη απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης ανεξαρτήτως της περιφέρειας στην οποία συγκροτούνται. Η επιτροπή επιλαμβάνεται: α) στην περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της αξίας τους είτε γιατί δεν έχει οριστεί στην περιοχή αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού της αξίας μέχρι σήμερα είτε γιατί κατά τον χρόνο κύρωσης της πράξης δεν εφαρμόζεται το σύστημα αυτό είτε γιατί δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5 του ν. 4223/2013 (Α΄287) και β) στον υπολογισμό της αξίας των επικειμένων.
β) Η επιτροπή είναι τετραμελής και αποτελείται από: α) τον προϊστάμενο του οικείου Τμήματος Χωρικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού (ΠΕ.ΧΩ.ΣΧ.) ως πρόεδρο με αναπληρωτή τον νόμιμο αντικαταστάτη του, β) έναν υπάλληλο της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της οικείας περιφερειακής ενότητας με τον αναπληρωτή του, γ) έναν υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. που βρίσκεται στην έδρα της οικείας περιφερειακής ενότητας με τον αναπληρωτή του και δ) έναν εκπρόσωπο του τοπικού παραρτήματος Τ.Ε.Ε. Ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. υποδεικνύεται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.). Ο εκπρόσωπος του τοπικού παραρτήματος του Τ.Ε.Ε. ορίζεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τότε που το σχετικό έγγραφο του περιφερειάρχη περιέλθει στο σχετικό νομικό πρόσωπο. Αν μετά την πάροδο των δέκα (10) ημερών δεν έχει οριστεί εκπρόσωπος, καθώς και ο αναπληρωτής αυτού, η επιτροπή νόμιμα συγκροτείται από τα υπόλοιπα μέλη. γραμματέας της επιτροπής ορίζεται με πράξη του προέδρου ο υπάλληλος-μέλος της περιφερειακής ενότητας. Η επιτροπή έχει απαρτία όταν παρευρίσκονται τρία μέλη της και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Στην επιτροπή συμμετέχει κατά περίπτωση ως πέμπτο μέλος και με ισότιμο δικαίωμα ψήφου ο προϊστάμενος της οικείας υπηρεσίας δόμησης με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του δημάρχου κατά την υποβολή του αιτήματος για προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων από την επιτροπή. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.
γ) Ο δήμαρχος υποχρεούται όπως εντός ενός μηνός από την κύρωση της πράξης εφαρμογής διαβιβάσει στην επιτροπή τον πίνακα της πράξης και τα σχετικά σχέδια που προσδιορίζουν τη θέση και το μέγεθος των ακινήτων που υπόκεινται σε εισφορά, σύμφωνα με το παρόν. Επίσης αποστέλλει τους πίνακες επικειμένων προκειμένου να προσδιοριστεί η αξία τους.
δ) Η επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της και μετά από αυτοψία και έλεγχο των στοιχείων που υποβλήθηκαν σε αυτήν καταρτίζει, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τότε που ελήφθησαν τα ως άνω στοιχεία της πράξης εφαρμογής και τα συγκριτικά στοιχεία προσδιορισμού της αξίας, έκθεση στην οποία περιγράφεται η κατάσταση των ακινήτων και των συστατικών τους, καθώς και οι ιδιαίτερες συνθήκες αυτών και εκτιμάται αιτιολογημένα η αξία τους, η οποία και αναγράφεται στις αντίστοιχες στήλες του πίνακα της πράξης εφαρμογής.
ε) Η ως άνω έκθεση συντάσσεται ανά κατηγορία ή ζώνες ακινήτων και ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (π.χ. γωνιακά ακίνητα, ακίνητα εντός εμπορικής ζώνης, ακίνητα με μεγάλο πρόσωπο επί βασικού οδικού άξονα κ.ο.κ.), εντάσσοντας τα υπό διαχείριση ακίνητα στην αντίστοιχη κατηγορία που ανήκουν. Αν προκύψει διαφωνία για την αξία του ακινήτου, καταχωρούνται στην έκθεση όλες οι γνώμες που διατυπώθηκαν. Ως χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου λαμβάνεται ο χρόνος κύρωσης της πράξης εφαρμογής , σύμφωνα με το άρθρο 141. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά στοιχεία από την οικεία Δ.Ο.Υ., την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα από την επιτροπή, ο μειωτικός συντελεστής (Μ.Σ.) της παρ. 6 του άρθρου 141, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο κρίνεται αναγκαίο. Οι οικείες Δ.Ο.Υ. συνεργάζονται με την επιτροπή και παρέχουν κάθε σχετικό στοιχείο προς διευκόλυνση του έργου της, όταν τους ζητείται. Εφόσον η επιτροπή αυτοβούλως ή και μετά από σχετικό αίτημα του οικείου δημοτικού συμβουλίου διαπιστώσει ασυμφωνία μεταξύ αντικειμενικών και εμπορικών αξιών σε περιοχή αρμοδιότητάς της, εισηγείται αιτιολογημένα στην αρμόδια επιτροπή του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α΄ 43) την αναπροσαρμογή των τιμών ζωνών του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
στ) Σε περίπτωση διορθωτικών πράξεων εφαρμογής εφαρμόζεται υποχρεωτικά η προηγούμενη έκθεση της επιτροπής για την προγενέστερη πράξη εφαρμογής που κυρώθηκε στην ίδια περιοχή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει δεκαοκτάμηνο από τη σύνταξη της προηγούμενης έκθεσης.
2.α) Μετά την επιστροφή των στοιχείων προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, αυτή εκδίδει πράξεις επιβολής της εισφοράς σε χρήμα, για κάθε κύριο ακινήτου που εμπίπτει στην περιοχή ένταξης ή επέκτασης, όπως φαίνεται στον πίνακα της πράξης εφαρμογής.
β) Η πράξη επιβολής περιλαμβάνει αναλυτικά εκτός από τα στοιχεία του υπόχρεου ιδιοκτήτη και όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον υπολογισμό της εισφοράς σε χρήμα σύμφωνα με την παρ. 3 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 141.
γ) Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής και της παρ. 7 του άρθρου 139, οι σχετικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη περιλαμβάνονται στην ίδια πράξη ή εκδίδεται, εκτός της ανωτέρω, και δεύτερη αυτοτελής πράξη με εφαρμογή, κατά τα λοιπά των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος.
δ) Στις περιπτώσεις εφαρμογής της παρ. 6 του άρθρου 141 στην πράξη επιβολής της εισφοράς σε χρήμα αναφέρεται το υπόλοιπο της εισφοράς σε χρήμα που δεν μετατρέπεται σε γη.
ε) Κάθε πράξη συνοδεύεται από απόσπασμα έκθεσης εκτίμησης ή και από οποιαδήποτε άλλα στοιχεία βάσει των οποίων προσδιορίζεται η αξία του ακινήτου και κοινοποιείται στον υπόχρεο κατά το άρθρο 5 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170).
στ) Αν ο κύριος του ακινήτου είναι άγνωστος η σχετική πράξη επιβολής εισφοράς και τα στοιχεία που τη συνοδεύουν κοινοποιούνται στον οικείο δήμο, για τη διενέργεια περαιτέρω έρευνας εξακρίβωσης τούτου. Όταν εξακριβωθεί ο κύριος του ακινήτου εκδίδεται νέα πράξη επιβολής εισφοράς.
3.α) Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά πράξης επιβολής εισφοράς σε χρήμα, σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, βεβαιώνεται αμέσως στο αρμόδιο δημόσιο ταμείο ή στην οικονομική υπηρεσία του οικείου δήμου αν υφίσταται, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της εισφοράς που ορίζεται σε δύο (2) ισόποσες μηνιαίες δόσεις που δεν μπορεί να είναι μικρότερες από εκατό (100) ευρώ.
β) Αν η προθεσμία για άσκηση της προσφυγής παρέλθει άπρακτη το ποσό της εισφοράς γίνεται οριστικό και βεβαιώνεται ολόκληρο στο κατά την παρ. 2 αρμόδιο δημόσιο ταμείο.
γ) Με βάση την τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση βεβαιώνεται στο αρμόδιο δημόσιο ταμείο, το ποσό της εισφοράς στο οποίο συμψηφίζεται το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και το επί πλέον ποσό αυτού εκπίπτει ή επιστρέφεται κατά περίπτωση.
4.α) Οι εισφορές σε χρήμα καταβάλλονται, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 141.
β) Σε περίπτωση που καταστούν ληξιπρόθεσμες άνω των έξι (6) μηνιαίων ή άνω των δύο (2) τριμηνιαίων ή άνω της μίας (1) εξαμηνιαίας δόσης, χάνεται αμετάκλητα το δικαίωμα καταβολής της εισφοράς σε δόσεις και καθίσταται εφάπαξ απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α΄ 190). Σε περιπτώσεις ακινήτων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά τα ανωτέρω, απαγορεύεται η μεταβίβαση ή η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων και η χορήγηση έγκρισης ή άδειας δόμησης.
5.α) Σε περίπτωση εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 141 το τμήμα της επιφάνειας γης της ιδιοκτησίας του προσφέρεται αντί για εισφορά σε χρήμα, υπολογίζεται ίσο με τα τετραγωνικά μέτρα που προκύπτουν από την εφαρμογή των ποσοστών επί της ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 10 του ν. 1221/1981 (Α΄ 292), βάσει των οποίων επιβάλλεται η εισφορά σε χρήμα. Το τμήμα γης που αντιστοιχεί στην εισφορά σε χρήμα δύναται να περιλαμβάνεται χωριστά στον πίνακα της πράξης εφαρμογής ή να συμψηφίζεται με τις λοιπές υποχρεώσεις.
β) Αν μετά από σχετικό προσδιορισμό της αξίας προκύψει λόγω διαφορετικής τιμής μονάδας των διαφόρων οικοπέδων του βαρυνομένου ιδιοκτήτη, διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης εισφοράς σε χρήμα και της αξίας της γης με την οποία ανταλλάχθηκε, η επιπλέον διαφορά οφείλεται σε χρήμα από τον υπόχρεο ιδιοκτήτη ενώ η επί έλαττον επιστρέφεται σ’ αυτόν.
Άρθρο 143. Υπολογισμός υποχρεώσεων ιδιοκτησιών ευρισκόμενων εκατέρωθεν του κοινού ορίου περιοχών ενταγμένων σε σχέδιο πόλεως
1.α) Στις περιπτώσεις που τμήματα ιδιοκτησίας ή κοινόχρηστου χώρου περιλαμβάνονται σε περιοχές εγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδίου, για την εφαρμογή του οποίου ισχύει διαφορετικό καθεστώς επιβαρύνσεων, για τον υπολογισμό των υποχρεώσεων και ωφελειών λαμβάνονται υπόψη οι επιβαρύνσεις και ωφέλειες που προβλέπονταν για τα τμήματα αυτά από το καθεστώς που ίσχυε πριν την εφαρμογή του νέου Ρ.Σ.
β) Ο τρόπος υπολογισμού των υποχρεώσεων και ωφελειών καθορίζεται κατά περίπτωση από το παρόν άρθρο. Ο προσδιορισμός των υποχρεώσεων και ωφελειών γίνεται σε κάθε περίπτωση με τη διαδικασία του άρθρου 144.
γ) Όπου από τις διατάξεις του παρόντος προβλέπεται προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διαδικασία σύνταξης της πράξης εφαρμογής (περ. β΄ και γ΄ της παρ. 3, περ. β΄ της παρ. 4 και παρ. 7) καλούνται προς τούτο οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες με πρόσκληση που δημοσιεύεται σε μία τοπική εφημερίδα, αν εκδίδεται, και σε δύο ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, σε δύο (2) συνεχείς δημοσιεύσεις. Η προθεσμία υποβολής των στοιχείων αρχίζει από την ημερομηνία της τελευταίας δημοσίευσης.
δ. Ο κατά το παρόν άρθρο συμψηφισμός αφορά την εισφορά σε γη άρθρου 139 και όχι την εισφορά σε χρήμα του άρθρου 141.
2. Για την εφαρμογή του παρόντος ορίζονται ως :
α) Περιοχές Α, αυτές των οποίων το πολεοδομικό σχέδιο εγκρίθηκε :
αα) με βάση το Τμήμα VI του Μέρους Α΄,
αβ) με τις ίδιες διατάξεις μετά τις 14.3.1983 (ημερομηνία ισχύος του ν. 1337/1983, Α΄33) αλλά αποτελούν πυκνοδομημένο τμήμα οικισμού υφιστάμενου πριν από το έτος 1923 και δεν υπάγονται στο άρθρο 13 του ν. 1337/1983 (Α΄33),
β) Περιοχές Β, αυτές των οποίων το πολεοδομικό σχέδιο εγκρίθηκε:
βα) με βάση τον ν. 1337/1983 (Α΄33) και υπάγονται στις παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139,
ββ) με βάση το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και υπάγονται στο άρθρο 13 του ν. 1337/1983 (Α΄33),
βγ) με βάση τον ν. 1337/1983 (Α΄33) αποτελούν πυκνοδομημένο τμήμα οικισμού υφιστάμενου πριν από το έτος 1923 και υπάγονται στο άρθρο 13 του ίδιου νόμου.
γ) Περιοχές Γ, αυτές των οποίων το πολεοδομικό σχέδιο εγκρίθηκε με βάση τον ν. 1337/1983 (Α΄33) και υπάγονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 139.
3. Όταν εγκεκριμένος κοινόχρηστος χώρος διαχωρίζει περιοχές Α από περιοχές Β, συντάσσεται η πράξη εφαρμογής της περ. β΄ της παρ. 1, ως εξής :
α) Αν δεν έχουν καταβληθεί αποζημιώσεις λόγω ρυμοτομίας για τον παραπάνω κοινόχρηστο χώρο :
αα) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Α υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και το άρθρο 165 και
αβ) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Β :
αβα) υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και του άρθρο 165
αββ) υπολογίζεται η εισφορά σε γη σύμφωνα με την παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139 και
αβγ) συγκρίνονται οι προκύπτουσες υποχρεώσεις.
Αν οι υπολογιζόμενες σύμφωνα με την περίπτωση αβα΄, υποχρεώσεις ιδιοκτησίας είναι μικρότερες από αυτές της περ. αββ΄, η ιδιοκτησία υποχρεούται να εισφέρει επιπλέον έκταση εμβαδού (ε) μέχρι να καλυφθεί η διαφορά. Η επιπλέον αυτή έκταση εμβαδού (ε) μειώνεται κατά τμήμα γης που αντιστοιχεί στις οφειλόμενες στην ιδιοκτησία υποχρεώσεις σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και το άρθρο 165. Η αποζημίωση που αντιστοιχεί στο τμήμα αυτό καταβάλλεται στον οικείο δήμο για το υπόλοιπο τμήμα της υποχρέωσης της ιδιοκτησίας μπορεί να εφαρμόζεται η παρ. 7 του άρθρου 139. Αν οι υπολογιζόμενες σύμφωνα με την περ. αβα΄ υποχρεώσεις ιδιοκτησίας είναι μεγαλύτερες από αυτές της περ. αββ΄, η ιδιοκτησία βαρύνεται μόνο με τις υποχρεώσεις της περίπτωσης αβα΄.
β) Αν για τον παραπάνω κοινόχρηστο χώρο έχουν εκπληρωθεί οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις σύμφωνα με τις κείμενες κατά περίπτωση διατάξεις και μεταβάλλεται η θέση ή το πλάτος του, τότε:
βα) Για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Α, υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και οι ωφέλειες, σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και το άρθρο 165 και των εκτελεστικών του διαταγμάτων. Κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη και συμψηφίζονται παλαιότερες επιβαρύνσεις εφόσον οι ενδιαφερόμενοι προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία είτε εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική πρόσκληση της περ. γ της παρ. 1, είτε κατά το στάδιο των ενστάσεων κατά της πράξης εφαρμογής.
ββ) Για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Β,
ββα) υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα σύμφωνα με Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και το άρθρου 165. Κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη παλαιότερες επιβαρύνσεις και συμψηφίζονται εφόσον οι ενδιαφερόμενοι προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική πρόσκληση της περ. γ΄της παρ. 1 περ. γ, είτε κατά το στάδιο των ενστάσεων κατά της πράξης εφαρμογής.
βββ) υπολογίζεται η εισφορά σε γη σύμφωνα με την παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139 και
ββγ) συγκρίνονται οι προκύπτουσες υποχρεώσεις.
Αν οι υπολογιζόμενες σύμφωνα με την περ. ββα΄ υποχρεώσεις ιδιοκτησίας είναι μικρότερες από αυτές της περ. βββ΄, η ιδιοκτησία υποχρεούται να εισφέρει επιπλέον έκταση εμβαδού (ε) μέχρι να καλυφθεί η διαφορά. Η επιπλέον αυτή έκταση (ε) μειώνεται κατά τμήμα γης που αντιστοιχεί στις οφειλόμενες στην ιδιοκτησία υποχρεώσεις σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και το άρθρο 165.
Η αποζημίωση που αντιστοιχεί στο τμήμα αυτό καταβάλλεται στον οικείο δήμο. Για το υπόλοιπο τμήμα της υποχρέωσης της ιδιοκτησίας μπορεί να εφαρμόζεται η παρ. 7 του άρθρου 139. Αν οι αυτοαποζημιώσεις και υποχρεώσεις προς τρίτους που προκύπτουν από τον υπολογισμό σύμφωνα με την περ. ββα΄ είναι μεγαλύτερες από την οφειλόμενη εισφορά σε γη που προκύπτει από τον υπολογισμό σύμφωνα με την περ. βββ΄, η ιδιοκτησία βαρύνεται μόνο με τις υποχρεώσεις της περίπτωσης ββα΄.
γ) Αν για τον παραπάνω κοινόχρηστο χώρο έχουν εκπληρωθεί οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και δεν μεταβάλλεται η θέση ή το πλάτος του, τότε ο υπολογισμός των υποχρεώσεων και των ωφελειών των ιδιοκτησιών των περιοχών Β γίνεται ως εξής:
γα) υπολογίζεται η εισφορά σε γη σύμφωνα με την παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139 και
γβ) συγκρίνονται οι προκύπτουσες υποχρεώσεις της υποπερ. γα΄ με παλαιότερες επιβαρύνσεις των ιδιοκτησιών εφόσον οι ενδιαφερόμενοι προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία είτε εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική πρόσκληση της περ. γ της παρ. 1 είτε κατά το στάδιο των ενστάσεων κατά της πράξης εφαρμογής.
Αν οι υπολογιζόμενες σύμφωνα με την υποπερ. Αα΄ υποχρεώσεις ιδιοκτησίας είναι μεγαλύτερες από τις παλαιότερα καταβληθείσες υποχρεώσεις από αυτοαποζημιώσεις ή λόγω αποζημίωσης τρίτων, η ιδιοκτησία υποχρεούται να εισφέρει επιπλέον έκταση εμβαδού (ε) μέχρι να συμπληρωθεί η διαφορά. Αν είναι μικρότερες, θεωρείται ότι εξαντλήθηκαν οι υποχρεώσεις της.
4. Όταν εγκεκριμένος κοινόχρηστος χώρος διαχωρίζει περιοχές Α από περιοχές Γ, συντάσσεται η πράξη εφαρμογής της περ. β΄ της παρ. 1, ως εξής:
α) Αν δεν έχουν εκπληρωθεί αποζημιώσεις λόγω ρυμοτομίας για τον παραπάνω κοινόχρηστο χώρο:
αα) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Α και τις ιδιοκτησίες των περιοχών Γ με εμβαδόν έως 500 τ.μ. υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και οι ωφέλειες σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και το άρθρο 165,
αβ) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Γ με εμβαδόν μεγαλύτερο των πεντακοσίων (500) τ.μ. υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και οι ωφέλειες σύμφωνα με την υποπερ. Αβ΄ της περ. α΄ της παρ. 3.
β) Αν για τον παραπάνω κοινόχρηστο χώρο έχουν εκπληρωθεί οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις σύμφωνα με τις κείμενες κατά περίπτωση διατάξεις και μεταβάλλεται η θέση ή το πλάτος του, τότε :
αα) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Α και τις ιδιοκτησίες των περιοχών Γ με εμβαδόν έως πεντακόσια (500) τ.μ. υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και οι ωφέλειες σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και του άρθρου 165. Κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη και συμψηφίζονται παλαιότερες επιβαρύνσεις εφόσον οι ενδιαφερόμενοι προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία είτε εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική πρόσκληση της περ. γ΄ της παρ. 1 είτε κατά το στάδιο των ενστάσεων κατά της πράξης εφαρμογής.
ββ) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Γ με εμβαδόν μεγαλύτερο των πεντακοσίων (500) τ.μ. υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και οι ωφέλειες σύμφωνα με την υποπερ. Ββ΄ της περ. β της παρ. 3.
γ) Αν για τον παραπάνω κοινόχρηστο χώρο έχουν εκπληρωθεί οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και δεν μεταβάλλεται η θέση και το πλάτος του, τότε για τον υπολογισμό των υποχρεώσεων των ιδιοκτησιών των περιοχών Γ που έχουν εμβαδόν μεγαλύτερο των πεντακοσίων (500) τ.μ. εφαρμόζεται η περ. γ΄ της παρ. 3.
5. Όταν το όριο που διαχωρίζει περιοχές Α από περιοχές Β βρίσκεται σε οικοδομικό τετράγωνο και τέμνει ιδιοκτησία σε δύο τμήματα, για τον υπολογισμό των υποχρεώσεων και ωφελειών τα τμήματα αυτά θεωρούνται σαν ανεξάρτητες ιδιοκτησίες. Αν λόγω τακτοποίησης ή προσκύρωσης μεταβάλλεται το εμβαδόν των παραπάνω επιμέρους τμημάτων ο υπολογισμός των υποχρεώσεων και ωφελειών, γίνεται με βάση το αρχικό εμβαδόν των τμημάτων αυτών και το προκύπτον μετά την τακτοποίηση ή προσκύρωση πρόσωπο. Ειδικότερα όταν η ιδιοκτησία των περιοχών Β αποκτά πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο των περιοχών Α, ο υπολογισμός των υποχρεώσεων αυτής γίνεται σύμφωνα με το Τμήμα VI του Μέρους Α΄ και του άρθρου 165 και είναι ανάλογος προς το συνολικό αποκτώμενο πρόσωπο. Η κατά το άρθρο 165 μέγιστη επιβάρυνση υπολογίζεται στο εμβαδόν των τμημάτων της ιδιοκτησίας που περιλαμβάνονταν αρχικά στην περιοχή Α.
6. Για τον υπολογισμό των υποχρεώσεων και ωφελειών των ιδιοκτησιών περιοχών Β και Γ που βρίσκονται στο κοινό όριο των περιοχών αυτών, συντάσσεται η πράξη εφαρμογής ως εξής :
α) Όταν εγκεκριμένος κοινόχρηστος χώρος διαχωρίζει τις περιοχές Β από τις περιοχές Γ.
αα) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Β υπολογίζεται η εισφορά σε γη σύμφωνα με την παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139.
αβ) για τις ιδιοκτησίες των περιοχών Γ υπολογίζονται οι υποχρεώσεις και οι ωφέλειες σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 139.
αγ) οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ιδιοκτησιών των περιοχών Β έναντι των ιδιοκτησιών των περιοχών Γ όπως προκύπτουν από την εφαρμογή του περ. αβ΄, αναλαμβάνονται από τον οικείο δήμο.
β) Όταν το όριο που διαχωρίζει περιοχές Β από περιοχές Γ βρίσκεται σε οικοδομικό τετράγωνο, τότε :
βα) Όταν τέμνει ιδιοκτησία σε δύο τμήματα, αυτά θεωρούνται σαν ανεξάρτητες ιδιοκτησίες και εφαρμόζονται η περ. α της παρ. 1 και οι περ. β΄και γ΄ της παρ. 2.
ββ) Όταν οι ιδιοκτησίες των περιοχών Β αποκτούν πρόσωπο με προσκύρωση ή τακτοποίηση σε κοινόχρηστο χώρο των περιοχών Γ, τις υποχρεώσεις λόγω ρυμοτομίας των ιδιοκτησιών των περιοχών Β αναλαμβάνει ο οικείος δήμος.
βγ) Όταν οι ιδιοκτησίες των περιοχών Γ τακτοποιούνται συμμετέχουν στη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων αυτών ανάλογα με το μήκος του προσώπου που αποκτούν μετά την τακτοποίηση. Η κατά το άρθρο 165 μέγιστη επιβάρυνση υπολογίζεται στο εμβαδόν των τμημάτων της ιδιοκτησίας που περιλαμβάνονταν αρχικά στην περιοχή Γ.
7. Κατά τον υπολογισμό των υποχρεώσεων και ωφελειών των ιδιοκτησιών που εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με τα άρθρα 139 και 141λαμβάνονται υπόψη επιβαρύνσεις από τη συμμετοχή σε διάνοιξη οδού εκτός σχεδίου πόλης, σύμφωνα με τον ν. 653/1977 (Α΄ 214), εφόσον οι ενδιαφερόμενοι προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία είτε εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική πρόσκληση της περ. γ΄ της παρ. 1 είτε κατά το στάδιο των ενστάσεων κατά της πράξης εφαρμογής. Ειδικότερα υπολογίζονται οι υποχρεώσεις της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το άρθρο 139 και αν το σύνολο των υποχρεώσεων της ιδιοκτησίας για τη διάνοιξη της εκτός σχεδίου οδού (αυτοαποζημιώσεις και αποζημιώσεις προς τρίτους) είναι ίσο ή μεγαλύτερο των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 139 θεωρείται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της, άλλως βαρύνεται με τη διαφορά.
8. Κατά τον υπολογισμό, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, των υποχρεώσεων ιδιοκτησιών οικοδομήσιμων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 1577/1985 (Α΄ 210) που εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο και υπάγονται στις παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139, δεν λαμβάνεται υπόψη το τμήμα της ιδιοκτησίας που αντιστοιχεί στις ελάχιστες κατά κανόνα ή κατά παρέκκλιση απαιτούμενες για το εμβαδόν διαστάσεις αρτιότητας, που ίσχυαν για το οικόπεδο και προβλέπονταν από τις πολεοδομικές διατάξεις για το απέναντι Ο.Τ. αλλά το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: Πράξη εφαρμογής
Άρθρο 144. Εφαρμογή πολεοδομικής μελέτης
1. Η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης πραγματοποιείται με τη σύνταξη πράξεων εφαρμογής και με επιφύλαξη των παρ. 1 και 2 του άρθρου 139. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι πράξεις αναλογισμού που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνονται σε πράξη εφαρμογής.
2. Η πράξη εφαρμογής περιλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στην οποία αναφέρεται η πολεοδομική μελέτη ή τμήμα της. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η πράξη εφαρμογής μπορεί να συντάσσεται και για μεμονωμένη ιδιοκτησία, και σε κάθε περίπτωση σε ολόκληρη την πλευρά του Ο.Τ.
3. Η πράξη εφαρμογής καθορίζει τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά γης, τα τμήματα που μετατρέπονται σε χρηματική εισφορά σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 139 και προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους η καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους. Με την πράξη εφαρμογής τα οικόπεδα που δεν είναι άρτια κατά το εμβαδόν τους και δεν μπορούν να τακτοποιηθούν κατά την παρ. 3 του άρθρου 148 προσκυρώνονται στα γειτονικά οικόπεδα ή συνενώνονται για τη δημιουργία ενιαίων εξ αδιαιρέτου οικοπέδων ή ανταλλάσσονται υποχρεωτικά με ίσης αξίας οικόπεδα ή ιδανικά μερίδια οικοπέδων ή τμήματα διαιρεμένης ιδιοκτησίας κατά τον ν. 3741/1929 (Α΄ 4) και το ν.δ. 1024/1971 (Α΄ 232). Τα οικόπεδα που δεν είναι άρτια κατά τις διαστάσεις τακτοποιούνται και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, εφαρμόζεται και σ’ αυτά το προηγούμενο εδάφιο. Με την πράξη εφαρμογής πραγματοποιείται επίσης η τακτοποίηση ή η εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρούσας για τα τμήματα των ιδιοκτησιών που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους και που είναι μεγαλύτερα της οφειλόμενης εισφοράς γης ή τα τμήματα της εισφοράς σε γη εφόσον δεν είναι πολεοδομικά αξιοποιήσιμα στην αρχική τους θέση. Κατά την παραπάνω τακτοποίηση των οικοπέδων επιτρέπεται να μεταβληθεί το σχήμα και η θέση τους ώστε να γίνονται άρτια και οικοδομήσιμα. Για την εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 139 επιτρέπεται μέσα στην περιοχή επέκτασης ή ένταξης, που περιλαμβάνεται κάθε φορά στην πολεοδομική μελέτη, η συνένωση των τμημάτων που αποτελούν την εισφορά γης, η μετακίνηση σε άλλη θέση και η μεταβολή κατά το σχήμα, το μέγεθος και τις διαστάσεις τους. Επιτρέπεται επίσης για τον ίδιο λόγο και η μετακίνηση σε άλλη θέση των λοιπών ιδιοκτησιών της ίδιας περιοχής και η μεταβολή τους κατά το σχήμα. Όποιος ιδιοκτήτης διαφωνεί ως προς το ισάξιο του παλαιού προς το νέο ακίνητο, που του δίνεται με την πράξη εφαρμογής, μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια, όπως προβλέπεται από τον Κ.Α.Α.Α., μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία έξι (6) μηνών από την κύρωση της πράξης εφαρμογής, για να καθοριστεί δικαστικώς η αξία των ακινήτων, χωρίς στο διάστημα αυτό να αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
4. Η πράξη εφαρμογής συνοδεύεται από κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και κτηματολογικό πίνακα εφαρμογής. Το κτηματογραφικό διάγραμμα και ο πίνακας εφαρμογής περιλαμβάνουν για κάθε ιδιοκτησία το εμβαδόν της, τα στοιχεία των ιδιοκτητών της και το ποσοστό συμμετοχής τους στην ιδιοκτησία, το ρυμοτομούμενο τμήμα και το απομένον εμβαδόν, τον όγκο κτισμάτων ή άλλων συστατικών των ρυμοτομούμενων τμημάτων, τα στοιχεία του τμήματος που αφαιρείται ως εισφορά γης και κάθε άλλο στοιχείο αναγκαίο για την εφαρμογή του νόμου αυτού.
5. Η πράξη εφαρμογής συντάσσεται με την ακόλουθη διαδικασία που προωθείται παράλληλα με τη διαδικασία έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης.
α) Κατά τη σύνταξη του κτηματογραφικού διαγράμματος της πολεοδομικής μελέτης, οι κύριοι ή νομείς ακινήτων υποχρεούνται, κατόπιν προσκλήσεως, να υποβάλουν δήλωση ιδιοκτησίας στον οικείο δήμο προσκομίζοντας συγχρόνως τίτλους κτήσεως, πιστοποιητικό μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών, διεκδικήσεων, κατασχέσεων και τοπογραφικό διάγραμμα. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται μέχρι την κύρωση της πράξης εφαρμογής, η παράλειψη δε αυτής συνεπάγεται τα εξής:
i) Κάθε δικαιοπραξία εν ζωή είναι άκυρη, αν δεν επισυνάπτεται σε αυτή πιστοποιητικό του οικείου δήμου, με το οποίο θα βεβαιώνεται η υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας. Η ακυρότητα αυτή αίρεται με την υποβολή εκ των υστέρων της σχετικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο ιδιοκτήτης είχε προσκληθεί και αμέλησε να υποβάλει εγκαίρως δήλωση υποχρεούται σε καταβολή εφάπαξ προστίμου καθοριζομένου από τον οικείο δήμο.
ii) Δεν χορηγείται οικοδομική άδεια στο ακίνητο χωρίς την υποβολή κυρωμένου αντιγράφου της δήλωσης ιδιοκτησίας και του ανωτέρω πιστοποιητικού. Μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, η προσάρτηση του ως άνω πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης ιδιοκτησίας απαιτείται να γίνεται στην πρώτη δικαιοπραξία εν ζωή, η οποία καταρτίζεται και μεταγράφεται στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, μετά τη μεταγραφή ή την καταχώριση της πράξης εφαρμογής. Σε κάθε επόμενη δικαιοπραξία εν ζωή αρκεί να γίνεται η σχετική μνεία της προσάρτησης του στην αρχική ως άνω δικαιοπραξία. Η παράλειψη της ως άνω αναφερόμενης μνείας στις δικαιοπραξίες οι οποίες συντάχθηκαν μέχρι την έναρξη του παρόντος νόμου δεν επιφέρει ακυρότητα.
β) Με βάση τα στοιχεία της περ. α΄, συντάσσεται το κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και ο πίνακας εφαρμογής.
γ) Μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής καλούνται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες, μέσα σε προθεσμία που αναφέρεται σε σχετική πρόκληση, να λάβουν γνώση της πράξης εφαρμογής και να ασκήσουν ενστάσεις.
δ) Σε περιοχές που λειτουργεί Κτηματολογικό Γραφείο λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη, για τη σύνταξη κτηματογραφικών πινάκων και διαγραμμάτων, τα τηρούμενα στοιχεία του κτηματολογίου. Στις περιοχές που συντάσσεται κτηματολόγιο και έχει πραγματοποιηθεί ανάρτηση κτηματολογικών στοιχείων, με μέριμνα του Ελληνικού Κτηματολογίου διατίθενται τα τηρούμενα στοιχεία στον οικείο δήμο προκειμένου να ληφθούν υπόψη για τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται οι λεπτομέρειες και προδιαγραφές για την εφαρμογή των παραπάνω.
6. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο χρόνος και ο τρόπος δημοσιότητας της πρόσκλησης για υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας, το περιεχόμενο αυτών, οι προθεσμίες υποβολής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
7.α) Η πράξη εφαρμογής κυρώνεται με απόφαση του περιφερειάρχη, αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα σύμφωνα με την παρ. 3 και μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο ή καταχωρίζεται στο κτηματολόγιο. Για τα ακίνητα αυτά δεν ισχύουν οι διατάξεις περί χρησικτησίας. Η μορφή και το σχήμα των υπόλοιπων στοιχείων της πράξης (κτηματογραφικοί πίνακες και διαγράμματα) καθορίζονται με την απόφαση της παρ. 10. Ο τρόπος τήρησης των στοιχείων αυτών στα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία και λοιπές σχετικές λεπτομέρειες καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Για ιδιοκτησίες, οι οποίες στις πράξεις εφαρμογής αναγράφονται με ελλιπή στοιχεία ή με την ένδειξη «άγνωστος», η καταχώριση στη μερίδα των ιδιοκτητών γίνεται μετά από έκδοση διορθωτικής πράξης του οικείου περιφερειάρχη. Με τη μεταγραφή επέρχονται όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από αυτές που οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του Τμήματος VI του Μέρους Α΄ και του Κ.Α.Α.Α.
β) Αμέσως μετά την κύρωση και μεταγραφή των πράξεων εφαρμογής ο οικείος δήμος, το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ., καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος, μπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και περιέρχονται σ’ αυτούς με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι αποζημιώσεις της περ. α΄. Δικαιώματα της περ. δ΄ μετατρέπονται σε ενοχική αξίωση για αποζημίωση. Σε περίπτωση άρνησης του κατόχου ή νομέα να παραδώσει το ακίνητο που του αφαιρείται σύμφωνα με την πράξη εφαρμογής εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έγγραφη πρόσκληση προς αυτόν, διατάσσεται η αποβολή του με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, που εκδίδεται μετά από αίτηση των παραπάνω ενδιαφερομένων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για νέα ακίνητα από εισφορές γης που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και δεν διατέθηκαν σύμφωνα με αυτήν. Τα ακίνητα αυτά καταλαμβάνονται από τον οικείο δήμο, ο οποίος νομιμοποιείται να ασκήσει τα πιο πάνω δικαιώματα, φυλάσσονται από αυτόν και απαγορεύεται κάθε χρήση τους μέχρι την οριστική τους διάθεση για τους σκοπούς του άρθρου 139.
γ) Η μεταβολή ακινήτων σύμφωνα με την παρ. 3 και την πράξη εφαρμογής συνεπάγεται την άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος τρίτου και που υφίσταται στα μεταβαλλόμενα ακίνητα. Στην περίπτωση αυτήν, ως προς την τύχη των παραπάνω δικαιωμάτων, εφαρμόζονται αναλογικά οι παρ. 2 έως και 7 του άρθρου 55.
δ) Δέντρα, φυτείες, μαντρότοιχοι, συρματοπλέγματα, φρέατα και λοιπές εγκαταστάσεις και κατασκευές νομίμως υφιστάμενες σε ιδιοκτησίες που με την πράξη εφαρμογής μεταβάλλουν ιδιοκτήτη αποζημιώνονται από τον οικείο δήμο. Το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται από την επιτροπή του άρθρου 142 και καταβάλλεται στον δικαιούχο. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς την αξία των ανωτέρω αποφαίνεται το καθ΄ ύλην αρμόδιο δικαστήριο με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’ εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά τον χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή η πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά τον χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Α.Α.Α..
στ) Σε περιπτώσεις ακινήτων που ανταλλάσσονται με την πράξη εφαρμογής και η αξία του τελικώς αποδιδομένου ακινήτου, όπως αυτή προσδιορίζεται με το άρθρο 142, προκύψει μικρότερη από την αντίστοιχη στην αρχική του θέση, υποχρεούται ο δήμος να καταθέσει τη διαφορά, κατά την ισχύουσα διαδικασία, στο Ταμείο Παρακαταθηκών. Σε περίπτωση που η αξία του τελικώς αποδιδομένου ακινήτου είναι μεγαλύτερη, τότε η επιπλέον διαφορά επιβάλλεται στον υπόχρεο κατά τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 142, καταβάλλεται σε δόσεις κατά την παρ. 4 του άρθρου 142 και εισπράττεται ως έσοδο του οικείου δήμου.
8. Αν οι ιδιοκτήτες όλων των ιδιοκτησιών μιας πολεοδομικής ενότητας ή ενός τμήματός της συμφωνήσουν μεταξύ τους για την εφαρμογή της ως προς τον τρόπο που θα γίνουν οι απαιτούμενες εκχωρήσεις γης για την πραγματοποίηση της εισφοράς σε γη και τις αντίστοιχες τακτοποιήσεις οικοπέδων, τότε η πράξη εφαρμογής εγκρίνεται κατά προτίμηση και όπως συμφωνήθηκε για την ενότητα ή το τμήμα αυτό, εφόσον δεν αντίκειται στις κείμενες διατάξεις.
9. Για την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης στις Ζ.Ε.Π. και Ζ.Α.Α. εφαρμόζονται τα άρθρα 30, 34 και 42.
10. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται οι σχετικές διαδικασίες και ο τρόπος σύνταξης της πράξης εφαρμογής, του κτηματογραφικού διαγράμματος και του πίνακα εφαρμογής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια και εγκρίνονται οι σχετικές προδιαγραφές. Όταν πρόκειται για στεγαστικά προγράμματα δημόσιων φορέων της παρ. 10 του άρθρου 139, εφόσον το αναγραφόμενο στο διάταγμα έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης ή τη σχετική απόφαση του γραμματέα της αποκεντρωμένης διοίκησης ποσοστό κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων δεν υπολείπεται του ποσοστού εισφοράς γης του άρθρου 139, όπως συμπληρώνεται με την παρ. 1, δεν απαιτείται η σύνταξη της πράξης εφαρμογής του άρθρου αυτού.
11. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κανονίζονται όλα τα θέματα που αναφέρονται στον υπολογισμό της εισφοράς σε γη του άρθρου 139 ή της επιβάρυνσης για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις στα κοινά όρια περιοχών με τα πιο πάνω διαφορετικά συστήματα υπολογισμού των υποχρεώσεων αυτών, όπως και τα θέματα που αναφέρονται στο συνυπολογισμό στην εισφορά σε γη των επιβαρύνσεων των ιδιοκτησιών στις οποίες έχουν υποβληθεί σύμφωνα με τον ν. 653/1977 (Α΄ 214) για τη διάνοιξη οδών εκτός σχεδίου. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να ορίζεται η υποκατάσταση των δήμων στα δικαιώματα ή υποχρεώσεις από πράξεις αναλογισμού ή την πράξη εφαρμογής, να κανονίζεται ο τρόπος συμμετοχής στη συνεισφορά σε γη τμημάτων καταλαμβανόμενων από κοινόχρηστους χώρους ανάλογα με το αν καταβλήθηκε γι’ αυτά ή όχι η σχετική αποζημίωση και γενικά κάθε λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για το συνδυασμό εφαρμογής των διαφόρων συστημάτων επιβαρύνσεων σε γη.
12.α) Τροποποιήσεις εγκεκριμένου Ρ.Σ., οι οποίες διενεργούνται μετά τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής δεν συνεπάγονται άλλη επιβάρυνση των παρόδιων ιδιοκτητών. Οι ρυμοτομούμενες ιδιοκτησίες αποκαθίστανται σε αδιάθετα οικόπεδα, που προέκυψαν από την κυρωθείσα πράξη εφαρμογής ή αποζημιώνονται από τον οικείο δήμο. Μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του σχεδίου συντάσσεται πράξη εφαρμογής. Στην περίπτωση αυτήν, εφόσον οι ιδιοκτήτες, των οποίων οι ιδιοκτησίες ρυμοτομούνται, οφείλουν σύμφωνα με την κυρωθείσα πριν από την τροποποίηση του σχεδίου πράξη εφαρμογής χρηματική εισφορά, επέρχεται συμψηφισμός σε όσο μέρος καλύπτεται από την οφειλόμενη αποζημίωση λόγω της νέας ρυμοτομίας.
β) Κατά την ένταξη στο σχέδιο εκτάσεων για τις οποίες είχαν καθοριστεί όροι δόμησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 62, για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη συμψηφίζεται το ποσοστό της ιδιοκτησίας, που παραχωρήθηκε με συμβολαιογραφική πράξη, στους οικείους δήμους.
γ. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία συμψηφισμού και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
13. Ο προσδιορισμός της αξίας των τμημάτων που μετατρέπονται σε χρηματική εισφορά σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 139 γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Δ΄ του Κ.Α.Α.Α. Τα ποσά από τη μετατροπή διατίθενται αποκλειστικά για την αποζημίωση ρυμοτομούμενων τμημάτων ιδιοκτησιών της ίδιας περιοχής. Κάθε διάθεση των ποσών αυτών για άλλο σκοπό είναι άκυρη.
14. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν και για την εφαρμογή των πολεοδομικών μελετών που εγκρίνονται σύμφωνα με τον ν. 2508/1997 (Α΄124) με βάση την παρ. 3 του άρθρου 29 του παρόντος. Η πράξη εφαρμογής στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να εκπονείται ταυτόχρονα με την πολεοδομική μελέτη και σε άμεση συσχέτιση με αυτήν. Η πράξη εφαρμογής του προηγούμενου εδαφίου εγκρίνεται με απόφαση του οικείου περιφερειάρχη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄: Μεταβατικές διατάξεις Τμήματος Ι
Άρθρο 145. Καταργούμενες - Μεταβατικές διατάξεις
1. Οι παρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269) και η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4315/2014 δεν ισχύουν για τις πράξεις εφαρμογής που έχουν κυρωθεί πριν την 24.12.2014 (ημερομηνία ισχύος του ν. 4315/2014). Μετά από αίτηση του οφειλέτη μπορεί να υπάγονται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269) ως προς τον τρόπο καταβολής, οι οφειλές που προκύπτουν από κυρωθείσες πράξεις εφαρμογής, για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί η καταβολή των εισφορών σε χρήμα. Στις περιπτώσεις αυτές η προθεσμία καταβολής των οφειλών υπολογίζεται από την ημερομηνία της αρχικής πράξης επιβολής της εισφοράς.
2. Σε διορθωτικές πράξεις εφαρμογής, που κυρώνονται μετά από τις 24.12.2014 (ημερομηνία ισχύος του ν. 4315/2014), και αφορούν διορθώσεις σε ήδη κυρωθείσες πράξεις εφαρμογής, δεν ισχύουν οι παρ. 1, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269).
3. Σε εκκρεμείς διαδικασίες πολεοδόμησης εφαρμόζονται τα άρθρα 1 και 2του ν. 4315/2014 (Α΄ 269). Στις περιπτώσεις που μέχρι τις 24.12.2014 έχει δοθεί εντολή σύνταξης του Κεφαλαίου Γ΄ της Πράξης Εφαρμογής, με απόφαση του αρμόδιου για την κύρωση της πράξης εφαρμογής, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, οι ως άνω εκκρεμείς διαδικασίες δύνανται να υπάγονται στις προϊσχύουσες διατάξεις περί εισφοράς γης των παρ. 1, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269).
4. Σε πράξεις εφαρμογής που έχουν κυρωθεί μέχρι τις 24.12.2014, χωρίς να προσδιοριστεί η αξία των ακινήτων ή και των επικειμένων, εφαρμόζεται το άρθρο 2 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269).
5. Στην περίπτωση επανέγκρισης σχεδίων για οποιονδήποτε λόγο, μετά τις 24.12.2014, δεν απαιτείται η εκ νέου σύνταξη πράξης εφαρμογής, εφόσον δεν θίγονται κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι και δεν επέρχονται αλλαγές και οι προτεινόμενες από το Ρ.Σ.Ε. ρυμοτομικές γραμμές συμπίπτουν με τα όρια διαμορφωμένων κοινοχρήστων χώρων και αντιστοίχως οι προτεινόμενες-οικοδομικές γραμμές με τα όρια διαμορφωμένων οικοδομικών γραμμών ή οικοδομικών τετραγώνων.
ΤΜΗΜΑ ΙΙ: ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΡΩΣΗ ΟΙΚΟΠΕΔΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Τακτοποίηση και προσκύρωση οικοπέδων
Άρθρο 146. Τακτοποίηση οικοπέδων
1.α) Πριν από την ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής και γενικά την εκτέλεση οποιωνδήποτε εγκαταστάσεων στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 του ν.δ. της 17.7.1923 (Α΄ 228), απαιτείται τακτοποίηση του οικοπέδου στο οποίο θα εκτελεστούν τα έργα.
β) Δεν επιτρέπεται η δόμηση ακόμη και σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, αν για οποιονδήποτε λόγο απαιτείται τακτοποίηση των γειτονικών του οικοπέδων και κατά την κρίση της πολεοδομικής υπηρεσίας η δόμηση θα παρεμποδίσει ή θα δυσχεράνει με οποιονδήποτε τρόπο την τακτοποίηση.
2. Η τακτοποίηση των οικοπέδων ενεργείται με μεταβολή τους κατά τη θέση, το σχήμα και τo μέγεθος, αν απαιτείται, προκειμένου κάθε ένα από αυτά να αποκτήσει διάταξη που να ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ανάγκες και τον σκοπό της χρησιμοποίησης αυτού και του συνόλου των οικοδομήσιμων οικοπέδων που βρίσκονται στην ίδια πόλη ή στον ίδιο οικισμό ή απλώς αυτών που βρίσκονται στην ίδια περιοχή και διέπονται από κοινές διατάξεις. Κατά την τακτοποίηση αυτή αποκλείεται οποιαδήποτε μεταβολή των τμημάτων των τακτοποιητέων οικοπέδων που καταλαμβάνονται από οικοδομές. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των οικοδομών και δεν παρακωλύουν την τακτοποίηση κινητές εγκαταστάσεις, φρέατα, περιτοιχίσματα, υπόστεγα προσωρινού χαρακτήρα, παραπήγματα κ.λπ. και ετοιμόρροπα μέρη κτιρίων, μη επιδεχόμενα, είτε λόγω της κατάστασης τους, είτε από την εφαρμογή του άρθρου 24 του ν.δ. της 17.7.1923 (Α΄ 228), επισκευή χωρίς προηγούμενη κατεδάφιση.
3. Με προεδρικά διατάγματα ρυθμίζονται ο τρόπος, η φύση και η έκταση της τακτοποίησης σε κάθε περίπτωση. Πάντως αρμόδια να κρίνει για την ανάγκη και για τη δυνατότητα της τακτοποίησης, καθώς και για την έννοια των οικοδομών που την αποκλείουν, είναι η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, της οποίας οι σχετικές αποφάσεις υπόκεινται στην έγκριση του οικείου περιφερειάρχη, ο οποίος μπορεί να τις αναθεωρεί.
Άρθρο 147. Όροι και προϋποθέσεις τακτοποίησης οικοπέδων
1. Κάθε οικόπεδο του οποίου το υπολειπόμενο τμήμα μετά τη ρυμοτομία δεν έχει τουλάχιστον το οριζόμενο από τις κείμενες για την περιοχή διατάξεις εμβαδόν ή έχει μεν τούτο, αλλά στερείται των απαιτούμενων ελάχιστων διαστάσεων, που ορίζονται από τις ίδιες διατάξεις, ή από άποψη εμβαδού και διαστάσεων είναι άρτιο, αλλά στερείται προσώπου σε οδό, η δε τακτοποίησή του και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις καθίσταται ανέφικτη, θεωρείται μη οικοδομήσιμο και αφαιρούμενο αναγκαστικά από τον ιδιοκτήτη, προσκυρώνεται σε κάποιο από τα γειτονικά οικοδομήσιμα οικόπεδα, για να αποτελέσει με αυτό ενιαίο οικόπεδο. Αν παράκεινται περισσότερα από ένα τέτοια οικόπεδα, τα μεν προσκυρώνονται στα δε, ή και όλα συνενώνονται μεταξύ τους για σχηματισμό ενός ή περισσότερων οικοδομήσιμων οικοπέδων. Στις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται η προσκύρωση ενός μη οικοδομήσιμου οικοπέδου σε άλλα περισσότερα, αφού προηγουμένως αυτά τεμαχιστούν.
Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 25 του ν. 1337/1983 (Α’ 33).
2. Η κατά τα παραπάνω αναγκαστική απαλλοτρίωση και προσκύρωση των μη οικοδομήσιμων οικοπέδων αποκλείεται εφόσον επί τούτων υπάρχουν οικοδομές, ως προς την έννοια των οποίων ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 146.
3. Δεν επιτρέπεται η τακτοποίηση οικοπέδων για απόκτηση προσώπων ή βάθους, αν η έλλειψη αυτών οφείλεται σε υπαίτια κατάτμηση που έγινε μετά από τις 8.5.1948 (ημερομηνία ισχύος του ν.δ. 690/1948, Α΄ 133) από τους ιδιοκτήτες ή τους δικαιοπαρόχους τους με δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, με τεμαχισμό μεγαλύτερης έκτασης που έχει το απαιτούμενο ελάχιστο πρόσωπο ή βάθος.
4. Οικόπεδα αποκλεισμένα από παντού από τις οδούς του εγκεκριμένου σχεδίου τα οποία δεν μπορούν να αποκτήσουν με τακτοποίηση το απαιτούμενο πρόσωπο σε αυτές, μπορούν να θεωρούνται οικοδομήσιμα υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ειδικούς όρους, ως προς την ανέγερση κτιρίων επ’ αυτών, οι οποίοι ρυθμίζονται με απόφαση του οικείου περιφερειάρχη.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε οικόπεδα που αποκλείονται από τις οδούς με υπαιτιότητα των ιδιοκτητών ή των δικαιοπαρόχων τους, με τεμαχισμό μεγαλύτερης έκτασης που αποτελούσε άρτιο οικόπεδο, εφόσον η κατάτμηση έγινε με δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, μετά την παραπάνω ημερομηνία.
5. Οι απαγορεύσεις των παρ. 3 και 4 δεν ισχύουν αν η τακτοποίηση γίνεται επ’ ωφελεία των όμορων ιδιοκτησιών.
6. Η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία οφείλει να ειδοποιεί με πρόσκλησή της τους ενδιαφερομένους, πριν από τη σύνταξη των κατά τα παραπάνω πράξεων προσκύρωσης, για να διακανονίσουν σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της πρόσκλησης τα σχετικά με την προσκύρωση με ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ τους και, σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αυτής, προβαίνει η ίδια στις ενέργειες που καθορίζονται στα επόμενα άρθρα.
Άρθρο 148. Ειδικές περιπτώσεις
1. Η προσκύρωση οικοπέδων, που επιβάλλεται από τις κείμενες διατάξεις, τα οποία στερούνται του ελάχιστου εμβαδού, αποκλείεται αν το εμβαδόν του οικοπέδου, αφού συνυπολογιστεί σ΄ αυτό και το εμβαδόν του εδάφους των ομόρων οικοπέδων που καταλαμβάνεται ή μπορεί να καταληφθεί από τους υπάρχοντες ή εκείνους που μπορούν να ανεγερθούν, κατά τις σχετικές διατάξεις, μεσότοιχους επί των ορίων του οικοπέδου, ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο σε κάθε περίπτωση ελάχιστο εμβαδόν, εφόσον το τελευταίο αυτό μετά το συνυπολογισμό δεν είναι μικρότερο των τριάντα (30) τετραγωνικών μέτρων.
Ο παραπάνω συνυπολογισμός του εδάφους των ομόρων οικοπέδων σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την αφαίρεση ή προσκύρωση του εδάφους αυτού. Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς το ελάχιστο πρόσωπο ή το ελάχιστο βάθος, εφόσον αποκλείεται η απόκτησή του, με τακτοποίηση, λόγω ύπαρξης οικοδομών.
Πάντως για την εφαρμογή των παραπάνω το πάχος του μεσότοιχου υπολογίζεται σε κάθε περίπτωση σε 0,60 μ.
2. Σε περίπτωση κατά την οποία παράκεινται περισσότερα του ενός μη άρτια οικόπεδα, επιτρέπεται αντί για την προσκύρωση μερικών εξ αυτών σε άλλα, με σκοπό τη δημιουργία ενός ή περισσότερων αρτίων οικοπέδων, η προσκύρωση να γίνεται με τη συνένωση αυτών με σκοπό τη δημιουργία ενός ή περισσότερων αρτίων οικοπέδων τα οποία παραχωρούνται εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό ίσο προς τo εμβαδόν της έκτασης που ανήκει σε κάθε ιδιοκτήτη των μη αρτίων οικοπέδων. Η συνένωση δεν αποκλείεται και στην περίπτωση μη συγκατάθεσης, για τη δημιουργία κοινών εξ αδιαιρέτου οικοπέδων, ενός ή περισσότερων από τους ιδιοκτήτες των παρακειμένων μη αρτίων οικοπέδων, η οποία εκδηλώνεται εγγράφως μέχρι την έκδοση της οριστικής και ανέκκλητης απόφασης για την πράξη προσκύρωσης. Επί των κοινών οικοπέδων, που δημιουργούνται με τον τρόπο αυτό, εφαρμόζονται οι περί ιδιοκτησίας κατ΄ ορόφους διατάξεις και απαγορεύεται οποιαδήποτε εξώδικη ή δικαστική διανομή των οικοπέδων αυτών.
3. Αν το εμβαδόν του οικοπέδου που κρίνεται προσκυρωτέο, υπολείπεται του ελάχιστου απαιτουμένου σε κάθε περίπτωση, μέχρι ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), το εμβαδόν δε κάποιου από τα συνορεύοντα με αυτό οικόπεδα υπερβαίνει το απαιτούμενο σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), η προσκύρωση του μη άρτιου οικοπέδου ματαιώνεται και αντιθέτως επιτρέπεται η προσκύρωση σ΄ αυτό, από το παραπάνω μεγαλύτερο ως άνω εμβαδόν όμορου οικοπέδου, της αναγκαίας έκτασης ώστε το μη άρτιο οικόπεδο να αποκτήσει το απαιτούμενο απολύτως ελάχιστο εμβαδόν, εφόσον η προσκύρωση αυτή δεν εμποδίζεται από υπάρχουσες οικοδομές ή δεν συνεπάγεται τη μείωση των απαιτούμενων, από τις κείμενες διατάξεις, υποχρεωτικώς ακαλύπτων αποστάσεων ή ποσοστού του μεγαλύτερου οικοπέδου κάτω του ελάχιστου ορίου. Αν η παραπάνω προϋπόθεση του εμβαδού του μεγαλύτερου οικοπέδου συντρέχει σε περισσότερα από ένα όμορα προς το μη άρτιο οικόπεδα, η προσκύρωση γίνεται κατά την κρίση της αρμόδιας υπηρεσίας είτε σε βάρος όλων εξ ίσου ή όχι είτε σε βάρος μερικών είτε σε βάρος ενός. Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και στα οικόπεδα που κρίνονται προσκυρωτέα από την έλλειψη του ελάχιστου προσώπου ή του ελάχιστου βάθους, εφόσον αποκλείεται η απόκτηση τους με τακτοποίηση, λόγω ύπαρξης οικοδομών. Η παρούσα εφαρμόζεται και σε παρακείμενα μη άρτια οικόπεδα, αν το άθροισμα των εμβαδών αυτών υπολείπεται του ελάχιστου απαιτούμενου εμβαδού όχι περισσότερο του ίδιου παραπάνω ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Στην περίπτωση αυτή ισχύει η παρ. 2 για τη δημιουργία κοινών εξ αδιαιρέτου οικοπέδων.
4. Οι καταργούμενες από το σχέδιο ρυμοτομίας παλαιές οδοί και γενικά κοινόχρηστοι χώροι διατίθενται στο σύνολό τους ή μερικώς με προσκύρωση, έστω και αν το εμβαδόν τους έχει το εμβαδόν αρτίου οικοπέδου, πρωτίστως για να καταστούν άρτια οικόπεδα που δεν είναι άρτια και για να τακτοποιηθούν άρτια οικόπεδα που όμως έχουν ανάγκη τακτοποίησης. Το ίδιο ισχύει και για ιδιωτικές οδούς που δεν έχουν εγκριθεί από το σχέδιο ρυμοτομίας, εφόσον κατά την κρίση της αρμόδιας υπηρεσίας, δεν αποκλείεται με την προσκύρωση η επικοινωνία με τις εγκεκριμένες οδούς οικοδομών που έχουν ανεγερθεί με άδεια της αρμόδιας αρχής και σύμφωνα με τους όρους αυτής ή η επικοινωνία αυτή εξασφαλίζεται με τρόπο που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις.
5. Οι παρ. 1 έως 4 δεν εφαρμόζονται σε οικόπεδα που έγιναν μη άρτια με υπαιτιότητα των ιδιοκτητών ή των δικαιοπαρόχων τους με τεμαχισμό μεγαλύτερης έκτασης που έχει το ελάχιστο εμβαδόν.
Ειδικά η παρ. 3 δεν εφαρμόζεται στα μη άρτια οικόπεδα που περιήλθαν στους ιδιοκτήτες ή στους δικαιοπαρόχους τους, μετά από τεμαχισμό μεγαλύτερης έκτασης, που είχε το ελάχιστο εμβαδόν, γενικά με δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου ή και με δικαστική διανομή.
Άρθρο 149. Προϋποθέσεις οικοδομησιμότητας
1. Κατά την τακτοποίηση οικοπέδων στα ήδη εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια και σε εκείνα που εγκρίνονται σύμφωνα με το Τμήμα VI του Α΄ Μέρους, εκτός από τα ελάχιστα όρια προσώπου και εμβαδού κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση, πρέπει στο οικοδομήσιμο τμήμα του οικοπέδου να εγγράφεται κάτοψη κτιρίου με ελάχιστη επιφάνεια πενήντα (50) τ.μ. και ελάχιστη πλευρά πέντε (5) μ. Οικόπεδο που δεν έχει τις παραπάνω προϋποθέσεις τακτοποιείται με τα γειτονικά σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο.
2. Σε οικόπεδα με περισσότερα από ένα πρόσωπα σε κοινόχρηστο χώρο, η ύπαρξη του ελάχιστου προσώπου κατά τον κανόνα ή κατά παρέκκλιση απαιτείται μόνο για ένα από τα πρόσωπα αυτά.
3. Σε οικόπεδο που βρίσκεται στη συνάντηση δύο γραμμών δόμησης που τέμνονται είτε με πλάγια ή εισέχουσα απότμηση είτε με κοίλη ή κυρτή γωνία, ως μήκος προσώπου λαμβάνεται ολόκληρο το ανάπτυγμα της ρυμοτομικής γραμμής που αντιστοιχεί στο οικόπεδο.
4. Οικόπεδο άρτιο κατά τον κανόνα ως προς το εμβαδόν, το οποίο δεν έχει το κατά παρέκκλιση ελάχιστο πρόσωπο, αν δεν μπορεί να τακτοποιηθεί κατά τρόπο ώστε να αποκτήσει το κατά κανόνα πρόσωπο, θεωρείται άρτιο και οικοδομήσιμο, εφόσον με την τακτοποίηση αποκτήσει το κατά παρέκκλιση πρόσωπο, εκτός αν η παραπάνω έλλειψη οφείλεται σε υπαίτια κατάτμηση από τους ιδιοκτήτες ή τους δικαιοπαρόχους τους με δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου μετά από τις 27.7.1977 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν. 651/1977, Α΄ 207). Οικόπεδα που δεν έχουν πρόσωπο σε εγκεκριμένη οδό ή οδό προϋφιστάμενη του έτους 1923 εφόσον δεν προέρχονται από υπαίτια κατάτμηση μετά το διάταγμα ρυμοτομίας της περιοχής και προϋφίστανται της παραπάνω ημερομηνίας (27.7.1977), όταν προσκυρώνουν καταργούμενη ιδιωτική οδό ή γενικά καταργηθέντα κοινόχρηστο χώρο και δεν αποκτούν πρόσωπο ή εμβαδόν κατά τον κανόνα ή την παρέκκλιση της περιοχής, θεωρούνται οικοδομήσιμα εφόσον αποκτούν τουλάχιστον πέντε (5) μ. πρόσωπο σε εγκεκριμένη οδό ή οδό προϋφιστάμενη του έτους 1923 και εγγράφεται στο οικοδομήσιμο τμήμα τους κάτοψη κτιρίου με ελάχιστη επιφάνεια πενήντα (50) τ.μ. και ελάχιστη. πλευρά πέντε (5) μ. Οικόπεδο μη άρτιο κατ’ εμβαδόν που δεν μπορεί να αποκτήσει διαστάσεις αρτίου οικοπέδου σύμφωνα με το άρθρο 148, επιτρέπεται να προσκυρωθεί κατά προτεραιότητα σε οικόπεδο που έχει το ελάχιστο εμβαδόν και δεν έχει το ελάχιστο πρόσωπο, για την απόκτηση και του ελάχιστου προσώπου.
5. Τμήματα οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου που δεν επιδέχονται εν όλω ή εν μέρει τακτοποίηση αφαιρούνται αναγκαστικά και προσκυρώνονται στα γειτονικά οικόπεδα. Η προσκύρωση αυτή γίνεται μόνο αν τα γειτονικά οικόπεδα έχουν το ελάχιστο απαιτούμενο εμβαδόν και η προσκύρωση είναι απόλυτα απαραίτητη για να αποκτήσουν το ισχύον ελάχιστο πρόσωπο κατά τον κανόνα ή, σε περίπτωση που αυτό είναι αδύνατο, κατά παρέκκλιση.
6. Η παρ. 5 δεν εφαρμόζεται:
α) αν στα παραπάνω τμήματα υπάρχουν οικοδομές, με την έννοια του άρθρου της παρ. 2 του άρθρου 146.
β) αν η έλλειψη του ελάχιστου απαιτούμενου προσώπου των γειτονικών οικοπέδων στα οποία προσκυρώνονται τα παραπάνω τμήματα, οφείλεται σε υπαίτια κατάτμηση από τους ιδιοκτήτες ή τους δικαιοπαρόχους τους με δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, μετά από τις 27.7.1977 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν. 651/1977, Α΄ 207).
7. Η κατά την παρ. 5 προσκύρωση γίνεται μόνο ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου.
8. Με την επιφύλαξη της παρ. 4, το άρθρο 202 έχει εφαρμογή μόνο για τα οικόπεδα που υπάγονται στην παρέκκλιση, σύμφωνα με τις σχετικές ειδικές διατάξεις.
9. Το Δημόσιο και οι δήμοι, όταν επισπεύδουν την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου, αποζημιώνουν και τα μη άρτια και μη οικοδομήσιμα τμήματα των ρυμοτομούμενων οικοπέδων που απομένουν μετά τη ρυμοτομία, εκτός αν οι ιδιοκτήτες δηλώσουν έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο για τον καθορισμό της προσωρινής τιμής μονάδας ότι δεν επιθυμούν την αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή, τα παραπάνω μη άρτια και μη οικοδομήσιμα οικόπεδα βαρύνονται με ενδεχόμενη αποζημίωση λόγω παροδιότητας.
10. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται οικόπεδα άρτια και οικοδομήσιμα να χάνουν την ιδιότητα αυτή με την τακτοποίηση.
Άρθρο 150. Σύνταξη πράξης προσκύρωσης-τακτοποίησης
1. Οι κατά τα παραπάνω τακτοποιήσεις και προσκυρώσεις ενεργούνται με πράξη της αρμόδιας υπηρεσίας, η οποία ενεργεί με αίτηση των ενδιαφερομένων ή και αυτεπάγγελτα. Στην πράξη αυτή καθορίζονται με πρόχειρο κτηματολογικό διάγραμμα όλα τα ακίνητα που υφίστανται οποιαδήποτε μεταβολή από την τακτοποίηση ή την προσκύρωση και οι μεταβολές αυτές.
2. Για την πρόσκληση των ενδιαφερόμενων ιδιοκτητών, την κοινοποίηση προς αυτούς της πράξης που κυρώθηκε, την υποβολή από αυτούς ενστάσεων κατά της πράξης και την απόφαση του περιφερειάρχη επί της πράξης και των ενστάσεων, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 157 και 159.
3. Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατη η σύνταξη της πράξης εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 157 και αναφέρεται ρητά σε σχετικό πρωτόκολλο αν το αδύνατο οφείλεται στο άρθρο 147.
4. Αν η εξακρίβωση των ορίων των μεταξύ των τακτοποιητέων ή προσκυρωτέων ιδιοκτησιών καθίσταται αδύνατη για οποιονδήποτε λόγο, η σύνταξη της πράξης αναβάλλεται μέχρι τον οριστικό καθορισμό αυτών με φροντίδα των ενδιαφερομένων.
Άρθρο 151. Διαδικασία καταβολής αποζημίωσης
1. Υπόχρεοι για αποζημίωση των ζημιούμενων ιδιοκτητών, από τη μεταβολή που συνεπάγεται στην αξία των ακινήτων η κατά τα παραπάνω τακτοποίηση και προσκύρωση οικοπέδων, είναι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που ωφελήθηκαν από αυτή την τακτοποίηση και προσκύρωση.
2. Προς κανονισμό των παραπάνω αποζημιώσεων οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση στο μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας που βρίσκονται τα ακίνητα, με αντίγραφο της κυρωμένης από τον περιφερειάρχη πράξης. Το μονομελές εφετείο ορίζει προσωρινά τις αποζημιώσεις που πρέπει να καταβληθούν, σύμφωνα με τον Κ.Α.Α.Α.
3. Τα υφιστάμενα βάρη και περιορισμοί κυριότητας υπέρ τρίτων επί του οικοπέδου που πρέπει να τακτοποιηθεί μετατρέπονται, από την κατά τα παραπάνω κατάθεση της αποζημίωσης, σε προσωπική αγωγή κατά του ιδιοκτήτη του υπόψη οικοπέδου, για αποζημίωση του δικαιούχου για το βάρος ή τον περιορισμό. Από αυτά εξαιρούνται τα υποθηκικά δικαιώματα υπέρ τρίτων, τα οποία μεταφέρονται αυτοδίκαια και με την ίδια τάξη στο τακτοποιηθέν οικόπεδο και ο φύλακας των μεταγραφών οφείλει να κάνει αυτεπάγγελτα τις σχετικές σημειώσεις κατά τη μεταγραφή.
4. Τα προσκυρωθέντα οικόπεδα περιέρχονται στο νέο κύριο ελεύθερα από οποιαδήποτε βάρη και περιορισμούς κυριότητας υπέρ τρίτων. Κάθε τέτοιο εμπράγματο δικαίωμα επ’ αυτών μετατρέπεται από την κατάθεση της αποζημίωσης, σε αξίωση επί του ποσού της αποζημίωσης, κατά τον Κ.Α.Α.Α., στην πρώτη περίπτωση, ή σε προσωπική απαίτηση κατά του προηγούμενου ιδιοκτήτη, στη δεύτερη.
5. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν μπορούν να τροποποιούν την πράξη που κυρώθηκε από τον περιφερειάρχη ως προς την τακτοποίηση ή προσκύρωση των οικοπέδων που καθορίστηκε με αυτή. Κάθε απαίτηση ιδιοκτήτη ακινήτου, για τα μέχρι την τακτοποίηση ή προσκύρωση όρια αυτού, μετά την κύρωση της τακτοποίησης ή προσκύρωσης μετατρέπεται αυτοδίκαια σε χρηματική απαίτηση.
Άρθρο 152. Αναλογισμός και υπόχρεοι αποζημίωσης
Εκείνοι υπέρ των οποίων γίνεται η προσκύρωση μη οικοδομήσιμων οικοπέδων, είναι υπόχρεοι για την πληρωμή της αποζημίωσης που αναλογεί σ’ αυτά, για τα ακίνητα που καταλαμβάνονται από τους χώρους της περ. α΄της παρ. 1 του άρθρου 59, κατά τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) αν δεν καταβλήθηκε καθόλου η αποζημίωση από τον τέως ιδιοκτήτη του προσκυρωθέντος,
β) αν η αποζημίωση καταβλήθηκε από τον ιδιοκτήτη πριν από τον καθορισμό των επιτρεπομένων ελάχιστων ορίων εμβαδού και διαστάσεων των οικοδομήσιμων οικοπέδων και από την καταβολή αυτής δεν έγινε από εκείνον που κατέβαλε την αποζημίωση καμία εν ζωή μεταβίβαση της κυριότητας του προσκυρωθέντος,
γ) αν η αποζημίωση καταβλήθηκε από τον ιδιοκτήτη μετά τον παραπάνω καθορισμό, και από τότε δεν έγινε από αυτόν εν ζωή καμία μεταβίβαση του προσκυρωθέντος οικοπέδου, ούτε υπήρξαν σ΄ αυτό, μετά την καταβολή της αποζημίωσης, χρησιμοποιήσιμες οικοδομές για διάστημα συνολικά μεγαλύτερο της δεκαετίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: Ομαδική τακτοποίηση – αναδασμός (Κτηματική ομάδα)
Άρθρο 153. Ομαδική τακτοποίηση
1. Αν επιβάλλεται για οποιονδήποτε λόγο ταυτόχρονη τακτοποίηση πολλών παρακείμενων (εφαπτόμενων ή μη) οικοπέδων, αυτή μπορεί να εκτελείται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.
2. Ο γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης συνιστά με απόφασή του κτηματική ομάδα, η οποία αποτελείται από τα κτήματα που πρέπει να τακτοποιηθούν και να προσκυρωθούν (δηλαδή τα υπόλοιπα τμήματα που απομένουν από κάθε ιδιοκτησία εντός των οικοδομήσιμων χώρων, μετά την αφαίρεση των τμημάτων που καταλαμβάνονται από χώρους της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 59). Η κτηματική ομάδα καθίσταται ν.π.δ.δ. από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, εκπροσωπείται από το Δημόσιο ή τον οικείο δήμο ή όπως αλλιώς ορίζεται κάθε φορά στην απόφαση και βαρύνεται με την υποχρέωση της πληρωμής των αποζημιώσεων της παρ. 1 του άρθρου 151 και την είσπραξη αυτών από τους υποχρέους, σύμφωνα με την ίδια διάταξη. Με την ίδια απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης καθορίζονται τα όρια της κτηματικής ομάδας, ενώ μπορούν να εξαιρούνται από αυτήν ορισμένα ακίνητα που περιλαμβάνονται μέσα στα όρια αυτά, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
3. Αν κατά την τακτοποίηση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, προκύψει περίπτωση προσκύρωσης μη οικοδομήσιμων οικοπέδων, τα οποία περιλαμβάνονται στην κτηματική ομάδα που συστήθηκε, αυτή εκτελείται σε συνδυασμό με την τακτοποίηση σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2. Πάντως στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται, μετά από απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης, οποιαδήποτε παρέκκλιση από το άρθρο 151, σχετικά με την πρόσκληση των ενδιαφερομένων για διακανονισμό της προσκύρωσης με δική τους φροντίδα.
4. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου η κατά το άρθρο 150 πράξη μπορεί να περιορίζεται στον καθορισμό κάθε οικοπέδου, όπως αυτό προκύπτει τελικά μετά την τακτοποίηση και την προσκύρωση σ' αυτό άλλων μη οικοδομήσιμων οικοπέδων. Στην περίπτωση αυτή παραλείπεται η ένδειξη των μεταβολών που έγιναν μεταξύ των οικοπέδων της κτηματικής ομάδας, ενώ η απόλυτη μεταβολή που έγινε σε κάθε ένα από αυτά, σε σχέση προς την αρχική του κατάσταση, κρίνεται από την παραβολή της κατάστασης αυτής με την παραπάνω πράξη. Η παραπάνω πράξη πρέπει να συνοδεύεται από επεξηγηματικό υπόμνημα των ωφελειών και ζημιών που επήλθαν σε κάθε ακίνητο (χωρίς εκτίμηση της αξίας τους) που θεωρείται ως αναπόσπαστο στοιχείο της πράξης. Επίσης πρέπει να τη συνοδεύει και η γνωμοδοτική έκθεση της υπηρεσίας που τη συντάσσει, στην οποία περιγράφεται η εκτίμηση των μεταβολών που επήλθαν σε κάθε ακίνητο από τις παραπάνω ωφέλειες και ζημίες. Την έκθεση αυτή λαμβάνει υπόψη του το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία του άρθρου 151 και τη μνημονεύει στη σχετική απόφασή του. Πάντως ο τρόπος σύνταξης της πράξης και οι λεπτομέρειες αυτής ρυθμίζονται κάθε φορά με υπουργική απόφαση, ενώ μπορεί να ανατεθεί η σύνταξή της και σε επιτροπή που ορίζεται με την ίδια απόφαση. Ενστάσεις κατά της πράξης επιτρέπονται μόνον ως προς τα όρια, τις διαστάσεις και τη θέση των οικοπέδων, όπως αυτά πριν από την πράξη κ.λπ., καθώς και για παράβαση ή εσφαλμένη εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου και αποκλείεται κάθε ένσταση ή προσφυγή, οπότε αυτή επιτρέπεται, ως προς το τεχνικό μέρος της πράξης (τρόπος τακτοποίησης, διάταξη νέων οικοπέδων, ποσοστό μείωσης και αυξομείωσης αυτού κ.λπ.).
5. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της διαδικασίας του παρόντος άρθρου με βάση τα άρθρα 150 και 151, οι οποίες ισχύουν και για την περίπτωση του παρόντος άρθρου, και η κτηματική ομάδα μπορεί να υποκαθιστά στη διαδικασία αυτή εν όλω ή μέρει τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες. Την υποκατάσταση αυτή μπορεί να επιβάλλει ο Υπουργός υποχρεωτικά με απόφασή του. Πάντως η κατά το άρθρο 151 απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου πρέπει να ορίζει προσωρινά και ιδιαίτερα για κάθε ιδιοκτησία, εκτός των αποζημιώσεων για τις ζημιές που έγιναν στα ακίνητα από την τακτοποίηση και προσκύρωση, και την αξία των ωφελειών που προέκυψαν από τις μεταβολές σ’ αυτά. Οι οφειλόμενες μόνον στις μεταβολές που έγιναν στα γήπεδα αποζημιώσεις πρέπει απαραιτήτως να καλύπτουν στο σύνολό τους τις ζημίες που προέκυψαν από τις ίδιες μεταβολές. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη απόφαση δικαστηρίου για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης.
Άρθρο 154. Κτηματική ομάδα
1. Η κτηματική ομάδα του άρθρου 153 μπορεί να συνιστάται και για τον γενικότερο σκοπό της δίκαιης κατανομής των μεταβολών στην αξία των ακινήτων που θα προκύψουν από την εφαρμογή του εγκεκριμένου σχεδίου. Στην περίπτωση αυτή στην κτηματική ομάδα, που συνιστάται με τον τρόπο που αναφέρεται στο άρθρο 153, περιλαμβάνονται και τα ακίνητα που καταλαμβάνονται από τους χώρους που προβλέπονται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 59, δηλαδή των οδών, πλατειών κ.λπ., αντί δε των άρθρων 157, 158, 159, 161 και 165, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:
α) προσδιορίζεται η συνολική επιφάνεια των οικοπέδων της κτηματικής ομάδας που καταλαμβάνονται από τους χώρους της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 59.
β) από την παραπάνω συνολική επιφάνεια για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων υπολογίζεται το γενικό ποσοστό που αναλογεί σε κάθε οικόπεδο της κτηματικής ομάδας. Επιτρέπεται η αυξομείωση του γενικού αυτού ποσοστού λόγω ειδικών συνθηκών, όπως το μέγεθος του οικοπέδου, η μεταβολή της θέσης του οικοπέδου γενικά, οι αυξομειώσεις του προσώπου και του βάθους, η μετάθεση αποκλεισμένου οικοπέδου επί της οδού κ.λπ. Το παραπάνω ποσοστό και η αυξομείωσή του ρυθμίζεται με τη σχετική πράξη που συντάσσεται. Μέρος του εμβαδού της κατά την προηγούμενη περίπτωση συνολικής επιφάνειας μπορεί να καταλογιστεί στον οικείο δήμο. Η θέση και η έκταση του μέρους αυτού καθορίζονται με την πράξη τακτοποίησης στην περίπτωση κατά την οποία το εμβαδόν του μέρους αυτού δεν πρόκειται να υπερβεί κατά μιάμιση φορά το εμβαδόν που προκύπτει σε βάρος του δήμου από την εφαρμογή του άρθρου 165, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που το εμβαδόν αυτού είναι μικρότερο των πέντε χιλιάδων (5.000) τ.μ. Αν το εμβαδόν του μέρους αυτού υπερβαίνει την κατά τα παραπάνω μιάμιση φορά, τότε η έκταση και η θέση αυτού καθορίζονται με απόφαση του γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης. Η θέση του μέρους αυτού συνολικά ή κατά τμήματα μπορεί να καθορίζεται οπουδήποτε μέσα στα όρια της κτηματικής ομάδας, ακόμα και μέσα σε οικοδομήσιμους κατά το εγκεκριμένο σχέδιο χώρους του δήμου, οι οποίοι για την εξόφληση των υποχρεώσεων λόγω ρυμοτομίας, σύμφωνα με την παρ. 3, μειώνονται και κατά το μέρος αυτό, επιπλέον της γενικής μείωσης, που προκύπτει από την εφαρμογή της ακόλουθης περ. γ΄. Οι υφιστάμενες στην πραγματικότητα παλαιές οδοί και οι υπόλοιποι κοινόχρηστοι χώροι, οι οποίοι περιλαμβάνονται μέσα σε οικοδομικά τετράγωνα, καθώς και όλες οι ιδιωτικές οδοί ή δίοδοι διατίθενται σε κάθε περίπτωση ομαδικής τακτοποίησης για τη δημιουργία των νέων οδών και των υπόλοιπων κοινόχρηστων χώρων που προβλέπονται από το σχέδιο ρυμοτομίας.
γ) Από το εμβαδόν κάθε οικοπέδου της κτηματικής ομάδας αφαιρείται το ποσοστό, που αναλογεί σ’ αυτό, σύμφωνα με την περ. β΄.
δ) Τα ιδανικά υπόλοιπα οικοπέδων της κτηματικής ομάδας που προκύπτουν από την αφαίρεση, σύμφωνα με την περ. γ΄, τακτοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 146.
2. Αν μερικά από τα ιδανικά υπόλοιπα, που προκύπτουν από την εφαρμογή της περ. δ΄ της παρ. 1, έχουν εμβαδόν μικρότερο του καθορισμένου ελάχιστου ορίου οικοπέδων, απαλλοτριώνονται και προσκυρώνονται συνολικά ή τμηματικά το κάθε ένα σε άλλα μικρότερα ή και μεγαλύτερα του ορίου αυτού ιδανικά υπόλοιπα, ανεξάρτητα από τη σχετική θέση των οικοπέδων και με τρόπο ώστε τα εμβαδά που προσκυρώνονται στα μη άρτια οικόπεδα να καλύπτουν το τμήμα που υπολείπεται για να γίνουν άρτια. Σε κάθε περίπτωση, αρχή γίνεται με την προσκύρωση συνολικά ή τμηματικά του μη αρτίου οικοπέδου που έχει το μικρότερο ιδανικό υπόλοιπο και αν αυτό δεν επαρκεί του αμέσως επόμενου και ούτω καθεξής μέχρι να είναι αρκετά τα προσκυρούμενα ιδανικά υπόλοιπα μη αρτίων οικοπέδων σε άρτια. Κατά την προσκύρωση αυτή ισχύει η παρ. 3 του άρθρου 153 ως προς την προβλεπόμενη παρέκκλιση. Κατά την προσκύρωση αυτή, καθώς και την τακτοποίηση σύμφωνα με την περ. δ΄, επιτρέπεται εξαιρετικά και μόνο σε απόλυτη ανάγκη, η εκτίμηση της οποίας ανήκει στην αρμόδια υπηρεσία που συντάσσει την πράξη, παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στην παρ. 2 του άρθρου 146 απαγόρευση μεταβολής των οικοπέδων ή των τμημάτων τους που καταλαμβάνονται από οικοδομές, και μόνον εφόσον πρόκειται για παλαιές και ανθυγιεινές οικοδομές, κατά την κρίση της ίδιας όπως παραπάνω υπηρεσίας, και εφόσον όλοι οι ιδιοκτήτες αυτών αποζημιώνονται πλήρως σύμφωνα με την παρ. 4. Επίσης μπορεί, κατά την κρίση της υπηρεσίας που συντάσσει την πράξη, αντί για την προσκύρωση των μη άρτιων, να επιβάλλεται η συνένωση δύο ή και περισσότερων ιδανικών υπολοίπων, που έχουν εμβαδόν μικρότερο του καθορισμένου, σε ένα άρτιο οικόπεδο το οποίο παραχωρείται εξ αδιαιρέτου στους ιδιοκτήτες των παραπάνω μη οικοδομήσιμων ιδανικών υπολοίπων και με ποσοστό εξ αδιαιρέτου ανάλογο προς το εμβαδόν καθενός ιδανικού υπολοίπου. Δεν αποκλείεται επίσης και ο συνδυασμός της παρούσας, ειδικά στην περίπτωση μη συγκατάθεσης για τη δημιουργία κοινής αδιαίρετης ιδιοκτησίας ενός ή περισσότερων ιδιοκτητών ιδανικών υπολοίπων, η οποία εκδηλώνεται μετά τη σύνταξη της πράξης είτε με ένσταση κατ' αυτής είτε με προσφυγή κατά της κυρωτικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η τροποποίηση της πράξης με την επ' αυτής απόφαση με σκοπό την προσκύρωση του ιδανικού υπολοίπου εκείνου του ιδιοκτήτη που δεν συγκατατίθεται στη συνένωση σε κοινή ιδιοκτησία.
Εφόσον υπάρχει η παραπάνω συγκατάθεση, τα δημιουργούμενα, κατά τις παραπάνω διατάξεις, εξ αδιαιρέτου συνιδιόκτητα ακίνητα διέπονται από τις διατάξεις περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους και απαγορεύεται ρητά οποιαδήποτε διανομή αυτών είτε δικαστική είτε εξώδικη, η οποία χαρακτηρίζεται με το παρόν αυτοδίκαια άκυρη.
3. Με τη μείωση της επιφάνειας κάθε οικοπέδου της κτηματικής ομάδας, σύμφωνα με την παρ. 1, επέρχεται αυτοδίκαια εξόφληση της υποχρέωσης των ιδιοκτητών καθενός από αυτά, για την αποζημίωση του αναλογούντος μέρους του γηπέδου που βρίσκονται μέσα στα όρια της κτηματικής ομάδας και καταλαμβάνονται από τους χώρους της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 59. Στην περίπτωση που η ύπαρξη οικοδομών αποκλείει την αφαίρεση μέρους ή όλου του ποσοστού που αναλογεί, σύμφωνα με την περ. γ΄της παρ. 1 του παρόντος, η μεν ιδιοκτησία θεωρείται ότι συμμετέχει στην τακτοποίηση, η δε μείωση της επιφάνειας αυτής, κατά το ποσοστό που καθορίστηκε, μετατρέπεται αντίστοιχα εν μέρει ή εν όλω σε υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, προς την κτηματική ομάδα, ίσης προς την αξία του μη αφαιρεθέντος μέρους ή όλου του ποσοστού, κατά τον χρόνο της προσφυγής στο μονομελές πρωτοδικείο.
4. Κατά την τακτοποίηση σύμφωνα με την περ. δ΄ της παρ. 1 του παρόντος, οι οποιεσδήποτε επερχόμενες μεταβολές στο μέγεθος των ιδανικών υπολοίπων ή στη θέση ή στο σχήμα των οικοπέδων ή στις επ’ αυτών φυτείες ή εγκαταστάσεις, δηλαδή φρέατα, περιφράγματα, υπονόμους κ.λπ., που βρίσκονται σε αυτά, καθώς επίσης και οι προσκυρώσεις σύμφωνα με την παρ. 2, υπόκεινται, ως προς τις αποζημιώσεις, στην παρ. 1 του άρθρου 151. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία δεν προκύπτει πραγματική ωφέλεια από την πρόσκτηση περιφραγμάτων ή φρεάτων ή υπονόμων κ.λπ. υπέρ εκείνου στον οποίο αυτά αποδίδονται, υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης γι' αυτά είναι ο οικείος δήμος.
5. Η αποζημίωση του ποσοστού εμβαδού που αφαιρέθηκε σύμφωνα με την περ. γ΄ της παρ. 1, από οικόπεδα των οποίων το υπόλοιπο μετά την αφαίρεση αυτή προσκυρώνεται κατά την παρ. 2 καθώς και του ποσοστού που ενδεχομένως αναλογεί στον δήμο, σύμφωνα με την περ. β΄ της παρ. 1, καθώς και των κάθε είδους οικοδομών ή εγκαταστάσεων κ.λπ. επί ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών, βαρύνει τον δήμο.
6. Για τον καθορισμό των αποζημιώσεων που θα καταβληθούν στους ζημιωθέντες ιδιοκτήτες της κτηματικής ομάδας, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5, η αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κ.Α.Α.Α. και στην περίπτωση ως πράξη κύρωσης της απαλλοτρίωσης θεωρείται η απόφαση σύστασης της κτηματικής ομάδας. Κατά τον ίδιο τρόπο υπολογίζεται και η αποζημίωση που καταβάλλεται συνολικά σε περίπτωση εφαρμογής της παρ. 9.
7. Για τον υπολογισμό της αξίας των ωφελειών που προστίθενται στα τακτοποιηθέντα οικόπεδα της κτηματικής ομάδας, από την εφαρμογή της τακτοποίησης και της ρυμοτομίας, η μεν αξία του αρχικού, πριν την τακτοποίηση του ακινήτου, υπολογίζεται όπως ορίζεται στην παρ. 6, η δε αξία του ακινήτου που προκύπτει μετά την τακτοποίηση, με βάση την ανά μονάδα επιφανείας αξία αυτού, κατά τον χρόνο της προσφυγής στο μονομελές πρωτοδικείο για καθορισμό της αξίας.
8. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου το άρθρο 153. Πάντως, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, δεν απαιτείται η έκδοση των κανονιστικών προεδρικών και αποφάσεων, που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα. Στο σχετικό με την πράξη υπόμνημα της παρ. 4 του άρθρου 153, καθώς και στη σχετική γνωμοδότηση πρέπει επιπλέον να καθορίζονται και οι υπέρ ορισμένων ομάδων ακινήτων ή και όλης της πόλης κοινές ωφέλειες που προκύπτουν και οι αποφάσεις της παρ. 5 του άρθρου 153 πρέπει να ορίζουν και την αξία των τελευταίων αυτών ωφελειών. Οι οποιεσδήποτε διαφορές, που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, μεταξύ της αξίας των ζημιών και ωφελειών καταβάλλονται και αυτές εν όλω ή εν μέρει από τους ιδιοκτήτες της κτηματικής ομάδας, οι οποίοι ωφελήθηκαν ή από εκείνους που ωφελήθηκαν εκτός αυτής, προς την κτηματική ομάδα, με ποσοστό και τρόπο που καθορίζονται κάθε φορά με αποφάσεις του οικείου γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης, διατίθενται δε με όμοιο τρόπο, και μπορεί να κατανέμονται μεταξύ των ιδιοκτητών αυτών ή και μόνον μεταξύ των κατά τα παραπάνω υποχρέων προς καταβολή αποζημιώσεων. Πάντως, κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, δεν είναι απαραίτητη η κατά την παρ. 5 του άρθρου 153 εξίσωση των ζημιών και ωφελειών, που οφείλονται μόνον στις μεταβολές στην έκταση των γηπέδων.
9. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου η κτηματική ομάδα μπορεί, με απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης, για την επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στην παρ. 1, να υποδιαιρεθεί και σε περισσότερους ανεξάρτητους οικονομικούς οργανισμούς, κάθε ένας από τους οποίους αποτελείται από τμήματα που έχουν τις ίδιες ή ανάλογες συνθήκες, ως προς την εφαρμογή του σχεδίου και τις συνέπειες απ' αυτήν. Για κάθε οργανισμό από αυτούς εφαρμόζεται το παρόν άρθρο σύμφωνα με όρους που ρυθμίζονται με την παραπάνω υπουργική απόφαση.
10. Αν ο ιδιοκτήτης οικοπέδου, που τακτοποιήθηκε ή προέκυψε από την προσκύρωση, αδυνατεί να καταβάλλει στην κτηματική ομάδα ή και άλλους δικαιούχους την αποζημίωση για την οποία είναι υπόχρεος από την εν γένει ωφέλεια που απέκτησε το οικόπεδό του, μπορεί αυτό να κριθεί αναγκαστικώς απαλλοτριωτέο υπέρ της κτηματικής ομάδας, με απόφαση του οικείου γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης. Για τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης και τον καθορισμό της αποζημίωσης εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Κ.Α.Α.Α. Η αποζημίωση του ποσοστού, που αφαιρέθηκε κατά την περ. γ΄ της παρ. 1, ως προς την οποία ισχύει αναλόγως η παρ. 4, καταβάλλεται από την κτηματική ομάδα στον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος. Τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα διατίθενται από την κτηματική ομάδα με τρόπο και όρους που ρυθμίζονται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού.
11. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, εφαρμόζεται η διαδικασία προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης του άρθρου 19 του Κ.Α.Α.Α. Το επείγον της ανάγκης αναγνωρίζει ο γραμματέας της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης με την απόφαση που εκδίδει για τη σύσταση της Κτηματικής Ομάδας, με την οποία ορίζει και την εφαρμογή της παραπάνω διαδικασίας.
Άρθρο 155. Αναδασμός
1. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται η επείγουσα εφαρμογή του σχεδίου μπορεί να ακολουθείται η επόμενη διαδικασία.
2. Ολόκληρη η έκταση που καταλαμβάνεται από την κτηματική ομάδα του άρθρου 154, που έχει τον ίδιο σκοπό, με την απόφαση του οικείου γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης περί σύστασης της ομάδας αυτής, θεωρείται απαλλοτριούμενη ως ενιαίο σύνολο υπέρ των ιδιοκτητών ακινήτων, που έχουν περιληφθεί στην ομάδα αυτή, για τη διανομή μεταξύ τους των οικοδομήσιμων χώρων που ορίζονται στην έκταση αυτή από την εφαρμογή του σχεδίου. Κάθε ιδιοκτήτης βαρύνεται, λόγω της παραπάνω απαλλοτρίωσης, με αποζημίωση των υπόλοιπων ιδιοκτητών ίση με την αξία των ακινήτων του, που περιλήφθηκαν στην κτηματική ομάδα.
3. Οι οικοδομήσιμοι χώροι, σύμφωνα με το Ρ.Σ., της έκτασης της παρ. 2 διαιρούνται σε οικόπεδα τα οποία παραχωρούνται στους παλαιούς ιδιοκτήτες της έκτασης αυτής. Στους ιδιοκτήτες των οποίων τα ακίνητα που έχουν περιληφθεί στην έκταση της κτηματικής ομάδας έχουν συνολική επιφάνεια μικρότερη των πενήντα (50) τ.μ., επιτρέπεται να μην παραχωρείται νέο οικόπεδο, αλλά να καταβάλλεται σ' αυτούς η νόμιμη αποζημίωση για την απαλλοτρίωση αυτή των ακινήτων τους. Επίσης επιτρέπεται, αντί για την αποζημίωση αυτή, να παραχωρούνται στους παραπάνω ιδιοκτήτες οικόπεδα κατά συνιδιοκτησία εξ αδιαιρέτου με άλλους ιδιοκτήτες ομοίων ακινήτων. Κατά την παραπάνω διαίρεση σε οικόπεδα και εφόσον τούτο ενδείκνυται από τεχνικούς λόγους ή από την όλη οικονομία της εφαρμογής του σχεδίου ρυμοτομίας, επιτρέπεται να διαμορφώνονται και οικόπεδα που έχουν εμβαδόν ή και πρόσωπο ή και βάθος μικρότερα των ελαχίστων ορίων εμβαδού και διαστάσεων οικοπέδων, καθώς και οικόπεδα, που βρίσκονται στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων και επικοινωνούν με τους κοινόχρηστους χώρους του σχεδίου με ιδιωτικές διόδους. Όλα τα παραπάνω οικόπεδα θεωρούνται άρτια και οικοδομήσιμα. Κοινόχρηστοι χώροι που καταργούνται με το Ρ.Σ., κατά το μέρος που εμπίπτουν σε οικοδομήσιμους χώρους, δεν διατίθενται για τη δημιουργία οικοπέδων του Δημοσίου ή του δήμου, αλλά για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων του Ρ.Σ. Ο τρόπος της παραχώρησης, η οποία μπορεί να εκτελείται απ' ευθείας με συσχέτιση των παλαιών και των νέων ιδιοκτησιών ή με κλήρωση ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ρυθμίζεται σε κάθε περίπτωση με απόφαση του γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης .
4. Για τη διαίρεση και παραχώρηση των παραπάνω οικοπέδων συντάσσεται πράξη αναδασμού που αποτελείται από διάγραμμα με απαιτούμενο υπόμνημα, στην οποία εμφαίνονται τα οικόπεδα που παραχωρούνται και σε περίπτωση απευθείας παραχώρησης εκείνοι στους οποίους γίνεται η παραχώρηση. Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να λάβουν γνώση της πράξης αυτής και να υποβάλουν ενστάσεις κατ' αυτής ή σχετικές παρατηρήσεις. Επί της πράξης, των ενστάσεων και των παρατηρήσεων αποφαίνεται αιτιολογημένα ο γραμματέας της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης κυρώνοντας ή ακυρώνοντας ή τροποποιώντας την πράξη εν όλω ή εν μέρει με την απόφασή του, χωρίς να απαιτείται, σε περίπτωση τροποποίησης, νέα πρόσκληση για να λάβουν γνώση οι ενδιαφερόμενοι. Η απόφαση αυτή είναι οριστική και αμετάκλητη. Εκείνοι στους οποίους γίνεται η διανομή των οικοπέδων μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παραχωρούμενα οικόπεδα για ανέγερση οικοδομής, από την έκδοση της απόφασης του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης, ακόμη και πριν από τη μεταγραφή των τίτλων, σύμφωνα με την παρ. 8.
5. Κάθε ιδιοκτήτης των ακινήτων που έχουν περιληφθεί στην έκταση της κτηματικής ομάδας, στον οποίο παραχωρείται οικόπεδο, βαρύνεται με την καταβολή αποζημίωσης για δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που προβλέπονται από το σχέδιο ρυμοτομίας, ίσης προς ποσοστό επί της όλης αξίας των ακινήτων του στην κτηματική ομάδα. Το ποσοστό αυτό είναι το πηλίκο της διαφοράς, μεταξύ του συνολικού αθροίσματος των επιφανειών όλων των ιδιόκτητων ακινήτων της κτηματικής ομάδας και του συνολικού αθροίσματος των επιφανειών όλων των οικοδομήσιμων χώρων του σχεδίου ρυμοτομίας μέσα στην κτηματική ομάδα δια του ανωτέρω συνολικού αθροίσματος των επιφανειών των ιδιόκτητων ακινήτων. Η υποχρέωση αυτή αφαιρείται από την αξία των παλαιών ακινήτων του ιδιοκτήτη, που καθορίζεται και πιστώνεται σ' αυτόν κατά τις παρ. 6 και 7. Δεν υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή ιδιοκτήτες στους οποίους δεν παραχωρούνται οικόπεδα στην περιοχή της κτηματικής ομάδας.
6. Με αίτηση της κτηματικής ομάδας ή του Δημοσίου το μονομελές πρωτοδικείο καθορίζει προσωρινά, κατά τη διαδικασία του άρθρου 19 του Κ.Α.Α.Α., τη μεταβολή στην αξία των ακινήτων που έγινε με τον παραπάνω αναδασμό, καθορίζοντας τη συνολική αξία κάθε ακινήτου που περιλήφθηκε (ή κατά το μέρος που περιλήφθηκε) στην έκταση της κτηματικής ομάδας, καθώς και τη συνολική αξία κάθε νέου ακινήτου που προέκυψε από τη διαίρεση σε οικόπεδα σύμφωνα με την παρ. 3. Για τον καθορισμό της συνολικής αξίας κάθε οικοπέδου (παλαιού ή νέου) λαμβάνεται υπόψη η έκταση αυτού, που προκύπτει για μεν τα παλαιά οικόπεδα από τα κτηματολογικά στοιχεία, για δε τα νέα από το διάγραμμα διανομής των νέων οικοπέδων κατά την παρ. 4 και η ανά μονάδα επιφανείας περισσότερο πιθανολογούμενη αξία αυτού. Αποκλείεται, κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο καθορισμός τιμής μονάδας επιφανείας αντί της συνολικής αξίας οικοπέδων. Η παραπάνω αξία καθορίζεται βάσει των τιμών ακινήτων (παλαιών και νέων) κατά τον χρόνο της αίτησης για τον καθορισμό της. Σε περίπτωση καταστροφών από θεομηνία ή άλλα αίτια, που συνεπάγονται αμφιβολίες για την αξία αυτών, λαμβάνεται υπόψη η αξία των ακινήτων κατά το εγγύτερο παρελθόν πριν από τις καταστροφές. Για την έκταση κάθε παλαιού και νέου οικοπέδου, καθώς και για την περισσότερο πιθανολογούμενη αξία αυτού, ανά μονάδα επιφανείας, ανάλογα με τη θέση ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, για τον παραπάνω προσωρινό προσδιορισμό της συνολικής αξίας του συντάσσεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας για την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας συμβουλευτική έκθεση προς το μονομελές πρωτοδικείο, στην οποία μνημονεύονται τα συμβόλαια μεταβίβασης ή οποιαδήποτε άλλα επίσημα έγγραφα ή πληροφορίες αρμόδιων αρχών τα οποία έχουν ληφθεί υπόψη κατά τη σύνταξη της έκθεσης. Ομοίως καθορίζεται προσωρινά η αξία του παλαιού ακινήτου που περιλήφθηκε (ή κατά το μέρος που περιλήφθηκε) στην κτηματική ομάδα σε περίπτωση που δεν παραχωρείται νέο ακίνητο αντί για το παλαιό. Ο προσωρινός καθορισμός των αξιών κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου αναγνωρίζεται σε κάθε περίπτωση ως επείγουσας ανάγκης και εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18α του ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1). Το μονομελές πρωτοδικείο οφείλει να εκδίδει την απόφασή του μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, την οποία πάντως πρέπει να συνοδεύουν κυρωμένο αντίγραφο της πράξης αναδασμού με το συνημμένο σ' αυτήν διάγραμμα και η παραπάνω έκθεση του προϊσταμένου της υπηρεσίας. Κατά την παραπάνω ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου διαδικασία επιτρέπεται παρέμβαση κάθε ενδιαφερομένου χωρίς κοινοποίηση ιδιαίτερου δικογράφου παρέμβασης.
7. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έκδοση της κατά τα παραπάνω απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου δικαιούνται οι ενδιαφερόμενοι να ζητήσουν τον οριστικό καθορισμό της μεταβολής στην αξία των ακινήτων λόγω αναδασμού με προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία. Όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η μεταβολή των αξιών που καθορίστηκε με την απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου καθίσταται οριστική.
8. Μετά την κατά την παρ. 6 έκδοση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου παρακατατίθενται οι καθορισθείσες αποζημιώσεις και εκδίδονται από την κτηματική ομάδα τίτλοι ιδιοκτησίας (παραχωρητήρια), υπέρ εκείνων προς τους οποίους παραχωρούνται τα νέα ακίνητα, για το παραχωρούμενο στον καθένα ακίνητο. Οι τίτλοι αυτοί μεταγράφονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μεταγραφή μπορεί να ενεργείται και με επιμέλεια της κτηματικής ομάδας ή της αρμόδιας υπηρεσίας για την εφαρμογή του σχεδίου.
9. Η απόδοση προς τους δικαιούχους των παραπάνω αποζημιώσεων που παρακατατέθηκαν ενεργείται με εντολή της κτηματικής ομάδας, με βάση την εγγραφή στον κτηματολογικό πίνακα, κατά την παρ. 12, χωρίς άλλη διαδικασία για αναγνώριση του δικαιούχου.
10. Σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η κυριότητα ή η επικαρπία ακινήτου που περιλήφθηκε στην κτηματική ομάδα, με άσκηση ένστασης κατά του κτηματολογικού πίνακα ή διαγράμματος, σύμφωνα με την παρ. 12, μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία που τάσσεται από την παράγραφο αυτή, δεν χορηγείται ο τίτλος του νέου ακινήτου του αντιστοιχούντος εν όλω ή εν μέρει προς το διεκδικούμενο παλαιό, ούτε καταβάλλεται η αποζημίωση που καθορίστηκε, παρά μόνο μετά τη δικαστική αναγνώριση του δικαιούχου. Ο ενιστάμενος υποχρεούται στην κατάθεση της κατά νόμο αγωγής, άλλως η ένσταση είναι απαράδεκτη.
11. Οι ενυπόθηκοι δανειστές διατηρούν τα δικαιώματά τους, για εγγραφή αντίστοιχης υποθήκης ή προσημείωσης με την ίδια όπως και προηγουμένως σειρά, στα παραχωρηθέντα στον οφειλέτη ακίνητα, μέσα σε ένα έτος από την παραπάνω μεταγραφή. Η παρέλευση του έτους απράκτου έχει συνέπεια την απόσβεση κάθε δικαιώματος προτεραιότητας.
12. Ο τρόπος της εξακρίβωσης της θέσης, των διαστάσεων και της νομικής μορφής των ακινήτων που έχουν υπαχθεί στην κτηματική ομάδα ενεργείται σύμφωνα με τα ρυθμιζόμενα κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η ίδια απόφαση καθορίζει τα σχετικά με τις προσκλήσεις των ενδιαφερομένων, τις δημοσιεύσεις, προθεσμίες, ενστάσεις κ.λπ.
13. Αν κάποιος από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων που έχουν περιληφθεί στην κτηματική ομάδα, δεν ζήτησε εμπρόθεσμα για οποιοδήποτε λόγο να επανορθωθεί εγγραφή στον κτηματολογικό πίνακα, κατά την παρ. 12, που τυχόν παραλείφθηκε ή έγινε εσφαλμένα, θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να λάβει νέο ακίνητο και διατηρεί μόνο δικαίωμα αποζημίωσης κατά της κτηματικής ομάδας, και κατά του δημοσίου αν αυτή δεν υφίσταται ή δεν διαθέτει πόρους.
14. Η κτηματική ομάδα έχει, με βάση τις αποφάσεις που εκδίδονται υπέρ αυτής από το μονομελές πρωτοδικείο, σύμφωνα με την παρ. 6, δικαίωμα εγγραφής υποθήκης στα παραχωρηθέντα ακίνητα των ιδιοκτητών κατά των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές.
15. Με κοινές αποφάσεις του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι οι αποζημιώσεις που καθορίζονται σύμφωνα με τις παρ. 6 και 7 και βαρύνουν την κτηματική ομάδα, καθώς και οι οποιασδήποτε φύσης δαπάνες λειτουργίας της κτηματικής ομάδας (δικαστικά έξοδα, αμοιβές πληρεξούσιων δικηγόρων ή άμισθων υποθηκοφυλάκων, κοινοποιήσεις, δημοσιεύσεις, εγγραφές στα βιβλία μεταγραφών κ.λπ.) βαρύνουν το Δημόσιο και καταβάλλονται από αυτό και ότι οι αποζημιώσεις υπέρ της κτηματικής ομάδας που ορίζονται, σύμφωνα με τις ίδιες παραγράφους, καταβάλλονται προς το Δημόσιο. Η παρούσα ισχύει είτε πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου αυτού είτε για ομαδική τακτοποίηση κατά τα άρθρα 153 και 154.
16. Με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ρυθμίζονται σε κάθε περίπτωση οι λεπτομέρειες και οι όροι της εφαρμογής του άρθρου αυτού, το οποίο μπορεί να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με άλλες συναφείς με την εφαρμογή σχεδίων διατάξεις του.
17. Η κατά τα ανωτέρω ομαδική τακτοποίηση (αναδασμός) όλης της περιοχής της κτηματικής ομάδας μπορεί να ενεργείται με απόφαση του γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης ξεχωριστά κατά ζώνες με ανάλογη εφαρμογή των παραπάνω για κάθε ζώνη. Στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται να ορίζεται με απόφαση του γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης ότι η επιβάρυνση της παρ. 5 γίνεται με την ίδια αναλογία για όλες τις ζώνες, και γι' αυτό λαμβάνεται υπόψη η συνολική έκταση και το εμβαδόν των οικοδομικών τετραγώνων όχι κάθε ζώνης αλλά όλης της περιοχής της κτηματικής ομάδας.
ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ: ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Κήρυξη –Υπόχρεοι αποζημίωσης – Αναλογισμός αποζημίωσης
Άρθρο 156. Απαλλοτρίωση ακινήτων για δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και χώρων για κτίρια κοινής ωφέλειας - άμεση εφαρμογή σχεδίου
1. α) Ο καθορισμός στο εγκεκριμένο σχέδιο των οδών και πλατειών, των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κ.λπ.) και γενικά των κοινόχρηστων χώρων που κρίνονται αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς, συνιστά κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών.
β) Ο καθορισμός στο εγκεκριμένο σχέδιο των οικοπέδων που κρίνονται αναγκαία για ανέγερση δημόσιων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και για εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων έργων κοινής ωφέλειας, χορηγεί δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λόγω δημόσιας ωφέλειας των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους αυτούς.
2. Προκειμένου να επιτευχθεί η εφαρμογή του εγκεκριμένου σχεδίου αμέσως, για διάνοιξη κεντρικών οδών και πλατειών, δημιουργία χώρων πρασίνου (αλσών, κήπων κ.λπ.) και, γενικά, για κατασκευή των έργων που αναφέρονται στην περ. β΄ της παρ. 1, μπορεί με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του αρμόδιου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά λόγω δημόσιας ωφέλειας ακίνητα, τα οποία δεν θίγονται από το σχέδιο αυτό, βρίσκονται πέρα από τα κατά τα παραπάνω (παρ. 1) καθοριζόμενα από το εγκεκριμένο σχέδιο ως αναγκαστικά απαλλοτριωτέα ακίνητα και περιλαμβάνονται στη ζώνη, που βρίσκεται το τμήμα για το οποίο προωθείται η άμεση εφαρμογή και στην οποία προβλέπεται ότι θα επεκταθεί η ωφέλεια από την εφαρμογή του σχεδίου και η οποία ζώνη καθορίζεται με το ίδιο διάταγμα.
3. Εφόσον η άμεση εφαρμογή του σχεδίου κατά την παρ. 2 συνεπάγεται κατεδάφιση πολλών χρησιμοποιούμενων οικοδομών, είναι δυνατό να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά λόγω δημόσιας ωφέλειας μεμονωμένα οικοδομήσιμα ακίνητα με σκοπό την ανέγερση επ’ αυτών, κτιρίων για να καλυφθεί το κενό που προκύπτει από την παραπάνω κατεδάφιση. Ως ακίνητα που πρέπει να απαλλοτριωθούν, για την περίπτωση αυτή, θεωρούνται εκείνα στα οποία δεν υφίσταται οικοδομή καθώς και εκείνα που καταλαμβάνονται από παραπήγματα προσωρινού χαρακτήρα και ερείπια ή και κτίρια που χρησιμοποιούνται, των οποίων ο όγκος δεν υπερβαίνει το τέταρτο του συνολικού οικοδομήσιμου όγκου του ακινήτου. Η δημόσια ωφέλεια για την απαλλοτρίωση των ακινήτων αυτών προκύπτει κατά την παρ. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ενεργείται μόνον με τον όρο της ανέγερσης οικοδομών επί των απαλλοτριουμένων ακινήτων με τις μέγιστες επιτρεπόμενες σε κάθε περίπτωση διαστάσεις μέσα σε προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβεί την τετραετία αφότου τα απαλλοτριωθέν ακίνητο αφέθηκε από τον τέως ιδιοκτήτη στην πλήρη διάθεση του επισπεύδοντος την απαλλοτρίωση. Για την εξασφάλιση της τήρησης του όρου αυτού πρέπει απαραίτητα να παρέχονται στον προηγούμενο ιδιοκτήτη επαρκείς εγγυήσεις, σύμφωνα με λεπτομέρειες που θα καθοριστούν με προεδρικό διάταγμα και να καταβάλλεται σ΄ αυτόν χρηματική ικανοποίηση που θα ρυθμιστεί με το ίδιο διάταγμα, σε περίπτωση μη τήρησης του όρου.
Άρθρο 157. Σύνταξη πράξης αναλογισμού
1. Η απαλλοτρίωση των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους του εγκεκριμένου σχεδίου, που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 156, ενεργείται κατά τις παρακάτω διατάξεις. Για τους κοινόχρηστους χώρους, που προορίζονται εν όλω ή εν μέρει για κοινόχρηστους κήπους και άλση, μπορούν να εφαρμόζονται εν όλω ή εν μέρει και οι ειδικές περί αναδάσωσης διατάξεις είτε σε συνδυασμό προς τις παρακάτω είτε και αυτοτελώς.
2. Η αρμόδια υπηρεσία, με αίτηση των ενδιαφερομένων ή και ενεργώντας αυτεπάγγελτα, συντάσσει πράξη αναλογισμού, με την οποία καθορίζονται τα απαλλοτριωτέα ακίνητα σε κτηματολογικό διάγραμμα και ο αναλογισμός της αποζημίωσης μεταξύ των υποχρέων. Για τη σύνταξη της πράξης προσκαλούνται οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες των απαλλοτριωτέων ακινήτων να παρουσιαστούν σε ορισμένη ημέρα και ώρα προκειμένου να υποδείξουν τα όρια των ιδιοκτησιών τους. Αν κριθεί σκόπιμο μπορεί να προσκαλούνται, με τον ίδιο τρόπο, και οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες των ακινήτων οι οποίοι είναι υπόχρεοι για την αποζημίωση των απαλλοτριουμένων.
3. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η σύνταξη της πράξης, συντάσσεται από τον επιφορτισμένο για την εργασία αυτή υπάλληλο, πρωτόκολλο που υπογράφεται από τους εικαζόμενους ιδιοκτήτες των ακινήτων που αφορά η πράξη. Σε περίπτωση άρνησης ή απουσίας τους και σε περίπτωση που κάποιος είναι αγράμματος το πρωτόκολλο υπογράφεται από δύο (2) μάρτυρες και εφαρμόζονται ανάλογα οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 159.
4. Πριν από τη σύνταξη της πράξης αναλογισμού πρέπει να προηγείται η κατά το άρθρο 146 τακτοποίηση των οικοπέδων, με βάση την οποία θα συντάσσεται αυτή, εκτός αν εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τη σύνταξη της πράξης πριν την τακτοποίηση. Σε ειδικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν ο τρόπος αναλογισμού είναι συναφής με την τακτοποίηση μπορεί να συντάσσεται κοινή πράξη για τον αναλογισμό και την τακτοποίηση, με ανάλογη εφαρμογή σε συνδυασμό των σχετικών διατάξεων.
5. Οι λεπτομέρειες του τρόπου σύνταξης της πράξης, τα σχετικά με την πρόσκληση και τις προθεσμίες και γενικά τα σχετικά με τη διαδικασία, κατά το παρόν άρθρο, ρυθμίζονται με προεδρικά διατάγματα.
Άρθρο 158. Αμφισβήτηση ορίων ιδιοκτησιών
1. Σε περίπτωση κωλύματος για τον αναλογισμό της αποζημίωσης μεταξύ των υποχρέων που προέρχεται από οποιαδήποτε αμφισβήτηση των ορίων μεταξύ των ιδιοκτησιών των υποχρέων σε αποζημίωση ή λόγω αδυναμίας καθορισμού των ορίων αυτών από οποιαδήποτε άλλη αιτία, ο επισπεύδων την απαλλοτρίωση θεωρείται ως προσωρινός υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης προς τους δικαιούχους, εφόσον τα όρια κάθε απαλλοτριωτέας ιδιοκτησίας μπορούν να καθοριστούν σαφώς. Η σχετική πράξη συντάσσεται χωρίς να γίνεται ο κατά το άρθρο 157 αναλογισμός της αποζημίωσης μεταξύ των ιδιοκτησιών των υποχρέων. Μετά από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 159, ο επισπεύδων δικαιούται να απαιτήσει την πληρωμή της αποζημίωσης από τους πραγματικούς υπόχρεους, κατά την αναλογία καθενός. Όσοι από αυτούς έχουν ακαθόριστα μεταξύ τους όρια ιδιοκτησίας ενέχονται αδιαίρετα σε ολόκληρη την αποζημίωση που καταβλήθηκε από τον επισπεύδοντα για λογαριασμό τους. Ο τελευταίος, έχει στην περίπτωση αυτή, δυνάμει της παραπάνω δικαστικής απόφασης, τίτλο εγγραφής προσημείωσης, εκτός από την υπόλοιπη περιουσία των υποχρέων και σε ολόκληρο αδιαιρέτως το ακίνητο που αποτελείται από το σύνολο των ακινήτων που έχουν ακαθόριστα όρια ιδιοκτησίας. Αν, μετά από την καταβολή της αποζημίωσης από τον επισπεύδοντα, καθοριστούν μεν οριστικώς τα όρια της ιδιοκτησίας μεταξύ των υποχρέων, δεν συμφωνούν όμως αυτοί στην κατανομή των υποχρεώσεων τους προς αποζημίωση του επισπεύδοντος, τότε η αρχική πράξη συμπληρώνεται με τον αναλογισμό της αποζημίωσης μεταξύ των υποχρέων. Με βάση τον αναλογισμό αυτό το μονομελές πρωτοδικείο κανονίζει την κατανομή της αποζημίωσης, και ακολουθείται αναλόγως η διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 159.
2. Αν ο καθορισμός των ορίων μεταξύ των απαλλοτριωτέων ιδιοκτησιών καθίσταται για οποιονδήποτε λόγο αδύνατος, η σύνταξη της πράξης αναβάλλεται μέχρι να καθοριστούν αυτά. Σε ειδικές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για άμεση ανάγκη κατάληψης κτιρίων και άλλων ακινήτων, για τη διάνοιξη οδών, πλατειών κ.λπ. και γενικά για την εφαρμογή του σχεδίου σε μεγάλες εκτάσεις, η αρμόδια τεχνική υπηρεσία μπορεί να συντάσσει την πράξη, με βάση σχετικές πληροφορίες, αφού ορίσει προσωρινά τα όρια μεταξύ των απαλλοτριωτέων ακινήτων. Στην περίπτωση αυτή κατατίθεται από κάθε υπόχρεο στο αρμόδιο ταμείο το μέρος της καθοριζομένης αποζημίωσης που του αναλογεί και το συνολικό ποσό για όλα τα ακίνητα που πρέπει να απαλλοτριωθούν κατανέμεται μεταξύ των δικαιούχων, με δική τους φροντίδα, μετά από τον οριστικό καθορισμό των ορίων.
3. Αν είναι αδύνατος ο καθορισμός των ορίων μεταξύ των ιδιοκτησιών που πρέπει να απαλλοτριωθούν και των ιδιοκτησιών που υποχρεούνται να καταβάλλουν αποζημίωση και η απαλλοτρίωση είναι επείγουσα, η πράξη συντάσσεται αφού καθοριστούν προσωρινά τα όρια από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία, με βάση πληροφορίες. Στην περίπτωση αυτή η καθοριζόμενη αποζημίωση κατατίθεται από τον υπόχρεο στο αρμόδιο ταμείο και παραλαμβάνεται από το δικαιούχο μετά τον οριστικό καθορισμό των ορίων και την εκκαθάριση διαφοράς που προκύπτει σε βάρος του δικαιούχου.
4. Αν υπάρχει σύμπτωση των περιπτώσεων των παρ. 1 έως 3, και παράλληλα επείγει η πραγματοποίηση της απαλλοτρίωσης, εφαρμόζονται σε συνδυασμό ανάλογα οι σχετικές διατάξεις.
5. Με προεδρικό διάταγμα κανονίζεται ποιος θεωρείται ως επισπεύδων για κάθε περίπτωση για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 159. Κύρωση της πράξης αναλογισμού
1. Η κατά το άρθρο 157 πράξη αναλογισμού εκτίθεται για ορισμένο χρόνο στα γραφεία της υπηρεσίας που τη συνέταξε. Οι ενδιαφερόμενοι ειδοποιούνται με πρόσκληση για να λάβουν γνώση αυτής.
2. Οι ενιστάμενοι κατά της πράξης μπορούν να υποβάλουν, μέσα σε οριζόμενη κάθε φορά ανατρεπτική προθεσμία, τις ενστάσεις τους στον οικείο περιφερειάρχη. Ο περιφερειάρχης αποφασίζει αμετάκλητα επί της πράξης και των ενστάσεων που υποβλήθηκαν κατ’ αυτής, είτε επικυρώνοντας είτε ακυρώνοντας την πράξη. Στη δεύτερη περίπτωση διατάσσει την ανασύνταξή της.
3. Η οριστική απόφαση κύρωσης της πράξης κοινοποιείται στην αρμόδια υπηρεσία, η οποία μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση της απόφασης και αντίγραφο αυτής. Αυτοί που προβάλλουν δικαίωμα κυριότητας επί των απαλλοτριωτέων ακινήτων, στα οποία αναφέρεται η πράξη που κυρώθηκε, προσφεύγουν στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο και ζητούν τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης, που πρέπει να καταβληθεί με βάση την πράξη, και ο οποίος γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του Κ.Α.Α.Α. Σε κάθε περίπτωση τον κατά τα παραπάνω προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί μπορεί να επισπεύσει το Δημόσιο με την αρμόδια τεχνική υπηρεσία, ο οικείος δήμος, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενδιαφέρεται για την εφαρμογή του σχεδίου.
4. Τα ζητήματα που αφορούν την έκθεση της πράξης, τις προσκλήσεις, τις ενστάσεις, τις σχετικές προθεσμίες και την απόφαση του περιφερειάρχη καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα.
5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης εφαρμόζεται η διαδικασία προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης που ορίζεται στο άρθρο 18α του ν.δ.797/1971 (Α΄ 1). Το επείγον της ανάγκης αναγνωρίζεται με απόφαση του οικείου περιφερειάρχη.
Άρθρο 160. Σύνταξη και κύρωση της πράξης αναλογισμού σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης
1. Η αρμόδια υπηρεσία προσκαλεί τους εικαζόμενους ιδιοκτήτες των απαλλοτριωτέων ακινήτων να παρουσιαστούν και να υποδείξουν τα όρια των ιδιοκτησιών, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται από αυτήν στην πρόσκληση και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο (2) και μεγαλύτερη των δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της πρόσκλησης. Η πρόσκληση γίνεται μέσω του τύπου και δημοσιεύεται τουλάχιστον μία φορά σε δύο (2) ημερήσια φύλλα, από αυτά που εκδίδονται στην πόλη ή στην πλησιέστερη πόλη, στην οποία βρίσκονται τα ακίνητα. Αν η υπηρεσία αδυνατεί να συγκεντρώσει έγκαιρα πληροφορίες για τους ιδιοκτήτες, η πρόσκληση γίνεται γενική και αναφέρεται απλώς στην περιοχή των απαλλοτριωτέων ακινήτων.
2. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 1 η αρμόδια υπηρεσία συντάσσει πράξη, όπου φαίνονται σε πρόχειρο κτηματολογικό διάγραμμα με τα απαιτούμενα υπομνήματα τα απαλλοτριωτέα ακίνητα κατ’ έκταση και είδος. Αν οι ενδιαφερόμενοι δεν παρουσιάστηκαν εμπρόθεσμα να υποδείξουν τα όρια των απαλλοτριωτέων ιδιοκτησιών τους ή προέκυψαν αμφιβολίες και αντιρρήσεις κατά την υπόδειξη, η παραπάνω υπηρεσία τα προσδιορίζει προσωρινά, κατά την κρίση της από πληροφορίες, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 158. Στην παραπάνω πράξη γίνεται μνεία των εικαζόμενων ιδιοκτητών των απαλλοτριωτέων ακινήτων, εφόσον η υπηρεσία που την συντάσσει τους εξακριβώσει από πληροφορίες, διαφορετικά αυτοί παραλείπονται ολοσχερώς και τα ακίνητα αυτά χαρακτηρίζονται μόνον αριθμητικά.
3. Μετά από τη σύνταξη της πράξης κατά την παρ. 2, αυτή εκτίθεται στα γραφεία της υπηρεσίας που την συνέταξε, για χρονικό διάστημα που ορίζεται από αυτήν, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δύο (2) και μεγαλύτερο των δέκα (10) ημερών, για να λάβουν γνώση οι ενδιαφερόμενοι και να υποβάλουν τις ενστάσεις τους. Η ειδοποίηση των ενδιαφερομένων για την έκθεση γίνεται με γενική πρόσκληση, για την οποία ισχύει κατά τα λοιπά η παρ. 1. Οι ενστάσεις κατά της πράξης πρέπει να υποβάλλονται στον οικείο περιφερειάρχη, μέσω της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας μέσα στην ίδια προθεσμία.
4. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 3 η υπηρεσία υποβάλλει στον περιφερειάρχη την πράξη που συντάχθηκε με τις εμπρόθεσμες ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτής. Ο περιφερειάρχης οφείλει να αποφανθεί εντός δεκαημέρου το πολύ, από την υποβολή σ’ αυτόν όλων των απαιτούμενων στοιχείων για την έκδοση της απόφασης.
5. Η αρμόδια υπηρεσία, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σ΄ αυτήν της απόφασης του περιφερειάρχη, που κυρώνει την πράξη αναλογισμού, προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να προσέλθουν στα γραφεία της, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται απ’ αυτήν, για να λάβουν γνώση της απόφασης και επίσημο αντίγραφο, εφόσον το επιθυμούν. Για την πρόσκληση και την προθεσμία εφαρμόζεται η παρ. 3. Μετά από την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας, αντίγραφο της πράξης και της κυρωτικής απόφασης του περιφερειάρχη διαβιβάζονται από την υπηρεσία στο αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, την οποία μπορούν να επισπεύδουν και εκείνοι υπέρ των οποίων γίνεται η απαλλοτρίωση. Πάντως αντίγραφο της πράξης και της κυρωτικής απόφασης του περιφερειάρχη χορηγούνται στους ενδιαφερόμενους μετά από αίτησή τους και μετά την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας.
6. Αρμόδιος να κρίνει την επείγουσα ανάγκη εφαρμογής του παρόντος άρθρου είναι ο περιφερειάρχης.
Άρθρο 161. Διεκδίκηση καταβολής αποζημίωσης
Αυτοί που προβάλλουν δικαίωμα κυριότητας στα ακίνητα που πρέπει να απαλλοτριωθούν οφείλουν να διεκδικήσουν με κάθε νόμιμο μέσο από τους υπόχρεους την καταβολή της αποζημίωσης που καθορίστηκε από το μονομελές πρωτοδικείο κατά το άρθρο 159 και έχουν τίτλο εγγραφής προσημείωσης επί της ακίνητης περιουσίας των υποχρέων, δυνάμει της σχετικής δικαστικής απόφασης που εκδίδεται κατά τον Κ.Α.Α.Α. και γενικότερα τα ίδια δικαιώματα, που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 158 για τον επισπεύδοντα.
Άρθρο 162. Απαλλοτρίωση ακινήτων για δημιουργία χώρων κτιρίων κοινής ωφέλειας
1. Για την απαλλοτρίωση των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους χώρους που αναφέρονται στην περ. β΄της παρ. 1 του άρθρου 156 εφαρμόζεται ανάλογα η διαδικασία των άρθρων 157 έως 159 του παρόντος.
2. Τα προαναφερόμενα ακίνητα περιέρχονται από την απαλλοτρίωσή τους στη κυριότητα των προσώπων τα οποία κατασκευάζουν τα κτίρια και εκτελούν τα υπόλοιπα κοινωφελή έργα στους προβλεπόμενους από το εγκεκριμένο σχέδιο χώρους. Απαγορεύεται απολύτως η διάθεση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζονται οι χώροι από το εγκεκριμένο σχέδιο.
Άρθρο 163. Απαλλοτρίωση ακινήτων κατά την άμεση εφαρμογή του σχεδίου
1. Για την απαλλοτρίωση των ακινήτων που πρέπει να απαλλοτριωθούν κατά την παρ. 2 του άρθρου 156 εφαρμόζεται ανάλογα, για τη διαδικασία και τον υπολογισμό της αποζημίωσης, το άρθρο 162.
2. Τα κατά την παρ. 1 ακίνητα μπορούν να απαλλοτριώνονται υπέρ του Δημοσίου, των δήμων και των δημόσιων νομικών προσώπων, τα οποία έχουν σκοπό, μεταξύ των άλλων, την εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και τον εξωραϊσμό των χώρων. Τα ακίνητα περιέρχονται από την απαλλοτρίωσή τους στη κυριότητα των προαναφερόμενων νομικών προσώπων και διατίθενται με τον τρόπο και τους όρους που περιγράφονται στο προεδρικό διάταγμα της παρ. 2 του άρθρου 156. Πάντως τα προερχόμενα από τα ακίνητα αυτά οποιαδήποτε κέρδη διατίθενται αποκλειστικά και μόνον για την κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών για την εφαρμογή του σχεδίου και τον εξωραϊσμό της πόλης, του οικισμού κ.λπ. που αυτά βρίσκονται.
3. Οι παρ. 1 και 2 ισχύουν ανάλογα και για τα απαλλοτριωτέα ακίνητα κατά την παρ. 3 του άρθρου 156 τηρουμένων απαραιτήτως των όρων που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή.
Άρθρο 164. Απαλλοτρίωση ακινήτων στα μη αμέσως εφαρμοστέα τμήματα και σε ζώνη γύρω από τα όρια σχεδίου πόλης
1. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του αρμόδιου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. μπορεί να αναγνωριστεί δημόσια ωφέλεια για αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων που περιλαμβάνονται στα κατά την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.δ. 17.7.1923 (Α΄ 228) μη αμέσως εφαρμοστέα τμήματα ή σε ζώνη, κατά το άρθρο 64, γύρω από τα όρια των εγκεκριμένων σχεδίων, με σκοπό την εξασφάλιση της κανονικής ανάπτυξης και επέκτασης των πόλεων, οικισμών κ.λπ.
2. Για την κατά την παρ. 1 απαλλοτρίωση εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 162, για τη διαδικασία και τον υπολογισμό της αποζημίωσης.
3. Τα ακίνητα της παρ. 1 μπορούν να απαλλοτριώνονται μόνον υπέρ του δημοσίου, των δήμων και των δημόσιων νομικών προσώπων, τα οποία έχουν μεταξύ των άλλων, ως αποστολή την εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και τον εξωραϊσμό αυτών.
4. Τα κατά το παρόν άρθρο απαλλοτριούμενα ακίνητα περιέρχονται από την απαλλοτρίωσή τους στην κυριότητα των νομικών προσώπων υπέρ των οποίων επιβάλλεται η απαλλοτρίωση και διατίθενται με διαδικασία που καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα. Πάντως αποκλείεται οποιαδήποτε εκμετάλλευση των παραπάνω ακινήτων καθώς και οποιαδήποτε εκποίηση αυτών πριν επεκταθεί και εφαρμοστεί άμεσα το σχέδιο της πόλης, του οικισμού κ.λπ.
5. Η εκποίηση των ακινήτων αυτών εκτελείται αφού προηγουμένως διαιρεθούν τα απαλλοτριωθέντα γήπεδα σε οικόπεδα βάσει του εφαρμοσθέντος σχεδίου πόλης. Με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 4 ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες του χρόνου και του τρόπου της εκποίησης, του καθορισμού της ελάχιστης τιμής, της καταβολής του τιμήματος, όλων των λοιπών όρων της εκποίησης καθώς και των εγγυήσεων που θα παρασχεθούν για την τήρηση των όρων αυτών. Προκειμένου τα ακίνητα αυτά να εκποιηθούν για σύσταση εργατικών συνοικισμών, η τιμή εκποίησης δεν υπερβαίνει τις αναλογούσες δαπάνες απαλλοτρίωσης γενικά και η εκποίηση εκτελείται υπό τον όρο της ανέγερσης ορισμένου είδους κτιρίων σε κάθε οικόπεδο μέσα σε ορισμένη προθεσμία και της μη μεταβίβασης της κυριότητας των εκποιουμένων με πράξη εν ζωή.
6. Τα προκύπτοντα κέρδη από τη διάθεση των κατά το παρόν άρθρο απαλλοτpιούμενων ακινήτων διατίθενται αποκλειστικά και μόνον για την κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών για τον εξωραϊσμό της πόλης, του οικισμού κ.λπ. και την εφαρμογή του σχεδίου αυτής.
7. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται ανάλογα και για τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των ζωνών των πόλεων, οικισμών κ.λπ. χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο.
Άρθρο 165. Υπόχρεοι αποζημίωσης
1. Υπόχρεοι προς καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους προβλεπόμενους από το εγκεκριμένο σχέδιο κοινόχρηστους χώρους, δηλαδή οδούς, πλατείες, άλση κ.λπ. είναι ο δήμος και οι παρόδιοι ιδιοκτήτες, όπως ορίζεται στις παρακάτω διατάξεις.
2. Για τα κτίρια, φυτείες, φρέατα και γενικά για τις υπόλοιπες ακίνητες εγκαταστάσεις που βρίσκονται στο απαλλοτριωτέο οικόπεδο υπόχρεος είναι ο δήμος. Για το ίδιο το απαλλοτριωτέο οικόπεδο συνυπόχρεοι γίνονται ο δήμος και οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες.
3. Ως ωφελούμενοι παρόδιοι θεωρούνται οι ιδιοκτήτες των ακινήτων των οποίων τα οικόπεδα έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν με προσκυρώσεις ή τακτοποιήσεις πρόσωπο στον κοινόχρηστο χώρο, στον οποίο περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέο ακίνητο.
4. Η έκταση που αντιστοιχεί προς αποζημίωση σε κάθε ακίνητο προσδιορίζεται από το πρόσωπο που έχει στον κοινόχρηστο χώρο και συγκεκριμένα από τις καθέτους που φέρονται από τα σημεία τομής των ορίων του προσώπου με τη ρυμοτομική γραμμή στον άξονα της οδού ή στην απέναντι ρυμοτομική γραμμή ή στην παράλληλη προς τη ρυμοτομική γραμμή που προσδιορίζεται από εικοσάμετρη λωρίδα στην περίπτωση ευρέων κοινόχρηστων χώρων.
5. Οι παρόδιοι υποχρεούνται στην πληρωμή της αποζημίωσης για διάνοιξη οδών, πλάτους μόνο μέχρι τριάντα μέτρων, που διανοίγονται είτε απευθείας στο πλάτος αυτό είτε με διαδοχικές διευρύνσεις.
6. Για τη διάνοιξη οδών πλατύτερων των τριάντα μέτρων ή για οποιαδήποτε μεταγενέστερη διεύρυνση μεγαλύτερη από το πλάτος αυτό, το επί πλέον των τριάντα μέτρων πλάτος βαρύνει τον δήμο. Σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση των παροδίων της ίδιας πλευράς της οδού δεν μπορεί να υπερβαίνει την αποζημίωση ζώνης πλάτους μεγαλύτερης των δεκαπέντε μέτρων. Για τη διάνοιξη πλατειών, αλσών, απλών διευρύνσεων στις διασταυρώσεις οδών και γενικά κοινόχρηστων χώρων, οι παρόδιοι ιδιοκτήτες της ίδιας πλευράς υποχρεούνται στην πληρωμή της αποζημίωσης που αναλογεί σε επιφάνεια ζώνης οικοπέδων πλάτους είκοσι (20) μέτρων, η οποία περιλαμβάνεται μέσα στο χώρο που πρέπει να απαλλοτριωθεί συνολικά, ασχέτως θέσης.
7. Η επιβάρυνση των ιδιοκτητών δεν μπορεί να υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση το μισό του εμβαδού του βαρυνόμενου οικοπέδου, μετά από την αφαίρεση της υπάρχουσας πρασιάς και, σε περίπτωση ρυμοτόμησης, το μισό του εμβαδού που απομένει μετά τη ρυμοτομία ή εκείνου που προκύπτει από τακτοποίηση ή προσκύρωση. Η πέραν των ανωτέρω ορίων έκταση βαρύνει τον οικείο δήμο.
8. Όταν οι δικαιούχοι αποζημίωσης για απαλλοτρίωση είναι και υπόχρεοι για την πληρωμή αυτής, επέρχεται συμψηφισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
9. Για τη διάνοιξη ευρέων κοινόχρηστων χώρων, δηλαδή μεγάλων λεωφόρων, αλσών, πλατειών κ.λπ., από τους οποίους η ωφέλεια είναι σημαντική και εκτείνεται σε ευρύτερη ακτίνα, ο δήμος δικαιούται για την αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών να επιβάλει ειδική εισφορά στους ωφελούμενους ιδιοκτήτες ανάλογα με το βαθμό ωφέλειας. Οι λεπτομέρειες της διάταξης αυτής ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα. Τέτοια εισφορά δεν επιβάλλεται στους αμέσως παρόδιους ιδιοκτήτες, εφόσον αυτοί έχουν εξαντλήσει την υποχρέωση, από την επιβάρυνση τους με την εικοσάμετρη ζώνη. Πάντως η εισφορά δεν μπορεί να υπερβεί το τρία τοις εκατό (3%) της αξίας των ακινήτων κατά την επιβολή της με την επιφύλαξη της παρ. 8 του άρθρου 193.
10. Ο τρόπος αναλογισμού της αποζημίωσης μεταξύ δήμου και παρόδιων ιδιοκτητών και μεταξύ των τελευταίων σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και κάθε σχετική λεπτομέρεια, ορίζονται με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Άρθρο 166. Αναλογισμός αποζημίωσης για τη διάνοιξη και τη διαπλάτυνση οδών
1. Αν πρόκειται για οδό πλάτους μέχρι τριάντα (30) μέτρων, η οποία εγκρίνεται για πρώτη φορά και ρυμοτομεί οικόπεδα σε όλο της το πλάτος, η υποχρέωση κάθε παρόδιου ιδιοκτήτη συνίσταται στην αποζημίωση του τμήματος που περικλείεται από τον άξονα της οδού, τη ρυμοτομική γραμμή και τις καθέτους επί τον άξονα που φέρονται από τα σημεία συνάντησης των ορίων του προσώπου του οικοπέδου με τη ρυμοτομική γραμμή.
2. Αν πρόκειται για διασταύρωση δύο οδών, σε ορθή γωνία, της ίδιας όπως παραπάνω φύσης, το τμήμα της ρυμοτομούμενης έκτασης που βαρύνει το γωνιακό ακίνητο υπολογίζεται και ως προς τις δύο οδούς, σύμφωνα με την παρ. 1 και προσδιορίζεται από τη συνάντηση των αξόνων των δύο οδών.
3. Όταν δύο οδοί με το ίδιο πλάτος διασταυρώνονται σε σχήμα Τ και τέμνονται σε οξεία γωνία, με απότμηση στην ακμή της, το ακίνητο που βρίσκεται στην οξεία γωνία βαρύνεται για το τμήμα που καθορίζεται από τον άξονά της σε οξεία γωνία οδού που συνεχίζεται παράλληλα με το ίδιο πλάτος προς την αποτετμημένη πλευρά και από τις καθέτους που φέρονται από τα όρια του προσώπου του γωνιακού ακινήτου. Το τμήμα που απομένει μεταξύ των αξόνων των τεμνομένων οδών και του άξονα που συνεχίζει παράλληλα προς την απότμηση θεωρείται ως πλατεία ή διεύρυνση και αποζημιώνεται κατά τα οριζόμενα κατωτέρω.
4. Όταν οι διασταυρούμενες κατά την παρ. 3 οδοί έχουν διαφορετικά πλάτη, για τον προσδιορισμό του τμήματος που επιβαρύνει το ακίνητο που βρίσκεται στην οξεία γωνία, ο άξονας της στενότερης οδού συνεχίζεται παράλληλα προς την αποτετμημένη πλευρά.
5. Αν πρόκειται για διασταύρωση δύο οδών του ίδιου ή διαφορετικού πλάτους, οι οποίες δημιουργούν οξείες γωνίες με αποτμήσεις στις ακμές τους, ο υπολογισμός του τμήματος που βαρύνει τα ακίνητα επί των οξειών γωνιών γίνεται ανάλογα με τις παρ. 3 και 4.
6. Στην περίπτωση που από τη διασταύρωση δύο οδών προκύπτει αμβλεία ή και οξεία γωνία χωρίς απότμηση της ακμής της, εφαρμόζεται η παρ. 2.
7. Αν πρόκειται για διαπλάτυνση παλαιάς υφιστάμενης οδού μέχρι τριάντα (30) μέτρων, τα ρυμοτομούμενα ακίνητα που προκύπτουν από τη διαπλάτυνση αποζημιώνονται από τα παρόδια ακίνητα που βρίσκονται και στις δύο πλευρές της οδού. Κάθε παρόδιο ακίνητο βαρύνεται με το μισό του ρυμοτομούμενου τμήματος που περικλείεται από τις ρυμοτομικές γραμμές και τις καθέτους που φέρονται επί αυτών από τα σημεία συνάντησης των ορίων του προσώπου του ακινήτου.
8. Αν η υφιστάμενη οδός διαπλατύνεται σε πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα μέτρων, από τα ρυμοτομούμενα λόγω της διαπλάτυνσης οικόπεδα αφαιρείται ζώνη, άσχετα με τη θέση, πλάτους ίσου προς το επί πλέον των τριάντα (30) μέτρων. Για τη ζώνη αυτή βαρύνεται ο δήμος και η υπόλοιπη ρυμοτομούμενη έκταση αναλογίζεται μεταξύ των παρόδιων ακινήτων και των δύo (2) πλευρών της οδού, κατά την παρ. 7. Η γραμμή που διαχωρίζει τη ζώνη που βαρύνει τον δήμο θεωρείται ρυμοτομική γραμμή για τον αναλογισμό.
9. Στην περίπτωση της παρ. 8, αν η υπάρχουσα οδός διανοίχτηκε μετά από απαλλοτρίωση των οικοπέδων που έχουν καταληφθεί από αυτήν, είτε από το Δημόσιο είτε από τον δήμο, για τον αναλογισμό των ρυμοτομούμενων από τη διαπλάτυνση οικοπέδων αφαιρείται το πλάτος της οδού που διανοίχτηκε λόγω της απαλλοτρίωσης. Το υπόλοιπο ρυμοτομούμενο τμήμα κατανέμεται μεταξύ των παρόδιων ακινήτων, κατά τις παρ. 7 και 8, ενώ ο δήμος βαρύνεται μόνο αν, μετά την αφαίρεση του παραπάνω πλάτους της υπάρχουσας οδού, η ρυμοτομούμενη έκταση έχει πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα (30) μέτρων και μόνο για το επί πλέον του πλάτους αυτού τμήμα.
10. Αν πρόκειται για οδούς με πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα (30) μέτρων, οι οποίες καταλαμβάνουν σε όλο τους το πλάτος οικόπεδα, το τμήμα που βαρύνει κάθε παρόδιο ακίνητο υπολογίζεται βάσει του μήκους του προσώπου του στην οδό και σε ζώνη πλάτους δεκαπέντε μέτρων παράλληλα προς τη ρυμοτομική γραμμή. Το υπόλοιπο ρυμοτομούμενο τμήμα μεταξύ των δεκαπεντάμετρων λωρίδων, που είναι παράλληλες προς τις ρυμοτομικές γραμμές, βαρύνει τον δήμο.
11. Αν οι παραπάνω οδοί, που έχουν πλάτος μεγαλύτερο των τριάντα (30) μέτρων, καταλαμβάνουν εν μέρει μόνο οικόπεδα και αποτελούν διαπλάτυνση υφιστάμενων πράγματι οδών, οι οποίες δεν έχουν προέλθει από απαλλοτρίωση, κατά την παρ. 9, για τον αναλογισμό της αποζημίωσης των ρυμοτομούμενων οικοπέδων από τη διαπλάτυνση εφαρμόζεται η παρ. 8.
Άρθρο 167. Αναλογισμός αποζημίωσης για τη διάνοιξη και διαπλάτυνση πλατειών και ευρέων κοινόχρηστων χώρων
1. Για την αποζημίωση των χώρων που καταλαμβάνονται από πλατείες, άλση, κήπους, απλές διαπλατύνσεις στις διασταυρώσεις των οδών ή και στη συμβολή δύο ή περισσότερων οδών, οι οποίοι διανοίγονται για πρώτη φορά και καταλαμβάνουν οικόπεδα, σε όλο τους το πλάτος, κάθε ένα από τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στους χώρους αυτούς βαρύνεται για την αποζημίωση του τμήματος που περικλείεται από τη ρυμοτομική γραμμή, την παράλληλη προς αυτή γραμμή που φέρεται σε απόσταση είκοσι (20) μέτρων και τις καθέτους που φέρονται από τα όρια του ακινήτου στην παράλληλη γραμμή.
2. Αν κατά τον παραπάνω υπολογισμό των τμημάτων που βαρύνουν κάθε υπόχρεο ακίνητο, συμπέσουν αυτά εν μέρει, το τμήμα που σχηματίζεται από τα συμπίπτοντα μικρότερα δύο ή και περισσότερα κατά τα παραπάνω τμήματα, βαρύνει εξ ίσου τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο σε αυτό και των οποίων τα αντίστοιχα τμήματα συμπίπτουν.
3. Ειδικά στην περίπτωση των απλών διαπλατύνσεων στις διασταυρώσεις των οδών ή και στη συμβολή τους, μπορεί με ανάλογη εφαρμογή των παρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 166 να συνεχίζονται οι άξονες των οδών (και για οδούς διαφορετικού πλάτους, οι άξονες των οδών μικρότερου πλάτους) μέχρι τη συνάντηση των αξόνων των υπόλοιπων οδών. Ο υπόλοιπος εκτός των αξόνων χώρος, σε όσο τμήμα δεν απέχει από τις ρυμοτομικές γραμμές περισσότερο από είκοσι (20) μέτρα, κατανέμεται εξίσου μεταξύ των υπόχρεων ακινήτων.
4. Για τα πέραν των κατά την παρ. 1 εικοσάμετρων λωρίδων ρυμοτομούμενα οικόπεδα ή τμήματα αυτών η υποχρέωση αποζημίωσης βαρύνει τον οικείο δήμο.
5. Αν πρόκειται για αποζημίωση οικοπέδων που ρυμοτομούνται από πλατεία κ.λπ. προβλεπόμενη από το ρυμοτομικό σχέδιο, στη συμβολή υπαρχουσών παλαιών οδών που διαπλατύνονται ή όχι, εφόσον δεν καταλαμβάνονται από αυτήν οικόπεδα σε όλη της την έκταση, αλλά μέρος αυτής αποτελείται από τις παλαιές οδούς, για τον κανονισμό της επιβάρυνσης κάθε ακινήτου που έχει πρόσωπο στην πλατεία υπολογίζεται:
α) η θέση της πλατείας που προσδιορίζεται με καθέτους που ενώνουν τις ρυμοτομικές γραμμές γύρω απ’ αυτήν,
β) η έκταση των ρυμοτομούμενων από την πλατεία οικοπέδων,
γ) το εμβαδόν της υπολειπόμενης, μετά την αφαίρεση των εικοσάμετρων λωρίδων, έκτασης που βαρύνει τον δήμο, ανεξάρτητα αν στην έκταση αυτή περιλαμβάνονται ρυμοτομούμενα μέρη οικοπέδων ή αυτή συμπίπτει με παλαιά υφιστάμενη οδό,
δ) το μήκος προσώπου σε μέτρα, κάθε ακινήτου που έχει πρόσωπο στην πλατεία. Βάσει των ανωτέρω ορίζεται το ποσοστό της κατά το στοιχείο β΄ ρυμοτομούμενης έκτασης, που αναλογεί σε κάθε ακίνητο, ανάλογα με το μήκος του προσώπου του και για κάθε μέτρο αυτού, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί από τη ρυμοτομούμενη έκταση η κατά το στοιχείο γ΄ έκταση που βαρύνει τον οικείο δήμο.
6. Αν λόγω τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου καταργηθεί, εν όλω ή εν μέρει, οικοδομικό τετράγωνο και οδός που προβλεπόταν από αυτό αποτελέσει μέρος δημιουργούμενης με την τροποποίηση πλατείας, τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στη ρυμοτομική γραμμή που παραμένει σε ισχύ βαρύνονται με την εικοσάμετρη λωρίδα, η οποία μειώνεται με το ποσό που επιβαρύνθηκαν τα ακίνητα για την αποζημίωση της οδού και μάλιστα για το μισό πλάτος της.
7. Όταν διαπλατύνεται υφιστάμενη διεύρυνση στη συμβολή οδών και η έκταση του υπάρχοντος κοινόχρηστου χώρου βρεθεί βάσει του αναλογισμού της υποχρέωσης των παροδίων, να αναλογεί στον δήμο, αφαιρείται από τη ρυμοτομούμενη έκταση που βαρύνει τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στην πλατεία, ίση έκταση προς εκείνη που αναλογεί για αποζημίωση από τον δήμο.
8. Σε περίπτωση διαπλάτυνσης πλατείας ή απλής διεύρυνσης στη συμβολή οδών, η ρυμοτομούμενη έκταση από τη διαπλάτυνση αποζημιώνεται από τον δήμο, αν οι παρόδιοι ιδιοκτήτες επιβαρύνθηκαν για την υπάρχουσα πλατεία με την εικοσάμετρη λωρίδα. Σε περίπτωση κατά την οποία ακίνητο, που δεν είχε πρόσωπο στην παλαιά πλατεία και για τον λόγο αυτό δεν είχε επιβαρυνθεί με την εικοσάμετρη λωρίδα, αποκτά άμεσα ή έμμεσα πρόσωπο στην πλατεία, η αντιστοιχούσα σ΄ αυτό ρυμοτομούμενη έκταση συνεπεία της διαπλάτυνσης και μέχρι την εικοσάμετρη λωρίδα δεν αποζημιώνεται από τον δήμο, αλλά από το ίδιο το ακίνητο που αποκτά με τη διαπλάτυνση πρόσωπο στην πλατεία.
Άρθρο 168. Αναλογισμός αποζημίωσης σε ειδικές περιπτώσεις
1. Αν πρόκειται για οδούς παραλιακές ή οδούς που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές ποταμών, ρεμάτων, σιδηροδρομικών γραμμών κ.λπ., η υποχρέωση των ακινήτων που έχουν ή αποκτούν πρόσωπο στις οδούς αυτές εκτείνεται μέχρι πλάτους δεκαπέντε (15) μέτρων, ενώ το επί πλέον βαρύνει τον δήμο.
2. Αν απέναντι από ρυμοτομικές γραμμές προβλέπεται από το ρυμοτομικό σχέδιο πλατεία, άλσος ή κήπος ή γενικά κοινόχρηστος χώρος, η υποχρέωση των ακινήτων που έχουν πρόσωπο στους χώρους αυτούς ορίζεται στην αποζημίωση εικοσάμετρης λωρίδας, ανεξάρτητα αν στο ρυμοτομικό σχέδιο προβλέπεται η διαμόρφωση του όλου κοινόχρηστου χώρου μεταξύ των γύρω ρυμοτομικών γραμμών, κατά ένα μέρος για οδούς και κατά ένα μέρος για άλσος ή κήπο.
3. Αν από το ρυμοτομικό σχέδιο προβλέπεται η μετάθεση εγκεκριμένης οδού, η υποχρέωση για αποζημίωση των ρυμοτομούμενων οικοπέδων από τη μετάθεση, βαρύνει εκείνους που ωφελήθηκαν από αυτήν, δηλαδή είτε τον δήμο αν η μετατεθείσα οδός είχε καταστεί κοινόχρηστη είτε τα ακίνητα με πρόσωπο στη νέα ρυμοτομική γραμμή αν αυτά έχουν προσαυξηθεί με την έκταση της μετατεθείσας οδού που δεν έχει καταστεί κοινόχρηστη.
4. Αν ταυτόχρονα με τη μετάθεση επιβάλλεται και διαπλάτυνση κάποιας οδού, ο αναλογισμός για το ποσό της διαπλάτυνσης ενεργείται βάσει των παρ. 7, 8 και 9 του άρθρου 166.
5. Οι παρ. 2 έως 4 και τα άρθρα 165, 166 και 167 εφαρμόζονται και για τις διανοίξεις ή διαπλατύνσεις οδών, οι οποίες αποτελούν όρια των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων.
Άρθρο 169. Ρύθμιση οφειλών για την αποζημίωση απαλλοτριούμενων ακινήτων
1. Οφειλές για αποζημίωση, κατά το άρθρο 165,που βεβαιώνονται στα δημόσια ταμεία καταβάλλονται σε σαράντα (40) ίσες τριμηνιαίες δόσεις. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής.
2. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής κάποιας δόσης, κατά το παρόν άρθρο, το ποσό αυτής επιβαρύνεται με τις νόμιμες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
3. Απαιτήσεις του Δημοσίου που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 165 παραγράφονται κατά την παρ. 2 του άρθρου 75 του ν.δ. της 17.7.1923 (Α΄ 288).
Άρθρο 170. Αποζημίωση απαλλοτριούμενων ακινήτων που έχουν αυθαίρετες κατασκευές
Για οικοδομές ή οποιεσδήποτε κατασκευές και εγκαταστάσεις που είναι απαλλοτριωτέες κατά την παρ. 1 του άρθρου 156 και του άρθρου 164 ή τμήματα αυτών, οι οποίες εκτελέστηκαν ή συμπληρώθηκαν μετά από την έγκριση του σχεδίου και των τροποποιήσεών του και της γύρω από το σχέδιο ζώνης ή μετά από την επιβολή των κατά το άρθρο 61 περιορισμών, κατά παράβαση του Τμήματος VI του Μέρους Α΄, και όμοια έργα που κατασκευάστηκαν σε οικόπεδα που μεταβιβάστηκαν κατά παράβαση των άρθρων 275 και 276, δεν καταβάλλεται αποζημίωση πριν από την κατεδάφισή τους σε περίπτωση απαλλοτρίωσης των γηπέδων στα οποία κατασκευάστηκαν τα έργα αυτά. Η απόδειξη του χρόνου ανέγερσης των παραπάνω έργων, εφόσον αυτά περιλαμβάνονται σε τμήματα του σχεδίου ή της ζώνης που εγκρίνονται ή τροποποιούνται μετά από την 16.8.1923 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, Α΄ 288), επιτρέπεται μόνο με:
α) τον τοπογραφικό χάρτη, βάσει του οποίου συντάχθηκε το σχέδιο ή η τροποποίησή του,
β) την κατά το άρθρο 315 οικοδομική άδεια και
γ) επίσημα έγγραφα σχετικά με την ανέγερση, τη μεταβίβαση ή την εκμετάλλευση του ακινήτου. Αποκλείεται η απόδειξη με μάρτυρες ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο. Η διάταξη αυτή είναι δυνατό να επεκταθεί ανάλογα με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εφάπαξ και ιδιαιτέρως για κάθε πόλη, οικισμό κ.λπ., και σε έργα τα οποία περιλαμβάνονται σε τμήματα του σχεδίου ή της ζώνης που δεν έγινε μεταβολή μετά από την 16.8.1923 και τα οποία έχουν εκτελεστεί κατά παράβαση των κείμενων διατάξεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: Απαλλοτριώσεις με ειδικό σκοπό
Άρθρο 171. Απαλλοτρίωση σε οικιστικές περιοχές και περιοχές γενικού πολεοδομικού σχεδίου
1. Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων μέσα στην περιοχή του Γ.Π.Σ., του Τ.Π.Σ. ή του Ε.Π.Σ. για τους σκοπούς που αναφέρονται στις επόμενες παραγράφους.
2. Από τη δημοσίευση της πράξης έγκρισης του Γ.Π.Σ., του Τ.Π.Σ. ή του Ε.Π.Σ. επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση οποιωνδήποτε ακινήτων που βρίσκονται μέσα στην περιοχή του, ανεξάρτητα από τον προβλεπόμενο τρόπο ανάπτυξης ή αναμόρφωσης αυτής, στις παρακάτω περιπτώσεις:
α) δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, πέραν εκείνων που αποκτώνται με την εισφορά σε γη.
β) δημιουργία χώρων για την εγκατάσταση δημόσιων ή κοινωφελών κτιρίων ή για την εκτέλεση έργων υποδομής ή για την πραγματοποίηση άλλων κοινωφελών σκοπών, εφόσον υφίσταται διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση για τον ειδικότερο σκοπό για τον οποίο προορίζεται κάθε χώρος.
γ) απόκτηση οικοδομήσιμων χώρων για την ανοικοδόμηση σε ζώνη ενεργού πολεοδομίας με την οργανωμένη δόμηση.
δ) σχηματισμός αποθέματος γης για την ικανοποίηση μελλοντικών αναγκών σε χώρους για κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και για την οικοδόμηση με βάση προγράμματα στέγασης ή για την παραχώρηση ιδιοκτησιών σε πρόσωπα που χρειάζονται ιδιαίτερη μέριμνα.
ε) απόκτηση ακινήτων, στα οποία υπάρχουν κτίρια ή μόνιμες εγκαταστάσεις ή έργα των οποίων ο προορισμός και η χρήση αντίκεινται προς τις χρήσεις που καθορίζονται στην απόφαση έγκρισης του Γ.Π.Σ., του Τ.Π.Σ. ή του Ε.Π.Σ.
στ) απόκτηση ακινήτου η κατά τον προορισμό χρήση του οποίου δεν είναι δυνατό να αναπροσαρμοστεί προς τον τρόπο ανάπτυξης ή αναμόρφωσης ή τις προβλεπόμενες χρήσεις γης των σχεδίων της παρούσας, εφόσον ζητήσει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ο ιδιοκτήτης ακινήτου.
ζ) σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται ειδικά από νομοθετική διάταξη.
3. Οι ιδιοκτησίες που απαλλοτριώνονται κατά τις περ. ε΄ και στ΄ της παρ. 2 διατίθενται είτε για τους προβλεπόμενους στις περ. α΄ έως και δ΄ της παρ. 2 σκοπούς είτε για άλλους οικιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με τις χρήσεις γης που καθορίζονται με την απόφαση έγκρισης του Γ.Π.Σ., του Τ.Π.Σ. ή του Ε.Π.Σ.
4. Η απαλλοτρίωση ενεργείται υπέρ και με δαπάνες του Δημοσίου ή δημόσιου οργανισμού ή επιχείρησης πολεοδομίας και στέγασης ή αναγκαστικού οικοδομικού οργανισμού ή ανάδοχου φορέα των άρθρων 33 και 46. Η παραπάνω απαλλοτρίωση μπορεί να κηρύσσεται και τμηματικά ή κατά ζώνες.
5. Οι κατά την παρ. 2 απαλλοτριώσεις κηρύσσονται είτε πριν από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης ή του Ρ.Σ.Ε. με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας είτε μετά από την έγκριση αυτών με απόφαση του οικείου περιφερειάρχη. Ειδικά οι απαλλοτριώσεις για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων κηρύσσονται με την ίδια διοικητική πράξη. Αν ζητηθεί η απαλλοτρίωση από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, σύμφωνα με την περ. στ΄ της παρ. 2, η πράξη απαλλοτρίωσης πρέπει να εκδοθεί εντός έτους από την υποβολή της σχετικής αίτησης, διαφορετικά το Δημόσιο ευθύνεται για κάθε θετική ή αποθετική ζημία του ιδιοκτήτη από την καθυστέρηση πέραν του έτους. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.
6. Με προεδρικά διατάγματα του εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά με τη χρησιμοποίηση του κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα και την εκτίμηση των ακινήτων, που προβλέπονται στον ν. 947/1979 (Α΄ 169), για τη διαδικασία των απαλλοτριώσεων μέσα στην περιοχή του Γ.Π.Σ., του Τ.Π.Σ. ή του Ε.Π.Σ.
Άρθρο 172. Απαλλοτρίωση κτιρίων διατηρητέων ή κτιρίων που βλάπτουν το περιβάλλον
1. Κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί ή που χαρακτηρίζονται διατηρητέα κατ’ εφαρμογή της σχετικής πολεοδομικής νομοθεσίας, καθώς και κτίρια ή μέρη αυτών που βλάπτουν υπέρμετρα το περιβάλλον, είναι δυνατό να απαλλοτριωθούν κατά τις κείμενες διατάξεις χάριν δημόσιας ωφέλειας. Η απαλλοτρίωση γίνεται υπέρ και με δαπάνες του Πράσινου Ταμείου. Από το Πράσινο Ταμείο επίσης μπορεί να καταβάλλονται και δαπάνες συντήρησης κτιρίων και διαμόρφωσης εσωτερικών χώρων παραδοσιακών κτιρίων για να ανταποκριθούν στις επιβαλλόμενες κατά περίπτωση χρήσεις τους κατά την κρίση της αρχής. Το ίδιο εφαρμόζεται και για την εξωτερική διαμόρφωση κτιρίων που η θέση τους επηρεάζει σημαντικά το άμεσο ή πλατύτερο περιβάλλον.
2. Η κατά το άρθρο αυτό διάθεση πόρων του Πράσινου Ταμείου εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Άρθρο 173. Απαλλοτρίωση κτιρίων που προβλέπονται για χρήση στάθμευσης αυτοκινήτων
Για λόγους κυκλοφοριακούς, πολεοδομικούς, αισθητικούς, προστασίας περιβάλλοντος μπορεί να απαλλοτριώνονται υπέρ και με δαπάνες του οικείου δήμου ή του Δημοσίου υφιστάμενα κτίρια ή τμήματα αυτών, τα οποία βάσει της άδειας ανέγερσής τους προβλέπονται για τη χρήση στάθμευσης αυτοκινήτων. Ο σκοπός των απαλλοτριώσεων αυτών συνιστά δημόσια ωφέλεια.
Άρθρο 174. Απαλλοτρίωση ακινήτων για αποκατάσταση προσφύγων ή αστέγων λόγω φυσικής καταστροφής
1. Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση λόγω δημόσιας ωφέλειας ακινήτων που περιλαμβάνονται είτε εντός των περιοχών της παρ. 1 του άρθρου 164, είτε εκτός τούτων (δηλαδή εντός των αμέσως εφαρμοστέων τμημάτων των σχεδίων ή πέραν των ζωνών) και γενικά εντός ή εκτός κάθε πόλης, οικισμού κ.λπ. με σκοπό την ανέγερση οικοδομών και γενικότερα την ίδρυση πλήρων συνοικισμών, όταν το επιβάλλει εξαιρετική ανάγκη (εγκατάσταση προσφύγων ή αστέγων λόγω φυσικής καταστροφής, κρίση κατοικίας από οποιοδήποτε λόγο κ.λπ.). Η κήρυξη της απαλλοτρίωσης γίνεται μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του αρμόδιου για την στέγαση Υπουργού και του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Στην περίπτωση αυτή, η απαλλοτρίωση περιορίζεται στα γήπεδα που πληρούν τους όρους χαρακτηρισμού ως απαλλοτριωτέων, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 156 και εφαρμόζεται ανάλογα η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 162.
2. Τα ακίνητα της παρ. 1 διαιρούνται μετά από την απαλλοτρίωση τους σε οικόπεδα, βάσει του σχεδίου πόλης, οικισμού κ.λπ.(σε περίπτωση έλλειψης σχεδίου επιβάλλεται η άμεση σύνταξη και έγκριση τούτου), και παραχωρούνται στους δικαιούχους για την εγκατάσταση των οποίων έγινε η απαλλοτρίωση. Η κατά τα παραπάνω διαίρεση σε οικόπεδα υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και μπορεί να τροποποιείται μετά από γνώμη του αρμόδιου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.
3. Η παραχώρηση των οικοπέδων αυτών, που μπορεί να εκτελείται και απ΄ ευθείας ή με κλήρωση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, το τίμημα που θα καταβληθεί, ο τρόπος καταβολής του, κάθε άλλος όρος της παραχώρησης αυτής, καθώς και οι εγγυήσεις που δίνονται για την τήρηση των όρων ρυθμίζονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, το τίμημα που θα καταβληθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δαπάνες απαλλοτρίωσης και η παραχώρηση γίνεται με τον όρο της ανέγερσης ορισμένου είδους οικοδομής μέσα σε ορισμένη προθεσμία και της μη μεταβίβασης της κυριότητας του παραχωρηθέντος για ορισμένη χρονική περίοδο.
4. Οι κατά το παρόν άρθρο απαλλοτριώσεις μπορούν να εκτελούνται υπέρ του Δημοσίου, των δήμων και των δημοσίων νομικών προσώπων, των οποίων η αποστολή συμπίπτει με τους σκοπούς της παρ. 1. Τα παραπάνω πρόσωπα υποχρεούνται να διαθέσουν αμέσως τα απαλλοτριωθέντα υπέρ αυτών ακίνητα σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις.
5. Οι ίδιες παραπάνω απαλλοτριώσεις μπορούν να εκτελούνται και υπέρ οποιουδήποτε άλλου νομικού ή και φυσικού προσώπου που παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την εκτέλεση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Αν υπάρχει ανάγκη νέων κτιρίων στην πόλη ή στον οικισμό κ.λπ., η απαλλοτρίωση ενεργείται με σκοπό την ανέγερση και εκμετάλλευση οικοδομών από ορισμένο επιχειρηματία στα απαλλοτριούμενα γήπεδα. Η παραχώρηση σ΄ αυτόν των απαλλοτριούμενων γηπέδων γίνεται με ειδικούς όρους, που ορίζονται με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 1, το οποίο εκδίδεται κατά τα παραπάνω μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Με τους ειδικούς όρους εξασφαλίζεται απαραίτητα, πλην των άλλων, η ταχεία ανέγερση κτιρίων ορισμένων ελαχίστων διαστάσεων και άλλων γενικής φύσης έργων (οδών κ.λπ.). Ο επιχειρηματίας παρέχει οπωσδήποτε την ανάλογη εγγύηση για την τήρηση των όρων αυτών. Στην περίπτωση της απαλλοτρίωσης κατά τους ορισμούς της παρούσας επιτρέπεται παρέκκλιση μέχρι οποιουδήποτε βαθμού από τους περιορισμούς της παρ. 3 για το μέγιστο ύψος του καταβλητέου τιμήματος και για τη μη μεταβίβαση της κυριότητας.
Άρθρο 175. Απαλλοτρίωση ακινήτων για βιομηχανικές εγκαταστάσεις
1. Για τη συγκέντρωση των κτιρίων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και αποθηκών που αναφέρονται στο άρθρο 63 στα τμήματα που προορίζονται σύμφωνα με το ίδιο άρθρο γι’ αυτά, επιτρέπεται να απαλλοτριώνονται αναγκαστικά, υπέρ των φορέων ή προσώπων που ανεγείρουν τα κτίρια, τα απαιτούμενα ακίνητα, υπό ορισμένους όρους που εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση αυτή. Η κήρυξη της απαλλοτρίωσης γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με το διάταγμα αυτό καθορίζονται και όλοι οι όροι της απαλλοτρίωσης που θα εξασφαλίσουν την πραγματοποίηση του σκοπού αυτής.
2. Αποκλείεται η μονομερής εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου για εξυπηρέτηση ορισμένων μόνο βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Η κατά τα παραπάνω αναγκαστική απαλλοτρίωση εφαρμόζεται μόνο για τη συγκέντρωση στην ίδια περιοχή όλων των υφισταμένων στην πόλη, στον οικισμό κ.λπ. εγκαταστάσεων της ίδιας φύσης. Εφόσον δεν υπάρχουν περισσότερες από μία παρόμοιες εγκαταστάσεις, η αναγκαστική απαλλοτρίωση επιτρέπεται, αν οι διαφόρου φύσης εγκαταστάσεις, στη συγκέντρωση των οποίων αυτή αποβλέπει, δεν είναι λιγότερες των δέκα (10).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄: Απαλλοτρίωση με επίσπευση του δημοσίου
Άρθρο 176. Επίσπευση της εφαρμογής του σχεδίου πόλης από το Δημόσιο
1. Όταν το Δημόσιο επισπεύδει τη διάνοιξη οδών, πλατειών, αλσών και των υπόλοιπων κοινόχρηστων χώρων, που προβλέπονται από τα εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, αναλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σύμφωνα με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης των κατά τόπο αρμόδιων δήμων και διεξάγει τις σχετικές για την απαλλοτρίωση δίκες. Η επίσπευση αυτή από το Δημόσιο εκδηλώνεται με την παρακατάθεση της αποζημίωσης και αφορά μόνο στα ακίνητα για τα οποία γίνεται η παρακατάθεση. Η παρούσα έχει εφαρμογή και για απαλλοτριώσεις οι οποίες επισπεύστηκαν από την 1.1.1947. Αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν από τους δήμους ή κοινότητες για τέτοιες απαλλοτριώσεις θεωρούνται ότι καλώς έγιναν και δεν δημιουργούν υπέρ του οικείου δήμου δικαίωμα αναζήτησης από το Δημόσιο, βάσει του παρόντος άρθρου, των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν.
2. Όταν, στις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, έχουν εκδοθεί αποφάσεις ερήμην των οικείων δήμων ή κοινοτήτων και κοινοποιούνται στο Δημόσιο μετά από την 5.5.1972 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν.δ. 1143/1972, Α΄ 64) το Δημόσιο μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά των ερήμην αποφάσεων εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης. Το Δημόσιο εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που προκύπτουν από τις ερήμην εκδοθείσες αποφάσεις μετά την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής ή την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση αυτής.
3. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω δαπανών εγγράφεται κατ’ έτος στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε ιδιαίτερο κωδικό αριθμό, η απαιτούμενη πίστωση επί πλέον της διατιθέμενης σ΄ αυτό από τις εισπράξεις του ΚΗ΄/1947 ψηφίσματος (Α΄ 184).
Άρθρο 177. Διαδικασία απαλλοτρίωσης με επίσπευση του Δημοσίου
1. Αν με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επισπεύδεται από το Δημόσιο η διάνοιξη ή διεύρυνση κοινόχρηστων χώρων, που προβλέπονται από εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, αντί των στοιχείων που προβλέπονται από το παρόν Κεφάλαιο και από τον Κ.Α.Α.Α., συντάσσονται κτηματολογικό διάγραμμα, κτηματολογικός πίνακας και έκθεση προεκτίμησης κατά τις παρ. 2 έως 6.
2. Τα κατά την παρ. 1 στοιχεία συντάσσονται και ελέγχονται με μέριμνα των υπηρεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η έκθεση προεκτίμησης θεωρείται ότι είναι και η κατά το άρθρο 15 του Κ.Α.Α.Α. εκτίμηση αξίας. Τα άρθρα 157 και επόμενα εφαρμόζονται για την απαιτούμενη μετά από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης τακτοποίηση των οικοπέδων.
3. Το κτηματολογικό διάγραμμα συντάσσεται σε κλίμακα τουλάχιστον 1:500 και σ’ αυτό:
α) τοποθετούνται οι ρυμοτομικές γραμμές,
β) αποτυπώνονται με χαρακτηριστικά στοιχεία οι ρυμοτομούμενες ιδιοκτησίες και τα κτίσματα και λοιπά αντικείμενα που βρίσκονται σ΄ αυτές. Αν η ίδια ιδιοκτησία ρυμοτομείται εν μέρει, αποτυπώνονται ξεχωριστά το ρυμοτομούμενο και το απομένον μετά από τη ρυμοτόμηση τμήμα,
γ) αποτυπώνονται οι παρόδιες ιδιοκτησίες οι οποίες υποχρεώνονται σε αποζημίωση και οι όμορες ιδιοκτησίες στην οπίσθια πλευρά αυτών,
δ) ενεργείται ο καταμερισμός της αποζημίωσης της ρυμοτομούμενης έκτασης μεταξύ παροδίων ιδιοκτητών και του Δημοσίου και προσδιορίζεται με χαρακτηριστικά στοιχεία η έκταση αυτή και
ε) αναγράφεται το διάταγμα με το οποίο κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση και οι ισχύοντες στην περιοχή όροι δόμησης.
4. Στον κτηματολογικό πίνακα αναγράφονται:
α) ο αύξων αριθμός κάθε ιδιοκτησίας, το ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο κάθε εικαζόμενου ιδιοκτήτη και η διεύθυνση κατοικίας του, αν είναι γνωστή,
β) το συνολικό εμβαδόν κάθε ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας, και σε περίπτωση μερικής ρυμοτόμησης, ξεχωριστά το ρυμοτομούμενο και το απομένον μετά τη ρυμοτόμηση τμήμα,
γ) ο όγκος των κτισμάτων κάθε ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας, ξεχωριστά κατά το είδος της κατασκευής και την ποιότητα αυτών, τα υπόλοιπα αντικείμενα κατ’ είδος και κατηγορία, καθώς και κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια για την πλήρη αποζημίωση,
δ) η έκταση και το ακριβές εμβαδόν κάθε ιδιοκτησίας την οποία υποχρεούται να αποζημιώσει κάθε παρόδια ιδιοκτησία και το Δημόσιο.
5. Στην έκθεση προεκτίμησης περιγράφονται λεπτομερώς η κατάσταση και οι ιδιαίτερες συνθήκες των ρυμοτομούμενων ακινήτων και εκτιμάται αιτιολογημένα και αναλυτικά η αξία των οικοπέδων και των κτισμάτων που βρίσκονται σ΄ αυτά. Η αρμόδια φορολογική αρχή υποχρεούται να παρέχει στοιχεία της αξίας των ακινήτων για τη σύνταξη της έκθεσης.
6. Στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου η αίτηση του Δημοσίου για τον προσδιορισμό της προσωρινής τιμής μονάδος για την αποζημίωση των ακινήτων συνοδεύεται από αντίγραφα των παραπάνω: α) κτηματολογικού διαγράμματος, β) κτηματολογικού πίνακα και γ) έκθεσης προεκτίμησης. Η πρόσκληση των εικαζόμενων δικαιούχων στα δικαστήρια για τον προσδιορισμό της προσωρινής τιμής μονάδος γίνεται με την τοιχοκόλληση, δεκαπέντε (15) ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο, του δικογράφου που πρέπει να επιδοθεί και τη δημοσίευση σχετικής ειδοποίησης στον τύπο. Η τοιχοκόλληση του δικογράφου γίνεται στο κατάστημα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και στο κατάστημα του δήμου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται τα απαλλοτριωθέντα και συντάσσεται σχετική έκθεση από το δικαστικό γραμματέα και το γραμματέα του δήμου αντίστοιχα. Η δημοσίευση της ειδοποίησης γίνεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και μιας τοπικής, αν εκδίδεται, σε δύο συνεχόμενα φύλλα και περιλαμβάνει το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται το δικόγραφο, περίληψη του αιτήματος αυτού, την τοιχοκόλληση που έγινε, τη δικάσιμο, το είδος των ρυμοτομουμένων και περίληψη της απαλλοτριωτικής πράξης.
7. Πράξεις αναλογισμού αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας που συντάχθηκαν και κυρώθηκαν νόμιμα σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν μέχρι 5.8.1977 (ημερομηνία δημοσίευσης ν. 653/1977, Α΄ 214) εξακολουθούν να ισχύουν.
8. Κυρωμένες πράξεις αναλογισμού. που έχουν συνταχθεί με επίσπευση του δημοσίου, χωρίς να έχουν παρακατατεθεί οι αποζημιώσεις μέχρι 5.8.1977, ανασυντάσσονται και εφαρμόζεται το άρθρο 165. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί το Δημόσιο να καταβάλει τις αποζημιώσεις βάσει των κυρωθεισών κατά τα παραπάνω πράξεων και οι καταβαλλόμενες αποζημιώσεις συμψηφίζονται κατά την επανασύνταξη των πράξεων αναλογισμού βάσει του άρθρου 165.
9. Πράξεις αναλογισμού που συντάχθηκαν μεν κατά τις μέχρι 5.8.1977 (ημερομηνία δημοσίευσης ν. 653/1977, Α΄ 214) διατάξεις αλλά δεν είχαν κυρωθεί μέχρι την ίδια ημερομηνία, ανασυντάσσονται και εφαρμόζεται το άρθρο 165.
10. Οι παρ. 1 έως και 6 εφαρμόζονται στα εγκεκριμένα πριν από την 5.8.1977 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 653/1977, Α΄ 214) σχέδια πόλεων με την επιφύλαξη των παρ. 8 και 9.
Άρθρο 178. Αναλογισμός αποζημίωσης για διάνοιξη οδών άνω των 30 μέτρων με επίσπευση του Δημοσίου
1. Για τη διάνοιξη, εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, οδών πλάτους άνω των τριάντα (30) μέτρων, των οποίων τη διάνοιξη επισπεύδει το Δημόσιο με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για μεν τα τριάντα (30) μέτρα του πλάτους αυτής εφαρμόζεται το άρθρο 165, για δε το πέραν του ορίου αυτού πλάτος δεν εφαρμόζεται η κατά τα παραπάνω επιβάρυνση του δήμου, αλλά οι κύριοι ή συγκύριοι των ακινήτων που βρίσκονται μέσα στις κατά την παρ. 2 τρεις (3) λωρίδες και από τις δύο πλευρές της οδού συμμετέχουν στη δαπάνη για την απόκτηση του εδάφους της οδού κατά το παρόν άρθρο.
2. Παράλληλα προς τις ρυμοτομικές γραμμές κάθε πλευράς της οδού και σε αποστάσεις ανά εκατό (100) μ. χαράσσονται, και από τις δύο πλευρές της οδού, τρία ίχνη που προσδιορίζουν ισάριθμες λωρίδες επιρροής πλάτους εκατό (100) μέτρων εκάστη. Στις περιπτώσεις συμβολής οδών που υπάγονται στο παρόν άρθρο ή επικάλυψης των βαρυνομένων ζωνών δύο τέτοιων οδών, εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 653/1977 (Α΄ 214).
3. Τα ποσοστά επιβάρυνσης των κατά την παρ. 2 λωρίδων επιρροής, ορίζονται σε μονάδες επί τοις εκατό, εικοσιπέντε (25) για τα ακίνητα ή τμήματα αυτών που βρίσκονται μέσα στις δύο πλησιέστερες (από τις δύο πλευρές) προς την οδό λωρίδες, δεκαπέντε (15) για τα τμήματα των ακινήτων που βρίσκονται μέσα στις δύο επόμενες λωρίδες και δέκα (10) για τα τμήματα που βρίσκονται μέσα στις δύο ακραίες λωρίδες.
4. Για τον διαχωρισμό της οδού σε τμήματα και τον προσδιορισμό της μέσης ανά τετραγωνικό μέτρο δαπάνης απόκτησης του εδάφους εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 653/1977 (Α΄ 214). Ως πλάτος κατάληψης της οδού λαμβάνεται εκείνο που ορίζεται από τις ρυμοτομικές γραμμές, αν δε αυτό ποικίλλει, προσδιορίζεται με ανάλογη εφαρμογή της ίδιας διάταξης και το μέσο πλάτος της οδού ή τμήματος αυτής.
5. Οι κύριοι ή συγκύριοι ακινήτου ή τμήματος αυτού που βρίσκεται μέσα σε κάθε μία από τις κατά την παρ. 2 λωρίδες επιρροής βαρύνονται με χρηματικό ποσό που προκύπτει βάσει του τύπου: όπου:
«Ε» είναι το εμβαδόν σε τετραγωνικά μέτρα του τμήματος του ακινήτου τους που βρίσκεται μέσα σε κάθε λωρίδα επιρροής. Για ακίνητα που έχουν ή αποκτούν πρόσωπο στην οδό και για το λόγο αυτό υπάγονται στο άρθρο 165, αφαιρείται το εμβαδόν που λήφθηκε υπόψη για τον προσδιορισμό της κατά το άρθρο αυτό υποχρέωσης του ακινήτου και εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 653/1977 (Α΄ 214) για το εμβαδόν Ε.
«ε» είναι τα κατά την παρ. 3 εκφρασμένα σε εκατοστά ποσοστά επιβάρυνσης κάθε λωρίδας επιρροής.
«δ» είναι η κατά την παρ. 4 προσδιοριζόμενη μέση ανά τετραγωνικό μέτρο δαπάνη απόκτησης του εδάφους του αντίστοιχου τμήματος της οδού.
«Π» είναι αριθμός ίσος προς το πλάτος της οδού σε μέτρα ή και κλάσμα αυτών ή το κατά την παρ. 4 οριζόμενο μέσο πλάτος της οδού.
«Λ» είναι ο κατά την παρ. 6 προσδιοριζόμενος λόγος.
6. Για να βρεθεί ο λόγος Λ προσδιορίζεται το συνολικό εμβαδόν των οικοδομικών τετραγώνων που εμπίπτουν και στις δύο ζώνες επιβάρυνσης και από τις δύο (2) πλευρές της οδού (έξι ζώνες επιρροής), δηλαδή το σύνολο του εμβαδού των ζωνών επιβάρυνσης μετά την αφαίρεση μόνο του εμβαδού των οδών και πλατειών που βρίσκονται εντός αυτών, όχι όμως και κοινόχρηστων κήπων ή αλσών τα οποία θεωρούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ως βαρυνόμενα ακίνητα. Με το συνολικό αυτό εμβαδόν διαιρείται το ολικό εμβαδόν του αντίστοιχου τμήματος της οδού και το προκύπτον πηλίκο, που προσδιορίζεται με ακρίβεια μέχρι και το δεύτερο δεκαδικό ψηφίο αυτού, αποτελεί το λόγο Λ.
7. Η κατά τις προηγούμενες διατάξεις επιβάρυνση των ακινήτων βεβαιώνεται στο δημόσιο ταμείο και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο, αποδίδεται δε κατά ένα μέρος στο Πράσινο Ταμείο για τη διάνοιξη λοιπών κοινόχρηστων χώρων της αυτής πόλης ή ευρύτερης οικιστικής περιοχής από την οποία προέρχεται ο πόρος, και κατά ένα μέρος στον αρμόδιο για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής φορέα στην ίδια ευρύτερη οικιστική περιοχή. Ο φορέας του πρώτου εδαφίου μπορεί επίσης να χρηματοδοτεί και άλλα παρόμοια έργα με πόρους ή επιχορηγήσεις προς αυτό, που δίνονται για τον σκοπό αυτό. Τα ποσοστά κατανομής του πόρου μεταξύ του Πράσινου Ταμείου και του φορέα του πρώτου εδαφίου καθώς και κάθε λεπτομέρεια του τρόπου εμφάνισης των εσόδων αυτών ως εξειδικευμένων πόρων για ορισμένη περιοχή, ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
8. Από την επιβάρυνση του παρόντος άρθρου απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι Ο.Τ.Α. για τα πάρκα ή άλση που βρίσκονται μέσα στις ζώνες επιβάρυνσης. Το Δημόσιο απαλλάσσεται και για άλλα ακίνητα αυτού που βρίσκονται μέσα σε οικοδομικά τετράγωνα των ζωνών επιβάρυνσης.
9. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται ανάλογα και για τις διαπλατύνσεις των κατά την παρ. 1 οδών.
10. Η παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 653/1977 (Α΄ 214) εφαρμόζεται και κατά τη διάνοιξη οδών κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη της παρ. 7 αυτού, ως προς την απόδοση της επιβάρυνσης.
11. Στις περιπτώσεις οδών που υπάγονται στο παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται η παρ. 9 του άρθρου 165.
Άρθρο 179. Αποβολή εγκατεστημένων στα απαλλοτριούμενα ακίνητα
1. Όταν η διάνοιξη ή η διεύρυνση οδών, πλατειών, αλσών και γενικά κοινόχρηστων χώρων, που προβλέπονται από τα εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, χαρακτηρίζεται ως επείγουσας ανάγκης και η αναγκαστική απαλλοτρίωση των ρυμοτομούμενων για τον παραπάνω σκοπό ακινήτων επισπεύδεται από το Δημόσιο, η αποβολή εκείνων που είναι εγκατεστημένοι σ΄ αυτά διατάσσεται οριστικά και τελεσίδικα με αίτηση του Δημοσίου, συγχρόνως με τη δικαστική απόφαση που καθορίζει την προσωρινή αποζημίωση των ιδιοκτητών, με τον όρο να έχει συντελεστεί προηγουμένως η απαλλοτρίωση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται ανάλογα και για διανοίξεις ή διευρύνσεις επαρχιακών και εθνικών οδών που βρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλης.
2. Οι δικαστικές αποφάσεις της παρ. 1 εκτελούνται μετά από πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄: Εξασφάλιση σημαντικών κοινόχρηστων χώρων σε παλαιά σχέδια πόλεως - Ειδική εισφορά εφαρμογής ρυμοτομικών σχεδίων
Άρθρο 180. Εξασφάλιση σημαντικών κοινόχρηστων χώρων σε παλαιά σχέδια πόλεως
1. Για την καταβολή των αποζημιώσεων των απαλλοτριωμένων ακινήτων προς διάνοιξη βασικών οδικών αρτηριών και άλλων σημαντικών κοινόχρηστων χώρων, όπως πλατειών, αλσών ή μεγάλων χώρων πρασίνου, που προβλέπονται από εγκεκριμένα σύμφωνα με το Τμήμα VI του Α΄ Μέρους σχέδια πόλεως, επιβάλλεται υπέρ του οικείου δήμου εφάπαξ ειδική εισφορά, η οποία κατανέμεται κατά μερίδια, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, στα ακίνητα ολόκληρης της πολεοδομικής ενότητας στην οποία βρίσκονται οι ως άνω οδικές αρτηρίες ή κοινόχρηστοι χώροι, όπως η πολεοδομική αυτή ενότητα προσδιορίζεται από Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ. ή έχει προσδιοριστεί από εγκεκριμένο Γ.Π.Σ. Κατ’ εξαίρεση, με την κατά την παρ. 2 απόφαση, μπορεί να οριστεί για ορισμένες από τις ως άνω αρτηρίες ή κοινόχρηστους χώρους, η ωφέλεια των οποίων εκτείνεται και σε άλλες πολεοδομικές ενότητες, ότι η εισφορά κατανέμεται και στα ακίνητα που βρίσκονται και σε άλλες, μία ή περισσότερες, πολεοδομικές ενότητες που ορίζονται με την ίδια απόφαση.
2. Οι ως άνω βασικές αρτηρίες και κοινόχρηστοι χώροι πρέπει να αποτελούν σημαντικά λειτουργικά στοιχεία της πόλης ή της πολεοδομικής ενότητας και προσδιορίζονται εφάπαξ για κάθε πολεοδομική ενότητα με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που στηρίζεται σε ειδική έκθεση των προεκτιμήσεων για τη δαπάνη των απαλλοτριώσεων, τον αριθμό των μεριδίων στα οποία θα επιμεριστεί κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του πιθανού ποσού του κάθε μεριδίου.
3. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται το Τμήμα VI του Α΄ Μέρους και το άρθρο 165 για τον αναλογισμό της δαπάνης και για την επιβάρυνση των οικοπέδων που έχουν ή αποκτούν πρόσωπο στη διανοιγμένη ως άνω οδική αρτηρία ή κοινόχρηστο χώρο ούτε το άρθρο 178. Δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του παρόντος σε περιπτώσεις ανισόπεδων διαβάσεων.
4. Το σύνολο της ειδικής εισφοράς είναι ίσο με την αξία των απαλλοτριωμένων ακινήτων και των συστατικών τους μειωμένη κατά το ποσοστό συμμετοχής του οικείου δήμου το οποίο ορίζεται σε πέντε τοις εκατό (5%) στο σύνολο της αξίας των απαλλοτριωμένων. Η αξία αυτή προκύπτει για την πρώτη βεβαίωση της εισφοράς από την εκτίμηση της επιτροπής του άρθρου 15 του Κ.Α.Α.Α., για τις συμπληρωματικές δε βεβαιώσεις από τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις.
5. Η εισφορά κατανέμεται σε μερίδια και βαρύνει, ανάλογα με το εμβαδόν, τη ζώνη που βρίσκεται το ακίνητο και τη χρήση του, τους κυρίους ή νομείς όλων των αυτοτελών κατοικιών ή στεγασμένων χώρων με αυτοτελή χρήση ή αδόμητων αλλά άρτιων και οικοδομήσιμων οικοπέδων της πολεοδομικής ενότητας ή των περισσότερων πολεοδομικών ενοτήτων που έχουν οριστεί με την απόφαση της παρ. 2.
6.α) Για την εφαρμογή της παρ. 5, η πολεοδομική ενότητα ή οι ενότητες που βρίσκεται ο προς αποζημίωση κοινόχρηστος χώρος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, χωρίζεται σε τρεις (3) ζώνες:
Ζώνη Α: Περιλαμβάνει τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στον προς αποζημίωση κοινόχρηστο χώρο. Προκειμένου για διαμερίσματα, αρκεί να έχει πρόσωπο το οικόπεδο στο οποίο βρίσκονται.
Ζώνη Γ: Περιλαμβάνει ακίνητα τα οποία λόγω απόστασης ή δυσκολιών πρόσβασης από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια εξυπηρετούνται λιγότερο ικανοποιητικά από τα ακίνητα των δύο άλλων Ζωνών.
Ζώνη Β: Περιλαμβάνει τα ακίνητα της περιοχής που βρίσκεται μεταξύ των Ζωνών Α και Γ.
β) Το μερίδιο κάθε ακινήτου πολλαπλασιάζεται με συντελεστή: 1 για ακίνητα της Ζώνης Γ, 1,5 για ακίνητα της Ζώνης Β, και 3 για ακίνητα της Ζώνης Α.
γ) Σε περίπτωση ειδικών κτιρίων, όπως ξενοδοχείων, κλινικών, βιομηχανιών, πολυκαταστημάτων, εμπορικών κέντρων, σταθμών αυτοκινήτων, καθώς επίσης και των οικοπέδων ειδικής χρήσης, όπως οικοπέδων που χρησιμοποιούνται για μάνδρες εμπορίας ή αποθήκευσης υλικών ή ανταλλακτικών, το μερίδιο το οποίο έχει ήδη προκύψει από την εφαρμογή της περ. β΄ επιβαρύνεται επιπλέον πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 2, ανεξαρτήτως Ζώνης. Από τα ανωτέρω ειδικά κτίρια εξαιρούνται τα κτίρια κοινής ωφέλειας.
7. Ο υπολογισμός της επιβάρυνσης κάθε ιδιοκτησίας γίνεται ως εξής:
α) Το εμβαδόν κάθε ακινήτου πολλαπλασιάζεται με τον συντελεστή Ζώνης ή και ειδικής χρήσης της περ. γ΄ της παρ. 6.
β) Τα προκύπτοντα μεγέθη αθροίζονται και προκύπτει το υπολογιστικό εμβαδόν (Ε).
γ) Η συνολική καταβλητέα αποζημίωση (Δ), όπως καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 4, διαιρούμενη με το υπολογιστικό εμβαδόν δίνει το υπολογιστικό μερίδιο (μ), ήτοι : μ = Δ/Ε.
δ) Η ειδική εισφορά κάθε ιδιοκτησίας ισούται με το γινόμενο του μ επί το εμβαδόν της (ε), πολλαπλασιαζόμενο με τους συντελεστές Ζώνης ή ειδικής χρήσης.
Ειδική εισφορά = μ. ε. σ. ρ, όπου σ = 1, 1,5, 3 και όπου ρ = 1 ή 2 αν είναι κατοικία ή ειδικής χρήσης.
8. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου θεωρούνται:
α) Ως αυτοτελής κατοικία, κάθε οικοδομή ή τμήμα της το οποίο στεγάζει ή είναι από την κατασκευή του προορισμένο για να στεγάσει ένα νοικοκυριό, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί ως αυτοτελής διηρημένη ιδιοκτησία κατά τον ν. 3741/1929 (Α΄ 4), του ν. 1024/1971 (Α΄ 232) και τα άρθρα 1002 και 1113 του Αστικού Κώδικα. Η ύπαρξη ιδιαίτερων μετρητών ηλεκτροδότησης ή υδροδότησης αποτελεί τεκμήριο για την αυτοτέλεια της κατοικίας.
β) Ως στεγασμένος χώρος με αυτοτελή χρήση, κάθε στεγασμένος χώρος που χρησιμοποιείται ή προορίζεται από την κατασκευή του να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση εργασίας ή την άσκηση επαγγέλματος, όπως κατάστημα ή εργαστήριο ή γραφείο ή για οποιαδήποτε άλλη αυτοτελή χρήση. Το τελευταίο εδάφιο της περ. α΄ εφαρμόζεται ανάλογα και για τους στεγασμένους χώρους με αυτοτελή χρήση.
γ) Ως αδόμητα οικόπεδα, όλοι οι αυτοτελείς μέσα σε οικοδομήσιμα τετράγωνα χώροι, οι οποίοι δεν έχουν κτίσματα που υπάγονται σε κάποια από τις προηγούμενες παραγράφους.
9. Για τον προσδιορισμό και βεβαίωση της εισφοράς ο δήμος προβαίνει στην απογραφή των βαρυνομένων κατοικιών ή χώρων ή αδόμητων οικοπέδων και συντάσσει σχετικό πίνακα που αναγράφει τις κατοικίες ή αυτοτελείς χώρους ή αδόμητα οικόπεδα της πολεοδομικής ενότητας και τους κυρίους ή νομείς τους με τις διευθύνσεις της κατοικίας τους. Στις περιπτώσεις ειδικών χρήσεων με περισσότερα μερίδια αναγράφεται και η ειδική χρήση. Ο πίνακας απογραφής αναρτάται στην ιστοσελίδα του δήμου και τοιχοκολλάται στο δημοτικό κατάστημα επί ένα δίμηνο. Η ανακοίνωση για την ανάρτηση και την τοιχοκόλληση του πίνακα δημοσιεύεται σε δύο (2) τοπικές εφημερίδες, εφόσον εκδίδονται, και σε μια (1) ημερήσια εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας. Σχετική έντυπη ειδοποίηση απευθύνεται και σε όλους τους αναφερομένους στον πίνακα ως κυρίους ή νομείς των υποκείμενων στην εισφορά ακινήτων. Η ειδοποίηση αποστέλλεται ταχυδρομικά με συστημένη επιστολή στους ενδιαφερομένου ιδιοκτήτες ή στους ενοίκους των κατοικιών ή χώρων, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση να την παραδώσουν χωρίς καθυστέρηση στους κυρίους ή τους νομείς των χώρων. Η ειδοποίηση του έκτου εδαφίου δεν αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας.
10. Μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την τελευταία δημοσίευση στον τύπο της κατά την παρ. 9 ανακοίνωσης, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει ένσταση κατά της εγγραφής, επισυνάπτοντας και κάθε δικαιολογητικό που συσχετίζεται με τις αντιρρήσεις του κατά των εγγραφών στον πίνακα. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της ιδιότητας του κυρίου ή νομέα του ακινήτου, η ένσταση είναι απαράδεκτη, αν δεν κατονομάζει τον πραγματικό κύριο ή νομέα, εφόσον την ένσταση την προβάλλει αυτός που στην κατοχή του βρίσκεται το ακίνητο.
11. Για τις ενστάσεις αποφασίζει το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο εγκρίνει τον οριστικό πίνακα απογραφής, ο οποίος αναρτάται, τοιχοκολλάται και ανακοινώνεται όπως και ο αρχικός πίνακας και αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης της εισφοράς.
12. Για την πραγματοποίηση της κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού απαλλοτρίωσης των ακινήτων, αντί των προβλεπομένων από τις ισχύουσες διατάξεις πράξεων αναλογισμού, συντάσσεται κτηματολόγιο και κτηματολογικός πίνακας, σύμφωνα με τον Κ.Α.Α.Α. Η διαδικασία για τη σύνταξη των στοιχείων αυτών κινείται από τον οικείο δήμο αμέσως μετά από τον κατά την παρ. 3 προσδιορισμό των διανοιγόμενων, βάσει του παρόντος, αρτηριών και κοινόχρηστων χώρων. Η δαπάνη για τη σύνταξη των στοιχείων αυτών βαρύνει τον οικείο δήμο, ο οποίος αμέσως μετά την οριστικοποίηση των στοιχείων αυτών ζητεί την εκτίμηση της εκτιμητικής επιτροπής του άρθρου 15 του Κ.Α.Α.Α. και επισπεύδει την περαιτέρω διαδικασία για τη βεβαίωση της εισφοράς και την πραγματοποίηση των απαλλοτριώσεων. Οι διατάξεις για την προσκύρωση και τακτοποίηση των οικοπέδων εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.
13. Η εισφορά βεβαιώνεται μετά την εκτίμηση της εκτιμητικής επιτροπής και εισπράττεται υπέρ του οικείου δήμου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την είσπραξη των εσόδων δήμων. Εισφορά μέχρι πενήντα εννέα (59) ευρώ καταβάλλεται από τον υπόχρεο εφάπαξ μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ειδοποίησή του για τη σχετική βεβαίωση. Εισφορά μεγαλύτερη από το ποσό αυτό καταβάλλεται σε οκτώ (8) το πολύ ίσες τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες όμως καμιά δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ποσό αυτό. Μετά από τον δικαστικό προσδιορισμό των προσωρινών τιμών μονάδας, ο δήμος αναπροσδιορίζει το ποσό της εισφοράς και προβαίνει σε συμπληρωματική βεβαίωση. Σε συμπληρωματικές επίσης βεβαιώσεις προβαίνει ο δήμος και σε κάθε περίπτωση που διαπιστωθεί δικαστικά διαφορά προσώπων υπόχρεων. Για την καταβολή των συμπληρωματικά βεβαιουμένων εισφορών σε δόσεις εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο της παρούσας.
14. Η εισφορά και το ποσό της κατά την παρ. 4 συμμετοχής του οικείου δήμου φέρεται στον προϋπολογισμό εσόδων του δήμου με ιδιαίτερο κωδικό αριθμό και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την καταβολή των αποζημιώσεων απαλλοτρίωσης των κοινοχρήστων χώρων, για τους οποίους έγινε ο υπολογισμός και η βεβαίωση της εισφοράς. Χρησιμοποίηση του προϊόντος είσπραξης της εισφοράς για άλλους σκοπούς συνιστά, εκτός των άλλων συνεπειών, και βαριά, κατά τον Ποινικό Κώδικα, παράβαση καθήκοντος για όλα τα όργανα του δήμου, αιρετά ή όχι, που συμπράττουν στην ανεπίτρεπτη χρησιμοποίηση.
15. Όταν αρχίσει η πραγματοποίηση εσόδων από την είσπραξη της εισφοράς, ο δήμος ζητεί από το αρμόδιο δικαστήριο τον προβλεπόμενο από τις σχετικές διατάξεις προσωρινό προσδιορισμό της τιμής μονάδας και στη συνέχεια παρακαταθέτει σταδιακά και τμηματικά, ανάλογα με το διαθέσιμο προϊόν της εισφοράς, τις οικείες αποζημιώσεις για τη συντέλεση των απαλλοτριώσεων και τη διάνοιξη των κοινόχρηστων χώρων για τους οποίους προορίζεται η εισφορά.
16. Στην περίπτωση που η εισφορά προσδιορίστηκε και βεβαιώθηκε για μέρος μόνο των βασικών πλατειών και οδών μιας πολεοδομικής ενότητας, που έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με την παρ. 2, επαναλαμβάνεται η διαδικασία για τις επόμενες μερικά ή ολικά.
Άρθρο 181. Κατάθεση αποζημίωσης ρυμοτομουμένων από τρίτους
1. Επιτρέπεται ύστερα από έγκριση του οικείου δημοτικού συμβουλίου σε οποιοδήποτε πρόσωπο, σύμφωνα με τα οριζόμενα κατωτέρω, να προκαταβάλει για λογαριασμό των υποχρέων την αποζημίωση για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης ακινήτων, που προβλέπονται από τα εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια ως κοινόχρηστοι χώροι.
2. Αν το πρόσωπο στο οποίο επετράπη η κατάθεση της αποζημίωσης δεν καταθέσει τη σχετική αποζημίωση μέσα στην προθεσμία που τάσσεται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο κατά την παροχή της έγκρισης της παρ. 1, επιβάλλεται, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, πρόστιμο μέχρι 5.870 ευρώ το οποίο εισπράττεται από τον δήμο.
3. Οι παρόδιοι ιδιοκτήτες οι οποίοι, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, είναι υπόχρεοι για την αποζημίωση του ρυμοτομουμένου υποχρεούνται να καταβάλουν την αποζημίωση που τους αναλογεί στο πρόσωπο που κατέθεσε την αποζημίωση για λογαριασμό τους. Με την καταβολή αυτή θεωρείται ότι οι παρόδιοι εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους λόγω ρυμοτομίας.
4. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται η διαδικασία υποβολής της αίτησης προς το δημοτικό συμβούλιο και τα στοιχεία που τη συνοδεύουν, ο τρόπος και η διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου, ο τρόπος και η διαδικασία ειδοποίησης των υποχρέων παροδίων για την καταβολή στον δήμο της αποζημίωσης που τους αναλογεί, τα κριτήρια και η διαδικασία επιβολής του προσώπου το οποίο θα καταθέσει την αποζημίωση, σε περίπτωση περισσοτέρων ενδιαφερομένων, και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Άρθρο 182. Ειδική εισφορά εφαρμογής ρυμοτομικών σχεδίων
1. Στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 184, καθώς και στις περιπτώσεις στις οποίες έχουν παρέλθει τουλάχιστον δέκα (10) έτη από την έγκριση του Ρ.Σ., με το οποίο καθορίστηκε το ακίνητο ως κοινόχρηστος χώρος, πλην οδών, εξαιρουμένων των τμημάτων τους που συνέχονται με πλατείες και χώρους πρασίνου, είναι δυνατόν με απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου να εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Κ.Α.Α.Α. αντί των διατάξεων περί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Για την εξασφάλιση των προς απαλλοτρίωση ακινήτων για τη δημιουργία των παραπάνω κοινόχρηστων χώρων, καταβάλλεται με επίσπευση του οικείου δήμου το σύνολο της αποζημίωσης, όπως αυτή καθορίζεται είτε δικαστικά, είτε εξωδικαστικά, μέχρι ύψους που υπολογίζεται βάσει του συστήματος αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
2.α) Από την κατά τα ανωτέρω αποζημίωση ποσοστό ίσο προς το τριάντα τοις εκατό (30%) της αξίας των προς απαλλοτρίωση ή απόκτηση ακινήτων βαρύνει τον προϋπολογισμό του δήμου, ενώ το υπόλοιπο εβδομήντα τοις εκατό (70%) κατανέμεται και βαρύνει, ως ειδική εισφορά, ανάλογα με το εμβαδό του οικοπέδου, τους κύριους ή νομείς όλων των άρτιων και οικοδομήσιμων οικοπέδων, των οικοδομικών τετραγώνων πού έχουν πλευρά έστω και σημειακά στον προς αποζημίωση κοινόχρηστο χώρο, καθώς και των ακινήτων που βρίσκονται εντός ή τέμνονται από τον τομέα που προσδιορίζεται από κλειστή τεθλασμένη γραμμή, η οποία χαράσσεται σε απόσταση διακόσια πενήντα (250) μέτρα από τα όρια του προς διάνοιξη κοινόχρηστου χώρου. Όταν ο προς διάνοιξη κοινόχρηστος χώρος έχει ευρύτερη σημασία για την πολεοδομική ενότητα ή και την πόλη γενικότερα η απόσταση μπορεί να αυξάνεται αναλόγως δυναμένη να φτάνει τα πεντακόσια (500) μέτρα. Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου καθορίζεται για κάθε κοινόχρηστο χώρο, το ακριβές μέγεθος της παραπάνω απόστασης. Ειδικότερα το μερίδιο των ακινήτων που έχουν πρόσωπο στον προς αποζημίωση κοινόχρηστο χώρο επιβαρύνεται επιπλέον, πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 3. Το μερίδιο ακινήτων στα οποία υπάρχουν κτίρια κηρυγμένα ως διατηρητέα ή ως μνημεία μειώνεται κατά εξήντα τοις εκατό (60%).
β) Με την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης του σχεδίου, σύμφωνα με την παρ. 1, ο δήμος προβαίνει στη σύνταξη πίνακα απογραφής των περιλαμβανομένων ακινήτων στον οποίο αναγράφονται οι κύριοι ή νομείς τους με τις διευθύνσεις της κατοικίας τους, για τον προσδιορισμό και βεβαίωση της εισφοράς. Ο πίνακας απογραφής τοιχοκολλάται στο κατάστημα του δήμου και μπορεί να αναρτάται στην ιστοσελίδα του επί ένα δίμηνο. Η ανακοίνωση για την τοιχοκόλληση του πίνακα δημοσιεύεται σε δύο τοπικές εφημερίδες, εφόσον εκδίδονται, και σε μια ημερήσια εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας. Σχετική έντυπη ειδοποίηση απευθύνεται και σε όλους τους αναφερομένους στον πίνακα ως κυρίους ή νομείς των υποκείμενων στην ειδική εισφορά ακινήτων. Η ειδοποίηση αποστέλλεται και ταχυδρομικά ή επιδίδεται στους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες ή στους ενοίκους των κτιρίων ή χώρων, ή τον διαχειριστή αυτών, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση να την παραδώσουν χωρίς καθυστέρηση στους κυρίους ή τους νομείς αυτών.
γ) Η εισφορά εισπράττεται ως δημοτικό τέλος, με βάση τις επιφάνειες των ακινήτων που έχουν καταγραφεί για τον υπολογισμό του τέλους ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) που χρησιμοποιούνται και για τη σύνταξη του παραπάνω πίνακα. Εφόσον έχει συνταχθεί κτηματολόγιο ή κτηματογράφηση, χρησιμοποιούνται τα σχετικά στοιχεία αυτών.
3. Μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την τελευταία δημοσίευση στον τύπο της, κατά την παρ. 2, ανακοίνωσης, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει ένσταση κατά της εγγραφής, επισυνάπτοντας και κάθε δικαιολογητικό που συσχετίζεται με τις αντιρρήσεις του κατά των εγγραφών στον πίνακα. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας του κυρίου ή νομέα του ακινήτου, η ένσταση είναι απαράδεκτη, αν δεν κατονομάζει τον πραγματικό κύριο ή νομέα, εφόσον την ένσταση την προβάλλει αυτός που στην κατοχή του βρίσκεται το ακίνητο.
4. Για τις ενστάσεις αποφασίζει, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 3, το δημοτικό συμβούλιο, το οποίο εγκρίνει τον οριστικό πίνακα απογραφής, ο οποίος τοιχοκολλάται και ανακοινώνεται όπως και ο αρχικός πίνακας και αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης της εισφοράς.
5. Η εισφορά βεβαιώνεται βάσει αντικειμενικών αξιών και εισπράττεται υπέρ του οικείου δήμου, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την είσπραξη των εσόδων των δήμων. Εισφορά μέχρι πεντακοσίων (500) ευρώ καταβάλλεται από τον υπόχρεο εφάπαξ μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ειδοποίηση του για τη σχετική βεβαίωση. Εισφορά μεγαλύτερη από το ποσό αυτό καταβάλλεται σε οκτώ (8) το πολύ ίσες τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες όμως καμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ποσό αυτό, πλην της τελευταίας (υπόλοιπο). Μετά το δικαστικό προσδιορισμό των προσωρινών τιμών μονάδας, ο δήμος αναπροσδιορίζει το ποσό της εισφοράς και προβαίνει σε συμπληρωματική βεβαίωση. Σε συμπληρωματικές επίσης βεβαιώσεις προβαίνει ο δήμος και σε κάθε περίπτωση που διαπιστωθεί δικαστικά διαφορά προσώπων υπόχρεων. Για την καταβολή των συμπληρωματικά βεβαιούμενων εισφορών σε δόσεις εφαρμόζεται το τρίτο εδάφιο της παρούσας.
6. Η εισφορά και το ποσό της κατά την παρ. 1 συμμετοχής του οικείου δήμου φέρεται στον προϋπολογισμό εσόδων του δήμου με ιδιαίτερο κωδικό αριθμό και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την καταβολή των αποζημιώσεων απαλλοτρίωσης των κοινόχρηστων χώρων, για τους οποίους έγινε ο υπολογισμός και η βεβαίωση της εισφοράς. Χρησιμοποίηση του προϊόντος είσπραξης της εισφοράς για άλλους σκοπούς συνιστά, εκτός των άλλων συνεπειών, και βαριά κατά τον Ποινικό Κώδικα παράβαση καθήκοντος για όλα τα όργανα του δήμου, αιρετά ή όχι, που συμπράττουν στην ανεπίτρεπτη χρησιμοποίηση.
7. Όταν αρχίσει η πραγματοποίηση εσόδων από την είσπραξη της εισφοράς ο δήμος ζητά από το αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον απαιτείται, τον προβλεπόμενο από τις σχετικές διατάξεις προσωρινό προσδιορισμό της τιμής μονάδας και στη συνέχεια παρακαταθέτει σταδιακά και τμηματικά, ανάλογα με το διαθέσιμο προϊόν της εισφοράς, τις σχετικές αποζημιώσεις για τη συντέλεση των απαλλοτριώσεων και τη διάνοιξη των κοινόχρηστων χώρων για τους οποίους προορίζεται η εισφορά.
8. Στην περίπτωση που η εισφορά προσδιορίστηκε και βεβαιώθηκε για τμήμα μόνο της επιφανείας του κοινοχρήστου χώρου, σύμφωνα με το παρόν, επαναλαμβάνεται η διαδικασία για το υπόλοιπο τμήμα της επιφάνειας του μερικά ή ολικά.
9.α) Οι παρ. 1 έως και 8 εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε σχέδια που εγκρίθηκαν με τις διατάξεις περί εισφορών των ιδιοκτησιών σε γη και χρήμα, για τα ακίνητα ή τα τμήματα των ακινήτων που είναι προς απαλλοτρίωση, μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδίου και εφόσον τα ακίνητα αυτά δεν έχουν αποκατασταθεί.
β) Η παρ. 2 εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε απαλλοτριώσεις για τη δημιουργία ή τη διάνοιξη κοινόχρηστων χώρων, πλην οδών εξαιρουμένων των τμημάτων τους που συνέχονται με πλατείες και χώρους πρασίνου, που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με το Τμήμα VI του Α΄ Μέρους και το άρθρο 165 και δεν έχουν συντελεστεί ή εκκρεμούν κατ` αυτών ενστάσεις ή προσφυγές ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών αρχών. Εκκρεμείς πράξεις αναλογισμού που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με το Τμήμα VI του Α΄ Μέρους και το άρθρο 165 για τις απαλλοτριώσεις του προηγούμενου εδαφίου ανακαλούνται αυτοδίκαια. Στις περιπτώσεις που οι δικαιούχοι αποζημίωσης είναι και υπόχρεοι αποζημίωσης ή ειδικής εισφοράς, επέρχεται συμψηφισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Kαταβληθέντα ποσά λόγω αυταποζημίωσης δεν αναζητούνται.
10. Το Πράσινο Ταμείο μπορεί να χρηματοδοτεί από τους πόρους του, τους δήμους για την απόκτηση και αποζημίωση των κοινοχρήστων αυτών χώρων. Ποσοστό ίσο προς το εβδομήντα τοις εκατό (70%) της χρηματοδότησης, το οποίο εισπράττεται από τον οικείο δήμο ως ειδική εισφορά, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, επιστρέφεται στο Πράσινο Ταμείο και μπορεί να επαναχορηγείται στον δήμο για την εκτέλεση μελετών και έργων διαμόρφωσης των υπόψη κοινοχρήστων χώρων ή για τη χρηματοδότηση της αποζημίωσης άλλων κοινοχρήστων χώρων του σχεδίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄: Άρση και επανεπιβολή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
Άρθρο 183. Ορισμοί
Για τις ανάγκες του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. «Ρυμοτομική απαλλοτρίωση»: η απαλλοτρίωση που επιβάλλεται επί ακινήτων κατά την έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου στη διαδικασία πολεοδομικού σχεδιασμού, με σκοπό να δημιουργηθούν επ' αυτών οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι που προβλέπονται στο οικείο σχέδιο ή την εφαρμογή αυτού. Εάν, κατά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, επιβλήθηκε στα ακίνητα εισφορά σε γη, ως ρυμοτομική απαλλοτρίωση νοείται η ρυμοτόμηση του κάθε ακινήτου στον βαθμό που υπερβαίνει την εισφορά σε γη που του αναλογεί.
2. «Κήρυξη ή επιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης»: η δέσμευση επί ενός ακινήτου που επέρχεται με την έκδοση της διοικητικής πράξης που εγκρίνει το ρυμοτομικό σχέδιο, χαρακτηρίζει τους κοινόχρηστους ή κοινωφελείς χώρους και εγκρίνει τις ρυμοτομικές γραμμές που καθορίζουν τη θέση και την ειδικότερη χρήση τους, ή άλλης διοικητικής πράξης, διά της οποίας καθορίζεται ότι ένα ακίνητο θα αξιοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων.
3. «Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης»: η άρση του ρυμοτομικού βάρους ή δέσμευσης που έχει επιβληθεί στο ακίνητο, λόγω παρέλευσης εύλογου χρόνου χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση. Η άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης γίνεται είτε αυτοδικαίως, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης.
4. «Επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης»: ο επαναχαρακτηρισμός ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου του συνόλου ή μέρους ενός ακινήτου μετά από την άρση της απαλλοτρίωσης αυτού, ο οποίος επιτρέπεται μόνο λόγω της αυξημένης πολεοδομικής αναγκαιότητας του χώρου και υπό την προϋπόθεση, ότι ο φορέας υπέρ ου η απαλλοτρίωση έχει αποδεδειγμένα τη δυνατότητα να καταβάλει άμεσα τη σχετική αποζημίωση.
Άρθρο 184. Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
1. Η ρυμοτομική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης, αν παρέλθουν:
α) δεκαπέντε (15) έτη από την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο αυτή επιβλήθηκε για πρώτη φορά, ή
β) πέντε (5) έτη από την κύρωση της σχετικής πράξης εφαρμογής ή πράξης αναλογισμού, ή
γ) δεκαοκτώ (18) μήνες από τον καθορισμό τιμής μονάδας, σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 20 του Κ.Α.Α.Α.
2. Μετά από την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο ιδιοκτήτης, με αίτηση προς τον οικείο δήμο, δύναται να ζητήσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου η ιδιοκτησία του να καταστεί οικοδομήσιμη. Η αίτηση, στην οποία γίνεται συνοπτική περιγραφή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, πρέπει να συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την κυριότητα του αιτούντος επί του ακινήτου.
3.α) Το οικείο δημοτικό συμβούλιο, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης της παρ. 2 είτε αποδέχεται την αίτηση και εκκινεί τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου είτε προτείνει στον οικείο περιφερειάρχη την εκ νέου επιβολή της αρθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης για τον ίδιο σκοπό ή τη μερική επανεπιβολή της. Ειδικότερα, το δημοτικό συμβούλιο μπορεί, σταθμίζοντας τις πολεοδομικές ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες του δήμου, είτε να προτείνει τη μερική επανεπιβολή της αρθείσας απαλλοτρίωσης είτε να αποφασίσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με την αίτηση του ιδιοκτήτη. Το δημοτικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προτείνει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου μετά από αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακόμη κι εάν δεν έχει προηγηθεί αίτηση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, όταν κρίνει ότι δεν συντρέχουν σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι, που επιβάλλουν τη διατήρηση του ακινήτου ή μέρους αυτού ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου.
β) Η ολική ή μερική επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης είναι δυνατή μόνο, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
βα) σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι επιβάλλουν τη διατήρηση του ακινήτου ή μέρους αυτού ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου, και
ββ) ο οικείος δήμος διαθέτει την οικονομική δυνατότητα για την άμεση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στους δικαιούχους, που αποδεικνύεται με την εγγραφή της προσήκουσας αποζημίωσης σε ειδικό κωδικό στον προϋπολογισμό του οικείου δήμου. Ως προσήκουσα αποζημίωση ορίζεται, η υπολογιζόμενη με βάση το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κατά το ημερολογιακό έτος υποβολής της αίτησης. Η σχετική εγγραφή δαπάνης στον προϋπολογισμό του οικείου δήμου γίνεται ταυτοχρόνως με εγγραφή ισόποσου εσόδου από χρηματοδότηση προερχόμενη από το Πράσινο Ταμείο, εφόσον αυτή έχει εγκριθεί εντός της προθεσμίας της παρούσας. Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση, που η απαλλοτρίωση γίνεται για τη δημιουργία κοινωφελούς χώρου και ο αρμόδιος φορέας είναι άλλος, πλην του δήμου.
4. Αν ο αρμόδιος για την απαλλοτρίωση είναι άλλος, πλην του δήμου, φορέας και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για άμεση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης, και αν ο δήμος κρίνει ότι υφίστανται σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι για τη διατήρηση του ακινήτου ως κοινωφελούς χώρου, δύναται, μετά από έγκριση του αρμόδιου φορέα, ο δήμος να καταβάλει τη σχετική δαπάνη από τον προϋπολογισμό του και εν συνεχεία να την αναζητήσει από τον αρμόδιο φορέα.
5. Για τις ιδιοκτησίες της παρ. 2 δύναται να εκδίδεται άδεια για πάσης φύσεως εργασίες αποκαταστάσεως και αισθητικής, λειτουργικής ή ενεργειακής αναβαθμίσεως, ιδίως επισκευής, συντηρήσεως, στατικής ενισχύσεως, ανακαινίσεως, συνδέσεως με δίκτυα κοινής ωφελείας, σε νομίμως υφιστάμενες οικοδομές, εφόσον αυτές δεν κείνται στο ρυμοτομούμενο τμήμα του ακινήτου και δεν επέρχεται αύξηση των πολεοδομικών όγκων, μη λαμβανομένης υπόψη αυξήσεων στην περιμετρική φέρουσα τοιχοποιία, από εργασίες εξωτερικής θερμομονώσεως και από ανακατασκευή στέγης, κατά την παρ. 80 του άρθρου 197.
Άρθρο 185. Επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
1. Η πρόταση της παρ. 3 του άρθρου 184 διαβιβάζεται στον αρμόδιο περιφερειάρχη. Εάν, δι' αυτής προτείνεται η ολική ή μερική επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ο περιφερειάρχης λαμβάνει απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία της συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου. Η απόφαση περιλαμβάνει το εμβαδόν του ρυμοτομούμενου τμήματος της ιδιοκτησίας, προκειμένου να καθοριστεί η αποζημίωση και δημοσιεύεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά από την έκδοση της απόφασης επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο οικείος δήμος είτε παρακαταθέτει, εντός προθεσμίας δεκαοκτώ (18) μηνών, την προσήκουσα αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ δικαιούχου, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κ.Α.Α.Α., είτε εκδίδει χρηματικό ένταλμα πληρωμής της προσήκουσας αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Για ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες έχουν επανεπιβληθεί από την 1η Σεπτεμβρίου 2022 έως την 1η Μαΐου 2024 και αφορούν αποκλειστικά κοινόχρηστους χώρους, και προκειμένου να καταστεί δυνατή η διατήρηση σημαντικών τέτοιων χώρων από τους δήμους με γνώμονα τη διασφάλιση καλύτερης ποιότητας ζωής για τους πολίτες, η προθεσμία για την καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης είναι τριάντα έξι (36) μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον οι φερόμενοι ως δικαιούχοι υποβάλουν εγγράφως δήλωση, εντός ενός (1) μηνός από την 1η Μαΐου 2024, με την οποία δηλώνουν ότι επιθυμούν τη διατήρηση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και η δήλωσή τους γίνει αποδεκτή με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του οικείου δήμου.
Παράβαση οποιασδήποτε από τις παραπάνω προθεσμίες, έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη οριστική άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Η παράβαση αυτή μπορεί να διαπιστώνεται με πράξη του γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης, μετά από σχετικό αίτημα του ενδιαφερομένου.
2. Ο δικαιούχος της αποζημίωσης, ακόμη και αν εισπράξει την προσήκουσα αποζημίωση, δικαιούται, εντός έξι (6) μηνών από την παρακατάθεσή της ή την έκδοση του χρηματικού εντάλματος πληρωμής, να ασκήσει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αίτηση για τον προσδιορισμό προσωρινής ή οριστικής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης, στρεφόμενος κατά του οικείου δήμου σύμφωνα με τον Κ.Α.Α.Α. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής συνάγεται αποδοχή της προσήκουσας αποζημίωσης από τον ιδιοκτήτη και η ρυμοτομική απαλλοτρίωση θεωρείται συντελεσθείσα. Το ίδιο δικαίωμα διατηρεί και ο οικείος δήμος.
3. Δεύτερη επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επί του αυτού ακινήτου, ολική ή μερική, δεν επιτρέπεται
Άρθρο 186. Τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου σε περίπτωση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
1. Αν το δημοτικό συμβούλιο προτείνει προς τον αρμόδιο περιφερειάρχη την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με την αίτηση της παρ. 2 του άρθρου 184 ή τη μερική επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ο δήμος κινεί υποχρεωτικά τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου να καταστεί οικοδομήσιμο το ακίνητο ή το μέρος αυτού που δεν είναι πλέον υπό απαλλοτρίωση ή για το οποίο δεν συντρέχει περίπτωση επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης.
2. Εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απαλλοτρίωση ήρθη ή επανεπιβλήθηκε μερικώς, η αρμόδια υπηρεσία συντάσσει τοπογραφικό διάγραμμα εξαρτημένο στο σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ‘87, στο οποίο αποτυπώνονται τα όρια της ιδιοκτησίας που βρίσκεται υπό ρυμοτομική απαλλοτρίωση και οριοθετημένα ή μη υδατορέματα, εγκεκριμένοι αρχαιολογικοί χώροι, οριογραμμές αιγιαλού, παραλίας, παλαιού αιγιαλού, όχθης, παρόχθιας ζώνης και παλαιάς όχθης και δουλείες διέλευσης εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ή αγωγού φυσικού αερίου και όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις προδιαγραφές των διαγραμμάτων της τροποποίησης ρυμοτομικών σχεδίων, καθώς και την πρόταση τροποποίησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου το ακίνητο να καταστεί οικοδομήσιμο. Αν προκύπτει η ύπαρξη μη οριοθετημένου υδατορέματος, το διάγραμμα συνοδεύεται από πρόταση καθορισμού οριογραμμών υδατορεμάτων, σύμφωνα με τον ν. 4258/2014 (Α΄' 94). Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ανωτέρω προθεσμίας, το τοπογραφικό συντάσσεται με επιμέλεια του αιτούντος, ο οποίος δικαιούται να εισπράξει από τον δήμο την καταβολή της σχετικής δαπάνης. Το τοπογραφικό θεωρείται από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, ως προς την ισχύ των αναγραφόμενων στοιχείων του ρυμοτομικού σχεδίου.
3. Με βάση την προτεινόμενη τροποποίηση του εγκεκριμένου Ρ.Σ., που συνοδεύει το διάγραμμα της παρ. 2, ο δεσμευμένος χώρος μετατρέπεται σε οικοδομήσιμο, τηρώντας τη διαδικασία αναθεώρησης Ρ.Σ. του άρθρου 60.
4. Σε περιπτώσεις σχεδίων πόλεως που εγκρίθηκαν με το Τμήμα VI του Α΄ Μέρους, η εισφορά σε γη που επιβάλλεται κατά την τροποποίηση του Ρ.Σ., προκειμένου το ακίνητο να καταστεί οικοδομήσιμο για πρώτη φορά, υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 140.
Άρθρο 187. Ειδικές περιπτώσεις
1. Δεν υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 183 έως 185 ιδιοκτησίες που χαρακτηρίστηκαν ως κοινόχρηστοι χώροι από το ρυμοτομικό σχέδιο ή μεταγενέστερα υπήχθησαν σε ειδικό καθεστώς που απαγορεύει τη μετατροπή τους σε οικοδομήσιμο χώρο, όπως το προβλεπόμενο σε διατάξεις περί ρεμάτων, αιγιαλού και παραλίας, ζωνών προστασίας και αστικών αλσών.
2. Δεν υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 183 έως 185 ρυμοτομούμενα τμήματα ιδιοκτησιών που παραχωρήθηκαν άτυπα και διανοίχτηκαν επ' αυτών εν τοις πράγμασι κοινόχρηστοι δρόμοι, προκειμένου να καταστεί οικοδομήσιμο το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα είτε να εκδοθεί οικοδομική άδεια είτε να μεταβιβαστεί ως άρτιο και οικοδομήσιμο. Ως προς τα ακίνητα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 194. Ομοίως, δεν υπάγονται τμήματα ιδιοκτησιών που παραχωρήθηκαν με συμβολαιογραφική πράξη στον οικείο δήμο, προκειμένου να διανοιγεί δρόμος, αλλά αυτός δεν διανοίχτηκε. Στις περιπτώσεις αυτές, οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες έχουν δικαίωμα αποζημίωσης μόνο για τη στέρηση της ιδιοκτησίας τους.
3. Συνεταιρισμοί που επέσπευσαν ρυμοτομικά σχέδια, οι κοινόχρηστοι χώροι των οποίων περιήλθαν αυτοδίκαια στους δήμους, σύμφωνα με το άρθρο 193, είναι υπόχρεοι για την αποζημίωση ιδιοκτητών, των οποίων οι ιδιοκτησίες εντάχθηκαν στο σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι, για τη στέρηση της ιδιοκτησίας τους. Αν ο συνεταιρισμός έχει διαλυθεί, στις υποχρεώσεις του υπεισέρχεται ο οικείος δήμος.
Άρθρο 188. Επιχειρησιακό σχέδιο για την εξασφάλιση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων
1. Για τον προγραμματισμό της ολοκλήρωσης της εφαρμογής του σχεδίου πόλης και την απόκτηση των χαρακτηρισμένων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, οι δήμοι καταρτίζουν επιχειρησιακό σχέδιο, στο οποίο καταγράφονται και κατηγοριοποιούνται οι χαρακτηρισμένοι από το σχέδιο πόλης κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι. Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι των οποίων δεν έχει συντελεστεί η απαλλοτρίωση ιεραρχούνται, ανά δήμο ή δημοτική ενότητα ή δημοτική κοινότητα, ως προς την αναγκαιότητα υλοποίησής τους, βάσει της πολεοδομικής σημασίας τους για την πόλη.
2. Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, για τους οποίους δεν έχει συντελεστεί η απαλλοτρίωση διακρίνονται σε:
α. χώρους, για τους οποίους έχει αρθεί η ρυμοτομική απαλλοτρίωση δυνάμει δικαστικής απόφασης,
β. χώρους, για τους οποίους έχει υποβληθεί αίτηση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης περί της άρσης,
γ. χώρους, για τους οποίους έχει αυτοδικαίως αρθεί η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, αλλά δεν έχει κατατεθεί αίτηση για την τροποποίηση του σχεδίου,
δ. λοιπούς χώρους, που δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω περιπτώσεις.
3. Τα ανωτέρω στοιχεία αντλούνται από την πλατφόρμα της Ηλεκτρονικής Πολεοδομικής Ταυτότητας Δήμου του άρθρου 65 του ν. 4495/2017 (Α' 167) ή, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί, λαμβάνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου.
4. Για τις ανάγκες σύνταξης του επιχειρησιακού σχεδίου του παρόντος, το Ελληνικό Κτηματολόγιο παρέχει προς τους δήμους την αναγκαία πρόσβαση στη βάση δεδομένων του Συστήματος Πληροφοριών Εθνικού Κτηματολογίου.
5. Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, μετά την κατάταξή τους σύμφωνα με την παρ. 2, ιεραρχούνται με βάση την αναγκαιότητά τους για τον ευρύτερο πολεοδομικό σχεδιασμό του οικείου δήμου, δημοτικής ενότητας ή δημοτικής κοινότητας, λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου που έχει παρέλθει από την επιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
6. Το επιχειρησιακό σχέδιο εγκρίνεται με απόφαση της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής του οικείου δήμου.
Άρθρο 189. Μεταβατικές διατάξεις - Εξουσιοδοτική διάταξη
1. Τα άρθρα 183 έως 187 εφαρμόζονται και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που έχουν κηρυχθεί πριν από τις 9.12.2020 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν. 4759/2020, Α΄245).
2. Τα άρθρα 183 έως 187 εφαρμόζονται και σε περίπτωση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σε συμμόρφωση με δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση του παρόντος ή που θα εκδοθεί επί προσφυγής με αίτημα την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης που έχει κατατεθεί και συζητηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η παραίτηση του προσφεύγοντος από υποθέσεις που δεν έχουν συζητηθεί ακόμη και έχουν ως αντικείμενο την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης δεν κωλύει την άσκηση του δικαιώματός του να υποβάλει την αίτηση που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 184.
3. Το Πράσινο Ταμείο δύναται να καλύπτει το σύνολο της προσήκουσας αποζημίωσης, με δικαιούχο της καταβολής τον δήμο, για την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, με σκοπό τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων της παρ. 1 στο πλαίσιο ειδικού χρηματοδοτικού προγράμματος, το οποίο εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, υπό τους όρους που ορίζονται στην απόφαση της έγκρισής του, εφόσον, εντός έξι (6) μηνών από την καταβολή, συνταχθεί και κυρωθεί από τον οικείο δήμο Πράξη Εφαρμογής ή Πράξη Αναλογισμού και υποβληθεί από τον δικαιούχο της αποζημίωσης αίτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για την αναγνώρισή του ως δικαιούχου της αποζημίωσης. Σε περίπτωση: α) μη τήρησης των άνω προϋποθέσεων, ή β) αν το αρμόδιο δικαστήριο απέρριψε την κατ’ άρθρο 26 του Κ.Α.Α.Α. αίτηση αναγνώρισης δικαιούχου της αποζημίωσης, ή γ) με αμετάκλητη απόφασή του κατά την τακτική διαδικασία αναγνώρισε ότι ο ιδιώτης δεν είναι κύριος του ρυμοτομούμενου, επειδή το ακίνητο ανήκει στο Δημόσιο, σε ν.π.δ.δ. ή σε φορείς του δημόσιου τομέα, η γενομένη καταβολή λογίζεται ως αχρεώστητη και το Πράσινο Ταμείο αναζητεί από τον δήμο τα ποσά που κατέβαλε. Εάν καθοριστεί με δικαστική απόφαση δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 185 προσωρινή ή οριστική μονάδα χαμηλότερη από την προσήκουσα, κατά την παρ. 3 του άρθρου 184, η διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας από το Πράσινο Ταμείο αποζημίωσης και εκείνης που καθορίστηκε δικαστικά λογίζεται ως αχρεώστητη καταβολή και το Ταμείο αναζητεί από τον δήμο το επιπλέον καταβληθέν ποσό με κάθε νόμιμο μέσο. Στο ειδικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα, το οποίο εγκρίνεται με την κοινή απόφαση του πρώτου εδαφίου, προβλέπονται οι διαδικασίες, με τις οποίες ανακτώνται τα ποσά που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως, μετά τη σύνταξη της πράξης αναλογισμού ή εφαρμογής ή τον δικαστικό καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσης ή τη δικαστική αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης, στις οποίες δύνανται να συμπεριληφθούν προβλέψεις ιδίως για τον καταλογισμό, τη δέσμευση διαθεσίμων και τον ορισμό υπολόγων.
4. Ο Κ.Α.Α.Α. εφαρμόζεται συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.
Άρθρο 190. Μεταβατικές διατάξεις για αιτήσεις υποβληθείσες έως 9.12.2020
Διαδικασίες τροποποίησης εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων μετά από άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή δέσμευσης κατ’ άρθρο 32 του ν. 4067/2012 (Α΄ 79), για τις οποίες είχε υποβληθεί αίτηση πριν από τις 9.12.2020 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν. 4759/2020, Α΄ 245), ολοκληρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 4067/2012 (Α΄ 79) ως ίσχυε πριν από τη κατάργησή του.
Άρθρο 191. Μεταβατικές διατάξεις
Εκκρεμείς διαδικασίες τροποποίησης εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων λόγω άρσης προς συμμόρφωση δικαστικών αποφάσεων, για τις οποίες έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα στις αρμόδιες υπηρεσίες, συνεχίζουν με τις προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) και του άρθρου 32 του ν. 4067/2012 (Α΄ 79). Μετά από αίτημα του ιδιοκτήτη ή του συνόλου των συνιδιοκτητών του ακινήτου δύναται να υπάγονται στην παρ. 7 του άρθρου 1 και του άρθρου 3 του 4315/2014 (Α΄ 269). Σε κάθε περίπτωση εκκρεμών διαδικασιών ισχύουν οι παρ. 4, 6, 7, 16 και 18 του άρθρου 32 του ν. 4067/2012 (Α΄ 79).
Άρθρο 192. Διατήρηση αυτοδικαίως αρθείσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
Σε ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, στις οποίες έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας από τον δικαστικό καθορισμό τιμής μονάδας, οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες μπορούν να υποβάλουν προς τον υπόχρεο φορέα καταβολής της αποζημίωσης, με κοινοποίηση στην αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση, αίτηση και υπεύθυνη δήλωση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης μέχρι και τις 31.12.2024. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από τον ως άνω υπόχρεο φορέα καταβολής αποζημίωσης με απόφασή του, μόνο τότε υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης και δεν επιτρέπεται η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αύξηση της δικαστικώς καθορισθείσας τιμής της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας.
ΤΜΗΜΑ ΙV: ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ ΣΕ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΛΕΩΣ ΜΕ ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ
Άρθρο 193. Εγκεκριμένοι κοινόχρηστοι χώροι με επίσπευση των ιδιοκτητών
1. Οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, οδοί, άλση, κήποι κ.λπ.) που καθορίζονται από τα μέχρι τις 8.5.1948 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν.δ. 690/1948 - Α΄ 133) εγκριθέντα σχέδια ρυμοτομίας οικισμών, με επίσπευση των ιδιοκτητών ή εκείνων που ανέλαβαν την εκμετάλλευση των οικείων εκτάσεων, θεωρούνται ότι περιήλθαν σε κοινή χρήση από την έγκριση του σχεδίου του οικισμού που τους καθόρισε. Τα παραπάνω ισχύουν είτε επιβλήθηκε στους επισπεύσαντες την έγκριση η υποχρέωση της παραίτησης τους από την κυριότητα, νομή και κατοχή των χώρων αυτών, ασχέτως αν εκπληρώθηκε αυτή ή όχι, είτε δεν επιβλήθηκε η υποχρέωση αυτή, αλλά η έγκριση του σχεδίου που επιδιώχθηκε απ' αυτούς είχε ως αναγκαία, κατ' αμάχητο τεκμήριο, συνέπεια την με οικειοθελή βούληση παραίτησή τους από την κυριότητα, νομή και κατοχή των γηπέδων που καταλαμβάνονται από τους χώρους αυτούς, χωρίς την οποία δεν ήταν δυνατή η έγκριση του σχεδίου και η διάθεση των οικοδομήσιμων για οποιοδήποτε σκοπό χώρων που ορίστηκαν από το σχέδιο αυτό. Οι παραπάνω κοινόχρηστοι χώροι περιέρχονται σε κοινή χρήση ελεύθεροι από κάθε βάρος, υποθήκη ή προσημείωση και τα τυχόν επ' αυτών εγγεγραμμένα βάρη περιορίζονται στα υπόλοιπα ακίνητα εκείνων που επέσπευσαν την έγκριση του σχεδίου.
2. Η παρ. 1 ισχύει και για τους κοινόχρηστους χώρους που καθορίζονται με μεταγενέστερη τροποποίηση του σχεδίου και καταλαμβάνουν γήπεδα που ανήκουν κατά τον χρόνο της τροποποίησης στους επισπεύσαντες την έγκριση του σχεδίου, εφόσον η τροποποίηση έγινε με αίτησή τους ή έγινε αποδεκτή σε οποιοδήποτε χρόνο έστω και σιωπηρώς, χωρίς να έχει εκδηλωθεί εγγράφως μέχρι τις 8.5.1948 οποιαδήποτε αντίθεση ή επιφύλαξη. Στην περίπτωση της παρούσας οι καταργούμενοι με την τροποποίηση κοινόχρηστοι χώροι που μετατρέπονται σε οικοδομήσιμους περιέρχονται στην κυριότητα, νομή και κατοχή των επισπευσάντων την έγκριση του σχεδίου, κατά επιφάνεια που δεν υπερβαίνει το εμβαδόν των χώρων που καθορίστηκαν ως κοινόχρηστοι με την τροποποίηση, κατά το προηγούμενο εδάφιο.
3. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και στην περίπτωση χώρων που δεν καθορίστηκαν μεν κοινόχρηστοι από το εγκεκριμένο σχέδιο, αλλά οι επισπεύσαντες την έγκρισή του εκδήλωσαν είτε με επαγγελίες είτε με διαφημιστικούς χάρτες και διαγράμματα ή αγγελίες και γενικά με οποιοδήποτε τρόπο, την πρόθεσή τους να τους θέσουν σε κοινή χρήση με σκοπό την προσέλευση αγοραστών. Σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφισβήτησης της πρόθεσης αυτής των επισπευσάντων την έγκριση αποφαίνεται οριστικά και τελεσίδικα το αρμόδιο πρωτοδικείο επί αγωγής είτε των επισπευσάντων είτε του Δημοσίου είτε του οικείου δήμου ή και κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου στην περιφέρεια του οικείου δήμου.
4. Οι παρ. 1 και 2 δεν ισχύουν αν οι κοινόχρηστοι χώροι καταλαμβάνουν ακίνητα που δεν ανήκουν στους επισπεύσαντες την έγκριση του σχεδίου. Για την αποζημίωση των χώρων αυτών, ως προς το μέρος που αναλογεί στους δήμους, υπόχρεοι ορίζονται οι επισπεύσαντες την έγκριση του σχεδίου.
5. Οι παρ. 1 και 2 ισχύουν ανάλογα και για τα οικόπεδα που προορίζονται σύμφωνα με τα παραπάνω σχέδια για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφέλειας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι χώροι αθλητικών εν γένει εγκαταστάσεων, λουτρών και κέντρων αναψυχής, των οποίων η κυριότητα, νομή και κατοχή αν δεν μεταβιβάστηκε μέχρι τις 8.5.1948 σε εκπλήρωση υποχρέωσης που αναλήφθηκε ή και απλώς επιβλήθηκε, θεωρείται ότι μεταβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού στα αρμόδια για την ανέγερση των κτιρίων κοινής ωφέλειας νομικά πρόσωπα και η μεταγραφή αυτών ενεργείται με φροντίδα των προσώπων αυτών.
6. Στους κατά το παρόν άρθρο οικισμούς, απαγορεύεται κάθε μεταβίβαση της κυριότητας γηπέδων που προορίζονται για τους σκοπούς των παρ. 1, 2, 3 και 5. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει στην περίπτωση της παρ. 4, η οποία εφαρμόζεται ως προς την αποζημίωση των τυχόν μέχρι τις 8.5.1948 μεταβιβασθέντων γηπέδων που προορίζονται για τους παραπάνω σκοπούς. Κάθε δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου που έχει ως αντικείμενο μεταβίβαση κυριότητας, η οποία απαγορεύεται κατά τα παραπάνω είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρη.
7. Στα γήπεδα της παρ. 3, μέχρι την έκδοση της κατά την παράγραφο αυτή απόφασης του πρωτοδικείου, απαγορεύεται απολύτως η εκτέλεση οποιασδήποτε φύσης οικοδομικών εργασιών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η περίφραξη, καθώς και η έγκριση ή επέκταση υφιστάμενου σ' αυτά σχεδίου ρυμοτομίας και η για οποιοδήποτε σκοπό αναγκαστική απαλλοτρίωσή τους εν όλω ή εν μέρει. Μετά την απόφαση του πρωτοδικείου εφαρμόζονται και οι ισχύουσες γενικές διατάξεις περί σχεδίων πόλεων.
8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους οικισμούς που εγκρίθηκαν μετά τις 8.5.1948 ή και στις επεκτάσεις οικισμών ή γενικώς σχεδίων πόλεων με την επίσπευση οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή και των ιδιοκτητών των εκτάσεων. Κατά την έγκριση, για την οποία απαιτείται γνωμοδότηση ειδικής επταμελούς πολεοδομικής επιτροπής η σύνθεση της οποίας καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα, επιτρέπεται η επιβολή οποιωνδήποτε εν γένει όρων και περιορισμών ή υποχρεώσεων. Μετά από την εκπλήρωση των παραπάνω από όλους τους βαρυνόμενους που ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, εφαρμόζεται το εγκρινόμενο σχέδιο. Η μη εκπλήρωση των όρων αυτών, μέσα στις προθεσμίες που τυχόν τάσσονται με την έγκριση του σχεδίου, την καθιστά άκυρη χωρίς άλλη πράξη ή διατύπωση. Επίσης επιτρέπεται, για την εξασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων, περιορισμών και υποχρεώσεων, η εγγραφή υποθήκης, η οποία θεωρείται ότι επιβάλλεται από τον νόμο στα οικόπεδα των επισπευδόντων την έγκριση, κατά τα οριζόμενα σε κάθε περίπτωση με την εγκριτική πράξη.
9. Για τους εγκεκριμένους πριν από τις 8.5.1948 οικισμούς της παρ. 1 επιτρέπεται η αναθεώρηση των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο στους επισπεύσαντες την έγκρισή τους ή στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους τους ή και στους ωφεληθέντες από αυτήν. Επίσης επιτρέπεται και η αναπροσαρμογή τους βάσει των διατάξεων της παρ. 8, που μπορεί να περιοριστεί σε πρόσθετη εισφορά, εφάπαξ ή ετήσια, είτε σε είδος είτε σε χρήμα και κατά κατηγορίες, ανάλογα με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ως επισπεύσαντος την έγκριση ή ως αγοραστή και με την ύπαρξη οικοδομής ή όχι. Τα σχετικά με τη βεβαίωση, την είσπραξη και τη διάθεση της εισφοράς αυτής ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
10. Όταν πρόκειται για υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν με ειδικό διάταγμα ή σύμβαση για εκτέλεση κοινωφελών έργων του οικισμού, τα οποία δεν εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει μέχρι τις 8.5.1948, αυτές εξακολουθούν να ισχύουν ως προς τους αρχικούς υπόχρεους και τους γενικούς ή ειδικούς διαδόχους τους και καλύπτονται με αναγκαστική απαλλοτρίωση οικοπέδων, από τα ανήκοντα στους παραπάνω αρχικούς υπόχρεους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους τους και σε βάρος αυτών, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Άρθρο 194. Ιδιωτικοί δρόμοι και λοιποί χώροι κοινής χρήσης μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων
Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσης που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο δήμο. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας, εφόσον προβλέπονται από τα εγκεκριμένα σχέδια πόλεων ως κοινόχρηστοι χώροι και η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη, ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από ενέργειές του, έχει δε διατηρηθεί επί μακρόν με την ανοχή του. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως, προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις.