Select the search type
  • Site
  • Web
Search

Άρθρα

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΤΜΗΜΑ I: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Άρθρο 1. Ορισμοί

1. Για την εφαρμογή των Τμημάτων I έως III, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) Βιώσιμη ανάπτυξη: η ανάπτυξη που συνθέτει και σταθμίζει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους με σκοπό την:
αα) επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης και έμφαση στην καινοτομία και την αύξηση της απασχόλησης,
αβ) εδαφική και κοινωνική συνοχή, δίκαιη κατανομή πόρων και άρση των αποκλεισμών,
αγ) προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας, του τοπίου και την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων.
β) Βιώσιμη χωρική ανάπτυξη: οι χωρικές, εδαφικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και αυτές που σχετίζονται με την ορθολογική οργάνωση του χώρου.
γ) Σύστημα χωρικού σχεδιασμού: το κυρίως σύστημα χωρικού σχεδιασμού περιλαμβάνει το σύνολο των χωροταξικών πλαισίων και πολεοδομικών σχεδίων που περιγράφονται στα Τμήματα I έως III και στη λοιπή κείμενη νομοθεσία, όπως αυτά διαρθρώνονται συστηματικά και ιεραρχούνται σε επίπεδα, με βάση τη γεωγραφική κλίμακα στην οποία αναφέρονται, την αποστολή και το περιεχόμενό τους. Το ευρύτερο σύστημα χωρικού σχεδιασμού περιλαμβάνει το σύνολο των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
δ) Χωροταξικός σχεδιασμός: ο χωρικός σχεδιασμός που εκπονείται σε εθνική ή περιφερειακή κλίμακα, με τη μορφή πλαισίων, με τα οποία τίθενται οι μεσοπρόθεσμοι ή και μακροπρόθεσμοι στόχοι της ανάπτυξης και οργάνωσης του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου, καθώς και οι κατευθύνσεις και οι αναγκαίες, όπου απαιτείται, ρυθμίσεις, για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών άσκησης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των προστατευόμενων περιοχών.
Ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι κυρίως στρατηγικού χαρακτήρα και περιλαμβάνει κατευθύνσεις και, όπου απαιτείται, ρυθμίσεις.
ε) Πολεοδομικός σχεδιασμός: ο χωρικός σχεδιασμός με τον οποίο τίθενται, μέσω σχεδίων, κανόνες και όροι για τη χρήση, τη δόμηση και την εν γένει εκμετάλλευση του εδάφους στον αστικό χώρο και την ύπαιθρο και περιλαμβάνει κυρίως ρυθμίσεις.
στ) Κατεύθυνση (χωρικού σχεδιασμού): κατευθυντήρια πρόβλεψη ενός πλαισίου ή σχεδίου, με την οποία επιδιώκεται η επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος και η οποία δεσμεύει, στον βαθμό και με τον τρόπο που η ίδια προσδιορίζει, τον υποκείμενο χωρικό σχεδιασμό, τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και τη χωροθέτηση και αδειοδότηση παραγωγικών δραστηριοτήτων. Τα αρμόδια για τον σχεδιασμό, τις εγκρίσεις και αδειοδοτήσεις όργανα οφείλουν να ακολουθούν τις κατευθύνσεις. Ο βαθμός δεσμευτικότητας μιας κατεύθυνσης είναι συνάρτηση της σαφήνειας και της κανονιστικής της πυκνότητας και διαβαθμίζεται ως εξής:
στα) υποχρέωση πλήρους ευθυγράμμισης (συμμόρφωσης),
στβ) υποχρέωση μη αντίθεσης (συμβατότητας),
στγ) υποχρέωση λήψης υπόψη αυτής από τα υποκείμενα σχέδια και όργανα χωρίς να είναι υποχρεωτική η ευθυγράμμιση ή η μη αντίθεση.
Ο χαρακτήρας κάθε κατεύθυνσης, από την άποψη της δεσμευτικότητάς της, προσδιορίζεται από το κατά περίπτωση πλαίσιο ή σχέδιο, το οποίο μπορεί να προσδιορίζει και όρια ή κριτήρια για τη δυνατότητα του υποκείμενου σχεδιασμού να τροποποιήσει, συμπληρώσει ή εξειδικεύσει μια κατεύθυνση.
ζ) Ρύθμιση (χωρικού σχεδιασμού): πρόβλεψη ενός πλαισίου ή σχεδίου που είναι δεσμευτική και αμέσως εφαρμοστέα, χωρίς να χρήζει περαιτέρω εξειδίκευσης.
η) Εξειδίκευση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης: αναλυτικότερη διατύπωση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης του υπερκείμενου σχεδιασμού από τον υποκείμενο σχεδιασμό, που μπορεί να περιλαμβάνει και διαφοροποίηση ορίων ζωνών ή περιοχών που έχουν καθοριστεί από τον υπερκείμενο σχεδιασμό.
θ) Συμπλήρωση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης: προσθήκη νέων στοιχείων σε μια κατεύθυνση ή ρύθμιση του υπερκείμενου σχεδιασμού από τον υποκείμενο σχεδιασμό, που δεν έρχονται σε αντίθεση με τον πυρήνα της.
ι) Τροποποίηση μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης: αλλαγή ή αφαίρεση μη βασικών στοιχείων μιας κατεύθυνσης ή ρύθμισης του υπερκείμενου σχεδιασμού από τον υποκείμενο σχεδιασμό, που δεν έρχονται σε αντίθεση με τον πυρήνα της.
ια) Αναθεώρηση ενός πλαισίου ή σχεδίου: η αντικατάσταση ενός πλαισίου ή σχεδίου στο σύνολό του.
ιβ) Ανάδραση από υποκείμενο προς υπερκείμενο πλαίσιο ή σχέδιο: πρόταση για εξειδίκευση, συμπλήρωση, τροποποίηση ή άλλη αλλαγή ισχύουσας κατεύθυνσης ή ρύθμισης του υπερκείμενου πλαισίου ή σχεδίου. Οι προτάσεις ανάδρασης δεν έχουν δεσμευτικό περιεχόμενο και η υιοθέτησή τους είναι στη διακριτική ευχέρεια του υπερκείμενου πλαισίου ή σχεδίου.
ιγ) Οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων: οι περιοχές που αναπτύσσονται βάσει ολοκληρωμένου σχεδιασμού, προκειμένου να λειτουργήσουν κατά κύρια ή αποκλειστική χρήση ως οργανωμένοι χώροι ανάπτυξης παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ως οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων νοούνται ιδίως οι Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) του άρθρου 29 του ν. 2545/1997 (Α΄ 254), οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.) του άρθρου 24 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της παρ. 4 του άρθρου 41 του ν. 3982/2011 (Α΄ 143), τα Επιχειρηματικά Πάρκα της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4982/2022 (Α΄ 195), τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α.) του άρθρου 12 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.) του άρθρου 24 του ν. 3894/2010 (Α΄ 204), του ν. 4608/2019 (Α΄ 66) και του άρθρου 7 του ν. 4864/2021 (Α΄237).
ιδ) Οργανωμένες μορφές ανάπτυξης δραστηριοτήτων: οι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων της περ. ιγ), τα Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα του άρθρου 8 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180) και τα Μικτά Τουριστικά Καταλύματα Μικρής Κλίμακας του άρθρου 10Α του ν. 4002/2011 (Α΄ 180).
ιε) Φέρουσα Ικανότητα (Φ.Ι.) ενός χωρικού συστήματος: τα μέγιστα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων ή και μεταβολών των συνθηκών που επικρατούν σε αυτό, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία που διαβιεί σε αυτό, με αποτέλεσμα να προκαλούνται υπέρμετρες ή μη αναστρέψιμες φθορές στο φυσικό περιβάλλον και να ασκούνται αρνητικές πιέσεις στο ανθρωπογενές περιβάλλον και στην κοινωνία. Η Φ.Ι. λαμβάνεται υπόψη κατά την αναθεώρηση των πολεοδομικών σταθεροτύπων της παρ. 2 του άρθρου 28 και εφαρμόζεται στον πολεοδομικό σχεδιασμό πρώτου επιπέδου.

Άρθρο 2. Διάρθρωση συστήματος χωρικού σχεδιασμού

1. Ο χωρικός σχεδιασμός ασκείται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και διακρίνεται, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, σε χωροταξικό ή πολεοδομικό:
α. Στην κατηγορία του χωροταξικού σχεδιασμού υπάγονται τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια του άρθρου 4 (πρώτο επίπεδο), τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια του άρθρου 5 και τα Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια του άρθρου 11 τα οποία μετονομάζονται σε Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια (δεύτερο επίπεδο).
β. Στην κατηγορία του πολεοδομικού σχεδιασμού υπάγονται τα πολεοδομικά σχέδια τα οποία εκπονούνται σε τοπική κλίμακα και τα οποία διακρίνονται σε δύο επίπεδα σχεδιασμού.
2. Στο πρώτο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού περιλαμβάνονται:
α) Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια (Τ.Π.Σ.) του άρθρου 21, τα οποία ρυθμίζουν τη βιώσιμη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της εδαφικής περιφέρειας μιας ή περισσοτέρων δημοτικών ενοτήτων,
β) τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια (Ε.Π.Σ.) του άρθρου 22, τα οποία αποτελούν υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων.
3. Στο δεύτερο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού περιλαμβάνονται τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής (Ρ.Σ.Ε.) του άρθρου 26, τα οποία αποτελούν την εξειδίκευση και εφαρμογή των σχεδίων του πρώτου επιπέδου.
4. Η σχέση μεταξύ των κατηγοριών και επιπέδων του χωρικού σχεδιασμού είναι ιεραρχική αλλά με περιθώρια ευελιξίας και ανάδρασης, με βάση τις έννοιες της διαβάθμισης της δεσμευτικότητας των κατευθύνσεων, και της εξειδίκευσης, της συμπλήρωσης και της τροποποίησης των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων, όταν και όπως κάτι τέτοιο παρέχεται ως δυνατότητα από ένα υπερκείμενο πλαίσιο ή σχέδιο σε ένα υποκείμενο πλαίσιο ή σχέδιο.
5.α. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία αναφέρεται «Τοπικό Χωρικό Σχέδιο» νοείται εφεξής το «Τοπικό Πολεοδομικό Σχέδιο» του άρθρου 21.
β. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία αναφέρεται «Ειδικό Χωρικό Σχέδιο» νοείται εφεξής το «Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο» του άρθρου 22.
ΤΜΗΜΑ II: ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΤΜΗΜΑ II: ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: ΧΕΡΣΑΙΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Άρθρο 3. Εθνική Χωρική Στρατηγική

1. Για τη βιώσιμη ανάπτυξη και οργάνωση του εθνικού χώρου, το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει Εθνική Χωρική Στρατηγική, που αναφέρεται στον χερσαίο και θαλάσσιο χώρο. Η Εθνική Χωρική Στρατηγική αποτελεί κείμενο βασικών αρχών πολιτικής για την ανάπτυξη και τον σχεδιασμό του χώρου, καθώς και για τον συντονισμό των διαφόρων πολιτικών με χωρικές συνέπειες. Περιλαμβάνει ενδεικτικές κατευθύνσεις χωρικής οργάνωσης, τους βασικούς άξονες, καθώς και τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους χωρικής ανάπτυξης στο επίπεδο της Γενικής Κυβέρνησης και των επιμέρους φορέων της. Ενσωματώνει, επίσης, την εθνική θαλάσσια χωρική στρατηγική και προτείνει τις υποδιαιρέσεις του θαλάσσιου χώρου.
Η Εθνική Χωρική Στρατηγική δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Αποτελεί ενδεικτική βάση για τους μακροχρόνιους στόχους του χωρικού σχεδιασμού, καθώς και άλλων πολιτικών με χωρικές συνέπειες και για τον συντονισμό των χωροταξικών πλαισίων, των επιμέρους επενδυτικών σχεδίων και προγραμμάτων του κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) Α΄ και Β΄ βαθμού και των δημόσιων νομικών προσώπων, καθώς και πλαισίων, σχεδίων και προγραμμάτων που έχουν σημαντικές συνέπειες στην ανάπτυξη και συνοχή του εθνικού χώρου.
2. Η Εθνική Χωρική Στρατηγική καταρτίζεται υπό την ευθύνη και εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία και εγκρίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας. Η Εθνική Χωρική Στρατηγική μετά την έγκρισή της ανακοινώνεται στη Βουλή.
3. Για την κατάρτιση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής λαμβάνονται υπόψη τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της παρ. 8 του άρθρου 79 του Συντάγματος, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, το πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής και το εθνικό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, οι διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά προγράμματα εθνικής ή διαπεριφερειακής κλίμακας που επηρεάζουν σημαντικά τη διάρθρωση και ανάπτυξη του εθνικού χώρου.
4. Οι αρχές της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση των Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων.

Άρθρο 4. Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια

1. Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια (Ε.Χ.Π.) αποτελούν σύνολα κειμένων και διαγραμμάτων, με τα οποία προσδιορίζονται κατευθύνσεις σε εθνικό επίπεδο και, όπου απαιτείται, ρυθμίσεις, ιδίως, για:
α) τη χωρική διάρθρωση και δομή του οικιστικού δικτύου της χώρας,
β) τη χωρική διάρθρωση τομέων ή κλάδων παραγωγικών δραστηριοτήτων και γενικότερα τομέων ανάπτυξης εθνικής σημασίας,
γ) τη χωρική διάρθρωση δικτύων και υπηρεσιών τεχνικής και διοικητικής υποδομής,
δ) τη διαμόρφωση πολιτικής γης,
ε) την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού τοπίου,
στ) τη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση περιοχών του εθνικού χώρου που έχουν ιδιαίτερη σημασία από χωροταξική, περιβαλλοντική, αναπτυξιακή ή κοινωνική άποψη, όπως είναι οι παράκτιες, νησιωτικές, ορεινές και προβληματικές περιοχές,
ζ) την προώθηση σχεδίων, προγραμμάτων ή έργων χωρικής ανάπτυξης μείζονος σημασίας ή και διακρατικής ή διαπεριφερειακής εμβέλειας.
Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια συνοδεύονται από πρόγραμμα ενεργειών και προτεραιοτήτων, στο οποίο εξειδικεύονται οι απαιτούμενες για την εφαρμογή τους ενέργειες και δράσεις, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσής τους, καθώς και οι φορείς εφαρμογής τους.
2. α) Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών συστήνονται επιτελικές επιτροπές συντονισμού και παρακολούθησης των εκπονούμενων πλαισίων, στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργείων.
β) Κατά την εκπόνησή τους λαμβάνονται υπόψη η Εθνική Χωρική Στρατηγική, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, το Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής και το Εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, το Εθνικό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, η Εθνική Πολιτική Μείωσης Κινδύνου Καταστροφών, οι διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά προγράμματα εθνικής ή διαπεριφερειακής κλίμακας που επηρεάζουν σημαντικά τη διάρθρωση και ανάπτυξη του εθνικού χώρου, ιδίως στον τομέα, στο πεδίο ή στον τύπο περιοχής που αποτελεί, κατά περίπτωση, το αντικείμενο ρύθμισης κάθε Πλαισίου, καθώς και ενωσιακές πολιτικές και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξή του.
3. α) Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και εγκρίνονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών. Με την ίδια απόφαση εγκρίνονται και οι περιβαλλοντικοί όροι που πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων. Οι διαδικασίες διαβούλευσης των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και των οικείων Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) είναι κοινές.
β) Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας διατυπώνει γνώμη σχετικά με το περιεχόμενο των εκπονούμενων Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την περιέλευση σε αυτό της σχετικής πρόσκλησης εκ μέρους του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
4. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων. Για τον σκοπό αυτόν, συντάσσει ανά πενταετία εκθέσεις αξιολόγησης, στις οποίες αναφέρονται οι χωρικές συνέπειες, ο τρόπος εφαρμογής και τα πιθανά προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά την εφαρμογή τους.
Τα πορίσματα των ως άνω εκθέσεων γνωστοποιούνται στα καθ’ ύλην αρμόδια υπουργεία και λοιπούς αρμόδιους οργανισμούς και υπηρεσίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που αφορούν στην εφαρμογή των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων.
Εκθέσεις αξιολόγησης μπορεί να συντάσσουν και τα κατά περίπτωση αρμόδια υπουργεία, τις οποίες κοινοποιούν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση των εκθέσεων αξιολόγησης αρμοδιότητάς του.
5. Τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια δεν αναθεωρούνται, προτού παρέλθει πενταετία από την έγκριση ή την προηγούμενη αναθεώρησή τους. Κατ’ εξαίρεση, πριν από την πάροδο της πενταετίας είναι δυνατή η τροποποίησή τους, με στόχο τη βελτίωση και επικαιροποίησή τους, προκειμένου να:
α) αντιμετωπιστούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διασυνοριακού, διακρατικού ή διαπεριφερειακού χαρακτήρα,
β) αντιμετωπιστούν εξαιρετικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους,
γ) επέλθουν ήσσονες αλλαγές που απαιτούνται για την επίτευξη των αποτελεσμάτων τους, εφόσον από τις εκθέσεις αξιολόγησης προκύπτει ότι η εφαρμογή τους δεν έχει οδηγήσει στα αποτελέσματα που επιδιώκονται,
δ) προσαρμοσθούν σε νομοθετικές τροποποιήσεις μεταγενέστερες της έγκρισής τους,
ε) ενσωματώσουν προτάσεις Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων μέσω της ανάδρασης και
στ) ενσωματωθούν νέα αρχαιολογικά δεδομένα και επικαιροποιημένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των υφιστάμενων αρχαιοτήτων και μνημείων.
Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων ακολουθείται η διαδικασία των παρ. 2 και 3. Δεν απαιτείται να ακολουθηθεί διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, εφόσον οι αλλαγές είναι ήσσονος σημασίας και διαπιστωθεί, κατά το διενεργούμενο περιβαλλοντικό προέλεγχο, ότι δεν ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
6. α) Αν διαπιστωθούν αντιφάσεις μεταξύ των διατάξεων διαφορετικών Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, μπορεί να συγκαλείται, κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή του Γενικού Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΚΕ.ΣΥ.ΧΩ.Θ.Α.), το οποίο διατυπώνει γνώμη σχετικά με τις διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν, προκειμένου να αρθούν οι αντιφάσεις. Κατόπιν, τροποποιούνται τα αντίστοιχα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια, στα σημεία που κρίθηκε απαραίτητο, σύμφωνα με τη διαδικασία με την οποία είχαν εγκριθεί.
β) Με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να επέρχονται εντοπισμένες και μη ουσιώδεις διορθώσεις σε εγκεκριμένα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια, όπως διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων ή εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων.
7. Όπου στη νομοθεσία αναφέρονται τα «Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» (Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.) νοούνται εφεξής τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 5. Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια

1. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια (Π.Χ.Π.) αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών ή και διαγραμμάτων, με τα οποία παρέχονται κατευθύνσεις χωρικής ανάπτυξης και οργάνωσης σε περιφερειακό επίπεδο ιδίως, για:
α) την αποτίμηση, ανάδειξη και αξιοποίηση των ιδιαίτερων αναπτυξιακών και γενικότερα χωρικών χαρακτηριστικών κάθε περιφέρειας για την ισότιμη ένταξή της στον εθνικό, ενωσιακό και διεθνή χώρο,
β) τη χωρική διάρθρωση των βασικών παραγωγικών τομέων και κλάδων,
γ) τη χωρική διάρθρωση των περιφερειακών δικτύων μεταφορών και της λοιπής τεχνικής υποδομής περιφερειακού ενδιαφέροντος,
δ) τη διάρθρωση του περιφερειακού χώρου (πρότυπο χωρικής οργάνωσης), καθώς και τη χωρική οργάνωση και δομή του οικιστικού δικτύου,
ε) την οικιστική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση του αστικού χώρου,
στ) την ανάδειξη, προβολή και προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και του οικιστικού και αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος κάθε περιφέρειας,
ζ) τον προσδιορισμό ενεργών παρεμβάσεων και προγραμμάτων χωροταξικού και αστικού χαρακτήρα, όπως ιδίως οι Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων (Π.Ε.Χ.Π.) και τα Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων (Σ.Ο.Α.Π.) των άρθρων 6 και 119,
η) την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου.
2. Στα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια περιλαμβάνονται και οι εγκεκριμένοι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων, καθώς και τα εγκεκριμένα σχέδια δημόσιων ή ιδιωτικών επενδύσεων μεγάλης κλίμακας, σύμφωνα με τις διατάξεις που τις διέπουν.
3. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια περιλαμβάνουν σε ειδικό Παράρτημα, που συνοδεύεται από κείμενα και διαγράμματα κατάλληλης κλίμακας, κατευθύνσεις ανά δήμο που αφορούν ιδίως:
α) στη χωροταξική και αναπτυξιακή φυσιογνωμία του δήμου και των επιμέρους δημοτικών ενοτήτων,
β) στη διάρθρωση και δομή του οικιστικού δικτύου και την οικιστική ανάπτυξη,
γ) στην προστασία και ανάδειξη του φυσικού, πολιτιστικού και δομημένου περιβάλλοντος,
δ) στα υπερτοπικά ή διαδημοτικά δίκτυα υποδομής,
ε) στη χωρική οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων ή άλλων χρήσεων στον μη αστικό, ιδίως, χώρο,
στ) στις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης,
ζ) στην προστασία, διαχείριση και τον σχεδιασμό του τοπίου,
η) στη βιώσιμη αξιοποίηση του ενεργειακού δυναμικού των περιφερειών, με προτεραιότητα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Τα Τ.Π.Σ. και τα Ε.Π.Σ. που εγκρίνονται σε κάθε περιφέρεια πρέπει να εναρμονίζονται με τις αντίστοιχες κατευθύνσεις, ανά δήμο ή δημοτική ενότητα, του οικείου Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου.
4. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια συνοδεύονται από Πρόγραμμα Έργων, Ενεργειών και Προτεραιοτήτων, στο οποίο εξειδικεύονται οι απαιτούμενες για την εφαρμογή τους ενέργειες, έργα, μέτρα και προγράμματα, καθώς και οι φορείς και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους.
5. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια δεσμεύονται από τις ρυθμίσεις και εναρμονίζονται προς τις κατευθύνσεις των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, τις οποίες συντονίζουν, εξειδικεύουν και συμπληρώνουν σε επίπεδο περιφέρειας, καθώς και τροποποιούν, μόνον αν παρέχεται ρητώς η δυνατότητα αυτή από το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο. Κατά την κατάρτισή τους λαμβάνονται υπόψη η Εθνική Χωρική Στρατηγική, το περιφερειακό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης, το Εθνικό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, το οικείο περιφερειακό σχέδιο προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, τα Πλαίσια Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα, πολιτικές και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου.
Αν διαπιστωθούν ασάφειες ή αντικρουόμενες κατευθύνσεις μεταξύ διαφορετικών Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων όμορων περιφερειών, συγκαλείται, κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή του Γενικού Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το ΚΕ.ΣΥ.ΧΩ.Θ.Α., το οποίο γνωμοδοτεί για την άρση της ασάφειας ή των αντικρουόμενων κατευθύνσεων. Κατόπιν, τροποποιούνται τα αντίστοιχα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, στα σημεία που κρίθηκε απαραίτητο, σύμφωνα με τη διαδικασία με την οποία είχαν εγκριθεί.
6. Στον αναπτυξιακό σχεδιασμό κάθε περιφέρειας, όπως αποτυπώνεται στο τετραετές επιχειρησιακό πρόγραμμα του άρθρου 268 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) περιλαμβάνονται κατά προτεραιότητα τα έργα και οι δράσεις που προωθούν την εφαρμογή των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, σύμφωνα και με το πρόγραμμα ενεργειών και προτεραιοτήτων των τελευταίων.
7. α) Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από σχετική ενημέρωση της οικείας περιφέρειας και υπό την επίβλεψη κοινών με την περιφέρεια επιτροπών.
β) Για την έγκριση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων απαιτείται η γνώμη του οικείου περιφερειακού συμβουλίου, η οποία παρέχεται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη λήψη της σχετικής μελέτης, που του διαβιβάζεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη. Ειδικά για τη χωρική διάρθρωση παραγωγικών τομέων ή κλάδων και περιφερειακών δικτύων μεταφορών και λοιπής τεχνικής υποδομής απαιτείται επιπλέον η γνώμη των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργείων, η οποία παρέχεται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από τη λήψη της σχετικής μελέτης που τους διαβιβάζεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη.
γ) Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας διατυπώνει γνώμη, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 456, για το περιεχόμενο των εκπονούμενων Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη.
δ) Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και εγκρίνονται με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με τις ίδιες αποφάσεις εγκρίνονται και οι περιβαλλοντικοί όροι που πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Οι διαδικασίες διαβούλευσης των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων και των οικείων Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι κοινές.
8. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τη συνδρομή των περιφερειών παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Για τον σκοπό αυτόν, συντάσσει τουλάχιστον ανά πενταετία εκθέσεις παρακολούθησης, στις οποίες αναφέρονται ο τρόπος εφαρμογής, τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν, καθώς και ο βαθμός ενσωμάτωσης των κατευθύνσεών τους στα υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού. Στις ίδιες εκθέσεις υποδεικνύονται ενέργειες και δράσεις που κατά περίπτωση απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή των περιφερειακών στρατηγικών και κατευθύνσεων και επισημαίνονται ενέργειες και δράσεις που δεν εναρμονίζονται με αυτές τις κατευθύνσεις.
Τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται στα συναρμόδια υπουργεία, στις περιφέρειες και τους φορείς και υπηρεσίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη στις δράσεις και έργα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους.
9. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια δεν αναθεωρούνται προτού παρέλθει πενταετία από την έγκριση ή την προηγούμενη αναθεώρησή τους. Πριν από την πάροδο της πενταετίας είναι κατ’ εξαίρεση δυνατή η τροποποίησή τους, με στόχο τη βελτίωση και επικαιροποίησή τους, προκειμένου να:
α) αντιμετωπισθούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διασυνοριακού, διακρατικού ή διαπεριφερειακού χαρακτήρα,
β) αντιμετωπιστούν εξαιρετικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους, στο επίπεδο της οικείας περιφέρειας,
γ) επέλθουν ήσσονες αλλαγές που απαιτούνται για την επίτευξη των αποτελεσμάτων τους, εφόσον από τις εκθέσεις αξιολόγησης προκύπτει ότι η εφαρμογή τους δεν έχει οδηγήσει στα αποτελέσματα που επιδιώκονται,
δ) αντιμετωπισθούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα, για έργα εθνικής ή περιφερειακής σημασίας, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό,
ε) προσαρμοστούν σε νομοθετικές τροποποιήσεις μεταγενέστερες της έγκρισής τους ή σε νέα δεδομένα και κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και
στ) ενσωματωθούν νέα αρχαιολογικά δεδομένα και τυχόν επικαιροποιημένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των υφιστάμενων αρχαιοτήτων και μνημείων.
Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 7. Δεν απαιτείται να ακολουθηθεί διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, εφόσον οι αλλαγές είναι ήσσονος σημασίας και διαπιστωθεί, κατά το διενεργούμενο περιβαλλοντικό προέλεγχο, ότι δεν ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
10. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να επέρχονται εντοπισμένες και μη ουσιώδεις μεταβολές στα εγκεκριμένα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, όπως διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων.
11. α. Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται για όλες τις περιφέρειες της χώρας, πλην της Περιφέρειας Αττικής. Για την Περιφέρεια Αττικής θέση Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου επέχει το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας.
β. Κατά την εκπόνηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων εξετάζονται ζητήματα αλληλεπίδρασης και επικαλύψεων μεταξύ χωροταξικών πλαισίων όμορων περιφερειών.
γ. Το Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο Κεντρικής Μακεδονίας περιλαμβάνει ειδικό Παράρτημα για τον στρατηγικό σχεδιασμό της Μητροπολιτικής Περιοχής Θεσσαλονίκης. Το Παράρτημα αυτό λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση των πολεοδομικών σχεδίων πρώτου επιπέδου στην περιοχή αυτή.
12. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία αναφέρονται τα «Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» νοούνται εφεξής τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6. Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων

1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδονται ύστερα από γνώμη του οικείου περιφερειακού συμβουλίου, σε εφαρμογή κατευθύνσεων εγκεκριμένων Ειδικών ή Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, μπορούν να χαρακτηρίζονται ως Περιοχές Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων περιοχές εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφισταμένων του 1923 ή εντός ορίων οικισμών μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερα ή κρίσιμα προβλήματα χωρικής ανάπτυξης που απαιτούν ειδικό σχεδιασμό και ρύθμιση και ιδίως:
α) περιοχές που υφίστανται χωρικές επιπτώσεις από μεγάλης κλίμακας έργα ή παρεμβάσεις, όπως δημιουργία νέων εδαφών από προσχώσεις, δημιουργία υδάτινων επιφανειών,
β) περιοχές με μειονεκτικά χαρακτηριστικά, λόγω γεωγραφικής απομόνωσης ή δυσμενούς προσπελασιμότητας, όπως ορεινές, νησιωτικές και δυσπρόσιτες περιοχές,
γ) περιοχές σε παραμεθόριες ζώνες που παρουσιάζουν κρίσιμα προβλήματα από γεωπολιτική άποψη,
δ) περιοχές που παρουσιάζουν έκτακτες και απρόβλεπτες ανάγκες λόγω φυσικών ή τεχνολογικών καταστροφών και κινδύνων, όπως σεισμών, πλημμυρών, κατολισθήσεων ή δυσμενών κλιματικών συνθηκών.
2. Με τις ίδιες αποφάσεις γίνεται η οριοθέτηση των περιοχών αυτών και καθορίζονται οι γενικές κατηγορίες χρήσεων χώρου κατά λειτουργίες και τομείς παραγωγής καθώς και συντονισμένο πρόγραμμα μέτρων και έργων, κατά φάσεις και φορείς χρηματοδότησης, για την ανάπτυξη, ενίσχυση, αποκατάσταση και εν γένει διαχείριση των περιοχών αυτών. Με τις ίδιες ή όμοιες αποφάσεις μπορεί να θεσπίζονται για κάθε περιοχή της παρ. 1 ειδικά καθεστώτα οικονομικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων που εγκαθίστανται σε αυτήν, κατά παρέκκλιση κάθε διάταξης της ισχύουσας αναπτυξιακής νομοθεσίας, και να καθορίζονται το είδος, η διάρκεια και τα ποσά των ενισχύσεων, τα κριτήρια υπαγωγής και τα στοιχεία αξιολόγησης των επιχειρήσεων, οι υπηρεσίες ή οι φορείς στους οποίους υποβάλλονται οι αιτήσεις υπαγωγής και τα δικαιολογητικά και στοιχεία που συνοδεύουν την αίτηση υπαγωγής καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Για τη θέσπιση ειδικών, σύμφωνα με τα παραπάνω, καθεστώτων ενίσχυσης, πρέπει να έχει προηγηθεί η κατάρτιση μελέτης σκοπιμότητας μέσω της οποίας τεκμηριώνονται οι προϋποθέσεις και λοιποί όροι οικονομικών ενισχύσεων που θεσπίζονται με τις εγκριτικές αποφάσεις της παραγράφου αυτής.
3. Με τις αποφάσεις που εκδίδονται κατά τις παρ. 1 και 2 μπορεί να προβλέπεται επίσης η επιβολή ανταποδοτικών τελών στα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους μέσα στις περιοχές αυτές για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων και έργων ενίσχυσης, αναβάθμισης και ανάπτυξής τους. Με τις ίδιες αποφάσεις εξειδικεύονται τα κριτήρια επιβολής και καθορίζεται το ύψος των τελών αυτών, οι υπόχρεοι στην καταβολή τους, ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Στην περίπτωση αυτή, οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τις παρ. 1 και 2 συνυπογράφονται και από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
4. Ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως περιοχής ειδικών χωρικών παρεμβάσεων γίνεται με βάση ειδική χωροταξική μελέτη που καταρτίζει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με τη μελέτη αυτήν τεκμηριώνεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η κρισιμότητα της χαρακτηριζόμενης περιοχής και προτείνονται τα ενδεικνυόμενα κατά περίπτωση κανονιστικά, οικονομικά, διαχειριστικά ή άλλα μέσα, μέτρα και προγράμματα δράσης, κατά φάσεις και φορείς χρηματοδότησης, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη, ενίσχυση, αποκατάσταση ή αναβάθμισή της.
Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται προδιαγραφές για τη σύνταξη των μελετών της παρούσας.
5. Εγκεκριμένα ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια, τοπικά και ειδικά πολεοδομικά σχέδια, σχέδια χωρικής και οικιστικής οργάνωσης ανοικτών πόλεων, ζώνες οικιστικού ελέγχου ή άλλα σχέδια χρήσεων γης επιβάλλεται να τροποποιηθούν ή αναθεωρηθούν με τη διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις που τα διέπουν εντός προθεσμίας πέντε (5) ετών από την έκδοση των εγκριτικών αποφάσεων των παρ. 1, 2 και 3, προκειμένου να εναρμονισθούν προς τις κατευθύνσεις και λοιπές ρυθμίσεις των Περιοχών Ειδικών Χωρικών Παρεμβάσεων.
6. Η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της εφαρμογής των κατευθύνσεων και λοιπών ρυθμίσεων, καθώς και των κινήτρων και των προγραμμάτων δράσης, που καθορίζονται κατά τις παρ. 2 και 3, γίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Για το σκοπό αυτόν συντάσσεται ανά διετία έκθεση με την οποίο αποτιμάται η πορεία εφαρμογής των μέτρων, μέσων και λοιπών όρων που καθορίσθηκαν κατά τις παρ. 2 και 3 και υποδεικνύονται τα κατάλληλα, κατά περίπτωση, μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων και δυσλειτουργιών που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή. Τα πορίσματα της έκθεσης αυτής κοινοποιούνται στο καθ΄ ύλην αρμόδιο Υπουργείο, στις αρμόδιες υπηρεσίες των οικείων περιφερειών, καθώς και στους οικείους Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση και εφαρμογή μέτρων, δράσεων, ενεργειών και ρυθμίσεων αρμοδιότητάς τους με τις οποίες προωθείται η αποτελεσματική εφαρμογή των καθοριζόμενων, κατά τις παρ. 2 και 3, όρων, περιορισμών, μέσων και μέτρων δράσης. Με βάση την αξιολόγηση αυτήν και εφόσον υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση, ο χαρακτηρισμός και τα όρια των περιοχών αυτών και οι επιβληθείσες για την ανάπτυξη και ενίσχυσή τους γενικές χρήσεις, όροι και προϋποθέσεις, κίνητρα, τέλη και λοιπά μέτρα και προγράμματα δράσης είναι δυνατόν να μεταβάλλονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παρ. 1 έως και 3.
7. Μέχρι την έγκριση Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση περιοχών ειδικών χωρικών παρεμβάσεων, καθώς και ο καθορισμός γενικών χρήσεων, όρων και προϋποθέσεων, προγραμμάτων, μέτρων και δράσεων ανάπτυξης, αποκατάστασης ή αναβάθμισης μέσα σε αυτές, γίνεται μετά από στάθμιση των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενα γενικά η ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα, υπό εξέλιξη χωροταξικές ή περιβαλλοντικές μελέτες και από προγράμματα, δίκτυα και δράσεις ενδοπεριφερειακής, διαπεριφερειακής ή ευρωπαϊκής σημασίας.
8. Για τις περιοχές της περ. δ΄ της παρ. 1, για τις οποίες συντρέχουν επείγουσες ή απρόβλεπτες ανάγκες παρέμβασης, ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση τους και ο καθορισμός των ενδεδειγμένων κατά περίπτωση ρυθμίσεων, μέτρων και μέσων δράσης, σύμφωνα με τις παρ. 1 έως και 3, μπορούν να διενεργούνται σε κάθε περίπτωση και χωρίς προηγούμενη ύπαρξη σχετικών κατευθύνσεων εγκεκριμένων Ειδικών ή Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Άρθρο 7. Σκοπός και αντικείμενο

1. Σκοπός του παρόντος Κεφαλαίου είναι: α) η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2014/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014, «Περί θεσπίσεως πλαισίου για το θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό» (ΕΕ L 257/135/28.8.2014) και β) ο καθορισμός ενός πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, με σκοπό την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών, τη βιώσιμη ανάπτυξη των θαλάσσιων περιοχών και τη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων.
2. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός εντάσσεται στην ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως το διατομεακό μέσο πολιτικής που επιτρέπει στις δημόσιες αρχές και τους ενδιαφερομένους να εφαρμόζουν συντονισμένη, ολοκληρωμένη και διασυνοριακή προσέγγιση και συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 10, σύμφωνα και με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση UNCLOS), που κυρώθηκε με τον ν. 2321/1995 (Α΄ 136).

Άρθρο 8. Πεδίο εφαρμογής

1. Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται στον θαλάσσιο χώρο, δηλαδή στα θαλάσσια ύδατα και στο θαλάσσιο τμήμα της παράκτιας ζώνης, όπως ορίζονται στις περ. 4 και 5 του άρθρου 9.
2. Το παρόν Κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες με αποκλειστικό σκοπό την άμυνα ή την εθνική ασφάλεια.
3. Η εφαρμογή του παρόντος Kεφαλαίου δεν θίγει τη χάραξη και την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Άρθρο 9. Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος ισχύουν οι εξής ορισμοί:
1. «Ολοκληρωμένη Θαλάσσια Πολιτική»: η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει ως στόχο να προάγει τη συντονισμένη και συνεπή λήψη αποφάσεων με σκοπό τη μεγιστοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής των κρατών μελών, ιδίως σε οτιδήποτε αφορά στις παράκτιες, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στους θαλάσσιους τομείς της, μέσω συνεκτικών και συνδεόμενων με τη θάλασσα πολιτικών και μέσω της διεθνούς συνεργασίας.
2. «Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός»: η διαδικασία με την οποία η αρμόδια αρχή αναλύει και οργανώνει τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις θαλάσσιες περιοχές για να επιτευχθεί η σύνθεση οικολογικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραμέτρων με στόχο την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών και των θαλάσσιων περιοχών και τη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων.
3. «Θαλάσσια περιοχή ή υποπεριοχή»: η θαλάσσια περιοχή ή υποπεριοχή, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3983/2011 (Α΄ 144).
4. «Θαλάσσια ύδατα»: τα ύδατα, ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος, όπως ορίζονται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3983/2011 (Α΄ 144).
5. «Παράκτια ζώνη»: η γεωμορφολογική περιοχή εκατέρωθεν της ακτογραμμής, στην οποία η αλληλεπίδραση μεταξύ του θαλάσσιου και του χερσαίου τμήματος αποκτά τη μορφή πολύπλοκων συστημάτων οικολογικών στοιχείων και πόρων αποτελούμενων από βιοτικές και αβιοτικές συνιστώσες που συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν με τις ανθρώπινες κοινότητες και τις σχετικές κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες.
6. «Ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης»: δυναμική διαδικασία με σκοπό την αειφόρο διαχείριση και χρήση των παράκτιων ζωνών, κατά την οποία λαμβάνονται ταυτόχρονα υπόψη η ευπαθής φύση των παράκτιων οικοσυστημάτων και τοπίων, η ποικιλομορφία των δραστηριοτήτων και χρήσεων, οι αλληλεπιδράσεις τους, ο θαλάσσιος προσανατολισμός ορισμένων δραστηριοτήτων και χρήσεων και ο αντίκτυπός τους στο θαλάσσιο και το χερσαίο τμήμα.

Άρθρο 10. Στόχοι του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού

Στόχοι του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού είναι:
1. Η στήριξη και προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της χωρικής συνοχής μεταξύ του θαλάσσιου και του παράκτιου χώρου, μέσα από τη σύνθεση των οικολογικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραμέτρων, λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς - θάλασσας, την οικοσυστημική προσέγγιση και γενικότερα τις αρχές της αειφορικής διαχείρισης.
2. Η βιώσιμη, ορθολογική και ολοκληρωμένη χωρική ανάπτυξη δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο χώρο, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο ενεργειακός τομέας, οι θαλάσσιες μεταφορές και εν γένει η ναυτιλία, η αλιεία και η υδατοκαλλιέργεια, ο βιώσιμος τουρισμός, η βιώσιμη εξόρυξη πρώτων υλών, καθώς και η διατήρηση, προστασία και βελτίωση του φυσικού, ανθρωπογενούς και πολιτιστικού περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη εν γένει την ενάλια πολιτιστική κληρονομιά, όπως αυτή ορίζεται από τον ν. 4858/2021 (Α΄ 220). Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκεται η αρμονική συνύπαρξη όλων των σχετικών δραστηριοτήτων και χρήσεων και διασφαλίζονται η διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και η ανθεκτικότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Άρθρο 11. Θέσπιση και εφαρμογή του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού

1. Η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 έχει την ευθύνη για την κατάρτιση, εφαρμογή και αξιολόγηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των θαλάσσιων περιοχών, καθώς και τις συναφείς υπάρχουσες και μελλοντικές δραστηριότητες και χρήσεις, καθώς και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, στους φυσικούς πόρους και εν γένει στην πολιτιστική κληρονομιά. Λαμβάνει, επίσης, υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς θάλασσας, την οικοσυστημική προσέγγιση και γενικότερα τις αρχές της αειφορικής διαχείρισης.
2. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός περιλαμβάνει:
α) την εθνική χωρική στρατηγική για τον θαλάσσιο χώρο του άρθρου 12 και
β) τα θαλάσσια χωροταξικά πλαίσια του άρθρου 12.
Κατά την εκπόνηση της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο και των θαλάσσιων χωροταξικών πλαισίων, μπορεί να περιλαμβάνονται και να αξιοποιούνται υφιστάμενες εθνικές πολιτικές και ιδίως η νησιωτική πολιτική, καθώς και κανονισμοί και μηχανισμοί, εφόσον συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 13.
3. Η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 αξιολογεί κάθε πέντε (5) έτη την εφαρμογή του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, με την κατάρτιση σχετικής έκθεσης αξιολόγησης, με την οποία τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα ή μη της αναθεώρησής του. Η έκθεση αξιολόγησης υποβάλλεται στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, διαβιβάζεται στα συναρμόδια υπουργεία και τις περιφέρειες και αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, αναθεωρείται κάθε δέκα (10) τουλάχιστον έτη σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 12.

Άρθρο 12. Εθνική χωρική στρατηγική για τον θαλάσσιο χώρο και δομή του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού

1. α. Η εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο αποτελεί μέρος της εθνικής χωρικής στρατηγικής του άρθρου 3. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου, είναι δυνατή η κατάρτιση και έγκριση της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο, χωρίς την ύπαρξη εγκεκριμένης εθνικής χωρικής στρατηγικής.
β. Η εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο αποτελεί κείμενο βασικών αρχών πολιτικής για την ανάπτυξη και το σχεδιασμό του θαλάσσιου χώρου, για τις αλληλεπιδράσεις του θαλάσσιου χώρου με τον παράκτιο χώρο, και για το συντονισμό των διαφόρων πολιτικών με θαλάσσιες χωρικές επιπτώσεις. Περιλαμβάνει στρατηγικές κατευθύνσεις, καθώς και μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους οργάνωσης και ανάπτυξης του θαλάσσιου χώρου στο επίπεδο της Γενικής Κυβέρνησης και των επιμέρους φορέων της. Επίσης, καθορίζει θαλάσσιες χωρικές ενότητες εντός του θαλάσσιου χώρου για τις οποίες εκπονούνται θαλάσσια χωροταξικά πλαίσια και υποδεικνύει και αιτιολογεί τις προτεραιότητες για την εκπόνηση θαλάσσιων χωροταξικών πλαισίων στις επιμέρους χωρικές ενότητες.
2. Η εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο καταρτίζεται από την αρμόδια αρχή του άρθρου 20 σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία, εγκρίνεται με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και ανακοινώνεται, μετά από την έγκρισή της, στη Βουλή.
3. Πριν από την υποβολή της εθνικής χωρικής στρατηγικής για τον θαλάσσιο χώρο προς το Υπουργικό Συμβούλιο απαιτείται:
α) η τήρηση της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης και συμμετοχής του κοινού, σύμφωνα με την περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 15,
β) γνωμοδότηση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας του άρθρου 456, η οποία παρέχεται εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή του σχεδίου προς αυτό. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας. Για τις ανάγκες εφαρμογής της παρούσας, στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας μπορεί να συμμετέχουν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του, εκπρόσωποι και άλλων δημόσιων αρχών και φορέων, καθώς και επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων για να αναπτύξουν τις απόψεις τους κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου,
γ) γνωμοδότηση των εμπλεκόμενων υπουργείων εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή του σχεδίου προς αυτά. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας. Τα εμπλεκόμενα Υπουργεία είναι τα εξής: Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Πολιτισμού, Εσωτερικών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Τουρισμού. Είναι δυνατόν, ύστερα από πρόσκληση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, να ζητηθεί γνωμοδότηση και άλλων υπουργείων, εφόσον η εθνική χωρική στρατηγική περιλάβει και θέματα αρμοδιότητάς τους.
4. Τα θαλάσσια χωροταξικά πλαίσια αντιστοιχούν στο περιφερειακό επίπεδο σχεδιασμού του άρθρου 2. Αναφέρονται σε θαλάσσιες χωρικές ενότητες, οι οποίες μπορεί να είναι υποπεριφερειακής, περιφερειακής ή διαπεριφερειακής κλίμακας, όπως ειδικότερα καθορίζονται από την εθνική χωρική στρατηγική για τον θαλάσσιο χώρο. Αν η εθνική χωρική στρατηγική για τον θαλάσσιο χώρο δεν έχει εγκριθεί, ο καθορισμός χωρικών ενοτήτων για την εκπόνηση θαλάσσιων χωροταξικών πλαισίων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποδιαιρέσεις του θαλάσσιου χώρου που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 5 και στο άρθρο 20 του ν. 3983/2011 (Α΄ 144).
5. Κατά την κατάρτιση των θαλάσσιων χωροταξικών πλαισίων λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις του άρθρου 13, οι κατευθύνσεις της εθνικής χωρικής στρατηγικής για τον θαλάσσιο χώρο, εφόσον έχει θεσμοθετηθεί, οι άξονες και οι στόχοι της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, εφόσον έχει θεσμοθετηθεί, το περιφερειακό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα ή μη, στρατηγικές περιφερειακές συμβάσεις, διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές συμφωνίες και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου, καθώς και οι κατευθύνσεις του υφιστάμενου χωρικού σχεδιασμού του ν. 4447/2016 (Α΄241), στον βαθμό που αφορούν στον θαλάσσιο χώρο.
6. Τα θαλάσσια χωροταξικά πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και εγκρίνονται μαζί με τις Σ.Μ.Π.Ε. με ενιαία απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από γνώμη του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Πριν από την έγκρισή τους απαιτείται:
α) η τήρηση της διαδικασίας της δημόσιας διαβούλευσης με τις δημόσιες αρχές, τους ενδιαφερόμενους φορείς και το κοινό, σύμφωνα με την περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 15,
β) γνωμοδότηση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας του άρθρου 456, η οποία παρέχεται εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή του σχεδίου προς αυτό. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας. Για τις ανάγκες εφαρμογής της διάταξης αυτής, στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας μπορεί να συμμετέχουν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του, εκπρόσωποι και άλλων δημόσιων αρχών και φορέων, καθώς και επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων, για να αναπτύξουν τις απόψεις τους κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου,
γ) γνωμοδότηση των εμπλεκόμενων Υπουργείων εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή του σχεδίου προς αυτά. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, δεν εμποδίζεται η πρόοδος της διαδικασίας.
7. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από γνώμη του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μπορούν να εγκρίνονται οι προδιαγραφές για την εκπόνηση, αξιολόγηση και τροποποίηση των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος.
8. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία αναφέρονται τα «Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια», νοούνται μετά την 9.12.2020 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4759/2020, Α΄245) τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια του παρόντος Κεφαλαίου.

Άρθρο 13. Ελάχιστες απαιτήσεις για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό

Για να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 10 και η συνεκτικότητα μεταξύ του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και του χωροταξικού σχεδιασμού του χερσαίου χώρου, η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 κατά την κατάρτιση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για το Θαλάσσιο Χώρο και των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων:
α) λαμβάνει υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς θάλασσας,
β) λαμβάνει υπόψη τις περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές παραμέτρους, καθώς και ζητήματα κλιματικής αλλαγής και ασφάλειας,
γ) θέτει ως στόχο τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό των νησιωτικών περιοχών και του ηπειρωτικού τμήματος της χώρας,
δ) θέτει ως στόχο την προώθηση της συνεκτικότητας μεταξύ του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και των άλλων χωρικών σχεδίων και άλλων διαδικασιών, όπως η ολοκληρωμένη παράκτια διαχείριση περιοχών ή ισοδύναμες επίσημες ή ανεπίσημες πρακτικές,
ε) εξασφαλίζει τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων, σύμφωνα με το άρθρο 15,
στ) οργανώνει τη χρησιμοποίηση των βέλτιστων διαθέσιμων δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 16,
ζ) εξασφαλίζει τη διασυνοριακή συνεργασία με άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 17,
η) προωθεί τη συνεργασία με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το άρθρο 18.

Άρθρο 14. Περιεχόμενο του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού

1. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός προσδιορίζει την κατανομή υφιστάμενων και μελλοντικών δραστηριοτήτων και χρήσεων στον θαλάσσιο χώρο, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 10.
2. Στο πλαίσιο της παρ. 1 και κατ’ εφαρμογή της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 20, λαμβάνονται υπόψη οι αλληλεπιδράσεις των δραστηριοτήτων και των χρήσεων, οι οποίες μπορεί μεταξύ άλλων να περιλαμβάνουν:
α) την αλιεία, β) την υδατοκαλλιέργεια, γ) τις θαλάσσιες αιολικές εγκαταστάσεις, δ) τις εγκαταστάσεις, τις υποδομές και τα υποθαλάσσια έργα για την έρευνα, εκμετάλλευση και εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου, άλλων ενεργειακών πόρων, πρώτων υλών, ορυκτών και αδρανών υλικών, καθώς και για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και συμβατικές πηγές, ε) τις θαλάσσιες οδούς και τις κυκλοφοριακές ροές, στ) τις λιμενικές εγκαταστάσεις κάθε είδους, ζ) τις περιοχές διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων, η) τις προστατευόμενες περιοχές και τις περιοχές όπου εφαρμόζονται η νομοθεσία για την προστασία της βιοποικιλότητας και τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών, καθώς και οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες, θ) την επιστημονική έρευνα, ι) τις οδεύσεις υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, ια) τον τουρισμό, ιβ) τους προστατευόμενους ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους και τα ενάλια μνημεία, σύμφωνα με τον ν. 4858/2021 (Α΄ 220).
3. Τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών ή και διαγραμμάτων, με τα οποία παρέχονται κατευθύνσεις χωρικής ανάπτυξης και οργάνωσης σε επίπεδο για τις θαλάσσιες χωρικές ενότητες και, όπου απαιτείται, ρυθμίσεις, ιδίως, για:
α) την αποτίμηση, ανάδειξη και αξιοποίηση των ιδιαίτερων αναπτυξιακών και εν γένει χωρικών χαρακτηριστικών κάθε θαλάσσιας χωρικής ενότητας για την ισότιμη ένταξή της στον εθνικό, ενωσιακό και διεθνή χώρο,
β) τη χωρική διάρθρωση των βασικών παραγωγικών τομέων και κλάδων που χωροθετούνται στον θαλάσσιο χώρο,
γ) τη χωρική διάρθρωση των θαλάσσιων δικτύων μεταφορών και της λοιπής τεχνικής υποδομής που αναπτύσσεται στη θάλασσα,
δ) τη διάρθρωση των θαλάσσιων χωρικών ενοτήτων σε επιμέρους ζώνες ή κατηγορίες,
ε) την ανάδειξη, προβολή και προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς,
ζ) τον προσδιορισμό ενεργών παρεμβάσεων και προγραμμάτων χωροταξικού χαρακτήρα,
η) την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου.
4. Τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια συνοδεύονται από Πρόγραμμα Έργων, Ενεργειών και Προτεραιοτήτων, στο οποίο εξειδικεύονται οι απαιτούμενες για την εφαρμογή τους ενέργειες, έργα, ρυθμίσεις, μέτρα και προγράμματα, καθώς και οι φορείς και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους.
5.α. Τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια δεσμεύονται από τις ρυθμίσεις και εναρμονίζονται προς τις κατευθύνσεις των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, τις οποίες συντονίζουν στο χωρικό πεδίο εφαρμογής τους, εξειδικεύουν, συμπληρώνουν και τροποποιούν, μόνον εφόσον παρέχεται ρητώς η δυνατότητα αυτή από το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο.
β. Κατά την κατάρτισή τους λαμβάνονται υπόψη η Εθνική Χωρική Στρατηγική, το περιφερειακό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης, το Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, το Εθνικό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, τα Πλαίσια Διαχείρισης Έκτακτων Αναγκών, η Εθνική Λιμενική Πολιτική, η νησιωτική πολιτική, καθώς και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα, πολιτικές και στρατηγικές που επηρεάζουν τη διάρθρωση και ανάπτυξη του χώρου.
γ. Κατά την κατάρτιση των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων εξετάζονται ζητήματα αλληλεπίδρασης και επικαλύψεων μεταξύ όμορων Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων.
δ. Αν διαπιστωθούν ασάφειες ή αντικρουόμενες κατευθύνσεις μεταξύ όμορων Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων, συγκαλείται, κατόπιν παραπομπής από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή τον Γενικό Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το ΚΕ.ΣΥ.ΧΩ.Θ.Α., το οποίο γνωμοδοτεί για την άρση της ασάφειας ή των αντικρουόμενων κατευθύνσεων. Κατόπιν τροποποιούνται τα αντίστοιχα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια, στα σημεία που κρίθηκε απαραίτητο, σύμφωνα με τη διαδικασία με την οποία είχαν εγκριθεί.
6. Στον αναπτυξιακό σχεδιασμό κάθε περιφέρειας, όπως αποτυπώνεται στο τετραετές επιχειρησιακό πρόγραμμα του άρθρου 268 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), περιλαμβάνονται κατά προτεραιότητα τα έργα και οι δράσεις που προωθούν την εφαρμογή των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων, κατά το τμήμα της ακτογραμμής των θαλάσσιων χωρικών ενοτήτων που αντιστοιχεί στην κατά περίπτωση περιφέρεια, σύμφωνα και με το πρόγραμμα ενεργειών και προτεραιοτήτων των τελευταίων.
7. α) Τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια εκπονούνται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
β) Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας του άρθρου 456 διατυπώνει γνώμη σχετικά με το περιεχόμενο των εκπονούμενων Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την υποβολή της σχετικής εισήγησης από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η άπρακτη πάροδος της ανωτέρω προθεσμίας δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
γ) Τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και εγκρίνονται μαζί με τις σχετικές Σ.Μ.Π.Ε. με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Η διαδικασία διαβούλευσης των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων και των οικείων Σ.Μ.Π.Ε. είναι ενιαία.
8. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων. Για τον σκοπό αυτόν, συντάσσει ανά πενταετία τουλάχιστον εκθέσεις παρακολούθησης, στις οποίες αναφέρονται ο τρόπος εφαρμογής, τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν, καθώς και ο βαθμός ενσωμάτωσης των κατευθύνσεών τους στα υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού. Στις ίδιες εκθέσεις υποδεικνύονται ενέργειες και δράσεις που απαιτούνται, κατά περίπτωση, για την αποτελεσματική εφαρμογή των περιφερειακών στρατηγικών και κατευθύνσεων και επισημαίνονται ενέργειες και δράσεις που δεν εναρμονίζονται με αυτές τις κατευθύνσεις.
Τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται στα συναρμόδια υπουργεία, στις περιφέρειες και τους φορείς και υπηρεσίες, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη στις δράσεις και τα έργα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους.
9. Τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια δεν αναθεωρούνται, προτού παρέλθει πενταετία από την έγκριση ή την προηγούμενη αναθεώρησή τους. Πριν από την πάροδο της πενταετίας είναι κατ’ εξαίρεση δυνατή η τροποποίησή τους, με στόχο τη βελτίωση και επικαιροποίηση τους, προκειμένου να:
α) αντιμετωπισθούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διασυνοριακού, διακρατικού ή διαπεριφερειακού χαρακτήρα,
β) αντιμετωπισθούν εξαιρετικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους, στο επίπεδο της οικείας θαλάσσιας χωρικής ενότητας,
γ) επέλθουν ήσσονες αλλαγές που απαιτούνται για την επίτευξη των αποτελεσμάτων τους, εφόσον από τις εκθέσεις αξιολόγησης προκύπτει ότι η εφαρμογή τους δεν έχει οδηγήσει στα αποτελέσματα που επιδιώκονται,
δ) αντιμετωπισθούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα, για έργα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό,
ε) προσαρμοσθούν σε νομοθετικές τροποποιήσεις μεταγενέστερες της έγκρισής τους ή σε νέα δεδομένα και κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων.
Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 7. Δεν απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, αν οι αλλαγές είναι ήσσονος σημασίας.
10. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να επέρχονται εντοπισμένες και μη ουσιώδεις μεταβολές στα εγκεκριμένα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια, όπως διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων.
11. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να καθορίζονται το είδος των απαιτούμενων ειδικών μελετών για την κατάρτιση των Θαλάσσιων Χωροταξικών Πλαισίων, οι προδιαγραφές εκπόνησης, οι ειδικότητες των μελετητών και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εκπόνηση, τον έλεγχο και την εφαρμογή τους.

Άρθρο 15. Δημόσια διαβούλευση - Συμμετοχή του κοινού

1. Η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 εξασφαλίζει, ήδη κατά το πρώιμο στάδιο κατάρτισης του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τη δυνατότητα συμμετοχής σε δημόσια διαβούλευση των δημόσιων αρχών, των ενδιαφερόμενων φορέων και του κοινού. Η διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης πραγματοποιείται ως εξής:
α) ως προς την εθνική χωρική στρατηγική για το θαλάσσιο χώρο:
αα) η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 ενημερώνει τα συναρμόδια Υπουργεία σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας εκπόνησης της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο, ώστε να διασφαλίζει, κατά τη διαμόρφωση του σχεδίου, τη συνεργασία με τις εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές,
αβ) το σχέδιο της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο τίθεται σε δημόσια διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133) . Τα δύο στάδια λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα, με συνολική διάρκεια δύο (2) μηνών.
β) ως προς τα θαλάσσια χωροταξικά πλαίσια:
βα) η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 ενημερώνει τα συναρμόδια υπουργεία σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας εκπόνησης του θαλάσσιου χωροταξικού πλαισίου, ώστε να διασφαλίζει, σε επίπεδο συνδιαμόρφωσης σχεδίου, τη συνεργασία με τις εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές. Παράλληλα, ενημερώνει τις οικείες περιφέρειες,
ββ) το θαλάσσιο χωροταξικό πλαίσιο τίθεται σε δημόσια διαβούλευση, για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών.
2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία για την εφαρμογή της παρ. 1.

Άρθρο 16. Χρήση και ανταλλαγή δεδομένων

1. Η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 οργανώνει και χρησιμοποιεί τα βέλτιστα διαθέσιμα δεδομένα και συντονίζει τη διαδικασία της απαιτούμενης ανταλλαγής των πληροφοριών, για την κατάρτιση των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων.
2. Τα δεδομένα της παρ. 1 είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
α) περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, καθώς και εν γένει δεδομένα της πολιτιστικής κληρονομιάς, που έχουν συλλεχθεί σύμφωνα με την εθνική και ενωσιακή νομοθεσία που διέπει τις δραστηριότητες του άρθρου 14,
β) φυσικά δεδομένα για τα θαλάσσια ύδατα.
3. Κατά την εφαρμογή της παρ. 1, η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 χρησιμοποιεί τα σχετικά μέσα και εργαλεία, περιλαμβανομένων αυτών που είναι ήδη διαθέσιμα σύμφωνα με τον ν. 3882/2010 (Α΄ 166), την Ολοκληρωμένη Θαλάσσια Πολιτική και άλλες συναφείς πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού μπορεί να καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 17. Συνεργασία μεταξύ κρατών-μελών

1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας σχεδιασμού και διαχείρισης, η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 συνεργάζεται με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα οποία η Ελληνική Δημοκρατία μοιράζεται θαλάσσια ύδατα με σκοπό να διασφαλίζεται ότι ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός είναι συντονισμένος και έχει συνοχή σε όλη την εν λόγω θαλάσσια περιοχή. Η συνεργασία λαμβάνει υπόψη, ιδίως, ζητήματα διακρατικού χαρακτήρα.
2. Η συνεργασία σύμφωνα με την παρ. 1 επιδιώκεται μέσω:
α) υφιστάμενων περιφερειακών θεσμικών δομών συνεργασίας, όπως οι περιφερειακές συμβάσεις για τη θάλασσα, ή και
β) δικτύων ή δομών των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, ή και
γ) οποιασδήποτε άλλης μεθόδου που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1, όπως στο πλαίσιο των στρατηγικών για τις θαλάσσιες λεκάνες.

Άρθρο 18. Συνεργασία με τρίτες χώρες

Η αρμόδια αρχή του άρθρου 20, όταν αναπτύσσει δράσεις που αφορούν τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό στις οικείες θαλάσσιες περιοχές, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη δημιουργία πλαισίου συνεργασίας με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις, όπως με την αξιοποίηση υφιστάμενων διεθνών φόρουμ ή με περιφερειακή θεσμική συνεργασία, μεταξύ των οποίων εντάσσεται η Περιφερειακή Σύμβαση για τη Μεσόγειο Θάλασσα (Σύμβαση της Βαρκελώνης, άρθρο πρώτο του ν. 855/1978, Α΄235).

Άρθρο 19. Παρακολούθηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού

Η αρμόδια αρχή του άρθρου 20 διαβιβάζει υποχρεωτικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε οποιαδήποτε άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, ύστερα από αίτημα, αντίγραφα της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο και των θαλάσσιων χωροταξικών πλαισίων, συμπεριλαμβανομένου σχετικού επεξηγηματικού υλικού για την εφαρμογή του νόμου, εντός (3) μηνών από την έγκρισή τους. Η ίδια υποχρέωση ισχύει και για τις επακόλουθες επικαιροποιήσεις και αναθεωρήσεις της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο και των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων.

Άρθρο 20. Αρμόδια αρχή

1. Αρμόδια αρχή ορίζεται ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ειδικότερα, η αρμόδια αρχή έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) σχεδιάζει, εντός των θαλάσσιων υδάτων και παράκτιων ζωνών, την έκταση και το περιεχόμενο του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού,
β) μεριμνά, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία, για την κατάρτιση της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο και των θαλάσσιων χωροταξικών πλαισίων, στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος,
γ) αξιολογεί την εφαρμογή του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού κατ’ εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 11 και εκκινεί τη διαδικασία τροποποίησης ή αναθεώρησής του, σύμφωνα με το άρθρο 12,
δ) διαβουλεύεται με τις συναφείς αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών στο πλαίσιο εφαρμογής των άρθρων 17 και 18 για τη διαμόρφωση συνεργασίας και κοινής προσέγγισης, καθώς και το συντονισμό των δράσεων τους που αφορούν το θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, σύμφωνα με τις γενικές κατευθύνσεις της εθνικής χωρικής στρατηγικής για το θαλάσσιο χώρο,
ε) εξασφαλίζει κάθε πρόσφορο μέσο, διαδικασία, μηχανισμό ή πρόγραμμα για την εφαρμογή του παρόντος,
στ) λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της συντονισμένης εφαρμογής του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού από τις εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές και φορείς σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης (εθνικό, περιφερειακό και διεθνές ή διακρατικό επίπεδο),
ζ) αποτελεί σημείο επαφής προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα αρμόδια όργανά της για θέματα που αφορούν την εφαρμογή της oδηγίας 2014/89/ΕΕ (ΕΕ L 257),
η) συμμετέχει σε εθνικά, διακρατικά και διασυνοριακά προγράμματα, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της,
θ) εποπτεύει και συντονίζει προγράμματα και μελέτες που άπτονται του χωρικού σχεδιασμού και υλοποιούνται στον εθνικό θαλάσσιο και παράκτιο χώρο,
ι) οφείλει να ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μεταβολές των πληροφοριών που αφορούν τη νομική και διοικητική της υπόσταση, σύμφωνα με την παρ. 3, εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της μεταβολής.
Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται η αρμόδια υπηρεσία για την εφαρμογή του παρόντος και μεταβιβάζεται σε αυτήν η άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων.
2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να συνιστώνται στη Γενική Γραμματεία Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος για την υποστήριξη του έργου της μη αμειβόμενες ομάδες εργασίας εμπειρογνωμόνων με συμμετοχή, κατά περίπτωση, εκπροσώπων εμπλεκόμενων δημόσιων αρχών και φορέων, καθώς επίσης και επιστημονικών φορέων.
3. Στοιχεία περί της αρμόδιας αρχής:
α. Ονομασία και διεύθυνση της αρμόδιας αρχής επίσημη ονομασία και διεύθυνση της προσδιορισθείσας αρμόδιας αρχής.
β. Νομικό καθεστώς της αρμόδιας αρχής σύντομη περιγραφή του νομικού καθεστώτος της αρμόδιας αρχής.
γ. Αρμοδιότητες σύντομη περιγραφή των νομοθετικών και διοικητικών αρμοδιοτήτων της αρμόδιας αρχής και του ρόλου της για τα συγκεκριμένα θαλάσσια ύδατα.
δ. Ιδιότητα του μέλους. Όταν η αρμόδια αρχή ενεργεί ως συντονιστικός φορέας για άλλες αρμόδιες αρχές απαιτείται κατάλογος αυτών, καθώς και περίληψη των θεσμικών σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί για να εξασφαλίζεται ο συντονισμός.
ε. Περιφερειακός συντονισμός. Απαιτείται σύνοψη των μηχανισμών που έχουν συσταθεί ώστε να εξασφαλίζεται ο συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών τα ύδατα των οποίων καλύπτονται από την ως άνω οδηγία και εμπίπτουν στην ίδια θαλάσσια περιοχή ή υποπεριοχή.
ΤΜΗΜΑ III: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΤΜΗΜΑ III: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ

Άρθρο 21. Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια

1. Τα Τ.Π.Σ. αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών και διαγραμμάτων, με τα οποία καθορίζονται το πρότυπο χωρικής οργάνωσης και ανάπτυξης και τα βασικά προγραμματικά μεγέθη, όρια πολεοδομικών ενοτήτων και οικισμών, οι χρήσεις γης, οι όροι και περιορισμοί δόμησης, οι σημαντικές πολεοδομικές παρεμβάσεις, Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (Ζ.Υ.Σ.), ζώνες ειδικών πολεοδομικών κινήτρων, το οδικό δίκτυο, τα λοιπά μεταφορικά, τεχνικά και περιβαλλοντικά δίκτυα και υποδομές, μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, μέτρα υποστηρικτικά της αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και διαχείρισης συνεπειών φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών, καθώς και κάθε άλλο μέτρο, όρος ή περιορισμός που απαιτείται για την ολοκληρωμένη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της περιοχής μελέτης.
2. Τα Τ.Π.Σ. καλύπτουν την έκταση μιας ή περισσοτέρων δημοτικών ενοτήτων ενός δήμου. Μπορεί επίσης να καλύπτουν και την έκταση δημοτικών ενοτήτων που βρίσκονται σε όμορους δήμους, μετά από σχετικές αποφάσεις των οικείων δημοτικών συμβουλίων. Τα Τ.Π.Σ. εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Περιφερειακών και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και περιλαμβάνουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την επίτευξη των σκοπών τους.
3. Με τα Τ.Π.Σ. καθορίζονται για κάθε δημοτική ενότητα οι ακόλουθες κατηγορίες περιοχών:
α) Οικιστικές Περιοχές:
αα) Ως οικιστικές περιοχές νοούνται οι περιοχές που εξυπηρετούν τη διαβίωση και την οργανωμένη οικονομική και κοινωνική ζωή και δραστηριότητα του ανθρώπου. Στις οικιστικές περιοχές περιλαμβάνονται όλες οι πολεοδομημένες, εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, περιοχές, οι οικισμοί πριν από το 1923 ή με πληθυσμό μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους, καθώς και οι προς πολεοδόμηση περιοχές. Περιλαμβάνονται επίσης οι Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης (Π.Ε.Ρ.ΠΟ.) του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) με χρήση πρώτης ή δεύτερης κατοικίας, οι Περιοχές Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης (Π.Π.Α.Ι.Π.), οι Ειδικές Περιοχές Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης (Ε.Π.Π.Α.Ι.Π.), και τα Ειδικά Σχέδια Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ανάπτυξης (Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.) των άρθρων 83, 89 και 100 αντιστοίχως.
αβ) Στις προς πολεοδόμηση περιοχές της κατηγορίας αυτής καθορίζονται με τα Τ.Π.Σ. όρια πολεοδομικών ενοτήτων και η γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσής τους, ήτοι οι επιτρεπόμενες εντός αυτών κατηγορίες χρήσεων γης, γενικών, και, κατά περίπτωση, ειδικών, η πυκνότητα, ο συντελεστής δόμησης, μέσος σε επίπεδο πολεοδομικής ενότητας, και δυνητικά και τελικός για συγκεκριμένα τμήματα της πολεοδομικής ενότητας, και οι λοιποί όροι και περιορισμοί δόμησης, καθώς και η γενική εκτίμηση των αναγκών κάθε πολεοδομικής ενότητας σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και εν γένει δημόσιες υποδομές και δίκτυα.
αγ) Οι οικισμοί πριν από το 1923 ή με πληθυσμό μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους μπορούν να οριοθετούνται όταν δεν είναι οριοθετημένοι και μπορούν να καθορίζονται ως περιοχές προς πολεοδόμηση.
β) Περιοχές παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (Π.Ε.Δ.):
βα) Ως Π.Ε.Δ. μπορεί να καθορίζονται οι εντός ή και εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών περιοχές, οι οποίες, εν όψει της θέσης, των υφιστάμενων χρήσεων, λειτουργιών και υποδομών, καθώς και των λοιπών χωρικών τους χαρακτηριστικών, προσφέρονται για τη χωροθέτηση μεμονωμένων ή οργανωμένων παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Οι περιοχές αυτές είναι δυνατόν να πολεοδομούνται ανάλογα με το ιδιαίτερο καθεστώς που τις διέπει.
ββ) Στις περιοχές αυτές με το Τ.Π.Σ. καθορίζονται οι επιτρεπόμενες εντός αυτών κατηγορίες χρήσεων γης, ο συντελεστής δόμησης, καθώς και οι λοιποί όροι και περιορισμοί δόμησης που απαιτούνται για την ανάπτυξή τους.
βγ) Στις περιοχές της κατηγορίας αυτής εντάσσονται, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που τις διέπουν, και εγκεκριμένα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α.), Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.), Επιχειρηματικά Πάρκα, άλλοι οργανωμένοι υποδοχείς δραστηριοτήτων, Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα και Μικτά Τουριστικά Καταλύματα Μικρής Κλίμακας. Οι περιοχές αυτές μπορούν να ενσωματώνονται στο Τ.Π.Σ. χωρίς τροποποιήσεις.
γ) Περιοχές Προστασίας (Π.Ε.Π.) και Περιοχές με ειδικό νομικό καθεστώς (Π.Ε.Κ.):
γα) Ως Π.Ε.Π. μπορεί να καθορίζονται οι περιοχές, οι οποίες διαθέτουν ιδιαιτέρως αξιόλογα φυσικά ή πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν προστασίας, προβολής και ανάδειξης. Οι περιοχές αυτές οριοθετούνται και καθορίζονται οι επιτρεπόμενες εντός αυτών κατηγορίες χρήσεων γης, ο συντελεστής δόμησης και οι λοιποί όροι και περιορισμοί ή και απαγορεύσεις στις χρήσεις γης και στη δόμηση, καθώς και στην εν γένει άσκηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών, για λόγους προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος και του τοπίου.
γβ) Στις περιοχές αυτές εντάσσονται και εκτάσεις που υπάγονται σε ειδικά νομικά καθεστώτα προστασίας (Π.Ε.Κ.), όπως χώροι αρχαιολογικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος, δάση και δασικές εκτάσεις, αιγιαλός και παραλία, ποταμοί, λίμνες, ρέματα, καθώς και προστατευόμενες περιοχές του άρθρου 19 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), οι οποίες διέπονται, όσον αφορά στις χρήσεις γης και τους όρους δόμησης, από τα ειδικά καθεστώτα προστασίας τους. Οι περιοχές αυτές ενσωματώνονται στο Τ.Π.Σ., χωρίς να μεταβάλλεται το προστατευτικό τους καθεστώς. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί, με διοικητική πράξη, ως περιοχές αγροτικής ή γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας.
δ) Περιοχές ελέγχου χρήσεων γης (Π.Ε.Χ.):
Ως Π.Ε.Χ. νοούνται οι μη πολεοδομημένες και προς πολεοδόμηση, εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών, περιοχές, πέριξ των οικιστικών περιοχών ή των περιοχών παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, που δεν εμπίπτουν σε μία από τις περ. α΄, β΄ και γ΄, για τις οποίες καθορίζονται ειδικοί περιορισμοί στις χρήσεις γης και στους όρους δόμησης, με σκοπό την ορθολογική κατανομή και συσχέτιση των χρήσεων γης, ώστε να αποφεύγονται πιθανές μεταξύ τους συγκρούσεις και ανεξέλεγκτη κατανάλωση φυσικών πόρων.
4. Μετά από την έγκριση των Τ.Π.Σ., κάθε οικιστική, παραγωγική ή άλλη ανάπτυξη επιτρέπεται, μόνον εφόσον είναι συμβατή με τις χρήσεις γης και τους λοιπούς όρους και περιορισμούς που καθορίζονται με αυτά.
5. Σε περιοχές που έχουν ήδη πολεοδομηθεί, οι χρήσεις γης που καθορίζονται με τα Τ.Π.Σ., κατισχύουν αυτών που είχαν καθορισθεί με το ρυμοτομικό σχέδιο, χωρίς κατ’ αρχήν να απαιτείται η αναθεώρηση του υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου οι χρήσεις του να προσαρμοσθούν στις χρήσεις του Τ.Π.Σ. Αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου χωρεί μόνον εάν απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση των χρήσεων γης που καθορίζονται με το νέο Τ.Π.Σ., όπως όταν πρόκειται για τον καθορισμό νέου ή τον αποχαρακτηρισμό εγκεκριμένου κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου. Το Τ.Π.Σ. δύναται επίσης να τροποποιεί και να αναδιαμορφώνει τους ισχύοντες όρους δόμησης.
6. Κατά τη διαδικασία εκπόνησης των Τ.Π.Σ., με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας και γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., μπορεί να αναστέλλεται η χορήγηση οικοδομικών αδειών ή και εργασιών στην περιοχή ή σε τμήματά της και να απαγορεύονται οι κατατμήσεις των ιδιοκτησιών πέρα από το οριζόμενο στην ίδια απόφαση όριο εμβαδού. Η κατά το πρώτο εδάφιο αναστολή και απαγόρευση ισχύει μέχρι την έγκριση του Τ.Π.Σ. και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη.
Περαιτέρω παράταση της αναστολής αυτής είναι δυνατόν να χορηγείται για ένα (1) ακόμα έτος, με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εφόσον διαπιστωθεί ότι οι εργασίες εκπόνησης του Τ.Π.Σ. έχουν σημαντική πρόοδο, με αποκλειστικό σκοπό την ολοκλήρωση και έγκρισή του. Ο συνολικός χρόνος ισχύος των ανωτέρω αποφάσεων δε δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
7. α) Η κίνηση της διαδικασίας για τη σύνταξη Τ.Π.Σ. γίνεται είτε από τον οικείο δήμο είτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Τα Τ.Π.Σ. υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης.
β) Η έγκριση των Τ.Π.Σ. γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Η αρμόδια υπηρεσία και το ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. ελέγχουν και την εναρμόνιση του περιεχομένου των Τ.Π.Σ. με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, καθώς και την έλλειψη αντιφάσεων με αντίστοιχα σχέδια όμορων δημοτικών ενοτήτων.
Επίσης, με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα:
βα) εγκρίνονται και οι περιβαλλοντικοί όροι που πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή των Τ.Π.Σ.
ββ) οριοθετούνται προσωρινά οι οριογραμμές των υφιστάμενων, εντός των προς πολεοδόμηση περιοχών, υδατορεμάτων,
βγ) εγκρίνεται προκαταρκτική μελέτη γεωλογικής καταλληλότητας στις περιοχές, για τις οποίες δεν υπάρχει γεωλογική μελέτη.
8. Όρια και ρυθμίσεις εγκεκριμένων Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 274, περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο των Τ.Π.Σ. και μπορεί να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα έγκρισής τους, εφόσον τούτο κρίνεται πολεοδομικώς απαραίτητο για την κάλυψη αναγκών οικιστικής, παραγωγικής ή επιχειρηματικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης εντός της οικείας δημοτικής ενότητας. Μετά από την έγκριση των Τ.Π.Σ., οι Ζ.Ο.Ε. που έχουν ενσωματωθεί σε αυτά, παύουν να ισχύουν ως αυτοτελείς ρυθμίσεις και ισχύουν οι ρυθμίσεις του Τ.Π.Σ.
9. Όρια και ρυθμίσεις προεδρικών διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985 (Α΄ 210), περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο του Τ.Π.Σ. και μπορεί να συμπληρώνονται ή να τροποποιούνται με τα προεδρικά διατάγματα της περ. β΄ παρ. 7, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 200.
10. Η οικεία περιφέρεια παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή των ρυθμίσεων των Τ.Π.Σ. Για το σκοπό αυτόν, συντάσσει ανά πενταετία τουλάχιστον εκθέσεις αξιολόγησης, με τις οποίες αποτιμάται ο τρόπος εφαρμογής των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων των ανωτέρω σχεδίων, καταγράφονται αστοχίες, αδυναμίες και προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την εφαρμογή τους και διατυπώνονται προτάσεις αντιμετώπισής τους. Με τις εκθέσεις αξιολόγησης καταγράφεται επίσης η αναγκαιότητα προσαρμογής του Τ.Π.Σ. σε νέα δεδομένα, καθώς και σε κατευθύνσεις που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Οι ανωτέρω εκθέσεις κοινοποιούνται στον οικείο δήμο, στην οικεία αποκεντρωμένη διοίκηση και στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη σε σχετικές ενέργειες και δράσεις που άπτονται των σχετικών αρμοδιοτήτων τους.
11. Τα Τ.Π.Σ. δεν αναθεωρούνται προτού παρέλθει πενταετία από την έγκρισή τους. Πριν από την πάροδο της πενταετίας είναι κατ’ εξαίρεση δυνατή η τροποποίησή τους, προκειμένου να:
α) αντιμετωπιστούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διακρατικού, διαπεριφερειακού ή διαδημοτικού χαρακτήρα,
β) αντιμετωπιστούν εξαιρετικές πολεοδομικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους,
γ) αντιμετωπιστούν πρόσθετες ανάγκες σε κοινωνικό εξοπλισμό,
δ) αντιμετωπιστούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα που αφορούν στην εφαρμογή σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ή παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας,
ε) προσαρμοστούν σε νομοθετικές τροποποιήσεις μεταγενέστερες της έγκρισής τους ή σε νέα δεδομένα και κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και
στ) ενσωματώσουν νέα αρχαιολογικά δεδομένα και επικαιροποιημένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των υφιστάμενων αρχαιοτήτων και μνημείων. Τα Τ.Π.Σ. μπορούν να αναθεωρούνται σε κάθε περίπτωση μετά από την πάροδο δέκα (10) ετών από την ημερομηνία, κατά την οποία έγινε η ανάθεση της μελέτης, βάσει της οποίας συντάχθηκαν. Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (Γ.Π.Σ.) και Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.) του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) μπορεί να αναθεωρηθούν ή να τροποποιηθούν χωρίς να ισχύουν οι πιο πάνω προθεσμίες και προϋποθέσεις. Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Τ.Π.Σ. ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 7. Δεν απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, εφόσον οι αλλαγές είναι ήσσονος σημασίας και διαπιστωθεί, κατά το διενεργούμενο περιβαλλοντικό προέλεγχο, ότι δεν ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
12. Η αναθεώρηση και τροποποίηση των Γ.Π.Σ. και Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. γίνεται κατά τις διατάξεις του παρόντος.
13. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται το «Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο» ή το «Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης» ή το «Τοπικό Χωροταξικό Σχέδιο» νοείται εφεξής το Τοπικό Πολεοδομικό Σχέδιο του παρόντος.
14. Τα Γ.Π.Σ. και Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., που ισχύουν κατά την 28.11.2023 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 5069/2023, Α΄193), δύνανται να τροποποιούνται σημειακά μέχρι την έγκριση των Τ.Π.Σ., σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5του ν. 2508/1997 (Α’ 124).
Για τη σημειακή τροποποίηση υποβάλλεται φάκελος Περιβαλλοντικού Προελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 της υπό στοιχεία ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/2006 κοινής απόφασης των υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β’ 1225). Στις περιπτώσεις σημειακής τροποποίησης Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., τα οποία δεν έχουν υποβληθεί σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, ακολουθείται η διαδικασία φακέλου περιβαλλοντικού προελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 5 της παραπάνω κοινής υπουργικής απόφασης για τη σημειακή τροποποίηση του Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.
15. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., μπορεί να γίνονται διορθώσεις σφαλμάτων, αποσαφηνίσεις διατυπώσεων, εναρμόνιση κειμένων και διαγραμμάτων, εφόσον δε συνιστούν τροποποίηση του Τ.Π.Σ.

Άρθρο 22. Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια

1. α. Για τη χωρική οργάνωση και ανάπτυξη περιοχών ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων, που μπορεί να λειτουργήσουν ως υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων υπερτοπικής κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας, για τις οποίες απαιτείται ειδική ρύθμιση των χρήσεων γης και των λοιπών όρων ανάπτυξής τους καταρτίζονται Ε.Π.Σ. Τα Ε.Π.Σ. μπορεί να καταρτιστούν και: (α) για προγράμματα αστικής ανάπλασης ή περιβαλλοντικής προστασίας ή αντιμετώπισης των συνεπειών από φυσικές καταστροφές, (β) για περιοχές παρεμβάσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) όπως οι Ολοκληρωμένες Χωρικές Παρεμβάσεις και (γ) σε περίπτωση ανάγκης ταχείας ολοκλήρωσης του πολεοδομικού σχεδιασμού πρώτου επιπέδου από την πολιτεία, λόγω κρίσιμων χωρικών προβλημάτων που επιβάλλουν την άμεση αντιμετώπιση ή την αποτροπή δημιουργίας τετελεσμένων καταστάσεων που οφείλονται σε έλλειψη ή ανεπάρκεια πολεοδομικού σχεδιασμού.
Η περιοχή για την οποία καταρτίζεται ένα Ε.Π.Σ. ονομάζεται περιοχή επέμβασης. Η περιοχή επέμβασης μπορεί να αποτελείται από διακριτά (μη όμορα) τμήματα, εφόσον μεταξύ των επιμέρους τμημάτων της υπάρχει λειτουργική ενότητα και εξυπηρετούνται οι στόχοι του Ε.Π.Σ. Απαραίτητη προϋπόθεση στην περίπτωση αυτή είναι να ακολουθηθεί η διαδικασία προέγκρισης της περ. ε). Το σύνολο της δημοτικής ενότητας που περιλαμβάνει την περιοχή επέμβασης αποτελεί την ευρύτερη περιοχή του Ε.Π.Σ. Αν η περιοχή επέμβασης εμπίπτει στα διοικητικά όρια περισσότερων δημοτικών ενοτήτων, το σύνολο των δημοτικών ενοτήτων αποτελεί την ευρύτερη περιοχή του Ε.Π.Σ. Αν τα όρια της περιοχής επέμβασης ταυτίζονται με τα διοικητικά όρια μιας δημοτικής ενότητας, η συνολική έκταση του οικείου δήμου αποτελεί την ευρύτερη περιοχή της παρούσας.
Η περιοχή που περιβάλλει την περιοχή επέμβασης και βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με αυτήν λόγω της αλληλεπίδρασης των πολεοδομικών και λοιπών λειτουργιών της ονομάζεται ζώνη άμεσης επιρροής.
β. Τα Ε.Π.Σ. αποτελούν σύνολα κειμένων, χαρτών και διαγραμμάτων με τα οποία καθορίζονται το πρότυπο χωρικής οργάνωσης και ανάπτυξης και τα βασικά προγραμματικά μεγέθη, όρια πολεοδομικών ενοτήτων και οικισμών, οι χρήσεις γης, οι όροι και περιορισμοί δόμησης, οι σημαντικές πολεοδομικές παρεμβάσεις, ζώνες ειδικών πολεοδομικών κινήτρων, το οδικό δίκτυο, τα λοιπά μεταφορικά, τεχνικά και περιβαλλοντικά δίκτυα και υποδομές, τα μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, μέτρα υποστηρικτικά της αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και διαχείρισης συνεπειών φυσικών και τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών, καθώς και κάθε άλλο μέτρο, όρος ή περιορισμός που απαιτείται, ώστε να καταστεί η περιοχή επέμβασης κατάλληλη είτε για τη δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων δραστηριοτήτων είτε για την πραγματοποίηση των προγραμμάτων και παρεμβάσεων της παρ. 1. Αν η περιοχή μελέτης του Ε.Π.Σ. περιλαμβάνει ολόκληρες δημοτικές ενότητες, μπορεί επίσης να καθορίζονται σε αυτές Ζ.Υ.Σ.
γ. Τα Ε.Π.Σ. εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Περιφερειακών και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και περιέχουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την επίτευξη των σκοπών τους, εντός της περιοχής επέμβασης. Εκτός της περιοχής επέμβασης είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό τα Ε.Π.Σ. να προσδιορίζουν υποδομές, μέτρα και όρους που είναι αναγκαίοι για την οργανική ενσωμάτωση της περιοχής επέμβασης στην ευρύτερη περιοχή που την περιβάλλει. Στην περίπτωση που με το Ε.Π.Σ. προσδιορίζεται κοινόχρηστη οδός, με την οποία επιτυγχάνεται η οργανική ενσωμάτωση της περιοχής επέμβασης στη ζώνη άμεσης επιρροής ή και στην ευρύτερη περιοχή και ειδικότερα η κυκλοφοριακή σύνδεση με το υφιστάμενο κοινόχρηστο οδικό δίκτυο, ισχύουν τα εξής:
γα) Η προσδιοριζόμενη κοινόχρηστη οδός αξιολογείται στο πλαίσιο της Σ.Μ.Π.Ε. των προτεινομένων από την κύρια μελέτη ρυθμίσεων και κατευθύνσεων του Ε.Π.Σ.
γβ) Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για τη διάνοιξη της νέας οδού ή τη βελτίωση της χάραξης και των λοιπών τεχνικών χαρακτηριστικών υφισταμένης οδού, ή η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ’ αυτών, ώστε να καταστεί η περιοχή επέμβασης κατάλληλη, είτε για τη δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων δραστηριοτήτων, είτε για την πραγματοποίηση των προγραμμάτων και παρεμβάσεων της παρ.1.
γγ) Η απαλλοτρίωση κηρύσσεται με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων των Υπουργείων Ανάπτυξης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Υποδομών και Μεταφορών και Πολιτισμού στην περίπτωση που η ζώνη απαλλοτρίωσης εμπίπτει σε περιοχή ελεγχόμενη βάσει του ν. 4858/2021 (Α` 220), υπέρ του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή φορέων Γενικής Κυβέρνησης της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α` 143) ή φυσικών προσώπων και με δαπάνη του υπερ ού η απαλλοτρίωση ή άλλου προσώπου, που ορίζεται με την πράξη κήρυξής της. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται ο Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001, Α΄ 17). Η προσδιοριζόμενη αποζημίωση βαρύνει το φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ.
γδ) Τα παρόδια στην κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενη και υλοποιούμενη κοινόχρηστη οδό γήπεδα, δεν αποκτούν οικοδομησιμότητα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις δόμησης που θέτουν τα από 24.5.1985 (Δ΄ 270) και 6.10.1978 (Δ΄ 538) π.δ. ή άλλες ανάλογες διατάξεις. Η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις δόμησης των εν λόγω γηπέδων καθορίζονται στο πλαίσιο του προεδρικού διατάγματος έγκρισης ή αναθεώρησης του Τ.Π.Σ. της δημοτικής ενότητας στην οποία εμπίπτουν.
δ. Τα Ε.Π.Σ. εντάσσονται στο ίδιο επίπεδο σχεδιασμού με τα Τ.Π.Σ. και μπορούν να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για όλα τα θέματα που ρυθμίζονται από Τ.Π.Σ. και να τροποποιούν τις ρυθμίσεις των εγκεκριμένων Τ.Π.Σ.
δα. Με τα Ε.Π.Σ. δύνανται να καθορίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης ακόμη και κατά παρέκκλιση από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης, καθώς και από τις διατάξεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού και της εκτός σχεδίου δόμησης, κατόπιν ειδικής μελέτης και σχετικής επιστημονικής τεκμηρίωσης.
ε. Πριν από την έγκριση ενός Ε.Π.Σ., με σκοπό να κριθεί η καταρχήν δυνατότητα χωροθέτησής του, είναι δυνατόν να προηγηθεί η εξής διαδικασία προέγκρισης: μετά από υποβολή αίτησης προέγκρισης από το φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ., χορηγείται σχετική προέγκριση με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών από την έκδοση της γνώμης του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α..
Η αίτηση συνοδεύεται από τεχνική έκθεση που περιλαμβάνει την πρόταση χωρικού προορισμού της περιοχής επέμβασης, τις κατευθύνσεις του ισχύοντος χωροταξικού σχεδιασμού, τις υφιστάμενες, θεσμικές και πραγματικές, χρήσεις γης και τους όρους και περιορισμούς δόμησης στην περιοχή επέμβασης και στη ζώνη άμεσης επιρροής, τα βασικά μεταφορικά και τεχνικά δίκτυα και περιβαλλοντικές υποδομές, τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, και γενικά κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωση της συγκεκριμένης πρότασης χωρικής ανάπτυξης και σχετικούς χάρτες - υφιστάμενη κατάσταση και πρόταση - κλίμακας 1: 5.000.
Η απόφαση του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. αφορά στην αναγκαιότητα του προτεινόμενου χωρικού προορισμού ενόψει του ειδικού χαρακτήρα της επιδιωκόμενης ανάπτυξης και της κάλυψης αναγκών παραγωγικής ή επιχειρηματικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης εντός της περιοχής επέμβασης, αφού λάβει υπόψη τους στόχους του Ε.Π.Σ. και την εξασφάλιση της μη ανατροπής της πολεοδομικής και χωροταξικής λειτουργίας της ευρύτερης περιοχής του Ε.Π.Σ. Όταν με την προέγκριση προτείνονται ζώνες χρήσεων γης, σε κάθε ζώνη επιτρέπεται καταρχήν να προτείνεται μόνο μια γενική χρήση. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατόν να προτείνονται περισσότερες της μιας γενικές χρήσεις γης στην ίδια ζώνη. Η απόφαση προέγκρισης κρίνει αποκλειστικά την καταρχήν δυνατότητα χωροθέτησης του Ε.Π.Σ. και δεν εξετάζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι οποίες κρίνονται στο στάδιο της οριστικής έγκρισης αυτού.
Το ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., στο πλαίσιο της διαδικασίας προέγκρισης, συνεδριάζει έξι (6) τουλάχιστον φορές ετησίως σε τακτική συνεδρίαση, με αποκλειστικό σκοπό τη γνωμοδότηση επί αιτήσεων προέγκρισης και όσες φορές απαιτείται εκτάκτως, ώστε να διασφαλισθεί ότι η διαδικασία αίτησης προέγκρισης περατώνεται υποχρεωτικά εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της.
2.α. Για τα Ε.Π.Σ. εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι περ. α΄ έως δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 21, σε συνάρτηση με τους επιδιωκόμενους κάθε φορά στόχους. Καταγράφονται αναλυτικά τα προς ρύθμιση στοιχεία, προκειμένου να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι στο πλαίσιο της πρότασης χωρικού προορισμού του συγκεκριμένου Ε.Π.Σ.
β. Για τα Ε.Π.Σ. εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 4, 5, 7, και 8 του άρθρου 21, λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα της περιοχής επέμβασης και της/των δημοτικών ενοτήτων στις οποίες αυτή εντάσσεται και των στόχων των Ε.Π.Σ.
3. α. Η κίνηση της διαδικασίας για τη σύνταξη Ε.Π.Σ. γίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή από τον οικείο δήμο ή την οικεία περιφέρεια ή από το φορέα υλοποίησης του σχεδίου, έργου ή προγράμματος. Τα Ε.Π.Σ. υπόκεινται σε διαδικασία Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης.
β. Η έγκριση των Ε.Π.Σ. γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.. Για τις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αρμόδιο όργανο για τη γνώμη του προηγούμενου εδαφίου είναι το Συμβούλιο Μητροπολιτικού Σχεδιασμού. Η αρμόδια υπηρεσία και τα αρμόδια συμβούλια ελέγχουν και την εναρμόνιση του περιεχομένου των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων με τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, καθώς και τη συμβατότητα με αντίστοιχα σχέδια (Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., Τ.Π.Σ., Ε.Π.Σ.) στην ίδια και σε όμορες δημοτικές ενότητες.
Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα εγκρίνονται και οι περιβαλλοντικοί όροι που πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή των Ε.Π.Σ..
γ. Με το προεδρικό διάταγμα έγκρισης των Ε.Π.Σ. μπορεί να εγκρίνεται και το ρυμοτομικό σχέδιο εφαρμογής ή να τροποποιείται εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή πολεοδομική μελέτη, όπου αυτό απαιτείται.
Αν ο φορέας κίνησης της διαδικασίας του Ε.Π.Σ. είναι κύριος της προς πολεοδόμηση έκτασης, η διαδικασία δημοσιότητας της περ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 26 παραλείπεται.
δ. Ο φορέας κίνησης της διαδικασίας του Ε.Π.Σ. της περ. α΄ μπορεί να είναι κύριος μέρους ή του συνόλου της περιοχής επέμβασης. Ειδικά για τις κατηγορίες Ε.Π.Σ. της παρ. 7, για την κυριότητα ή διασφάλιση της περιοχής επέμβασης εφαρμόζονται οι οικείες για κάθε κατηγορία διατάξεις.
4. Η οικεία περιφέρεια παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή των ρυθμίσεων των Ε.Π.Σ. Για το σκοπό αυτόν, μπορεί να συντάσσει, μετά από την παρέλευση πενταετίας τουλάχιστον, εκθέσεις αξιολόγησης, με τις οποίες αποτιμάται ο τρόπος εφαρμογής των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων των ανωτέρω σχεδίων, καταγράφονται αστοχίες, αδυναμίες και προβλήματα που εντοπίσθηκαν κατά την εφαρμογή τους και διατυπώνονται προτάσεις αντιμετώπισής τους. Με τις εκθέσεις αξιολόγησης καταγράφεται επίσης η αναγκαιότητα προσαρμογής του Ε.Π.Σ. σε νέα δεδομένα, καθώς και σε κατευθύνσεις που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Οι ανωτέρω εκθέσεις κοινοποιούνται στον οικείο δήμο, στην οικεία αποκεντρωμένη διοίκηση και στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και στο φορέα του Ε.Π.Σ., προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη σε σχετικές ενέργειες και δράσεις που άπτονται των σχετικών αρμοδιοτήτων τους. Αντίστοιχες εκθέσεις μπορεί να συντάσσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που κοινοποιούνται στον οικείο δήμο, στην οικεία περιφέρεια, στην οικεία αποκεντρωμένη διοίκηση και στο φορέα του Ε.Π.Σ.
5. α. Δεν επιτρέπεται η αναθεώρηση των Ε.Π.Σ. ή η τροποποίησή τους με Τ.Π.Σ. προτού παρέλθει πενταετία από την έγκρισή τους. Στο χρονικό αυτό διάστημα είναι δυνατή η τροποποίησή τους προκειμένου να:
αα) αντιμετωπιστούν ζητήματα που ανακύπτουν από την προώθηση ή εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων διεθνούς, ευρωπαϊκού, διακρατικού, διαπεριφερειακού ή διαδημοτικού χαρακτήρα,
αβ) αντιμετωπιστούν εξαιρετικές πολεοδομικές ανάγκες από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές και κινδύνους,
αγ) αντιμετωπιστούν πρόσθετες ανάγκες σε κοινωνικό εξοπλισμό,
αδ) αντιμετωπιστούν εξαιρετικές και απρόβλεπτες ανάγκες και νέα δεδομένα που αφορούν στην εφαρμογή σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ή παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας ή στρατηγικής σημασίας,
αε) προσαρμοστούν σε νομοθετικές τροποποιήσεις μεταγενέστερες της έγκρισής τους ή σε νέα δεδομένα και κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Χωροταξικών Πλαισίων, καθώς και Τ.Π.Σ.
αστ) ενσωματωθούν νέα αρχαιολογικά δεδομένα και επικαιροποιημένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των υφιστάμενων αρχαιοτήτων και μνημείων.
β. Τα Ε.Π.Σ. μπορούν να αναθεωρούνται σε κάθε περίπτωση μετά από την πάροδο δέκα (10) ετών από την ημερομηνία, κατά την οποία έγινε η ανάθεση της μελέτης, βάσει της οποίας συντάχθηκαν.
γ. Για την αναθεώρηση και τροποποίηση των Ε.Π.Σ. ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 3. Δεν απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, εφόσον οι αλλαγές είναι ήσσονος σημασίας και διαπιστωθεί, κατά το διενεργούμενο περιβαλλοντικό προέλεγχο, ότι δεν ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
6. Οι ρυθμίσεις των Ε.Π.Σ. είναι δεσμευτικές για όλα τα εκπονούμενα Τ.Π.Σ., καθώς και για κάθε ένταξη των περιοχών που καλύπτονται από Ε.Π.Σ. σε σχέδιο πόλεως. Κατ’ εξαίρεση, με τα Τ.Π.Σ. μπορεί να τροποποιούνται όρια και ρυθμίσεις των Ε.Π.Σ., ύστερα από ειδική αιτιολογία και σύμφωνη γνώμη του φορέα υλοποίησης του σχεδίου, έργου ή προγράμματος. Στις περιπτώσεις αυτές, το προεδρικό διάταγμα για την έγκριση του Τ.Π.Σ. προτείνεται και από τον καθ΄ ύλην αρμόδιο για το τροποποιούμενο Ε.Π.Σ. Υπουργό.
7. Ε.Π.Σ., κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αποτελούν επίσης:
α) Οι Π.Ο.Τ.Α. του άρθρου 29 του ν. 2545/1997 (Α΄ 254), οι Π.Ο.Α.Π.Δ. του άρθρου 24 και τα Τοπικά Ρυμοτομικά Σχέδια του άρθρου 25,
β) οι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της παρ. 4 του άρθρου 41 καθώς και τα Επιχειρηματικά Πάρκα Μεμονωμένης Μεγάλης Μονάδας (Ε.Π.Μ.Μ.Μ.) της περ. ζ) της παρ. 1 του άρθρου 41 του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) όπως και τα Επιχειρηματικά Πάρκα της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4982/2022 (Α΄ 195),
γ) τα Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α. του άρθρου 12 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), τα Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. του άρθρου 24 του ν. 3894/2010 (Α΄ 204), του ν. 4608/2019 (Α΄ 66) και του άρθρου 7 του ν. 4864/2021 (Α΄237).
Για τη χωρική οργάνωση των περιοχών των περ. α) και β) εφαρμόζονται οι οικείες για κάθε κατηγορία υποδοχέα διατάξεις, καθώς και η διαδικασία της περ. ε΄ της παρ. 1. Για το σχεδιασμό και τη χωρική οργάνωση των περιοχών της περ. γ΄εφαρμόζεται αποκλειστικά το οικείο θεσμικό τους πλαίσιο. Στις περιπτώσεις των ανωτέρω υποδοχέων των περ. α΄, β΄ και γ΄ η οριοθέτηση των υδατορεμάτων που εμπίπτουν σε αυτούς, γίνεται με τη διοικητική πράξη έγκρισης εκάστου υποδοχέα, ύστερα από υποβολή φακέλου οριοθέτησης σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4258/2014 (Α΄ 94).
8. Κατά τη διαδικασία εκπόνησης του Ε.Π.Σ. και εφόσον η προτεινόμενη ανάπτυξη αφορά σε δημόσιο ή δημοτικό φορέα, μπορεί να επιβάλλεται, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου Κεντρικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, αναστολή χορήγησης οικοδομικών αδειών για ορισμένες χρήσεις είτε σε όλη την περιοχή του σχεδίου είτε σε μέρος αυτής, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
9. Η υλοποίηση έργων τεχνικής υποδομής και διαμόρφωσης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, τα οποία προβλέπονται σε προεδρικά διατάγματα για την έγκριση Ε.Π.Σ. και η εκτέλεση των οποίων έχει επιβληθεί να γίνεται από το φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ. και με δαπάνες αυτού, καθώς και τα συνδεόμενα με αυτά επιμέρους έργα κυκλοφοριακού χαρακτήρα, όπως υπόγειοι σταθμοί αυτοκινήτων, πραγματοποιείται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, σύμφωνα με την κατωτέρω διαδικασία:
α) Οι μελέτες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των έργων αυτών εκπονούνται από μελετητές, οι οποίοι επιλέγονται κάθε φορά από το φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ. Με την επιφύλαξη της παρ. 12, οι μελέτες ελέγχονται και εγκρίνονται από Ανεξάρτητο Μηχανικό, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 10, εφόσον είναι σύμφωνες με το Ε.Π.Σ. και το οικείο Ρ.Σ.Ε., αν αυτό έχει εγκριθεί. Εντός πέντε (5) ημερών από την έγκριση που δίνει ο Ανεξάρτητος Μηχανικός, ο φορέας υλοποίησης του Ε.Π.Σ. κοινοποιεί την έγκριση αυτή, καθώς και τις εγκεκριμένες μελέτες στη Γενική Διεύθυνση Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, για έλεγχο και υποβολή παρατηρήσεων εντός σαράντα (40) ημερών. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της ανωτέρω προθεσμίας, το έργο θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την υπηρεσία.
β) Η εκτέλεση των εργασιών γίνεται από εργολάβους επιλογής του φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ., τη δε επίβλεψη των εργασιών αναλαμβάνει Ανεξάρτητος Μηχανικός, ο οποίος ελέγχει τη συμφωνία των εκτελούμενων εργασιών με τις εγκεκριμένες μελέτες. Ο φορέας υλοποίησης του Ε.Π.Σ. δύναται να αναθέσει την επιλογή εργολάβων σε θυγατρική του εταιρεία ή σε άλλη εταιρεία επιλογής του.
γ) Η σύμφωνη με τις μελέτες εκτέλεση των εργασιών ελέγχεται από Ανεξάρτητο Μηχανικό, ο οποίος υπογράφει και εκδίδει «Βεβαίωση Περαίωσης Έργου», εφόσον διαπιστώσει ότι το έργο πληροί τις προδιαγραφές των σχετικών μελετών. Για τα έργα τεχνικής υποδομής και διαμόρφωσης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η «Βεβαίωση Περαίωσης Έργου» κοινοποιείται, από τον φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ., στη Γενική Διεύθυνση Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών. Η κοινοποίηση αυτή επέχει θέση πρόσκλησης για την παραλαβή του αντίστοιχου έργου ή του τμήματος αυτού προκειμένου να αποδοθεί προς δημόσια χρήση εντός δεκαπέντε (15) ημερών.
δ) Η Γενική Διεύθυνση Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών υποχρεούται να παραλάβει το έργο εντός της προθεσμίας της περ. γ΄. Προς απόδειξη της παραλαβής αυτής υπογράφεται σχετικό πρωτόκολλο. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της ανωτέρω προθεσμίας, το έργο θεωρείται ότι έχει παραληφθεί αυτοδίκαια και ότι έχει αποδοθεί στον αρμόδιο φορέα για τη λειτουργία και συντήρησή του.
10. Ως Ανεξάρτητος Μηχανικός ορίζεται φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας, ο οποίος αναλαμβάνει τον έλεγχο και την έγκριση των μελετών κατασκευής, την επίβλεψη και τον τελικό έλεγχο των έργων της παρ. 9. Ο Ανεξάρτητος Μηχανικός επιλέγεται από το φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ., μεταξύ υποψηφίων οι οποίοι έχουν επαρκή και κατάλληλη εμπειρία και εξοικείωση με έργα παρόμοιου μεγέθους και κλίμακας με το εκάστοτε έργο και οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια που τίθενται με την απόφαση της παρ. 11. Η επιλογή του Ανεξαρτήτου Μηχανικού κοινοποιείται στη Γενική Διεύθυνση Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, η οποία μπορεί να αντιτεθεί στην επιλογή αυτή, μόνον εφόσον ο επιλεγείς δεν πληροί τα κριτήρια της απόφασης της παρ. 3 και εντός αποκλειστικής προθεσμίας σαράντα (40) ημερών, μετά την παρέλευση της οποίας η επιλογή θεωρείται ότι έχει εγκριθεί αυτοδίκαια.
11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Υποδομών και Μεταφορών, καθορίζονται τα προσόντα του Ανεξάρτητου Μηχανικού, τα καθήκοντά του και τα όρια των αρμοδιοτήτων του, το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης μεταξύ φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ. και Ανεξάρτητου Μηχανικού, η διαδικασία επίλυσης διαφωνιών αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων του Ανεξάρτητου Μηχανικού, τυχόν διαδικασία αντικατάστασής του, η διαδικασία ενημέρωσης του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
12. Από τις ρυθμίσεις του παρόντος δεν θίγεται η εφαρμογή του Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 4858/2021, Α΄ 220), καθώς και του ν. 4014/2011 (Α’ 209) για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων. Ειδικά στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων στην περιοχή του Ε.Π.Σ. της παρ. 9, η αρμοδιότητα ελέγχου των κυκλοφοριακών μελετών διενεργείται αποκλειστικά από τη Γενική Διεύθυνση Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης.

Άρθρο 23. Ταυτόχρονη έγκριση Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου και Ρυμοτομικού Σχεδίου Εφαρμογής

1. Στις περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με την περ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 22, εγκρίνονται ταυτόχρονα Ε.Π.Σ. και Ρ.Σ.Ε., ο φορέας υλοποίησης του Ε.Π.Σ. ορίζεται αποκλειστικά υπόχρεος για την καταβολή αποζημιώσεων σε ιδιοκτήτες ακινήτων τα οποία βρίσκονται στην ίδια πολεοδομική ενότητα, εφόσον η αποκατάσταση αυτών εντός της περιοχής επέμβασης δεν προκρίνεται για λόγους πολεοδομικούς, κυκλοφοριακούς ή περιβαλλοντικούς. Στις περιπτώσεις αυτές, κατόπιν εισήγησης του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., τίθεται σχετικός όρος στο εγκριτικό προεδρικό διάταγμα.
2. Στις περιπτώσεις της παρ. 1 όπου ο φορέας υλοποίησης είναι ο αποκλειστικός κύριος ή ο διαχειριστής του συνόλου της προς πολεοδόμηση έκτασης, το εγκριτικό διάταγμα συνιστά ταυτόχρονα και πράξη εφαρμογής, χωρίς να απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας σύνταξης πράξης εφαρμογής. Στις περιπτώσεις αυτές, για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη, εφαρμόζεται το άρθρο 139. Επιτρέπεται, με το ίδιο διάταγμα και κατόπιν πρότασης ή συναίνεσης του φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ., να υπολογίζεται και να επιβάλλεται εισφορά σε γη σε μεγαλύτερο ποσοστό, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολεοδομικών αναγκών στην περιοχή επέμβασης. Κυρωμένες πράξεις εφαρμογής για την ίδια περιοχή που δεν έχουν μεταγραφεί, καταργούνται κατά το μέρος που αφορούν σε εκτάσεις ρυθμιζόμενες από το ως άνω προεδρικό διάταγμα.
3. Από την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παρ. 1, οι κοινόχρηστοι, κοινωφελείς χώροι και τυχόν εκτάσεις που αποδίδονται στον δήμο ή στο Δημόσιο, θεωρούνται ότι περιέρχονται σε κοινή χρήση. Οι χώροι αυτοί παραμένουν στη διοίκηση, διαχείριση και λειτουργία του φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ., έως τη διαμόρφωσή και παράδοσή τους από τον φορέα στον οικείο δήμο ή στο Δημόσιο. Η παράδοση αυτή είναι δυνατό να λάβει χώρα και τμηματικά, για τον σκοπό δε αυτόν ο φορέας υλοποίησης υποβάλλει σχετικό χρονοδιάγραμμα προς τον δήμο ή το Δημόσιο, δια του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το διάταγμα της παρ. 1 μεταγράφεται υποχρεωτικά. Η μεταγραφή του διατάγματος είναι δυνατή και πριν από την κατά τα ανωτέρω διαμόρφωση και παράδοση των κοινόχρηστων, κοινωφελών χώρων και τυχόν εκτάσεων που αποδίδονται στον δήμο ή στο Δημόσιο.
4. Στις περιπτώσεις της παρ. 1, ο φορέας υλοποίησης του Ε.Π.Σ. είναι υπόχρεος για τη διαμόρφωση του συνόλου των κοινοχρήστων χώρων και την υλοποίηση των έργων τεχνικών υποδομών εντός της περιοχής επέμβασης, αποκλειστικά με δικές του δαπάνες, καθώς και για την απόδοσή τους στον οικείο δήμο.
5. Κυρωμένες πράξεις εφαρμογής για τη λοιπή πολεοδομική ενότητα ανασυντάσσονται, εφόσον απαιτείται. Οι σχετικές μελέτες για την ανασύνταξη επισπεύδονται και χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τον φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ. Κατά την ανασύνταξη της πράξης εφαρμογής οι ιδιοκτησίες, που προέβλεπε η αρχική πράξη εφαρμογής, αποκαθίστανται κατ’ αρχήν εντός της περιοχής επέμβασης του Ε.Π.Σ., σε ακίνητα ίσης αξίας εντός της ίδιας πολεοδομικής ενότητας. Σε περίπτωση που η αποκατάσταση αυτή δεν είναι εφικτή, οι ιδιοκτησίες αποζημιώνονται και το κόστος της αποζημίωσης επιβαρύνει τον φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ. Αν από το προεδρικό διάταγμα της παρ. 1 προβλέπονται χώροι υπέρ του οικείου δήμου για τη δημιουργία Τράπεζας Γης, αυτοί διατίθενται με την ανασύνταξη της πράξης. Η πράξη εφαρμογής που έχει ανασυνταχθεί κυρώνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται τα άρθρα 139, 141 και 144.
6. Στο προεδρικό διάταγμα της παρ. 1 είναι δυνατό να περιλαμβάνονται και ιδιοκτησίες του φορέα υλοποίησης του Ε.Π.Σ. εκτός ορίων της περιοχής επέμβασης του Ε.Π.Σ., αλλά στην ίδια ή σε γειτονικές πολεοδομικές ενότητες, εφόσον οι ιδιοκτησίες αυτές αποδίδονται ως επιπλέον εισφορά σε γη και τούτο εξυπηρετεί τις πολεοδομικές ανάγκες της περιοχής.

Άρθρο 24. Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων

1. Ως Π.Ο.Α.Π.Δ. χαρακτηρίζονται θαλάσσιες εκτάσεις, καθώς και χερσαίες περιοχές, που είναι πρόσφορες, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού, για την ανάπτυξη παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς ή τριτογενούς τομέα, καθώς και δραστηριοτήτων ή επιχειρηματικών πρωτοβουλιών πειραματικού χαρακτήρα. Οι περιοχές αυτές μπορεί να εξειδικεύονται κατά κλάδο δραστηριότητας ή τομέα παραγωγής ή είδος και προορισμό λειτουργίας και να διακρίνονται σε περιοχές αποκλειστικής χρήσης, στις οποίες απαγορεύεται κάθε άλλη δραστηριότητα εκτός από εκείνη στην οποία αποβλέπει ο χαρακτηρισμός τους και σε περιοχές κύριας χρήσης, όπου επιτρέπονται και άλλες δραστηριότητες υπό όρους.
2. Οι περιοχές της παρ. 1 χαρακτηρίζονται και οριοθετούνται με αίτηση φορέα, οποιασδήποτε νομικής μορφής, τον οποίο συνιστούν ή στον οποίο συμμετέχουν φυσικό πρόσωπα ή νομικό πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με την περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), καθώς και ενώσεις, σύνδεσμοι ή κοινοπραξίες των ανωτέρω, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Η εδαφική έκταση των προς ανάπτυξη περιοχών της παρ. 1 πρέπει να ανήκει στην κυριότητα του συνιστώμενου κατά την παρούσα φορέα ή να έχει παραχωρηθεί σε αυτόν κατά χρήση με μακροχρόνια μίσθωση κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης χαρακτηρισμού και οριοθέτησης της εκτάσεως σύμφωνα με την παρ. 3. Ειδικά για τη δημιουργία περιοχών ανάπτυξης μονάδων υδατοκαλλιεργειών, η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις εκμίσθωση ή παραχώρηση χερσαίων εκτάσεων και υδάτινων επιφανειών επιτρέπεται να γίνεται και μετά την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παρ. 3. Στις περιπτώσεις αυτές, την αίτηση χαρακτηρισμού και οριοθέτησης της Π.Ο.Α.Π.Δ. προσυπογράφει επιπλέον και ο κύριος της έκτασης, ο οποίος δηλώνει ρητά ότι αποδέχεται να παραχωρήσει ή να εκμισθώσει την έκταση σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος της παρ. 3. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η εγκριτική απόφαση της Π.Ο.Α.Π.Δ. ανακαλείται.
3. α. Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση εκτάσεων, ως Π.Ο.Α.Π.Δ. γίνεται, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις εγκεκριμένων Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Έως την έγκριση των προαναφερομένων πλαισίων, ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση των περιοχών της παρ. 1 γίνεται μετά από στάθμιση των διαθέσιμων στοιχείων ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα και υπό εξέλιξη χωροταξικές μελέτες.
β. Για τον χαρακτηρισμό και οριοθέτηση εκτάσεων ως Π.Ο.Α.Π.Δ. υποβάλλεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, και Ενέργειας αίτηση από τον φορέα της παρ. 2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά και έγγραφα που θα συνοδεύουν την αίτηση του φορέα, ο τύπος και το περιεχόμενο της αιτήσεως, ο χρόνος και τα στάδια ολοκλήρωσης της διαδικασίας και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας. Αν για τη δημιουργία Π.Ο.Α.Π.Δ. απαιτείται η σύνταξη Σ.Μ.Π.Ε., αυτή καταρτίζεται κατά τις κείμενες διατάξεις και υποβάλλεται μαζί με τα υπόλοιπα δικαιολογητικά της παρούσας, προκειμένου να εγκριθεί με το προεδρικό διάταγμα του επόμενου εδαφίου. Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση εκτάσεων ως Π.Ο.Α.Π.Δ. γίνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από γνώμη του οικείου περιφερειακού συμβουλίου και του ΚΕ.ΣΥ.Π.Ο.Θ.Α. Η γνώμη του περιφερειακού συμβουλίου πρέπει να περιέρχεται στο Υπουργείο το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της σχετικής αίτησης ή πρότασης. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, το προεδρικό διάταγμα εκδίδεται χωρίς τη γνώμη του περιφερειακού συμβουλίου. Το παραπάνω εγκριτικό διάταγμα αποτελεί και προέγκριση χωροθέτησης τόσο για τις Π.Ο.Α.Π.Δ. όσο και για την εγκατάσταση ή επέκταση σε αυτές παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
γ. Με το παραπάνω διάταγμα καθορίζονται ειδικότερα:
- η θέση, η έκταση και τα όρια της Π.Ο.Α.Π.Δ.,
- οι κατηγορίες παραγωγικών ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που επιτρέπεται να εγκατασταθούν στην Π.Ο.Α.Π.Δ.,
- ειδικές ζώνες προστασίας γύρω από τις οριοθετούμενες σύμφωνα με τα παραπάνω περιοχές, στις οποίες μπορούν να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στους όρους δόμησης και στην εν γένει εγκατάσταση και άσκηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών και
- οι ειδικότεροι όροι και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος από την ίδρυση και λειτουργία της Π.Ο.Α.Π.Δ. Η μεταβολή της έκτασης και των ορίων της Π.Ο.Α.Π.Δ. επιτρέπεται με την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται από το παρόν άρθρο για την οριοθέτηση και χαρακτηρισμό της, ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του φορέα Π.Ο.Α.Π.Δ.
4. Για Π.Ο.Α.Π.Δ. που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα Γ.Π.Σ. σύμφωνα με τον ν. 1337/1983 (Α΄ 33) ή τον ν. 2508/1997 (Α΄124) ή μέσα σε Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτησή τους γίνονται σε περιοχές οι οποίες, με βάση τα σχέδια αυτά προορίζονται για την εγκατάσταση παραγωγικών δραστηριοτήτων και σύμφωνα με τις ειδικότερες χρήσεις που προσδιορίζονται σε αυτά. Ρυθμίσεις Ζ.Ο.Ε., που προβλέπονται για τις περιοχές της παρ. 1, μπορεί να τροποποιούνται με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 3, με εξαίρεση τις περιοχές που προστατεύονται με τις ρυθμίσεις της Ζ.Ο.Ε. λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, όπως είναι ιδίως χώροι αρχαιολογικού, αρχιτεκτονικού, ιστορικού ή λαογραφικού ενδιαφέροντος, παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες ζώνες, βιότοποι και τόποι ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, δάση και δασικές εκτάσεις.
5. α. Οι χερσαίες εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως Π.Ο.Α.Π.Δ. μπορούν να πολεοδομούνται για τους σκοπούς της παρ. 1. Η πολεοδομική μελέτη εκπονείται με πρωτοβουλία του φορέα της παρ. 2 και αποτελείται από:
- το πολεοδομικό σχέδιο που συντάσσεται με βάση οριζοντιογραφικό και υψομετρικό τοπογραφικό διάγραμμα,
- τον πολεοδομικό κανονισμό και - έκθεση που περιγράφει και αιτιολογεί τις προτεινόμενες από τη μελέτη ρυθμίσεις. Η πολεοδομική μελέτη συντάσσεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ορίζονται με την απόφαση του επόμενου εδαφίου και περιέχει ιδίως τις χρήσεις γης και τις τυχόν πρόσθετες απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις, τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής, τους ειδικούς και γενικούς όρους δόμησης και τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους που πρέπει να ανέρχονται σε ποσοστό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) της συνολικής έκτασης της Π.Ο.Α.Π.Δ. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι ειδικές προδιαγραφές εκπόνησης της πολεοδομικής μελέτης των Π.Ο.Α.Π.Δ. και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
β. Ο συντελεστής δόμησης που ορίζεται για τις περιοχές που προορίζονται για βιομηχανικές και εν γένει επιχειρηματικές δραστηριότητες του δευτερογενούς τομέα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,6, για τις περιοχές όπου ασκούνται δραστηριότητες χονδρικού εμπορίου το 1,2 και για τις υπόλοιπες περιοχές δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα το 0,6 αντίστοιχα.
γ. Η πολεοδομική μελέτη εγκρίνεται και τροποποιείται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.Π.Ο.Θ.Α. και γνώμη του οικείου Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού, η οποία υποβάλλεται στο Υπουργείο σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που περιέρχεται στον οργανισμό αυτόν η σχετική μελέτη. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η πολεοδομική μελέτη μπορεί να εγκρίνεται χωρίς τη γνώμη του παραπάνω οργανισμού. Η πολεοδομική μελέτη έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλεως κατά το Τμήμα VI του παρόντος Μέρους. Από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης οι κοινόχρηστοι χώροι περιέρχονται σε κοινή χρήση, χωρίς να απαιτείται ρητή παραίτηση του φορέα που προβλέπεται στην παρ. 2 από την κυριότητα, νομή και κατοχή τους.
δ. Η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης γίνεται με πρωτοβουλία και ευθύνη των φορέων της παρ. 2 του άρθρου αυτού και ελέγχεται από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία κατά τις κείμενες διατάξεις. Μετά από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, οι προαναφερόμενοι φορείς εκτελούν το έργο διαμόρφωσης του χώρου, καθώς και τα έργα υποδομής, όπως αυτά προβλέπονται στην πολεοδομική μελέτη. Διατάξεις που προβλέπουν την υποχρέωση εισφοράς σε γη και χρήμα δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις πολεοδόμησης με βάση το παρόν.
6. Η εκτέλεση και συντήρηση των βασικών έργων κοινωνικής και τεχνικής υποδομής μέσα στις περιοχές αυτές γίνεται από τους φορείς της παρ. 2.
7. Δεν θίγονται οι διατάξεις για τον χαρακτηρισμό, την οριοθέτηση, την πολεοδόμηση, την οργάνωση και λειτουργία, την εκτέλεση έργων και την εποπτεία των Βιομηχανικών και Επιχειρηματικών Περιοχών (B.E.ΠE.) και των Π.Ο.Τ.Α.
8. Το Μέρος Β΄ του ν. 4512/2018 (Α΄ 5), καθώς και το άρθρο 142 του ν.δ. 210/1973 (Α΄277) δεν θίγονται. Κατά τον καθορισμό μεταλλευτικών και λατομικών περιοχών ή ζωνών σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να σταθμίζονται και τα διαθέσιμα στοιχεία του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού.

Άρθρο 25. Τοπικό ρυμοτομικό σχέδιο

1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατά το Τμήμα VI του παρόντος Μέρους, μπορεί να εγκρίνεται τοπικό ρυμοτομικό σχέδιο εκτός των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών πριν από το 1923, για τον καθορισμό χώρων και την ανέγερση κτιρίων δημόσιων και δημοτικών σκοπών και γενικά κτιρίων κοινής ωφέλειας καθώς και για την εκτέλεση επειγόντων στεγαστικών κρατικών προγραμμάτων και επειγόντων στεγαστικών προγραμμάτων άλλων αρμόδιων φορέων και να ορίζονται γενικώς οι όροι και περιορισμοί δόμησής τους. Η απόκτηση των ανωτέρω χώρων γίνεται με μέριμνα και δαπάνες των οικείων φορέων, είτε με ελεύθερη συναλλαγή, είτε με αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά τις κείμενες διατάξεις.
Για την έγκριση τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου για την εκτέλεση των παραπάνω στεγαστικών προγραμμάτων τηρείται η διαδικασία του Τμήματος VI του παρόντος Μέρους.
2. Η παρ. 1 έχει εφαρμογή και για την ένταξη σε σχέδιο πόλης εκτάσεων του Α.Ο.Ο.Α. με σκοπό την υλοποίηση επειγόντων στεγαστικών προγραμμάτων του.
3. Ομοίως οι ως άνω διατάξεις έχουν εφαρμογή και για τη μεταφορά οικισμών που πλήγηκαν από σεισμούς ή κατολισθήσεις ή μεταφέρονται από αρχαιολογικούς χώρους.
4. Επίσης με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατά το Τμήμα VI του παρόντος Μέρους μπορεί να εγκρίνεται τοπικό ρυμοτομικό σχέδιο για την πολεοδόμηση ιδιοκτησιών που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και βρίσκονται εκτός εγκεκριμένων γενικών πολεοδομικών σχεδίων ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή εκτός ορίων οικισμών πριν από το έτος 1923 καθώς και να ορίζονται γενικώς οι όροι και περιορισμοί δόμησής τους.
5. Κατά την έγκριση βάσει των ως άνω παραγράφων τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου για την εκτέλεση στεγαστικών προγραμμάτων ή την πολεοδόμηση ιδιοκτησιών που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) της έκτασης διατίθεται για τη δημιουργία χώρων κοινόχρηστων και κοινωφελών σκοπών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ

Άρθρο 26. Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής

1. Για την πολεοδόμηση ορισμένης περιοχής απαιτείται η σύνταξη και έγκριση Ρ.Σ.Ε., το οποίο περιλαμβάνει το ρυμοτομικό σχέδιο και την πράξη εφαρμογής. Με τα σχέδια αυτά εξειδικεύονται, σε κλίμακα πόλης ή οικισμού ή τμημάτων αυτών ή σε ζώνες και περιοχές ειδικών χρήσεων, οι ρυθμίσεις των Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ. περί χρήσεων γης και όρων δόμησης και καθορίζονται επακριβώς οι κοινόχρηστοι, κοινωφελείς και οικοδομήσιμοι χώροι της προς πολεοδόμηση περιοχής, καθώς και τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής.
2. Για την κατάρτιση Ρ.Σ.Ε. απαιτείται η ύπαρξη εγκεκριμένων Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ. των άρθρων 21 και 22. Αν δεν έχει εγκριθεί για την προς πολεοδόμηση περιοχή Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ. και η περιοχή συνεχίζει να καλύπτεται από Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., ακολουθείται η διαδικασία πολεοδόμησης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 2508/1997 (Α΄124) και τα άρθρα 111 έως και 118 και 69 του παρόντος, αν πρόκειται για περιοχή που έχει καθορισθεί ως περιοχή ανάπλασης, ή για προβληματική περιοχή προς πολεοδομική αναμόρφωση, ή για οικισμό μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους, αντιστοίχως.
3. Τα Ρ.Σ.Ε. καταρτίζονται για το σύνολο των περιοχών των Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ. ή και για τμήμα αυτών, το οποίο πρέπει πάντως να αποτελεί πολεοδομική ενότητα, όπως αυτή καθορίζεται στο οικείο Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ. ή υποενότητα πολεοδομικής ενότητας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κοινωφελείς σκοποί.
4. α) Η διαδικασία σύνταξης των Ρυμοτομικών Σχεδίων Εφαρμογής εκκινεί από τον οικείο δήμο. Η διαδικασία μπορεί να εκκινήσει και από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή την αποκεντρωμένη διοίκηση, ύστερα από σχετική ενημέρωση του οικείου δήμου.
β) Τα Ρ.Σ.Ε., πριν από την έγκρισή τους, εκτίθενται με το σχετικό κτηματογραφικό διάγραμμα και τη γνωμοδότηση του δημοτικού συμβουλίου στον οικείο δήμο επί είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναρτώνται στην ιστοσελίδα του δήμου και της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης. Για το γεγονός αυτό ειδοποιείται το κοινό με σχετική δημοσίευση σε δύο (2) εφημερίδες, τοπικής ή εθνικής κυκλοφορίας, και με ανάρτηση στην ιστοσελίδα του δήμου. Το κοινό έχει δικαίωμα πρόσβασης για ενημέρωση, μεταφόρτωση των δεδομένων και υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας και ενστάσεων. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται χωρίς να απαιτείται η χρήση ειδικής ηλεκτρονικής άδειας. Τα συμπληρωματικά συνοδευτικά έγγραφα, το τεύχος συντεταγμένων κορυφών και εμβαδών, ο κτηματολογικός πίνακας, ο πίνακας της Πράξης Εφαρμογής και ο πίνακας επικειμένων εκτίθενται στο οικείο δημοτικό κατάστημα, εκτός αν ο τελευταίος πίνακας κυρωθεί μεταγενέστερα, οπότε εκτίθεται χωριστά. Κατ’ εξαίρεση, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου μπορεί να παραταθεί έως και πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του δήμου. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν, μέσα στην προθεσμία αυτή, να λάβουν γνώση των παραπάνω στοιχείων και να υποβάλλουν εγγράφως ή ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα του οικείου δήμου ενστάσεις, τις οποίες ο δήμος οφείλει να εξετάσει εντός σαράντα (40) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας. Εφόσον, μετά από την εξέταση των ενστάσεων, προκύπτει ανάγκη τροποποίησης των Ρυμοτομικών Σχεδίων, αυτά αναρτώνται εκ νέου για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες προς ενημέρωση του κοινού. Μετά από την άπρακτη πάροδο των ως άνω προθεσμιών, τα Ρυμοτομικά Σχέδια προωθούνται προς έγκριση.
γ) Η έγκριση των Ρυμοτομικών Σχεδίων Εφαρμογής γίνεται με απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης, ύστερα από γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.. Η ανωτέρω γνώμη παρέχεται υποχρεωτικώς εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την περιέλευση στο οικείο συμβούλιο του σχετικού φακέλου προς γνωμοδότηση. Κατά το διάστημα των δέκα (10) ημερών παρέχεται στους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα να υποβάλλουν ενστάσεις εγγράφως ή ηλεκτρονικά στον οικείο δήμο, αποκλειστικά ως προς το μέρος του Ρ.Σ.Ε. που έχει τροποποιηθεί σε σχέση με την προηγούμενη ανάρτηση. Μετά την άπρακτη πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, καθώς και την εξέταση και τυχόν ενσωμάτωση νέων ενστάσεων, η διαδικασία μπορεί να συνεχίζεται χωρίς τη σχετική γνώμη.
δ) Με την απόφαση της περ. γ΄ κυρώνεται και η οικεία Πράξη Εφαρμογής, όπου απαιτείται, η οποία συντάσσεται ταυτόχρονα και σε άμεση συσχέτιση με τα Ρ.Σ.Ε., σύμφωνα με τα άρθρα 139 και 141.
ε) Η έγκριση του Ρ.Σ.Ε. έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά το Τμήμα VI του παρόντος Μέρους.
5. Η έγκριση Ρ.Σ.Ε. σε περιοχές που έχουν ενταχθεί σε Ε.Π.Σ. μπορεί να γίνει και με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων. Στην περίπτωση αυτή, τα Ρ.Σ.Ε., πριν από την έγκρισή τους, εκτίθενται με το σχετικό κτηματογραφικό διάγραμμα και τη γνωμοδότηση του δημοτικού συμβουλίου στα οικεία δημοτικά καταστήματα επί είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, καθώς και με ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για το ίδιο χρονικό διάστημα. Το κοινό έχει δικαίωμα πρόσβασης για ενημέρωση, μεταφόρτωση των δεδομένων, υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας και ενστάσεων. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται χωρίς να απαιτείται η χρήση ειδικής ηλεκτρονικής άδειας. Τα συμπληρωματικά συνοδευτικά έγγραφα, το τεύχος συντεταγμένων κορυφών και εμβαδών, ο κτηματολογικός πίνακας, ο πίνακας της πράξης εφαρμογής και ο πίνακας επικειμένων εκτίθενται στο οικείο δημοτικό κατάστημα, εκτός αν ο τελευταίος πίνακας κυρωθεί μεταγενέστερα, οπότε εκτίθεται χωριστά. Η συλλογή δηλώσεων ιδιοκτησίας διενεργείται στο οικείο ή στα οικεία δημοτικά καταστήματα με επιμέλεια των οικείων Ο.Τ.Α., οι οποίοι εν συνεχεία διαβιβάζουν το σύνολο αυτών στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Για το γεγονός αυτό ειδοποιείται το κοινό με σχετική δημοσίευση σε δύο (2) εφημερίδες, τοπικής ή εθνικής κυκλοφορίας με επιμέλεια των οικείων Ο.Τ.Α. Η προθεσμία του δεύτερου εδαφίου μπορεί να παραταθεί έως και πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, μετά από αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Κατ’ εξαίρεση η συλλογή δηλώσεων δύναται να εκκινεί και πριν από την έκθεση του Ρ.Σ.Ε. για λόγους επείγοντος ή και διευκόλυνσης της διαδικασίας, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν ολοκληρώνεται πριν από της προθεσμίας του δευτέρου εδαφίου της παρούσας. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν μέσα στην προθεσμία αυτή να λάβουν γνώση των παραπάνω στοιχείων και να υποβάλουν, εγγράφως ή ηλεκτρονικά, ενστάσεις στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τις οποίες οφείλει να εξετάσει εντός σαράντα (40) εργάσιμων ημερών, από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας. Εφόσον, μετά από την εξέταση των ενστάσεων, προκύπτει ανάγκη τροποποίησης των ρυμοτομικών σχεδίων, αυτά αναρτώνται εκ νέου για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες προς ενημέρωση του κοινού. Κατά το διάστημα των δέκα (10) ημερών παρέχεται στους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα να υποβάλλουν ενστάσεις εγγράφως ή ηλεκτρονικά στο φορέα που υποδεικνύεται στην σχετική πρόσκληση που συνοδεύει την ανάρτηση, ήτοι το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή τον οικείο δήμο, αποκλειστικά ως προς το μέρος του Ρ.Σ.Ε. που έχει τροποποιηθεί σε σχέση με την προηγούμενη ανάρτηση.  Μετά από την άπρακτη πάροδο των ως άνω προθεσμιών, καθώς και την εξέταση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή τον οικείο δήμο αντιστοίχως και την τυχόν ενσωμάτωση νέων ενστάσεων, τα Ρ.Σ.Ε. προωθούνται προς έγκριση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται για την τροποποίηση εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ή πολεοδομικής μελέτης.
6. Μετά από την έγκριση των Ρ.Σ.Ε. απαγορεύεται η τροποποίησή τους για μία πενταετία, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες καθίστανται αναγκαίες ειδικότερες επιμέρους τροποποιήσεις τους για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του σχεδιασμού στην περιοχή.
7. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η φράση «ρυμοτομικό σχέδιο ή πολεοδομική μελέτη», νοείται εφεξής το Ρ.Σ.Ε. του παρόντος.
8. Κατά τη διαδικασία εκπόνησης Ρ.Σ.Ε. μπορεί να επιβάλλεται αναστολή οικοδομικών αδειών και εργασιών σύμφωνα με το άρθρο 21 με απόφαση του γραμματέα της αποκεντρωμένης διοίκησης.

Άρθρο 27. Συντελεστής δόμησης

1. Στις οικιστικές περιοχές, οι οποίες προτείνονται προς πολεοδόμηση με βάση τα Τ.Π.Σ. ή τα Ε.Π.Σ. των άρθρων 21 και 22 καθορίζονται ανώτατα όρια συντελεστή δόμησης ως εξής:
α) Για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση κύριας κατοικίας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,8,
β) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση πολεοδομικού κέντρου ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2,
γ) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση τουρισμού - αναψυχής ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,6,
δ) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση παραθεριστικής (δεύτερης) κατοικίας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,4,
ε) για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2,
στ) σε κάθε περίπτωση στις ανωτέρω περιοχές ο μέσος συντελεστής δόμησης που προκύπτει κατά την πολεοδόμησή τους ανά πολεοδομική ενότητα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,8 επί του συνόλου της εκτάσεως που απομένει, μετά την αφαίρεση του τμήματος που αποδίδεται σε κοινόχρηστους χώρους.
2. Στις περιοχές παραγωγικών δραστηριοτήτων, οι οποίες προτείνονται προς πολεοδόμηση με βάση τα Τ.Π.Σ. ή τα Ε.Π.Σ. των άρθρων 21 και 22, καθορίζονται ανώτατα όρια συντελεστή δόμησης ως εξής:
α) Για τις περιοχές που προορίζονται για χρήση χονδρεμπορίου ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,2,
β) για τις περιοχές που προορίζονται για τις λοιπές χρήσεις παραγωγικών δραστηριοτήτων ο συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,6.
3. Οι ανωτέρω καθοριζόμενοι συντελεστές δόμησης εφαρμόζονται μετά από την έγκριση του σχεδίου εφαρμογής του άρθρου 26.
4. Ειδικές διατάξεις με τις οποίες έχουν καθοριστεί συντελεστές δόμησης μεγαλύτεροι από τους προβλεπόμενους στην παρ. 1 ή και διαφορετικός τρόπος υπολογισμού αυτών, διατηρούνται σε ισχύ.
5. Στους πόλους υπερτοπικής σημασίας του ν. 2730/1999 (Α΄ 130), κατ’ εξαίρεση των παρ. 1 και 2, στις προς πολεοδόμηση περιοχές, καθορίζεται με το Ε.Π.Σ. του άρθρου 22 ο συντελεστής δόμησης ή ο μέσος συντελεστής που έχει οριστεί από τις εκάστοτε ειδικές διατάξεις που τους διέπουν. Αν δεν έχει οριστεί συντελεστής δόμησης από τις ειδικές διατάξεις, με το Ε.Π.Σ. του άρθρου 22 καθορίζεται μέσος συντελεστής δόμησης, ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,8.
ΤΜΗΜΑ IV: ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΙΙ και ΙΙΙ

ΤΜΗΜΑ IV: ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΙΙ και ΙΙΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 28. Εξουσιοδοτικές διατάξεις

1. α. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εξειδικεύονται το ειδικό περιεχόμενο, η διαδικασία και οι προθεσμίες έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης, καθώς και τα αρμόδια όργανα έγκρισης των πλαισίων και σχεδίων του συστήματος χωρικού σχεδιασμού των Τμημάτων I-III του παρόντος Μέρους.
β. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας τροποποιούνται, συμπληρώνονται και αναμορφώνονται, προκειμένου να προσαρμοστούν προς τα επίπεδα, τα μέσα και τις διαδικασίες του χωρικού σχεδιασμού που καθορίζονται με τον παρόντα, τα άρθρα 6, 24, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 132, 180 και 181.
2. Τα πολεοδομικά σταθερότυπα που έχουν εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. 10788/2004 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 285), αναθεωρούνται, προκειμένου να εναρμονιστούν με τις διατάξεις του παρόντος, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.
3. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να καθορίζεται για κάθε κατηγορία χωρικών σχεδίων του παρόντος, το είδος των απαιτούμενων ειδικών μελετών για την κατάρτισή τους, οι προδιαγραφές εκπόνησης, αξιολόγησης και τροποποίησης αυτών, οι ειδικότητες των μελετητών και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην εκπόνηση, έλεγχο και εφαρμογή αυτών.
4. Το ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. καταρτίζει κανονισμό που ρυθμίζει τα θέματα λειτουργίας του και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 29. Μεταβατικές διατάξεις

1. Το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 6876/4871/2008 απόφαση της Βουλής (Α΄ 128) επέχει εφεξής θέση Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής και μπορεί να τροποποιείται και να συμπληρώνεται με τη διαδικασία του άρθρου 3. Μετά από την έγκριση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής, το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ενσωματώνεται σε αυτήν και παύει να ισχύει.
2. Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ή τροποποίησης Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π και πολεοδομικών μελετών συνεχίζονται με βάση τις διατάξεις δυνάμει των οποίων εκπονούνται.
3. Έως την έγκριση των Τ.Π.Σ. και Ε.Π.Σ. του Τμήματος III του παρόντος Μέρους, είναι επιτρεπτή η πολεοδόμηση σε περιοχές που προβλέπονται για το σκοπό αυτόν από εγκεκριμένο ρυθμιστικό σχέδιο, Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Ζ.Ο.Ε., σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις. Έως την έγκριση των Τ.Π.Σ. είναι δυνατή η τροποποίηση εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις.
4. Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ή τροποποίησης Ειδικών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ολοκληρώνονται με το άρθρο 7 του ν. 2742/1999 (Α΄ 207).
5. Εκκρεμείς διαδικασίες αναθεώρησης ή τροποποίησης Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης ολοκληρώνονται με το άρθρο 8 του ν. 2742/1999. Για τις ανωτέρω εκκρεμείς διαδικασίες, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μπορεί να καθορίζονται ειδικότερες προδιαγραφές για την εναρμόνιση με τον παρόντα και να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
6. Εκκρεμείς διαδικασίες έγκρισης ρυθμιστικών σχεδίων ολοκληρώνονται ως εξής:
α) οι στρατηγικές κατευθύνσεις αυτών εγκρίνονται με την απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας του άρθρου 5 και
β) οι ρυθμιστικές κατευθύνσεις αυτών εγκρίνονται με το προεδρικό διάταγμα του άρθρου 21.
ΤΜΗΜΑ V: ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕ ΕΝΕΡΓΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ή ΑΣΤΙΚΟ ΑΝΑΔΑΣΜΟ

ΤΜΗΜΑ V: ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕ ΕΝΕΡΓΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ή ΑΣΤΙΚΟ ΑΝΑΔΑΣΜΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας

Άρθρο 30. Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας

1. Ενεργός πολεοδομία είναι η με βάση πλήρη πολεοδομικό σχεδιασμό και με την επέμβαση του κράτους, ή του φορέα που εξουσιοδοτείται από αυτό, αναμόρφωση υφιστάμενων ή δημιουργία νέων πολεοδομικών συγκροτημάτων, που εξυπηρετούν λειτουργικά τις ανάγκες της οργανωμένης κοινωνικής διαβίωσης ή απασχόλησης των κατοίκων και ανταποκρίνονται στα φυσικά, οικονομικά και αισθητικά δεδομένα της περιοχής.
2. Η περιοχή η οποία προορίζεται για αναμόρφωση ή ανάπτυξη αυτής με τους παραπάνω τρόπους και μέσα καλείται ζώνη ενεργού πολεοδομίας (Ζ.Ε.Π.).
3. Οι Ζ.Ε.Π. περιλαμβάνονται πάντοτε μέσα στην περιοχή του Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. και καθορίζονται με τη διοικητική πράξη έγκρισης των σχεδίων αυτών. Σε περίπτωση μη καθορισμού με την πράξη αυτή ως Ζ.Ε.Π., ο καθορισμός αυτός μπορεί να γίνει με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από γνώμη των οικείων δημοτικών συμβουλίων ή με το προεδρικό διάταγμα έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης.
4. Η κίνηση της διαδικασίας για τον καθορισμό μιας περιοχής ως Ζ.Ε.Π. μπορεί να γίνει α) από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή β) μετά από πρόταση του οικείου Ο.Τ.Α. ή δημοτικής επιχείρησης ή γ) από δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης ή εταιρεία μικτής οικονομίας ή δ) μετά από αίτηση νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που συνοδεύεται από δήλωση της πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των ιδιοκτητών της περιοχής που οι ιδιοκτησίες τους καλύπτουν τα τρία τέταρτα (3/4) τουλάχιστον της επιφάνειάς της, ότι συμφωνούν για το χαρακτηρισμό της περιοχής ως Ζ.Ε.Π.
5. Η διαδικασία αυτή καθορισμού μπορεί να αρχίζει μαζί με την εκπόνηση του Γ.Π.Σ. ή του Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή του Τ.Π.Σ. ή και μεταγενέστερα. Στην πρώτη περίπτωση το περίγραμμα της Ζ.Ε.Π. συμπεριλαμβάνεται στην πρόταση του Γ.Π.Σ. ή του Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή του Τ.Π.Σ.
6. Η διαμόρφωση του χώρου για τον παραπάνω σκοπό με βάση εγκεκριμένη μελέτη, η εκτέλεση των βασικών έργων υποδομής και γενικά η οργανωμένη δόμηση μέσα στη Ζ.Ε.Π. μέχρι την πλήρη ανάπτυξη ή αναμόρφωση και τη λειτουργική ενεργοποίηση αυτής, συνιστά έργο δημόσιας ωφέλειας.
7. Για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος για τον καθορισμό Ζ.Ε.Π. σύμφωνα με την παρ. 3 εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 60. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης Ζ.Ε.Π. που προβλέπεται από το άρθρο 38.
8. Το ποσοστό των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων καθορίζεται με τη σύμβαση ανάθεσης των έργων της Ζ.Ε.Π. και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της έκτασης. Το ως άνω ποσοστό εξασφαλίζει ο ανάδοχος φορέας και καλύπτει την κατά το άρθρο 139 υποχρέωσή του εισφοράς σε γη. Για το ύψος της εισφοράς σε γη και χρήμα σε Ζ.Ε.Π., εφαρμόζονται αντιστοίχως οι παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139 και το άρθρο 141. Σε περίπτωση που Ζ.Ε.Π. χαρακτηρίζονται Ζ.Ε.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 131, εφαρμόζονται τα εξής:
α. η εισφορά γης για τις ιδιοκτησίες των φορέων ανάπτυξης ή αναμόρφωσης Ζ.Ε.Π., όπως αυτοί ορίζονται στα άρθρα 31 και 33, ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).
β. για τις υπόλοιπες ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται στις πιο πάνω Ζ.Ε.Π. και μόνο για τα τμήματα αυτών πάνω από 1.000 τ.μ. οι προβλεπόμενες από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εισφορές της παρ. 4 του άρθρου 139 μειώνονται κατά δέκα τοις εκατό (10%).
9. Η υποχρέωση εισφοράς γης σύμφωνα με το παρόν για τις ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε Ζ.Ε.Π. εκπληρώνεται με τον ακόλουθο τρόπο: α. αφαιρείται το κατά περίπτωση προβλεπόμενο ποσοστό της οφειλόμενης αποζημίωσης για την τυχόν ενεργούμενη αναγκαστική απαλλοτρίωση κάθε ιδιοκτησίας μετά από το χαρακτηρισμό της περιοχής, ως Ζ.Ε.Π., κατά το μέρος που αυτή αφορά στην αξία της απαλλοτριούμενης γης. Το ποσό που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο ότι πρέπει να καταβληθεί στον ιδιοκτήτη δεν μπορεί να είναι λιγότερο από τη συνολική αξία της παραπάνω απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας την οποία είχε κατά το χρόνο ακριβώς πριν από το χαρακτηρισμό της περιοχής ως Ζ.Ε.Π.
β. παραχωρείται στον ίδιο ιδιοκτήτη νέα ιδιοκτησία κατά την ανταλλαγή ιδιοκτησιών που πραγματοποιείται είτε εκούσια κατά την εφαρμογή προγράμματος ενεργού πολεοδομίας είτε αναγκαστικά κατά τη διενέργεια αστικού αναδασμού. Η νέα ιδιοκτησία που παραχωρείται έχει εμβαδόν μικρότερο από το εμβαδόν της ιδιοκτησίας που διατέθηκε κατά το ποσοστό της εισφοράς.
10. Η ανάπτυξη ή αναμόρφωση περιοχής με ενεργό πολεοδομία γίνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 31 έως 40. Στις Ζ.Ε.Π. εφαρμόζονται επίσης και τα άρθρα 120 και 135.

Άρθρο 31. Εταιρείες μικτής οικονομίας

1. Το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και η δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης είναι δυνατόν να συγκροτούν μεταξύ τους ή μαζί με άλλα ν.π.δ.δ. ή τράπεζες ή δημόσιους οργανισμούς ή ιδρύματα ή οικοδομικούς συνεταιρισμούς ή με ενδιαφερόμενες εταιρείες ενεργού πολεοδομίας ή και ιδιώτες-ιδιοκτήτες ακινήτων που περιλαμβάνονται σε ορισμένη Ζ.Ε.Π., εταιρεία μικτής οικονομίας που θα έχει αποκλειστικό σκοπό τη μελέτη και εκτέλεση των έργων ανάπτυξης ή αναμόρφωσης της ζώνης αυτής, και ενδεχόμενα την αγορά ή πώληση ή εκμετάλλευση των ακινήτων που βρίσκονται σ’ αυτή.
2. Οι εταιρείες που συνιστώνται με αυτό τον τρόπο αποτελούν ν.π.ι.δ.. Το Δημόσιο εκπροσωπείται για τη συμμετοχή στις παραπάνω εταιρείες από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
3. Το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. ή άλλα ν.π.δ.δ. ή δημόσιοι οργανισμοί ή δημόσιες επιχειρήσεις πολεοδομίας και στέγασης οι οποίες συμμετέχουν σε εταιρεία μικτής οικονομίας που έχει αντικείμενο την αναμόρφωση ή ανάπτυξη Ζ.Ε.Π. πρέπει να αναλάβουν και να διατηρούν κάθε στιγμή τα τριάντα τέσσερα τοις εκατό (34%) τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Ανάπτυξης, Εσωτερικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται οι ειδικοί όροι σύστασης και λειτουργίας των παραπάνω εταιρειών μικτής οικονομίας.

Άρθρο 32. Πρόγραμμα Ενεργού Πολεοδομίας

1. Το πρόγραμμα, με το οποίο πραγματοποιείται η αναμόρφωση ή ανάπτυξη της Ζ.Ε.Π. και εξασφαλίζεται η λειτουργική εκμετάλλευση αυτής, περιλαμβάνει:
α) τον καθορισμό του ανάδοχου φορέα και την ανάληψη του έργου από αυτόν.
β) την κτηματογράφηση της ζώνης.
γ) τη σύνταξη και έγκριση της πολεοδομικής μελέτης της ζώνης.
δ) την κτήση των απαιτούμενων ακινήτων.
ε) τη διευθέτηση του χώρου και την εκτέλεση των έργων υποδομής βάσει των όρων της σύμβασης και των σχετικών μελετών κατά κατηγορία έργων.
στ) τη σύνταξη των κτιριακών μελετών και εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών στους υπό διαμόρφωση οικοδομήσιμους χώρους ή σε μέρος αυτών.
ζ) την αφιέρωση ή παραχώρηση των δημόσιων κ.λπ. κτιρίων ή άλλων εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας προς τους οικείους φορείς και τη διάθεση ή παραχώρηση ή πώληση των οικοδομήσιμων χώρων ή έτοιμων κατοικιών ή διαμερισμάτων ή χώρων επαγγελματικής εγκατάστασης σε ιδιώτες για τη σύμφωνη με τον προορισμό τους εκμετάλλευση ή χρήση.
2. Αν εντός πενταετίας από της δημοσιεύσεως του προεδρικού διατάγματος ή της πράξεως χαρακτηρισμού της Ζ.Ε.Π. δεν τέθηκε σε εφαρμογή κατά τις ειδικότερες διατάξεις το πρόγραμμα της ενεργού πολεοδομίας με τη διευθέτηση του χώρου των οικοδομικών εργασιών, αίρεται ο χαρακτηρισμός της όλης εκτάσεως, ως ζώνης ενεργού πολεοδομίας μετά από αίτηση στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο της περιφέρειας της Ζ.Ε.Π., οποιουδήποτε έχει αποδεδειγμένα εμπράγματα δικαιώματα επί της εκτάσεως. Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών, από την πάροδο της πενταετίας με αφετηρία τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος ή της πράξεως χαρακτηρισμού της Ζ.Ε.Π.
3. Σε περίπτωση που έχει ήδη, κατά την 14.04.2014 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4258/2014, Α΄94), αρθεί αυτοδικαίως ο χαρακτηρισμός της εκτάσεως ως ζώνης ενεργού πολεοδομίας, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 32, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση της με την υποπαρ. 1 της παρ. 18 του άρθρου 22 του ν. 4258/2014 (Α΄94), και με την προϋπόθεση ότι η διευθέτηση του χώρου των οικοδομικών εργασιών είχε πραγματοποιηθεί από Εταιρεία Μικτής Οικονομίας, εντός της πενταετίας από την δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος ή πράξεως χαρακτηρισμού της Ζ.Ε.Π. ο χαρακτηρισμός της Ζ.Ε.Π. ανακτάται, με την έκδοση απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή σχετικής αίτησης του οικείου Ο.Τ.Α. Με την απόφαση αυτή, πέραν των ανωτέρω: α) εγκρίνεται η σύμβαση συστάσεως της Εταιρείας Μικτής Οικονομίας και ανάληψης του οικείου έργου, καθώς και αναγκαίες τροποποιήσεις της, β) καθορίζονται τυχόν επιπρόσθετες υποχρεώσεις της Εταιρείας Μικτής Οικονομίας εκ των αναφερομένων στο άρθρο 34. Στην περίπτωση αυτή, θεωρούνται νόμιμα καταρτισθείσες οι μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων στη Ζ.Ε.Π., που έλαβαν χώρα μέχρι και την 14.04.2014 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4258/2014, Α΄94), από την οποία αρχίζει εκ νέου και η πενταετία της παρ. 2 του άρθρου 32.

Άρθρο 33. Ανάδοχος Φορέας

1. Η διαχείριση του προγράμματος που προβλέπει το άρθρο 30 μπορεί να αναλαμβάνεται από το δήμο ή δημοτικές επιχειρήσεις ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης μαζί ή χωριστά ή να ανατίθεται σε εταιρεία μικτής οικονομίας ή ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης του άρθρου 31 ή του άρθρου 24 του ν. 947/1979 (Α΄ 169) αντίστοιχα.
2. Η πρόσκληση για υποβολή προτάσεων, που υπογράφεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή από εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο ή δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης και στηρίζεται στη μελέτη της οικιστικής ανάπτυξης ή αναμόρφωσης του συνόλου της περιοχής, περιέχει συγκεκριμένους όρους για τη σύνταξη της γενικής προκαταρκτικής μελέτης των έργων της ζώνης η οποία πρέπει να συνοδεύει τις προτάσεις. Με την παραπάνω πρόσκληση ορίζεται προθεσμία για την υποβολή των προτάσεων και ορίζονται μέχρι τρία (3) βραβεία για τη βράβευση των τριών καλύτερων απ’ αυτές.
3. Η υποβολή των παραπάνω προτάσεων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργήσει εκτός από την καταβολή των αθλοθετηθέντων βραβείων, κάποια υποχρέωση προς αυτόν που υποβάλλει την πρόταση.
4. Μετά από την υποβολή των προτάσεων με τις γενικές προκαταρκτικές μελέτες, την αξιολόγηση αυτών και την επιλογή της προσφορότερης συνάπτεται προσύμφωνο μεταξύ του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή εκείνου που έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτόν και του φορέα που έχει επιλεγεί για ανάληψη των έργων μετά από προηγούμενη έγκριση της οικονομικής επιτροπής που αποτελείται από Υπουργούς. Περίληψη των κύριων στοιχείων του προσυμφώνου δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον εφημερίδες με φροντίδα της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με το προσύμφωνο αυτό που στηρίζεται στη γενική προκαταρκτική μελέτη των έργων η οποία προκρίθηκε ως η πιο πρόσφορη, καθορίζονται οι γενικοί όροι σύνταξης της πολεοδομικής μελέτης, η προθεσμία υπογραφής της οριστικής σύμβασης, οι όροι σύνταξης των βασικών μελετών των έργων και παρέχονται οι εγγυήσεις για την υπογραφή της οριστικής σύμβασης. Την υπογραφή του προσυμφώνου ακολουθούν διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των όρων της οριστικής σύμβασης ανάθεσης του έργου βάσει της πολεοδομικής μελέτης που συντάσσεται και εγκρίνεται. Εφόσον υπάρχει εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη της ζώνης και συντρέχουν οι υπόλοιποι όροι, είναι δυνατή και η άμεση υπογραφή της οριστικής σύμβασης με τον ανάδοχο που επιλέχτηκε.
5. Αντί για την ανάθεση του έργου σε μια από τις εταιρείες που υπέβαλαν προτάσεις, το Δημόσιο μπορεί να ζητήσει την εκ μέρους αυτών σύσταση κοινοπραξίας ή να συμφωνήσει με αυτές τη σύσταση εταιρείας μικτής οικονομίας που συστήνεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 31.
6. Η ανάθεση των παραπάνω έργων μπορεί να γίνει χωριστά: α) για τη μελέτη, σχεδιασμό και διαμόρφωση του χώρου και για τη μελέτη και εκτέλεση των έργων υποδομής και β) για τη σύνταξη των κτιριακών μελετών και την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών στους διαμορφωμένους οικοδομήσιμους χώρους, βάσει της εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης.
7. Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται: α) τα ειδικότερα στοιχεία και οι εγγυήσεις οι οποίες πρέπει να συνοδεύουν τις υποβαλλόμενες προτάσεις, β) η διαδικασία και τα όργανα ελέγχου, αξιολόγησης και βράβευσης αυτών, γ) τα σχετικά με τη διενέργεια των διαπραγματεύσεων, συσχετισμού των λύσεων που προτείνονται, οι όροι και η διαδικασία με την οποία κηρύσσεται ο ανάδοχος έκπτωτος, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την επιλογή του αναδόχου και την υπογραφή της σύμβασης ανάθεσης των έργων με αυτόν.

Άρθρο 34. Σύμβαση ανάθεσης

1. Για τη Σύμβαση ανάθεσης του έργου αναμόρφωσης ή ανάπτυξης της Ζ.Ε.Π., πρέπει μεταξύ άλλων να προβλέπονται :
α) Τα έργα διευθέτησης του χώρου, καθώς και τα έργα υποδομής, με τις αναγκαίες για κάθε κατηγορία έργων μελέτες που πρέπει να εκτελεστούν στη Ζ.Ε.Π. από τον ανάδοχο. Οι τεχνικοί όροι σύνταξης των ειδικότερων μελετών και εκτέλεσης των έργων αυτών που ανταποκρίνονται στις ισχύουσες διατάξεις για κάθε κατηγορία έργων, περιλαμβάνονται στις τεχνικές προδιαγραφές και συγγραφές υποχρεώσεων που συνοδεύουν τη σύμβαση.
β) Τα έργα δόμησης που πρέπει να εκτελεστούν από τον ανάδοχο και ό,τι αφορά στην κατάρτιση των σχετικών κτιριακών μελετών, την έγκριση αυτών, καθώς και ο τρόπος της άσκησης της τεχνικής επίβλεψης και εποπτείας που ασκείται στο σύνολο των έργων. Οι σχετικοί τεχνικοί όροι περιλαμβάνονται στις τεχνικές προδιαγραφές και συγγραφές υποχρεώσεων που συνοδεύουν τη σύμβαση.
γ) Ο τρόπος διάθεσης στον ανάδοχο των εκτάσεων γης που βρίσκονται στη ζώνη και είναι αναγκαίες για την ενεργοποίηση αυτής.
δ) Οι προθεσμίες εκτέλεσης των έργων στο σύνολό τους ή κατά φάσεις.
ε) Το είδος και το ύψος της αμοιβής ή του ανταλλάγματος το οποίο συμφωνείται να χορηγηθεί στον ανάδοχο καθώς και οι όροι καταβολής της αμοιβής ή χορήγησης του ανταλλάγματος αυτού.
στ) Οι εγγυήσεις που πρέπει να παρασχεθούν από τον ανάδοχο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, οι Κυρώσεις που επιβάλλονται σε βάρος του αν τις αθετήσει, καθώς και οι περιπτώσεις που συνεπάγονται την κήρυξη αυτού εκπτώτου και τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για το σκοπό αυτό.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να καθορίζονται ειδικότερα τα υποχρεωτικά στοιχεία της σύμβασης ανάθεσης του έργου καθώς και να προβλέπονται τύποι τέτοιων συμβάσεων.
3. Ως αντάλλαγμα για τα έργα που θα εκτελεστούν από τον ανάδοχο φορέα και για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του από την σύμβαση της παρ. 1 μπορεί να προβλεφθεί η παραχώρηση σε αυτόν της κυριότητας οικοδομήσιμων τμημάτων μέσα στη Ζ.Ε.Π. και η αναγνώριση του δικαιώματος εκμετάλλευσης των τμημάτων αυτών με την εκποίηση, εκμίσθωση, οικοδόμηση και πώληση διαμερισμάτων ή με τη χρησιμοποίηση ή αξιοποίηση αυτών με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο στα πλαίσια των νόμιμων όρων δόμησης. Οι εκτάσεις αυτές καθορίζονται κατά θέση και συνολικό εμβαδόν με τη σύμβαση της παρ. 1 και είναι δυνατό να περιέλθουν στην κυριότητα του αναδόχου είτε με απευθείας παραχώρηση αυτών από το Δημόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ., είτε μετά από πώληση αυτών από τους ιδιοκτήτες τους προς τον ανάδοχο με ελεύθερες διαπραγματεύσεις ή μετά από άσκηση του δικαιώματος προτίμησης με ίσους όρους προσφερόμενου είτε μετά από αναγκαστική απαλλοτρίωση.
4. Με τη σύμβαση ανάθεσης μπορεί, για τη διάθεση των ακινήτων που βρίσκονται Ζ.Ε.Π. από τον ανάδοχο, να προβλέπονται περιορισμοί που να αναφέρονται ιδιαίτερα:
- στον καθορισμό τιμών πώλησης των κατοικιών ή των άλλων κτισμάτων που βρίσκονται στη Ζ.Ε.Π. και εξυπηρετούν τις χρήσεις τις προβλεπόμενες από τη μελέτη της Ζ.Ε.Π. ή των χώρων που προορίζονται για οικοδόμηση ή των έτοιμων διαμερισμάτων που ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει ο ανάδοχος ή
- στην καθιέρωση κριτηρίων προτεραιότητας μεταξύ των υποψήφιων αγοραστών.
- στην υποχρεωτική χρησιμοποίηση ορισμένων συγκροτημάτων κατοικιών για εκμίσθωση με ορισμένο μίσθωμα και για ορισμένο χρονικό διάστημα.
- στην παραχώρηση οικοπέδων ή οικοδομημένων συγκροτημάτων σε οργανισμούς στέγασης ή Κατοικίας ή σε ιδιώτες των οποίων οι ιδιοκτησίες απαλλοτριώθηκαν σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 38. Επίσης είναι δυνατό να προβλέπονται περιορισμοί στο ύψος του συντελεστή κέρδους ή να τίθενται ρήτρες που να αναφέρονται στη διάθεση του υπερβάλλοντος κέρδους ή κάποιου μέρους αυτού για χάρη ορισμένων σκοπών.

Άρθρο 35. Αναστολή Οικοδομικών Εργασιών σε Ζ.Ε.Π.

1. Ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος ή της πράξης καθορισμού της Ζ.Ε.Π. αναστέλλεται αυτοδίκαια η χορήγηση οικοδομικών αδειών στα ακίνητα που περιλαμβάνονται στη ζώνη αυτή μέχρι να εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα για την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης της Ζ.Ε.Π. σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 38. Ο χρόνος αυτός δεν είναι δυνατό να είναι μεγαλύτερος από διετία, μπορεί όμως να παραταθεί για εξαιρετικούς λόγους για ένα (1) ακόμη έτος με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
2. Αν παρέλθουν άπρακτες οι παραπάνω προθεσμίες αίρεται αυτοδίκαια ο χαρακτηρισμός του συνόλου της έκτασης ως Ζ.Ε.Π.

Άρθρο 36. Δημοσιότητα

1. Η σύμβαση ανάθεσης του έργου αναμόρφωσης ή ανάπτυξης Ζ.Ε.Π. δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2.Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται οι όροι δημοσιότητας του προεδρικού διατάγματος καθορισμού της Ζ.Ε.Π.

Άρθρο 37. Κτηματογράφηση ζώνης ενεργού πολεοδομίας

1. Αμέσως μετά από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος που καθορίζει τη Ζ.Ε.Π., ενεργείται κτηματογράφηση του συνόλου της έκτασης της ζώνης για τον καθορισμό των ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε αυτήν, της θέσης, των ορίων και του εμβαδού κάθε μίας, καθώς και για τον προσδιορισμό των οικοδομών ή άλλων μονίμων εγκαταστάσεων ή έργων που βρίσκονται μέσα σε αυτές.
2. Η κτηματογράφηση ενεργείται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή το Ν.Π.Δ.Δ. Ελληνικό Κτηματολόγιο ή από αυτόν με τον οποίο καταρτίστηκε το προσύμφωνο που αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 33, ή και από τρίτο ιδιώτη ή εταιρεία και περιλαμβάνει τη σύνταξη κτηματογραφικού χάρτη που απεικονίζει τις επί μέρους ιδιοκτησίες και τις οικοδομές ή άλλες κατασκευές που βρίσκονται σ’ αυτές, καθώς και τη σύνταξη κτηματολογικού πίνακα όπου καταγράφονται οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες των ιδιοκτησιών που φαίνονται στον κτηματολογικό χάρτη, το εμβαδόν κάθε ιδιοκτησίας, τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των οικοδομών ή άλλων κατασκευών που υπάρχουν σε αυτές και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες είναι υποχρεωμένοι εντός τριμήνου από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος καθορισμού της Ζ.Ε.Π. να καταθέσουν στην αρμόδια υπηρεσία ή το φορέα ή ιδιώτη που ανέλαβε την κτηματογράφηση, δήλωση ιδιοκτησίας προσκομίζοντας και επικυρωμένα αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας τους. Σε περίπτωση παράλειψής τους ο κτηματολογικός πίνακας συντάσσεται με βάση κάθε υφιστάμενο νόμιμο στοιχείο.
3. Ο κτηματολογικός χάρτης που καταρτίστηκε και ο πίνακας κοινοποιούνται στον οικείο δήμο, όπου και παραμένουν επί ένα (1) μήνα στη διάθεση του κοινού για ενημέρωση αυτού. Για το γεγονός αυτό τοιχοκολλάται ανακοίνωση η οποία δημοσιεύεται σε μία (1) τουλάχιστον ημερήσια ή εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα και σε μία (1) ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης και αναρτάται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του οικείου δήμου. Η παραπάνω μηνιαία προθεσμία αρχίζει από την ημέρα της τελευταίας δημοσίευσης ή ανάρτησης της ανακοίνωσης, αναλόγως ποια έγινε μεταγενέστερα.
4. Επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου κατά του κτηματολογικού χάρτη και του πίνακα, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την ημέρα της τελευταίας δημοσίευσης στον τύπο της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην παρ. 3.
Η προσφυγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία για τα ασφαλιστικά μέτρα των άρθρων 682 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσον, αλλά η έκδοση αυτής ή η πάροδος άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής δεν εμποδίζει την άσκηση τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, της οποίας το αντικείμενο μετατρέπεται, σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου, στην αντίστοιχη αξία αυτού. Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής ή της τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, διορθώνεται υποχρεωτικά ο κτηματολογικός πίνακας σύμφωνα με την οικεία απόφαση.

Άρθρο 38. Πολεοδομική Μελέτη Ζώνης Ενεργού Πολεοδομίας

1. Η πολεοδομική μελέτη της Ζ.Ε.Π. συντάσσεται: α) είτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή από δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης που εποπτεύεται από αυτό, και αν εγκριθεί σύμφωνα με όσα ορίζονται παρακάτω, αποτελεί στοιχείο της σύμβασης που καταρτίζεται με τον ανάδοχο β) είτε από τον ανάδοχο φορέα που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 33 μέσα στο πλαίσιο της μελέτης οικιστικής ανάπτυξης ή αναμόρφωσης της περιοχής του Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. και σύμφωνα με τους όρους και δεσμεύσεις που επιβάλλονται με το προσύμφωνο της παρ. 4 του άρθρου 33.
2. Η παραπάνω μελέτη εγκρίνεται και αρχίζει να ισχύει με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από γνωμοδότηση του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.
3. Η πολεοδομική μελέτη της παρ. 1 περιέχει :
α) τις ειδικές χρήσεις γης και τους πρόσθετους περιορισμούς, απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις που αναφέρονται σε κάθε μία από αυτές,
β) τους προβλεπόμενους κάθε είδους κοινόχρηστους χώρους (οδούς, πλατείες, κοινόχρηστους κήπους και άλση, πρασιές και άλλους για κοινωφελείς σκοπούς αναγκαίους κοινόχρηστους χώρους),
γ) τα προβλεπόμενα δημόσια ή κοινωφελή κτίρια καθώς και τα έργα και εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας που προβλέπονται στη ζώνη,
δ) τους οικοδομήσιμους χώρους,
ε) τους όρους και περιορισμούς δόμησης,
στ) πρόσθετους όρους που αναφέρονται στα χρησιμοποιούμενα δομικά υλικά, τον τρόπο κατασκευής και την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων και γενικά την αισθητική διαμόρφωση όλου του χώρου, τα ελάχιστα όρια μεγέθους των οικοδομών, τον τρόπο διαμόρφωσης και χρήσης των ακάλυπτων χώρων των οικοπέδων και τις υποχρεώσεις που είναι συναφείς με τους όρους αυτούς,
ζ) το ποσοστό εισφοράς σε γη των ιδιοκτησιών που βρίσκονται στη ζώνη,
η) τη λήψη ειδικών μέτρων για την αντιμετώπιση ιδιαίτερων πολεοδομικών ή κοινωνικών προβλημάτων που προκύπτουν από την ενεργοποίηση της ζώνης και την εφαρμογή του οικείου προγράμματος, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ειδική ρύθμιση για την πλήρη ενεργοποίηση της ζώνης.
4. Η πολεοδομική μελέτη συνοδεύεται από πολεοδομικό σχέδιο, όπου φαίνεται η διαμόρφωση όλου του χώρου, οι εκτάσεις στις οποίες αναφέρεται κάθε ειδική χρήση γης, οι δημιουργούμενοι κοινόχρηστοι γενικά χώροι, οι θέσεις των δημόσιων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων, καθώς και άλλων έργων και εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, οι οικοδομήσιμοι χώροι, η θέση, το σχήμα και οι διαστάσεις των οικοπέδων που διαμορφώνονται, καθώς και η θέση των κτιρίων μέσα σε αυτά. Το σχέδιο αυτό δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μαζί με τα στοιχεία της μελέτης που αναφέρονται στην παρ. 3.
5. Αν υπάρχουν κτίσματα ή άλλες εγκαταστάσεις μέσα σε ιδιοκτησίες και βρίσκονται στη ζώνη, η διατήρηση και η χρήση αυτών καθορίζονται από την πολεοδομική μελέτη.
Στην αντίθετη περίπτωση, αν χαρακτηρίζονται ότι πρέπει να κατεδαφιστούν, οι ιδιοκτησίες αγοράζονται από τον ανάδοχο φορέα ή απαλλοτριώνονται για λογαριασμό του και ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει την εγκατάστασή του μέσα στη Ζ.Ε.Π. σύμφωνα με τη σύμβαση ανάθεσης του έργου.

Άρθρο 39. Απόκτηση ακινήτων της Ζ.Ε.Π.

1. Οι αναγκαίες εκτάσεις για την ενεργοποίηση της ζώνης και την εφαρμογή του προγράμματος αυτής τίθενται στη διάθεση του φορέα της παρ. 1 του άρθρου 33 είτε με απευθείας παραχώρηση αυτών από το Δημόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ., είτε μετά από άσκηση του δικαιώματος επί ίσοις όροις προτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 120, είτε μετά από αναγκαστική απαλλοτρίωση αυτών σύμφωνα με το άρθρο 171. Το Δημόσιο έχει υποχρέωση να διαθέσει αμέσως στον ανάδοχο τα ακίνητα τα οποία ανήκουν σ’ αυτό ή περιήλθαν σ΄ αυτό μετά από την άσκηση του δικαιώματος προτίμησης ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ αυτού.
2. Επιτρέπεται πάντοτε η απόκτηση ακινήτων μέσα στη Ζ.Ε.Π. με ειδικά συμφωνούμενο τίμημα ή αντάλλαγμα μετά από ελεύθερες διαπραγματεύσεις από το Δημόσιο ή δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης, ή από τον ανάδοχο φορέα σύμφωνα με το άρθρο 33. Το αντάλλαγμα μπορεί να είναι παροχή ίσης αξίας είτε οικοπέδου, είτε κτιρίου, ή διαμερίσματος, αν πρόκειται για διηρημένη κατά κτίρια ή κατά ορόφους ιδιοκτησία αντίστοιχα από τα τελικά οικόπεδα ή κτίρια της ζώνης που διαμορφώνονται.
3. Για το εύλογο του τιμήματος ή του ανταλλάγματος γνωμοδοτεί, πριν από την αγορά ή τη σύμβαση για την ανταλλαγή, τριμελής επιτροπή.
Η επιτροπή ορίζεται για κάθε ζώνη με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας και αποφασίζει αφού λάβει υπόψη τα υπάρχοντα στοιχεία μεταβίβασης ακινήτων στην περιοχή ή τις τιμές μονάδος που έχουν ήδη ορισθεί για αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και κάθε άλλο νόμιμο στοιχείο. Η αγορά ή ανταλλαγή της παρ. 2 δεν μπορεί να συμφωνηθεί με τίμημα ή αντάλλαγμα ανώτερο από αυτό που η παραπάνω επιτροπή εκτιμά ότι καλύπτει πλήρως την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της αγοράς ή ανταλλαγής. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται η συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία της τριμελούς επιτροπής, τα ειδικότερα στοιχεία και κριτήρια εκτίμησης καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
4. Με τη σύμβαση που καταρτίζεται με τον ανάδοχο είναι δυνατό να οριστεί ότι εφόσον ιδιοκτήτης ζητά την ανταλλαγή ακινήτου του που βρίσκεται μέσα στη ζώνη με αντάλλαγμα την παροχή σε αυτόν οικοδομήσιμου χώρου που θα διαμορφωθεί με την πολεοδομική μελέτη ή με αντάλλαγμα έτοιμη κατοικία ή διαμέρισμα από αυτά που θα κατασκευασθούν σύμφωνα με το οικείο πρόγραμμα, τότε η παραχώρηση με ανταλλαγή, ίσης τουλάχιστον αξίας οικοπέδου ή κατοικίας ή διαμερίσματος είναι υποχρεωτική.
5. Εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά για δημόσια ωφέλεια και δε χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν πριν από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος καθορισμού της Ζ.Ε.Π. διατίθενται υποχρεωτικά εφόσον περιληφθούν σε Ζ.Ε.Π. για την εκπλήρωση του προγράμματος αυτής μετά από κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του Υπουργού που είναι κατά περίπτωση αρμόδιος.

Άρθρο 40. Εφαρμογή πολεοδομικής μελέτης Ζώνης Ενεργού Πολεοδομίας

1. Μετά από την απόκτηση και διάθεση, σύμφωνα με το άρθρο 39, στον ανάδοχο φορέα των αναγκαίων εκτάσεων για την ενεργοποίηση της ζώνης ή και πριν την ολοκλήρωση αυτών, όπου είναι τεχνικά δυνατό, ο ανάδοχος φορέας εκτελεί τα έργα διαμόρφωσης του χώρου καθώς και τα έργα υποδομής, όπως αυτά προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη και τη σύμβαση που υπογράφηκε από αυτόν.
2. Στη συνέχεια ή και παράλληλα με τα έργα της παρ. 1 εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατό, ο ίδιος όπως παραπάνω φορέας ή και άλλος ανάδοχος αν τα παραπάνω έργα έχουν ανατεθεί χωριστά σε αυτόν, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 33, συντάσσει τις κτιριακές μελέτες και εκτελεί τα οικοδομικά έργα στους οικοδομήσιμους χώρους που διαμορφώνονται με βάση την πολεοδομική μελέτη και τη σύμβαση που υπογράφηκε από αυτόν.
3. Ταυτόχρονα με την έναρξη των έργων σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται τα μέτρα βοήθειας που προβλέπονται από την οικεία σύμβαση προς τους ιδιώτες που είναι εγκατεστημένοι στη ζώνη για τη στέγαση ή επαγγελματική αποκατάσταση αυτών σε άλλους κοντινούς χώρους ή οικισμούς, οριστικά ή μέχρι την επανεγκατάσταση αυτών μέσα στη ζώνη που ενεργοποιήθηκε σύμφωνα με τους όρους της οικείας μελέτης.
4. Κάθε διαφορά μεταξύ του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή δημόσιας επιχείρησης πολεοδομίας και στέγασης και του ανάδοχου φορέα για το κύρος, την ερμηνεία και εφαρμογή όρων της σύμβασης ή για την εκτέλεση των έργων μπορεί να επιλύεται με διαιτησία σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από τη σύμβαση. Κάθε διαφορά μεταξύ του ανάδοχου και ιδιωτών που είναι εγκατεστημένοι στο χώρο της ζώνης σχετικά με την απομάκρυνση αυτών, τη στέγαση ή επαγγελματική στέγαση αυτών ή την επανεγκατάστασή τους στις κατασκευαζόμενες νέες οικιστικές μονάδες, υπάγεται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και εκδικάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κατά της απόφασης που εκδίδεται επιτρέπεται ή άσκηση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
5. Οσοι επανεγκαθίστανται ή εγκαθίστανται για πρώτη φορά στη Ζ.Ε.Π., με απόκτηση κατά κυριότητα οικοπέδου, χώρου επαγγελματικής εγκατάστασης, κατοικίας, ιδανικού μεριδίου ή διαμερίσματος κατ’ όροφο ιδιοκτησίας βαρύνονται με την εισφορά σε χρήμα της παρ. 9 του άρθρου 30 την οποία καταβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 144. Οι ιδιοκτησίες που υπάρχουν πριν από την ενεργοποίηση της ζώνης και διατηρούνται ακόμα, βαρύνονται με την εισφορά σε γη σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 30.
6. Στις οικοδομήσιμες εκτάσεις και οικόπεδα που δημιουργούνται από την ενεργοποίηση της ζώνης επιτρέπεται η σύσταση διαιρεμένων κατά κτίρια ή μέρη αυτών, ιδιοκτησιών χωρίς κατάτμηση σε μικρότερα οικόπεδα καθώς και η σύσταση διαιρεμένων κατά ορόφους ιδιοκτησιών. Η σύσταση των διαιρεμένων αυτών ιδιοκτησιών (κάθετες και οριζόντιες συνιδιοκτησίες) επιτρέπεται να γίνεται και με μονομερή δικαιοπραξία που καταρτίζεται από τον ανάδοχο φορέα με δήλωσή του σε συμβολαιογράφο που καταχωρείται νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών ή στο οικείο κτηματολόγιο.
7. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά με την εποπτεία και τον έλεγχο των έργων από το Δημόσιο ή τον οικείο δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης, τα σχετικά με τη συνδρομή ή συμμετοχή άλλων δημόσιων υπηρεσιών ή οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας στην ενεργοποίηση της ζώνης καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
8. Η μέριμνα για τη συντήρηση, καθαριότητα και κανονική χρήση κοινών ιδιόκτητων χώρων που δημιουργούνται στη Ζ.Ε.Π., η συντήρηση και ανανέωση του κοινόχρηστου τεχνικού εξοπλισμού και η συντήρηση των έργων υποδομής, η φροντίδα για τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση των χώρων πρασίνου και η αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων που ανακύπτουν από τη λειτουργία της ζώνης, ανήκει από κοινού, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των οικείων δήμων, σε όλους τους ιδιοκτήτες των ακινήτων της ζώνης και ασκείται με βάση κανονισμούς εγκρινόμενους από τη γενική συνέλευση των ιδιοκτητών της ζώνης. Μέχρι τη σύνταξη και έγκριση τέτοιου κανονισμού τα παραπάνω ζητήματα ρυθμίζονται από προσωρινό κανονισμό που συντάσσεται από τον ανάδοχο και εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Με τον προσωρινό αυτό κανονισμό καθορίζεται το ποσοστό ψήφων κάθε αυτοτελούς ιδιοκτησίας της ζώνης, καθώς και ο τρόπος εκπροσώπησης των ιδιοκτητών αυτής στη γενική συνέλευση των ιδιοκτητών της ζώνης. Οι αποφάσεις της γενικής αυτής συνέλευσης λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των ψήφων, εκτός αν πρόκειται για θέματα του προηγούμενου εδαφίου οπότε απαιτείται ομόφωνη απόφαση των μελών της γενικής συνέλευσης για την τροποποίηση των ρυθμίσεων αυτών.
9. Με την πολεοδομική μελέτη είναι δυνατό να προβλεφθεί η σύσταση αναγκαστικού συνεταιρισμού των ιδιοκτητών της ζώνης για την αντιμετώπιση των ζητημάτων της παρ. 8 καθώς και κάθε άλλου ζητήματος που αφορά στη συμβίωση των εγκατεστημένων στη ζώνη και σχετικά με τις προκύπτουσες σχέσεις και ανάγκες από την ιδιοκτησία αυτών. Σε περίπτωση σύστασης αναγκαστικού συνεταιρισμού διαχείρισης τα θέματα της παρ. 8 ρυθμίζονται με το καταστατικό που εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
10. Στους συνεταιρισμούς που συστήνονται με αυτό τον τρόπο εφαρμόζονται ανάλογα τα άρθρα 45 έως 47 και το άρθρο 52.

Άρθρο 41. Εξουσιοδοτικές διατάξεις

1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων:
α) Ο τρόπος, η διαδικασία τα όργανα και οι προϋποθέσεις καθορισμού Ζ.Ε.Π.,
β) το περιεχόμενο και η διαχείριση του προγράμματος ενεργού πολεοδομίας,
γ) η αναστολή οικοδομικών εργασιών σε Ζ.Ε.Π.,
δ) η κτηματογράφηση της έκτασης της ζώνης για τον καθορισμό των ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε αυτή,
ε) η διαδικασία κατάρτισης και έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης της Ζ.Ε.Π.,
στ) ζητήματα σχετικά με τον τρόπο, τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για την απόκτηση ακινήτων που περιλαμβάνονται στη Ζ.Ε.Π.,
ζ) η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορούν να ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη και χρήμα, εντός του πλαισίου των ισχυουσών διατάξεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: Ζώνες Αστικού Αναδασμού

Άρθρο 42. Ζώνες Αστικού Αναδασμού

1. Αστικός αναδασμός εντός οικιστικής περιοχής είναι το σύνολο των διαδικασιών, οι οποίες αποσκοπούν στην πολεοδομική ενεργοποίηση αυτής με τη συνεισφορά των ιδιοκτησιών τους από όλους τους ιδιοκτήτες για τη δημιουργία ή διαμόρφωση και εκ νέου παραχώρηση σε αυτούς οικοδομήσιμων γενικά χώρων που να εξυπηρετούν τις χρήσεις γης που προβλέπονται για την οικεία ζώνη.
2. Τα οικόπεδα που δημιουργούνται με τον αναδασμό και παραχωρούνται στους ιδιοκτήτες που συνεισέφεραν ακίνητα, με τα κτίσματα ή άλλες εγκαταστάσεις που τυχόν υπάρχουν σε αυτά πρέπει να έχουν ίση τουλάχιστον αξία με την αξία του συνόλου του ακινήτου που συνεισέφερε ο καθένας μετά από την αφαίρεση της εισφοράς του σύμφωνα με το άρθρο 139.
3. Οι Ζώνες Αστικού Αναδασμού (Ζ.Α.Α.) περιλαμβάνονται πάντοτε μέσα στην περιοχή του Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. και καθορίζονται με τη διοικητική πράξη έγκρισης των σχεδίων αυτών. Σε περίπτωση μη καθορισμού με την πράξη αυτή ως Ζ.Α.Α. ο καθορισμός αυτός μπορεί να γίνει με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από γνώμη των οικείων δημοτικών συμβουλίων ή με το προεδρικό διάταγμα έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης.
4. Η διαδικασία αυτή καθορισμού μπορεί να αρχίζει μαζί με την εκπόνηση του Γ.Π.Σ. ή του Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή του Τ.Π.Σ. ή και μεταγενέστερα. Στην πρώτη περίπτωση το περίγραμμα της Ζ.Α.Α. συμπεριλαμβάνεται στην πρόταση του Γ.Π.Σ. ή του Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή του Τ.Π.Σ.
5. Η κίνηση της διαδικασίας για τον καθορισμό μιας περιοχής ως Ζ.Α.Α. μπορεί να γίνει α) από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή β) από τον οικείο Ο.Τ.Α. ή από δημοτική επιχείρηση ή γ) από δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης ή εταιρεία μικτής οικονομίας ή δ) μετά από αίτηση νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που συνοδεύεται από δήλωση της πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των ιδιοκτητών της περιοχής που οι ιδιοκτησίες τους καλύπτουν τα τρία τέταρτα 3/4 τουλάχιστον της επιφάνειάς της, ότι συμφωνούν για το χαρακτηρισμό της περιοχής ως Ζ.Α.Α.
6. Για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος καθορισμού Ζ.Α.Α. σύμφωνα με την παρ. 3 εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 60. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης Ζ.Α.Α. που προβλέπεται από το άρθρο 50.
7. Για το ύψος της εισφοράς σε γη και χρήμα σε Ζ.Α.Α., εφαρμόζονται αντίστοιχα οι παρ. 4 και επόμενες του άρθρου 139 και το άρθρο 141. Σε περίπτωση που Ζ.Α.Α. χαρακτηρίζεται ως Ζ.Ε.Ε. εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 142, τα εξής: α) η εισφορά γης για τις ιδιοκτησίες των φορέων ανάπτυξης ή αναμόρφωσης Ζ.Α.Α., όπως αυτοί ορίζονται από το άρθρο 43 ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) β) για τις υπόλοιπες ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται στις πιο πάνω Ζ.Ε.Ε. και μόνο για τα τμήματα αυτών πάνω από 1.000 τ.μ. οι προβλεπόμενες από το πρώτο εδάφιο εισφορές της παρ. 4 του άρθρου 139, μειώνονται κατά δέκα τοις εκατό (10%).
8. Η εκπλήρωση της εισφοράς γης γίνεται σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 30.

Άρθρο 43. Τρόποι διενέργειας αστικού αναδασμού

1. Ο αστικός αναδασμός ορισμένης ζώνης μπορεί να αναληφθεί και εκτελεστεί είτε απευθείας από το Δημόσιο, ή από δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης, είτε από αναγκαστικό οικοδομικό συνεταιρισμό που συστήνεται με προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 42 ή με μεταγενέστερο προεδρικό διάταγμα που έχει ως αντικείμενο τη σύσταση τέτοιου συνεταιρισμού. Επίσης, ο αστικός αναδασμός μπορεί να αναληφθεί και εκτελεστεί με συνεργασία δημόσιου οργανισμού ή δημόσιας επιχείρησης πολεοδομίας και στέγασης και αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού.
2. Εφόσον ο αναδασμός εκτελείται από το Δημόσιο ή δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης, οι ιδιοκτήτες της ζώνης μπορούν οπωσδήποτε να συστήσουν οικοδομικό συνεταιρισμό για υποβοήθηση του έργου του αναδασμού, που διέπεται από τις διατάξεις για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς.

Άρθρο 44. Διαδικασία αστικού αναδασμού

1. Η διαδικασία του αστικού αναδασμού περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:
α) σύσταση και συγκρότηση αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού,
β) κτηματογράφηση περιοχής,
γ) σύνταξη και έγκριση της πολεοδομικής μελέτης,
δ) εκτίμηση και καθορισμός της αξίας των συνεισφερομένων ακινήτων,
ε) εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης και παραχώρηση των οικοδομήσιμων εκτάσεων στα μέλη του συνεταιρισμού,
στ) εκκαθάριση του οικοδομικού συνεταιρισμού.
2. Εφόσον η εκτέλεση του αστικού αναδασμού αναλαμβάνεται κατευθείαν από το Δημόσιο ή δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης, η παραπάνω διαδικασία περιορίζεται στα στάδια με στοιχεία β΄ έως ε΄ της παρ. 1.

Άρθρο 45. Συγκρότηση οικοδομικού συνεταιρισμού

1. Από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος καθορισμού της Ζ.Α.Α. και εφόσον αυτό προβλέπει ειδικά τη σύσταση αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού, όλοι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που βρίσκονται μέσα στη Ζ.Α.Α., στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. για τα ακίνητα που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία αυτών, αποτελούν αυτοδίκαια αναγκαστικό οικοδομικό συνεταιρισμό. Εφόσον η Ζ.Α.Α. καλύπτει μεγάλη έκταση και μάλιστα έκταση που υπάγεται σε διάφορους δήμους είναι δυνατό να συνιστώνται δύο (2) ή περισσότεροι συνεταιρισμοί, για καθένα από τους οποίους καθορίζεται και ιδιαίτερη περιφέρεια μέσα στην παραπάνω ζώνη. Ιδιοκτησίες που εμπίπτουν στα όρια μεταξύ δύο (2) συνεταιρισμών υπάγονται εξ ολοκλήρου στο συνεταιρισμό στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα αυτών.
2. Σκοπός του οικοδομικού συνεταιρισμού είναι η προώθηση και ολοκλήρωση των διαδικασιών οι οποίες απαιτούνται για την κτηματογράφηση της περιοχής και τη σύνταξη, έγκριση και εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης της ζώνης, τη διαμόρφωση των νέων οικοπέδων και τη διανομή αυτών μεταξύ των μελών του σύμφωνα με το λόγο της αξίας της ιδιοκτησίας του καθένα. Ο οικοδομικός συνεταιρισμός μπορεί επίσης να αναλαμβάνει ή και να αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση των έργων υποδομής για τη δημιουργία των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και γενικά την αρτιότερη διαμόρφωση και την αξιοποίηση των εκτάσεων που βρίσκονται μέσα στη ζώνη, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη. Εφόσον μέσα στη Ζ.Α.Α. περιλαμβάνονται και ιδιωτικά δάση ή δασικές εκτάσεις, ο συνεταιρισμός αναλαμβάνει και τη φροντίδα της διατήρησης, ανάπτυξης και προστασίας αυτών κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
3. Στα δικαιώματα των αρχικών μελών του συνεταιρισμού υποκαθίστανται αυτοδίκαια οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι αυτών.

Άρθρο 46. Νομική προσωπικότητα και ευθύνη

1. Οι αναγκαστικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί που συγκροτούνται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο είναι ν.π.ι.δ. και δεν έχουν εμπορική ιδιότητα.
2. Για τις υποχρεώσεις του συνεταιρισμού προς τρίτους και εφόσον για την ικανοποίηση των δανειστών δεν επαρκεί η περιουσία του συνεταιρισμού, ευθύνονται σε ολόκληρο και τα μέλη του μέχρι την αξία της ιδιοκτησίας του καθένα. Οι δανειστές μέλους του συνεταιρισμού δεν έχουν δικαίωμα στην περιουσία του συνεταιρισμού ή στις ιδιοκτησίες των άλλων μελών.

Άρθρο 47. Οργάνωση και λειτουργία του συνεταιρισμού

1. Έδρα του συνεταιρισμού είναι ο δήμος στον οποίο βρίσκεται η Ζ.Α.Α. ή η μεγαλύτερη έκταση αυτής. Η επωνυμία του συνεταιρισμού περιλαμβάνει τον χαρακτηρισμό του ως αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού και την ονομασία του δήμου ή της περιοχής στην οποία βρίσκεται η ζώνη του αστικού αναδασμού.
2. Η γενική συνέλευση του συνεταιρισμού είναι το ανώτατο όργανο αυτού και αποφασίζει για κάθε θέμα το οποίο δεν ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Κάθε μέλος έχει μία (1) ψήφο για κάθε πεντακόσια (500) τετραγωνικά μέτρα μέχρι έκταση δύο (2) στρεμμάτων, μία (1) ψήφο για κάθε χίλια (1.000) τετραγωνικά μέτρα για τις εκτάσεις που είναι μεγαλύτερες των δύο (2) στρεμμάτων και μέχρι δέκα (10) στρέμματα και μία (1) ψήφο για κάθε πέντε (5) στρέμματα για το υπερβάλλον. Περισσότερες ιδιοκτησίες που ανήκουν κατά κυριότητα στο ίδιο πρόσωπο θεωρούνται για τον καθορισμό του αριθμού των ψήφων, ως μία ιδιοκτησία που αποτελείται από το άθροισμα των εμβαδών των ιδιοκτησιών αυτών. Αυτοτελές ακίνητο ή περισσότερα ακίνητα συνολικού εμβαδού μέχρι πεντακόσια (500) τετραγωνικά μέτρα, καθώς και τυχόν υπόλοιπο μεταξύ των παραπάνω μερικότερων ορίων υπολογίζονται ότι δίνουν μία ψήφο.
3. Το διοικητικό συμβούλιο του συνεταιρισμού είναι τουλάχιστον πενταμελές και εκλέγεται από τη γενική συνέλευση, ασκεί δε τη διοίκηση και τη διαχείριση του συνεταιρισμού μέσα στα όρια του νόμου και των αποφάσεων που λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση.
4. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εκπροσωπεί τον συνεταιρισμό δικαστικά και εξώδικα, υπογράφει όλα τα έγγραφα του συνεταιρισμού προς τις δημόσιες αρχές ή προς τρίτους και δέχεται όλα τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται ή κοινοποιούνται στον συνεταιρισμό.
5. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης είναι δυνατό να προβλέπεται η παροχή αμοιβής στον πρόεδρο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 48. Κτηματογράφηση της ζώνης αναδασμού

1. Αμέσως μετά από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος καθορισμού της Ζ.Α.Α., γίνεται κτηματογράφηση του συνόλου της έκτασης της ζώνης, για τον καθορισμό των ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε αυτή, της θέσης και του εμβαδού κάθε μίας από αυτές, καθώς και για τον προσδιορισμό των οικοδομών ή άλλων μόνιμων εγκαταστάσεων ή έργων που βρίσκονται σε αυτές.
2. Η κτηματογράφηση γίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή το ν.π.δ.δ. «Ελληνικό Κτηματολόγιο» ή από τον οικείο δήμο, εφόσον το προεδρικό διάταγμα της παρ. 1 προκλήθηκε με πρωτοβουλία του, περιλαμβάνει δε τη σύνταξη κτηματολογικού χάρτη, που απεικονίζει τις μερικότερες ιδιοκτησίες και τις οικοδομές ή κατασκευές που βρίσκονται σε αυτές, καθώς και τη σύνταξη κτηματολογικού πίνακα, που να εμφανίζει τους φερόμενους ιδιοκτήτες των ιδιοκτησιών που φαίνονται στον κτηματολογικό χάρτη, το εμβαδόν κάθε μίας από αυτές, τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των οικοδομών ή άλλων κατασκευών που βρίσκονται σε αυτές και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων της Ζ.Α.Α. είναι υποχρεωμένοι εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος της παρ. 1 να καταθέσουν στην αρμόδια υπηρεσία ή στον φορέα που ανέλαβε την κτηματογράφηση δήλωση ιδιοκτησίας προσκομίζοντας και επικυρωμένα αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας τους. Αν παραλείψουν, ο κτηματολογικός πίνακας συντάσσεται με βάση κάθε νόμιμο στοιχείο που υπάρχει.
3. Σε κάθε περίπτωση η κτηματογράφηση μπορεί να ανατεθεί από το Δημόσιο ή τον επισπεύδοντα δήμο στον οικοδομικό συνεταιρισμό του άρθρου 45 ή στον οικονομοτεχνικό φορέα που ανέλαβε με σύμβαση με αυτόν την εκτέλεση του αστικού αναδασμού ή και κατευθείαν σε ιδιώτη ή εταιρεία.
4. Ο κτηματολογικός χάρτης που καταρτίζεται και ο πίνακας κοινοποιούνται στον δήμο, καθώς και στον οικείο αναγκαστικό συνεταιρισμό. Αμέσως μετά την κοινοποίηση αυτή συγκαλείται η γενική συνέλευση του συνεταιρισμού για να πληροφορηθεί το περιεχόμενο αυτών. Το κτηματολογικό διάγραμμα και ο πίνακας παραμένουν επί ένα μήνα στον οικείο δήμο για ενημέρωση του κοινού. Σχετικά με αυτό τοιχοκολλάται ανακοίνωση, η οποία δημοσιεύεται σε μία (1) τουλάχιστον ημερήσια ή εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα και σε μία (1) ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης και αναρτάται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του οικείου δήμου. Η παραπάνω μηνιαία προθεσμία αρχίζει από την ημέρα της τελευταίας δημοσίευσης ή ανάρτησης της ανακοίνωσης, αναλόγως ποια έγινε μεταγενέστερα.
5. Επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής προς το κατά τόπον αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο από τον καθένα που έχει έννομο συμφέρον, κατά του κτηματολογικού χάρτη και του πίνακα εντός δύο (2) μηνών από την ημέρα της τελευταίας δημοσίευσης στον τύπο της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην παρ. 4. Η προσφυγή εκδικάζεται με τη διαδικασία για τα ασφαλιστικά μέτρα των άρθρων 682 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσον και η έκδοση αυτής ή η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής δεν εμποδίζει την έγερση τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής. Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής ή της τακτικής αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, διορθώνεται υποχρεωτικά ο κτηματολογικός πίνακας σύμφωνα με την οικεία απόφαση.

Άρθρο 49. Πρόγραμμα αστικού αναδασμού – ανάθεση έργου

1. Αυτός που ανέλαβε τη διενέργεια του αστικού αναδασμού (Δημόσιο, δημόσιος οργανισμός ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης, αναγκαστικός οικοδομικός συνεταιρισμός) καταρτίζει το πρόγραμμα αυτού.
2. Αν συστήθηκε αναγκαστικός οικοδομικός συνεταιρισμός, η πρώτη γενική συνέλευση μετά από τη σύσταση αυτού αποφασίζει για το πρόγραμμα διενέργειας του αστικού αναδασμού, καθώς και για την ανάθεση της εκτέλεσης του προγράμματος αυτού σε ανάδοχο φορέα. Ο φορέας αυτός μπορεί να είναι: α) εταιρεία ενεργού πολεοδομίας β) εταιρεία που έχει σκοπό την εκτέλεση έργων αστικού αναδασμού. Το πρόγραμμα του αστικού αναδασμού μπορεί να συνταχθεί και εκτελεστεί από κοινού με δημόσιο οργανισμό ή δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης.
3. Η εκτέλεση του προγράμματος του αστικού αναδασμού με τη σύνταξη πολεοδομικής μελέτης και την εφαρμογή αυτής ανατίθεται στον φορέα που επιλέγεται από τη γενική συνέλευση με σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ αυτού και του αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού. Η σύμβαση αυτή προβλέπει με λεπτομέρεια τους όρους ολοκλήρωσης όλου του έργου και μάλιστα τις μερικότερες υποχρεώσεις και τα αντίστοιχα δικαιώματα, τις προθεσμίες και τις εγγυήσεις που πρέπει να παρασχεθούν. Η παραπάνω σύμβαση πριν από την εκτέλεση αυτής πρέπει να εγκριθεί από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος μπορεί να αρνηθεί την έγκριση, αν δεν ανταποκρίνεται στη μελέτη του Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. που προβλέπει τη Ζώνη.
4. Η ανάθεση του έργου εκτέλεσης του αστικού αναδασμού με σύμβαση σύμφωνα με την παρ. 3 γίνεται εντός εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας μετά από τη σύσταση του συνεταιρισμού. Αν περάσει η προθεσμία αυτή το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφασίζει την ανάληψη της σύνταξης και εφαρμογής πολεοδομικού σχεδίου και μελέτης και την εκτέλεση του αναδασμού είτε από το ίδιο το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είτε από οργανισμό ή από δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας και στέγασης που εποπτεύεται από αυτό. Αν αυτό δε γίνει εντός μίας διετίας από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος της παρ. 3 του άρθρου 42, αίρεται αυτοδίκαια ο χαρακτηρισμός όλης της έκτασης ως Ζ.Α.Α.

Άρθρο 50. Πολεοδομική μελέτη

1. Η πολεοδομική μελέτη της Ζ.Α.Α. συντάσσεται είτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αν ο αναδασμός εκτελείται από το Δημόσιο, είτε από τον φορέα στον οποίο ανατέθηκε αυτός σύμφωνα με τα παραπάνω, με βάση τη μελέτη αναγνώρισης της περιοχής ως οικιστικής και υποβάλλεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης του συνεταιρισμού που τυχόν έχει συσταθεί. Στην περίπτωση αυτή η Γ.Σ. συγκαλείται ειδικά για τον σκοπό αυτό. Η μελέτη αυτή αρχίζει να ισχύει μετά από έγκριση που γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.
2. Η μελέτη της παρ. 1 στηρίζεται στην κτηματογράφηση της Ζ.Α.Α. σύμφωνα με το άρθρο 48 και περιέχει: α) τις ειδικές χρήσεις γης και τους πρόσθετους περιορισμούς, απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις που αναφέρονται σε κάθε μία από τις χρήσεις αυτές, β) τα βασικά έργα υποδομής και τους προβλεπόμενους κοινόχρηστους χώρους κάθε είδους (οδούς, πλατείες, κοινόχρηστους κήπους και άλση, πρασιές και άλλους κοινόχρηστους χώρους που είναι αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς) γ) τα δημόσια, δημοτικά και θρησκευτικά κτίρια και εγκαταστάσεις που προβλέπονται μέσα στη ζώνη δ) τους οικοδομήσιμους χώρους ε) τους όρους και περιορισμούς δόμησης στ) πρόσθετους όρους που αναφέρονται στα χρησιμοποιούμενα δομικά υλικά, τον τρόπο κατασκευής και την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων και γενικά την αισθητική διαμόρφωση όλου του χώρου, τα ελάχιστα όρια μεγέθους των οικοδομών, τον τρόπο διαμόρφωσης και χρήσης των ακάλυπτων χώρων των οικοπέδων και τις συναφείς με αυτούς υποχρεώσεις ζ) το ποσοστό εισφοράς σε γη των ιδιοκτησιών της ζώνης η) τον προϋπολογισμό των έργων του αναδασμού θ) το χρόνο ή τις χρονικές φάσεις εκτέλεσης των έργων του αναδασμού και τον τρόπο ή τους τρόπους παραχώρησης των νέων ιδιοκτησιών και υπολογισμού της αξίας αυτών ι) τη λήψη ειδικών μέτρων για την αντιμετώπιση ιδιαίτερων προβλημάτων κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης προσώπων που χρειάζονται ιδιαίτερη μέριμνα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του αναδασμού.
3. Η πολεοδομική μελέτη συνοδεύεται από το πολεοδομικό σχέδιο όπου εμφαίνονται η διαμόρφωση όλου του χώρου, οι εκτάσεις στις οποίες αναφέρεται κάθε ειδική χρήση γης, οι δημιουργούμενοι γενικά κοινόχρηστοι χώροι, οι θέσεις των δημόσιων δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων, καθώς και οι θέσεις άλλων έργων και εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, οι οικοδομήσιμοι χώροι και η θέση, το σχήμα και οι διαστάσεις των οικοπέδων που διαμορφώνονται μέσα σε αυτούς. Η συνολική έκταση των κοινόχρηστων χώρων που προϋπάρχουν, διατίθενται υποχρεωτικά για τη δημιουργία νέων κοινόχρηστων χώρων ανεξάρτητα από την αρχική τους θέση. Το παραπάνω σχέδιο δημοσιεύεται σε φωτοσμίκρυνση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μαζί με τα στοιχεία της μελέτης που αναφέρονται στην παρ. 2.
4. Στην περίπτωση που στις παλιές ιδιοκτησίες υπάρχουν κτίσματα ή άλλες εγκαταστάσεις, από την πολεοδομική μελέτη καθορίζεται η διατήρηση και η χρήση αυτών, διαφορετικά, αν χαρακτηριστούν κατεδαφιστέες, αποζημιώνεται ο ιδιοκτήτης για την αξία αυτών. Σε περίπτωση διατήρησής τους η ιδιοκτησία που προκύπτει μετά τον αναδασμό, στην οποία βρίσκονται τα παραπάνω κτίσματα, περιέρχεται κατά προτίμηση στον αρχικό ιδιοκτήτη.

Άρθρο 51. Εκτίμηση αξίας ακινήτων

1. Η εκτίμηση της αξίας των ιδιοκτησιών που συνεισφέρονται στον αστικό αναδασμό, γίνεται με βάση τα στοιχεία της κτηματογράφησης ενόψει και των συνθηκών της αγοράς γης στην περιοχή, από επιτροπή που αναφέρεται στον χρόνο δημοσίευσης του προεδρικού διατάγματος καθορισμού της Ζ.Α.Α.
2. Τυχόν αμφισβητήσεις του ύψους της αξίας που καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 1, επιλύονται δικαστικά μετά την εκτέλεση του αναδασμού και την παραχώρηση του νέου ακινήτου στον ιδιοκτήτη που αντιτίθεται και μόνο για την τυχόν διαφορά της αξίας του αρχικού ακινήτου από την αξία του ακινήτου που παραχωρείται.

Άρθρο 52. Εισφορές και δαπάνες ιδιοκτητών

Για την πραγματοποίηση του αστικού αναδασμού και διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων και κατασκευή των βασικών κοινόχρηστων έργων οι ιδιοκτήτες των περιλαμβανομένων στη Ζ.Α.Α. αρχικών ιδιοκτησιών, συμμετέχουν σε γη και σε χρήμα κατά την παρ. 8 του άρθρου 42.

Άρθρο 53. Εφαρμογή πολεοδομικής μελέτης

1. Αμέσως μετά από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως της παρ. 1 του άρθρου 50 μαζί με το πολεοδομικό σχέδιο που συνοδεύει τη μελέτη, το Δημόσιο ή ο ανάδοχος φορέας του άρθρου 49 προβαίνει χωρίς καθυστέρηση στην εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης, σύμφωνα με όσα καθορίζονται στη σύμβαση ανάθεσης των έργων. Για το σκοπό αυτό επιτρέπεται η άμεση κατάληψη των ιδιοκτησιών που συμμετέχουν στον αναδασμό. Σε περίπτωση που νομέας ή κάτοχος ακινήτου που συμμετέχει στον αναδασμό αρνείται να το παραδώσει στο φορέα εντός προθεσμίας ενός (1) μήνα από τη σχετική έγγραφη πρόσκληση προς αυτόν, διατάσσεται η αποβολή αυτού με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου που εκδίδεται με αίτηση του Δημοσίου ή του ανάδοχου φορέα σύμφωνα με τη διαδικασία για τα ασφαλιστικά μέτρα.
2. Κάθε διαφορά μεταξύ του Δημοσίου ή του δημόσιου οργανισμού ή δημόσιας επιχείρησης πολεοδομίας και στέγασης ή του αναγκαστικού συνεταιρισμού και του ανάδοχου φορέα για το κύρος, την ερμηνεία και την εφαρμογή όρων της σύμβασης ή σχετικά με την εκτέλεση των έργων μπορεί να επιλύεται με διαιτησία σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται από τη σύμβαση.

Άρθρο 54. Παραχώρηση νέων ιδιοκτησιών

1. Η παραχώρηση των νέων ακινήτων στους αναγνωριζόμενους ως κυρίους των ιδιοκτησιών που έχουν υπαχθεί στον αναδασμό, γίνεται αφού ληφθεί υπόψη και η πολεοδομική μελέτη:
α) κατά πρώτον και εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατό με συσχετισμό των παλαιών και νέων ιδιοκτησιών,
β) με συσχετισμό της αξίας κάθε ακινήτου, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τον χρόνο της παραχώρησης μετά την εκτέλεση των έργων της πολεοδομικής μελέτης και του ύψους της αξίας του ακινήτου ή των ακινήτων με τα οποία κάθε ιδιοκτήτης συμμετέχει στον αναδασμό.
γ) με κλήρωση.
2. Η παραχώρηση των νέων ακινήτων σε όσους συμμετέχουν στον αναδασμό μπορεί να γίνεται και τμηματικά κατά φάσεις που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη ανάλογα με την πορεία των εργασιών εφαρμογής αυτής.
3. Σε κάθε ιδιοκτήτη παραχωρείται ακίνητο του οποίου η αξία πρέπει να είναι ίση προς την αξία της ιδιοκτησίας που συνεισέφερε. Τυχόν ανατίμηση της αξίας της γης υπολογίζεται συνολικά στη ζώνη ή σε κάθε τμήμα της παρ. 2 και ωφελεί συμμετρικά όλους τους ιδιοκτήτες της ζώνης ή του οικείου τμήματος. Στην περίπτωση αυτή η αξία όλων των οικοπέδων που παραχωρούνται, πρέπει να είναι ανώτερη της αξίας των ακινήτων που συνεισφέρθηκαν κατά το παραπάνω ποσοστό. Είναι δυνατή και η παραχώρηση περισσότερων άρτιων οικοπέδων των οποίων η συνολική αξία αντιστοιχεί προς τη συνολική αξία των συνεισφερόμενων ακινήτων του ίδιου ιδιοκτήτη. Εφόσον στους χώρους που προορίζονται για διανομή περιλαμβάνονται οικόπεδα στα οποία υπάρχουν οικοδομές, αυτά παραχωρούνται μαζί με τις οικοδομές κατά προτίμηση στους αρχικούς ιδιοκτήτες και μέχρι να καλυφθεί το ύψος της αξίας των ακινήτων που συνεισφέρονται. Πάντως επιτρέπεται η σύσταση διαιρεμένης κατά ορόφους συνιδιοκτησίας μεταξύ περισσότερων ιδιοκτητών με απόφαση της επιτροπής της παρ. 1 του άρθρου 51.
4. Σε όσες περιπτώσεις κατά την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης δεν είναι δυνατή η παραχώρηση άρτιου οικοπέδου σε μέλος του συνεταιρισμού ενόψει της μικρής έκτασης και αξίας του οικοπέδου που αυτός συνεισφέρει με απόφαση της επιτροπής της παρ. 1 του άρθρου 51 επιτρέπεται να γίνουν τα παρακάτω:
α) περισσότεροι ιδιοκτήτες στους οποίους δεν μπορεί να παραχωρηθεί άρτιο οικόπεδο συνενώνονται υποχρεωτικά σε συνιδιοκτησία άρτιου οικοπέδου το οποίο έχει αξία ίση με την αξία του συνόλου των μερικότερων ακινήτων. Στους συνιδιοκτήτες αυτούς μπορεί να προστίθενται και άλλοι ιδιοκτήτες που έχουν ήδη λάβει άρτιο οικόπεδο μικρότερης αξίας από τη συνεταιρική τους μερίδα ώστε να γίνουν κύριοι ποσοστού αξίας ίσης με το ενεργητικό υπόλοιπο που παραμένει
β) στους ιδιοκτήτες ακινήτων των οποίων η αξία δεν επιτρέπει την παραχώρηση άρτιου οικοπέδου δίνεται ως αντιπαροχή τμήμα ιδιοκτησίας κατά όροφο σε οικοδομή που ήδη υπάρχει στη ζώνη του αναδασμού ή που ανεγείρεται από τον οικοδομικό συνεταιρισμό για τον σκοπό αυτό.
γ) μικρές ιδιοκτησίες ή ιδανικά μερίδια σε ιδιοκτησίες που βρίσκονται στη ζώνη του αναδασμού για τα οποία κρίνεται από το Δημόσιο ή το διοικητικό συμβούλιο του συνεταιρισμού, λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου μεγέθους της έκτασης ή του ποσοστού αντίστοιχα, δεν είναι δυνατόν να δοθεί άρτιο οικόπεδο ή να συνενωθούν αυτά με άλλα ή να παραχωρηθεί με αντιπαροχή τμήμα ιδιοκτησίας κατά όροφο, τότε περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου ή του συνεταιρισμού είτε με ελεύθερη αγορά είτε με απαλλοτρίωση υπέρ αυτών. Η απαλλοτρίωση αυτή που θεωρείται ότι εξυπηρετεί σκοπό κοινής ωφέλειας, δηλαδή την αρτιότερη πολεοδομική διαμόρφωση της Ζ.Α.Α. και τη δόμηση σε αυτή, κηρύσσεται με απόφαση του οικείου γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.

Άρθρο 55. Ρύθμιση εμπράγματων σχέσεων

1. Η παραχώρηση των νέων ακινήτων όπως αυτά διαμορφώνονται με το προβλεπόμενο πολεοδομικό σχέδιο της παρ. 3 του άρθρου 50, στους καθοριζόμενους δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 54 γίνεται με πράξη της επιτροπής του άρθρου 51 που επικυρώνεται με απόφαση του οικείου γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης. Με βάση την πράξη αυτή που επικυρώθηκε, ο γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης εκδίδει για κάθε ιδιοκτησία παραχωρητήριο. Το παραχωρητήριο παραδίδεται στο δικαιούχο που αναγράφεται σε αυτό και συντάσσεται πάνω σ’ αυτό σχετική πράξη, μόλις προσκομιστεί από το δικαιούχο πιστοποιητικό μη εκποίησης, μη διεκδίκησης και βαρών, που έχει εκδοθεί την ίδια ή την αμέσως προηγούμενη της παράδοσης ημέρα και που αναφέρεται στο ή στα ακίνητα με τα οποία συμμετέχει στον αναδασμό αυτός προς τον οποίο γίνεται η παραχώρηση. Διεκδικήσεις ή βάρη σημειώνονται σε ιδιαίτερη θέση στο παραχωρητήριο με αναφορά των σχετικών στοιχείων. Το παραχωρητήριο που εκδίδεται και παραδίδεται με αυτό τον τρόπο αποτελεί τίτλο ιδιοκτησίας του νέου ή των νέων ακινήτων, σύμφωνα με τα παραπάνω και μεταγράφεται με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον και αυτεπάγγελτα από την αρχή.
2. Από τον χρόνο της μεταγραφής του παραχωρητηρίου, αυτός προς τον οποίο έγινε η παραχώρηση του νέου ακινήτου χάνει κάθε δικαίωμα στο ακίνητο ή στα ακίνητα που εισέφερε στον αναδασμό και αποκτά πρωτότυπα κυριότητα στο ακίνητο που του παραχωρείται, δικαιούμενος να αποκτήσει τη νομή του. Αν το νέο ακίνητο κατέχεται από τρίτο, αυτός προς τον οποίο γίνεται η παραχώρηση δικαιούται να αξιώσει την παράδοση σε αυτόν με τη διαδικασία των άρθρων 733 και 734 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
3. Αν το ακίνητο που εισφέρεται διεκδικείται από τον τρίτο, μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου αντικείμενο της δίκης καθίσταται το νέο ακίνητο. Σε περίπτωση διεκδίκησης τμήματος ή ιδανικού μεριδίου του ακινήτου που εισφέρεται, αντικείμενο της δίκης μετά την παραπάνω μεταγραφή καθίσταται η αξία αυτού με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 1097 έως 1099 του Αστικού Κώδικα. Αυτός που διεκδικεί όμως δικαιούται στην πρώτη μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου διαδικαστική πράξη ή αλλιώς με εξώδικη δήλωσή του που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή εντός εξαμήνου από τη μεταγραφή να δηλώσει ότι εμμένει στη διεκδίκηση τμήματος ή ιδανικού μεριδίου αυτούσιου, εκτός αν η άσκηση της ευχέρειας αυτής θα οδηγούσε στη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων, ή αν είναι ασυμβίβαστη προς την πολεοδομική μελέτη ή αν γίνεται καταχρηστικά. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση διεκδίκησης ενός ακινήτου από περισσότερα ακίνητα που εισφέρθηκαν για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο.
4. Πραγματικές δουλείες που υπάρχουν μεταξύ ακινήτων από τα οποία το ένα (1) τουλάχιστον περιλαμβάνεται στον αναδασμό αποσβένονται.
5. Προσωπικές δουλείες στο εισφερόμενο ακίνητο, μνημονεύονται στο παραχωρητήριο, αντικείμενο δε αυτών μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου καθίσταται το νέο ακίνητο. Αν η δουλεία εκτεινόταν σε τμήμα του εισφερομένου ακινήτου ή σε ιδανικό μερίδιο αυτού ή σε ένα (1) από περισσότερα εισφερόμενα ακίνητα για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο, περιορίζεται σε ανάλογο ιδανικό μερίδιο αυτού.
6. Υποθήκη ή προσημείωση στο εισφερόμενο ακίνητο αναφέρεται στο παραχωρητήριο και από τη μεταγραφή του αντικείμενο της υποθήκης ή της προσημείωσης καθίσταται το νέο ακίνητο. Για τη μεταβολή αυτή γίνεται σημείωση στα βιβλία υποθηκών σύμφωνα με το άρθρο 1313 του Αστικού Κώδικα. Υποθήκη που έχει εγγραφεί σε ένα (1) από τα περισσότερα εισφερόμενα ακίνητα για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο, εκτείνεται σε ολόκληρο αυτό. Υποθήκη που έχει εγγραφεί στο εισφερόμενο ακίνητο για το οποίο παραχωρήθηκαν περισσότερα νέα ακίνητα, εκτείνεται σε όλα αυτά με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 1270 του Αστικού Κώδικα ακόμα και αν η υποθήκη είχε παραχωρηθεί με ιδιωτική βούληση. Σε περίπτωση που έχουν εγγραφεί περισσότερες από μία υποθήκες σε διάφορα εισφερόμενα ακίνητα για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο, κάθε μία από τις υποθήκες αυτές περιορίζεται σε ιδανικό μερίδιο του νέου ακινήτου ανάλογα με την αξία του ακινήτου που βαρύνεται.
7. Συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στο εισφερόμενο ακίνητο αναφέρεται στο παραχωρητήριο και από τη μεταγραφή αυτού αντικείμενό της γίνεται το νέο ακίνητο που παραχωρήθηκε. Οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παρ. 6 εφαρμόζονται ανάλογα.
Για την επίσπευση του πλειστηριασμού εκδίδεται πάντοτε νέο πρόγραμμα και οι σχετικές προθεσμίες αρχίζουν από την παραπάνω μεταγραφή.
8. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται ο τύπος και το ειδικότερο περιεχόμενο των παραχωρητηρίων, η διαδικασία έκδοσης, παράδοσης και μεταγραφής αυτών, τα σχετικά με τη σημείωση των υποθηκών, προσημειώσεων, κατασχέσεων και διεκδικήσεων που υπάρχουν, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 56. Εκκαθάριση του οικοδομικού συνεταιρισμού

1. Μετά από την εκπλήρωση των σκοπών του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 45, ο οικοδομικός συνεταιρισμός διαλύεται και τίθεται σε εκκαθάριση με απόφαση του οικείου γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης. Η νομική προσωπικότητα του συνεταιρισμού συνεχίζεται μέχρι να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση για τις ανάγκες αυτής.
2. Την εκκαθάριση ενεργεί το διοικητικό συμβούλιο του συνεταιρισμού. Ο γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης μπορεί με την απόφαση της παρ. 1, και εφόσον κρίνει αυτό σκόπιμο για την ταχύτερη και χωρίς εμπόδια διενέργεια της εκκαθάρισης, να ορίσει άλλους εκκαθαριστές, μέχρι τρεις (3) το πολύ για τον ίδιο συνεταιρισμό.
3. Οι εκκαθαριστές φροντίζουν για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και την τακτοποίηση των λογαριασμών του συνεταιρισμού που εκκρεμούν. Για τα υπόλοιπα εφαρμόζονται οι διατάξεις για την εκκαθάριση οικοδομικών συνεταιρισμών. Το καθαρό ενεργητικό υπόλοιπο που απομένει περιέρχεται στον οικείο δήμο.

Άρθρο 57. Εξουσιοδότηση

1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων: α) ο τρόπος, η διαδικασία τα όργανα και οι προϋποθέσεις καθορισμού Ζ.Α.Α., β) η συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των αναγκαστικών οικοδομικών συνεταιρισμών, γ) η κτηματογράφηση της έκτασης της ζώνης του αναδασμού για τον καθορισμό των ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε αυτή, δ) η διαδικασία κατάρτισης και έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης της Ζ.Α.Α., ε) η διαδικασία εκτίμησης της αξίας των ιδιοκτησιών που συνεισφέρονται, στ) η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης ζ) η ρύθμιση των εμπραγμάτων σχέσεων που ανακύπτουν από την παραχώρηση των νέων ακινήτων στους αναγνωριζόμενους ως κυρίους των ιδιοκτησιών που έχουν υπαχθεί στον αναδασμό, η) η εκκαθάριση του οικοδομικού συνεταιρισμού και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
2. Με προεδρικό διάταγμα μπορούν να ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με το ύψος και τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη και χρήμα, εντός του πλαισίου των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων.
ΤΜΗΜΑ VI: ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ Ν.Δ. 17.7/16.8.1923

ΤΜΗΜΑ VI: ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ Ν.Δ. 17.7/16.8.1923

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Περιεχόμενο και διαδικασία κατάρτισης και έγκρισης σχεδίων πόλεων

Άρθρο 58. Σχέδια πόλεων

1. Το σχέδιο πόλης που εγκρίνεται κατ' εφαρμογή του παρόντος Τμήματος πρέπει να εξασφαλίζει την ικανοποίηση των προβλεπόμενων αναγκών του οικισμού και να συντάσσεται σύμφωνα με τους όρους που απαιτούνται από τους κανόνες της υγιεινής, της ασφάλειας, της οικονομίας και της αισθητικής.
2. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας θεσπίζονται:
α. Οι γενικοί όροι υγιεινής, συγκοινωνίας, ασφάλειας, οικονομίας και αισθητικής προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται κάθε νέο σχέδιο πόλης και κάθε αναθεώρηση και τροποποίηση εγκεκριμένου σχεδίου.
β. Τα γενικής φύσης έργα ύδρευσης, εξυγίανσης, συγκοινωνίας, εξωραϊσμού, αναψυχής, πολιτικής προστασίας κ.λπ. που πρέπει να εκτελεσθούν προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των πόλεων και οικισμών καθώς και οι όροι και ο τρόπος μελέτης, εκτέλεσης, συντήρησης και χρήσης των έργων αυτών.
γ. Οι υποχρεώσεις των δήμων και ιδιοκτητών για την κατασκευή και τη συντήρηση των προαναφερόμενων έργων. Σε κάθε περίπτωση οι ιδιοκτήτες επιβαρύνονται με μέρος τουλάχιστον των δαπανών για τη διαμόρφωση, κατασκευή και συντήρηση των οδών, πλατειών και λοιπών κοινόχρηστων χώρων που βρίσκονται μπροστά από τα οικόπεδά τους. Ρυθμίζεται επίσης ο τρόπος επιβολής των υποχρεώσεων αυτών.
δ. Κάθε άλλο γενικής φύσης ζήτημα που σχετίζεται με την εξυπηρέτηση των αναγκών της πόλης.
3. Υπόχρεοι για την εκπόνηση των παραπάνω σχεδίων και την εκτέλεση προπαρασκευαστικών τεχνικών εργασιών που είναι συναφείς με την μελέτη και την εφαρμογή αυτών είναι οι οικείοι δήμοι, ενώ είναι δυνατόν να επιβαρύνονται άμεσα και οι ιδιοκτήτες με μέρος των σχετικών δαπανών. Τις εργασίες αυτές μπορεί να εκτελεί εν μέρει ή στο σύνολό τους σε βάρος και για λογαριασμό των υποχρέων και το Δημόσιο μετά από σχετική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας που εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζεται το είδος και ο τρόπος εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων και το ποσοστό της επιβάρυνσης των ιδιοκτητών για κάθε περίπτωση.
4. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 και 3 είναι δυνατόν να περιορίζονται εν μέρει ή συνολικά και σε απλή χρηματική εισφορά των προσώπων τα οποία αναφέρονται στις παρ. 2 και 3. Η εισφορά καταβάλλεται για κάθε περίπτωση πριν ή μετά την εκτέλεση των σχετικών έργων, εφάπαξ ή σε δόσεις και σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα με προεδρικά διατάγματα.
5. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 60, όπου στις υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος Τμήματος προβλέπεται έκδοση διατάγματος μετά από γνωμοδότηση συμβουλίων, ο όρος αυτός έχει μόνο δυνητική ισχύ και μπορεί αυτή να παραλείπεται.
6. Ως σχέδια πόλεων κατά την εφαρμογή του παρόντος Τμήματος νοούνται όχι μόνο τα αρχικώς εγκρινόμενα νέα σχέδια αλλά και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.
7. Απαγορεύεται να ανεγείρονται δημόσια, δημοτικά και κοινής ωφέλειας κτίρια σε οικόπεδα τα οποία είναι μεν κατά το εγκεκριμένο σχέδιο οικοδομήσιμα αλλά δεν προορίζονται από τούτο για το σκοπό αυτόν. Αν το σχέδιο δεν προβλέπει θέσεις για τα κτίρια του προηγούμενου εδαφίου ή αν οι θέσεις που προβλέπει κρίνονται ακατάλληλες, επιβάλλεται η προηγούμενη τροποποίηση του σχεδίου για τον καθορισμό των κατάλληλων θέσεων. Αν δεν υπάρχει εγκεκριμένο σχέδιο, για τον καθορισμό των παραπάνω θέσεων απαιτείται η προηγούμενη έγκριση αυτού, έστω και σε περιορισμένη γύρω από τις θέσεις αυτές έκταση.
Οι εγκαταστάσεις μικρού μεγέθους του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (Ο.Τ.Ε.), της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.) και άλλων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων κοινής ωφέλειας δεν εμπίπτουν στους παραπάνω περιορισμούς καθώς και στις υποχρεώσεις της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 59. Η ανέγερση κτιρίων από τις παραπάνω επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις επιτρέπεται σε οικοδομήσιμες σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο εκτάσεις και υπόκεινται στους πολεοδομικούς κανόνες και όρους οι οποίοι προβλέπονται για την ανέγερση ομοίων κτιρίων και εγκαταστάσεων από οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική επιχείρηση ή εκμετάλλευση.

Άρθρο 59. Περιεχόμενο σχεδίων

1. Τα κατά το άρθρο 58 σχέδια καθορίζουν ανάλογα με τις προβλεπόμενες ανάγκες εκτός των άλλων:
α. Τις οδούς και πλατείες, τους κοινόχρηστους κήπους, πρασιές και άλση και γενικά τους κοινόχρηστους χώρους που είναι αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς.
β. Τα οικόπεδα που είναι αναγκαία για την ανέγερση δημόσιων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και την εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων κοινής ωφέλειας έργων και
γ. Τους οικοδομήσιμους χώρους και γενικά τη χρησιμοποίηση κάθε θέσης για ορισμένο κοινωνικό σκοπό.
Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να ορίζονται λεπτομερώς σε κάθε περίπτωση οι παραπάνω (περ. α) κοινωφελείς σκοποί και τα κοινής ωφέλειας έργα (περ. β΄). Σ' αυτά τα ίδια σχέδια μπορεί να χαρακτηρίζονται και οι αρχαιολογικοί χώροι σύμφωνα με τις σχετικές υποδείξεις της αρμόδιας υπηρεσίας.
2. Οι χώροι που καθορίζονται στο εγκεκριμένο σχέδιο σύμφωνα με την περ. α΄ της παρ. 1 καθίστανται αυτοδίκαια κοινόχρηστοι με την απαλλοτρίωση των ακινήτων που καταλαμβάνονται από αυτούς.
3. Τα παραπάνω σχέδια συντάσσονται με βάση οριζοντιογραφικό και υψομετρικό διάγραμμα στο οποίο εμφανίζονται υπό κλίμακα η μορφή του εδάφους και οι κατά τη σύνταξη του σχεδίου σε αυτό υφιστάμενες οδοί, ρέματα, οικοδομές και λοιπά αντικείμενα και συνοδεύονται από τους αναγκαίους επεξηγηματικούς πίνακες και υπομνήματα. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται οι προδιαγραφές, ο τρόπος σύνταξης και ελέγχου των τοπογραφικών χαρτών και σχεδίων που αναφέρονται παραπάνω, το περιεχόμενο της δικαιολογητικής έκθεσης της μελέτης ρυμοτομίας καθώς και το ειδικότερο περιεχόμενο των λοιπών μελετών των σχεδίων πόλεως. Με την ίδια απόφαση μπορεί να τροποποιούνται ή και να καταργούνται οι διατάξεις των παρ. 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 18 και των άρθρων 19 και 20 του από 3/22.4.1929 π.δ. (Α΄ 155).

Άρθρο 60. Διαδικασία έγκρισης, αναθεώρησης και τροποποίησης σχεδίου πόλης

1. Το σχέδιο πόλης πριν από την έγκρισή του αναρτάται υποχρεωτικώς στην ιστοσελίδα του οικείου δήμου και επιπλέον εκτίθεται με τον σχετικό τοπογραφικό χάρτη στο δημαρχείο επί δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες. Για το γεγονός αυτό το κοινό ειδοποιείται από τον δήμαρχο με γενική πρόσκληση που τοιχοκολλάται στα δημοσιότερα μέρη της πόλης. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν μέσα στην προθεσμία αυτή να λάβουν γνώση των παραπάνω στοιχείων και να υποβάλλουν εγγράφως στο δήμο τυχόν ενστάσεις τους κατ' αυτών, τις οποίες ο δήμος είναι υποχρεωμένος να διαβιβάσει μαζί με την γνωμοδότηση της παρ. 2 στην αρμόδια για την έγκριση του σχεδίου αρχή.
2. α. Τα κατά τα ανωτέρω σχέδια πόλεων με τους επεξηγηματικούς τους πίνακες και υπομνήματα εγκρίνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Η γνωμοδότηση του δημοτικού συμβουλίου είναι μόνο συμβουλευτική, και η αρμόδια αρχή μπορεί σε κάθε περίπτωση, μετά από σύμφωνη γνώμη του ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., να απορρίπτει ή και να τροποποιεί τα σχέδια που προτείνονται από τα δημοτικά συμβούλια.
β. Η περ. α΄ εφαρμόζεται και για την αναθεώρηση και τροποποίηση ρυμοτομικών σχεδίων και των χρήσεων και όρων δόμησης αυτών. Η έγκριση σημειακών - εντοπισμένων τροποποιήσεων ρυμοτομικών σχεδίων και των χρήσεων και όρων δόμησης αυτών γίνεται βάσει της υποπερ. 39 της περ. ΣΤ της παρ. II του άρθρου 186 και της περ. 19 της παρ. II του άρθρου 280 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), τηρουμένης σε κάθε περίπτωση της παρ. 10.
γ. Ειδικά η έγκριση, τροποποίηση, αναθεώρηση Ρ.Σ., καθώς και η έγκριση ή τροποποίηση όρων και περιορισμών δόμησης και χρήσεων γης που εμπίπτουν σε κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους ή ιστορικούς τόπους του ν. 4858/2021 (Α΄ 220) στις περιοχές χωρικής αρμοδιότητας των Υπουργείων Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας Θράκης) και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου) εγκρίνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των ως άνω, κατά περίπτωση, αρμόδιων Υπουργών και του Υπουργού Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του οικείου ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.
3. Κάθε φορά που ζητείται γνωμοδότηση του δημοτικού συμβουλίου για την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση σχεδίου πόλης, αυτή πρέπει να εκδίδεται και να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή μέσα στην προθεσμία που ορίζεται κάθε φορά από τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα (άρθρο 77 ν. 3463/2006, Α΄114) ή από άλλη ειδική διάταξη. Μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να τηρούνται και οι διατυπώσεις της παρ. 1. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η αρμόδια αρχή μπορεί μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. να προβαίνει στην έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση του σχεδίου και χωρίς τη γνωμοδότηση του δημοτικού συμβουλίου ή χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρθηκαν.
4. Αν πρόκειται να επαναληφθεί η διαδικασία που προβλέπεται στις παρ. 1 έως και 4, το τμήμα ή το σύνολο του προς έγκριση ή τροποποίηση σχεδίου αναρτάται στο οικείο δημοτικό κατάστημα και το δημοτικό συμβούλιο οφείλει να διαβιβάσει στην αρμόδια υπηρεσία τη γνωμοδότηση, τις ενστάσεις, τις παρατηρήσεις επί των ενστάσεων και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο, εντός προθεσμίας σαράντα πέντε (45) ημερών από τη διαβίβαση του ερωτήματος στον δήμο. Μετά από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής το αρμόδιο για την έγκριση ή τροποποίηση του σχεδίου όργανο μπορεί μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. να προωθήσει την έγκρισή του και χωρίς τη γνώμη του δημοτικού συμβουλίου ή και χωρίς τα στοιχεία και τις διατυπώσεις της ανάρτησης του σχεδίου.
5. Το αρμόδιο κατά περίπτωση ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. γνωμοδοτεί εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από τη διαβίβαση της γνωμοδότησης του δημοτικού συμβουλίου.
6. Τα σχέδια ρυμοτομίας ή οι τροποποιήσεις τους που υποβάλλονται από τους δήμους στην αρμόδια αρχή για έγκριση, πρέπει να συνοδεύονται από τις τυχόν σχετικές ενστάσεις του κοινού με τις παρατηρήσεις των δήμων επί αυτών και με παραστατική επεξήγηση κάθε ένστασης στο σχέδιο.
7. Καμία τροποποίηση εγκεκριμένου σχεδίου δεν πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση στην αρμόδια αρχή αν δεν δικαιολογείται από κάποια κοινή ανάγκη. Οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες πρέπει πάντοτε να ενημερώνονται όταν πρόκειται για μικρής έκτασης εντοπισμένες τροποποιήσεις και δυσδικαιολόγητες από την παραπάνω άποψη (δηλαδή μετατόπιση ή κατάργηση οδού, διάνοιξη οδού σε οικοδομικό τετράγωνο κ.λπ.). Για τον λόγο αυτό πρέπει να καλούνται από τον δήμο σύμφωνα με τις σχετικές για την κοινοποίηση διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να βεβαιώνεται υπεύθυνα από τον δήμο η πρόσκληση αυτών. Εκτός από την πρόσκληση αυτή, επιβάλλεται, αν μεν πρόκειται για πόλη μέχρι και πέντε χιλιάδες (5.000) κατοίκους, να τοιχοκολληθεί και ανακοίνωση στα δημοσιότερα μέρη της πόλης (δημαρχείο, κεντρικά καφενεία, ναοί κ.λπ.), αν δε πρόκειται για πόλη μεγαλύτερη των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων να δημοσιευθεί η τροποποίηση που μελετάται δύο (2) συνεχόμενες φορές σε δύο (2) τοπικές εφημερίδες. Αν δεν υπάρχουν τοπικές εφημερίδες, η δημοσίευση γίνεται σε αυτές οι οποίες περισσότερο κυκλοφορούν στον τόπο που πρόκειται να τροποποιηθεί το σχέδιο. Η δημοσίευση στις εφημερίδες επιβάλλεται και όταν πρόκειται για γενική έγκριση ή τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου.
8. Καμία πρόταση για τροποποίηση εγκεκριμένου σχεδίου δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή αν ο προτείνων δεν διευκρινίζει με πληρότητα, σαφήνεια και υπεύθυνα στα σχετικά σχέδια της τροποποίησης αν με αυτές θίγονται κτίρια που έχουν ανεγερθεί με βάση το τροποποιούμενο σχέδιο ή οικόπεδα που έχουν τακτοποιηθεί με βάση αυτό και αν οικόπεδα άρτια γίνονται μη άρτια και σε καταφατική περίπτωση αν δεν καθορίζονται στο σχέδιο τα ακίνητα που θίγονται. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δήμος που υιοθετεί την πρόταση.
9. Οι ιδιώτες που ζητούν την τροποποίηση του σχεδίου είναι υποχρεωμένοι να προπαρασκευάζουν τα τεχνικά στοιχεία του άρθρου 59 με δική τους δαπάνη και επιμέλεια και να προσκομίζουν στην αρμόδια υπηρεσία τα κατά τις παρ. 7 και 8 στοιχεία.
10. Όπου στις προηγούμενες παραγράφους προβλέπεται αναθεώρηση ή τροποποίηση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών, οι σχετικές πολεοδομικές ρυθμίσεις πρέπει:
α) να μην επιφέρουν μείωση της συνολικής επιφάνειας κοινόχρηστων χώρων ούτε των αναγκαίων κοινωφελών χώρων, σύμφωνα με τα εγκεκριμένα πολεοδομικά σχέδια πρώτου επιπέδου (Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., Τ.Π.Σ., Ε.Π.Σ.). Επιτρέπεται η μείωση όταν η τροποποίηση γίνεται λόγω άρσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η οποία: αα) είτε γίνεται σε συμμόρφωση προς αποφάσεις των αρμόδιων δικαστηρίων, με τις οποίες ακυρώνεται η άρνηση της διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση, αβ) είτε έχει αρθεί αυτοδικαίως μετά την παρέλευση δεκαπενταετίας από την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο επιβλήθηκε για πρώτη φορά η ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή δέσμευση του ακινήτου, αγ) είτε έχει αρθεί αυτοδικαίως μετά από την παρέλευση πενταετίας από την κύρωση της σχετικής πράξης εφαρμογής ή της πράξης αναλογισμού,
β) να μην επιφέρουν αύξηση του ισχύοντος συντελεστή δόμησης ούτε αλλαγή των γενικών κατηγοριών χρήσεων της περιοχής δυσμενέστερη για το φυσικό και δομημένο περιβάλλον και
γ) να μην είναι αντίθετες με τις διατάξεις και κατευθύνσεις των εγκεκριμένων πολεοδομικών σχεδίων πρώτου επιπέδου.

Άρθρο 61. Αναστολή οικοδομικών εργασιών και έκδοσης οικοδομικών αδειών

1. Σε περίπτωση δυσχερειών εφαρμογής του εγκεκριμένου σχεδίου που οφείλονται σε ελλείψεις του σχετικού τοπογραφικού χάρτη, καθώς και σε ασυμφωνίες μεταξύ του σχεδίου και της πραγματικής κατάστασης στο έδαφος, η αρμόδια για την έγκριση ή τροποποίηση του σχεδίου αρχή μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της την οποία λαμβάνει μετά από τη σύμφωνη γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. να αναστέλλει προσωρινά και μέχρι να αρθούν τα προαναφερθέντα προβλήματα, συνολικά ή εν μέρει, την εφαρμογή του σχεδίου και την, βάσει αυτού, ανέγερση οικοδομών. Η αρμόδια κατά τα ανωτέρω αρχή μπορεί ακόμη να καθορίζει, σε επείγουσα ανάγκη και εφόσον πρόκειται για προσαρμογή του σχεδίου στην πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε εξαιτίας ατελούς εφαρμογής του σε περιορισμένη έκταση, το σχέδιο που πρέπει να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα ανάλογα με τα δεδομένα του εγκεκριμένου σχεδίου και τον βαθμό και τη φύση των προβλημάτων. Εφόσον ο χρόνος της προσωρινής αναστολής της εφαρμογής του σχεδίου δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες δε γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης υπέρ οποιουδήποτε και κατά του Δημοσίου και του δήμου για τη στέρηση της ανεμπόδιστης χρήσης του ακινήτου. Αν όμως η αναστολή διατηρείται και μετά από την προθεσμία αυτή, υπόχρεος προς αποζημίωση των τυχόν από αυτή ζημιουμένων είναι ο οικείος δήμος.
Κατά τα λοιπά η παραπάνω απόφαση δε δημιουργεί κανένα δικαίωμα αποζημίωσης υπέρ οποιουδήποτε πέραν των προβλεπόμενων για τα ακίνητα που απαλλοτριώνονται από το σχέδιο που εφαρμόστηκε.
2. Αν πρόκειται να αρχίσουν εργασίες για την εκπόνηση νέου σχεδίου πόλης ή την αναθεώρηση ή τροποποίηση εγκεκριμένου σχεδίου επιτρέπεται, με απόφαση της αρμόδιας αρχής που εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., να επιβάλλεται συνολικά ή εν μέρει και μέχρι έναν (1) το πολύ χρόνο, η πλήρης απαγόρευση των οικοδομικών εργασιών σε όλη την πόλη και στην περιοχή της ή και σε τμήματα αυτής μόνο ή και η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών με όρους και περιορισμούς που καθορίζονται με την ίδια απόφαση. Η παραπάνω ετήσια προθεσμία μπορεί να παραταθεί με τον ίδιο τρόπο για δύο (2) ακόμη έτη αν στο μεταξύ εξακριβωθεί ότι οι εργασίες για την εκπόνηση του νέου σχεδίου προόδευσαν σημαντικά. Οι παραπάνω περιορισμοί και απαγορεύσεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν υπέρ οποιουδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης από το Δημόσιο ή τον οικείο δήμο.
3. Για τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 2 μπορεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής που εκδίδεται χωρίς τις διατυπώσεις της ίδιας παραγράφου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να επιβάλλεται αναστολή των οικοδομικών εργασιών για τρίμηνο το πολύ χρονικό διάστημα. Ο χρόνος αυτός συνυπολογίζεται στον κατά την παρ. 2 συνολικό χρόνο των τριών (3) ετών.

Άρθρο 62. Έγκριση όρων και περιορισμών δόμησης

1. Για λόγους υγιεινής, ασφάλειας, γενικής οικονομίας της πόλης και αισθητικής, επιτρέπεται να επιβάλλονται οποιοιδήποτε όροι κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και περιορισμοί στα οικόπεδα και στις επ' αυτών ανεγειρόμενες και επισκευαζόμενες οικοδομές στις πόλεις και οικισμούς.
2. Οι κατά τα παραπάνω όροι και περιορισμοί καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. και κανονίζουν για κάθε τμήμα ή για κάθε οικοδομικό τετράγωνο της πόλης ή οικισμού : 1) τα ελάχιστα επιτρεπόμενα όρια της επιφάνειας και των διαστάσεων των οικοπέδων που περιλαμβάνονται στο εγκεκριμένο σχέδιο, 2) το μέγιστο και το ελάχιστο επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών, 3) τον αριθμό των ορόφων και τις ελάχιστες διαστάσεις τους ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται, 4) το μέγιστο της επιφάνειας κάθε οικοπέδου που μπορεί να καλυφθεί από οικοδομές, 5) τον συντελεστή δόμησης, 6) τη θέση των οικοδομών και των συναφών με αυτές εγκαταστάσεων ύδρευσης, φωτισμού, αποχέτευσης ακάθαρτων υγρών κ.λπ. σε σχέση με το εγκεκριμένο σχέδιο ρυμοτομίας, με το οικόπεδο επί του οποίου αυτές βρίσκονται και μεταξύ τους, 7) γενικά τις δουλείες φωτισμού και αερισμού, των κτιρίων και των ακάλυπτων χώρων των οικοπέδων, 8) τους κοινούς ελεύθερους χώρους που βρίσκονται μέσα στις ιδιοκτησίες και στις δουλείες χρήσης αυτών, 9) τα ελάχιστα όρια του μεγέθους των οικοδομών, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιβάλλεται η πραγματοποίηση τουλάχιστον των ορίων αυτών και τους όρους και τον τρόπο εξασφάλισης της πραγματοποίησης αυτής, 10) τις επιβαλλόμενες σε κάθε οικοδομή, ανάλογα με τον προορισμό της, εγκαταστάσεις ύδρευσης, αποχέτευσης των ακάθαρτων υγρών, θέρμανσης, αερισμού κ.λπ., 11) τους σε κάθε περίπτωση τηρητέους όρους, για λόγους ασφαλείας, υγιεινής και αισθητικής, ως προς την εσωτερική και εξωτερική γενικά διάταξη πάνω και κάτω από το έδαφος και τη θεμελίωση των οικοδομών, τις διαστάσεις τους, τις μηχανικές ή άλλου είδους εγκαταστάσεις και τις κάθε είδους πάγιες ή κινητές προσθήκες στις επιφάνειες αυτών που βλέπουν προς τους κοινόχρηστους χώρους, όπως προστεγάσματα, σκιάδες, βιτρίνες κ.λπ., τον τρόπο και το είδος δόμησης και τις ποιότητες, ποσότητες και τον τρόπο επεξεργασίας, σύνθεσης και χρησιμοποίησης των υλικών δόμησης, 12) τον τρόπο κατασκευής και συντήρησης των ιδιωτικών προκηπίων και κήπων και των περιτοιχισμάτων τους και 13) γενικά τους όρους και περιορισμούς με τους οποίους μπορεί να εκτελείται οποιουδήποτε είδους εργασία δόμησης.
3. Επιτρέπεται επίσης για τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 1 να επιβάλλεται με προεδρικό διάταγμα ή με πράξη του γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης που εκδίδεται κατά την παρ. 2 σε συγκεκριμένες οδούς ή πλατείες ή τμήματα των πόλεων η κατασκευή των οικοδομών με στοές, είτε κατά μήκος των πεζοδρομίων, είτε και δια μέσου των οικοδομικών τετραγώνων. Με όμοιες πράξεις καθορίζονται το πλάτος των στοών και γενικά ο τρόπος κατασκευής τους καθώς και οι απαραίτητοι για την ανεμπόδιστη χρήση τους περιορισμοί και απαγορεύσεις, που μπορούν να επεκτείνονται και στον υπόγειο χώρο κάτω από τις στοές. Σε περίπτωση κατασκευής στοάς κατ' εφαρμογή των παραπάνω πράξεων σε οδό ή πλατεία ή στο εσωτερικό κάποιου οικοδομικού τετραγώνου, επιτρέπεται, μόνο κατ' εξαίρεση, τροποποίηση των πράξεων αυτών για την κατάργηση της στοάς, μετά από ειδικώς αιτιολογημένη κρίση του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. ότι η τροποποίηση αυτή δεν παραβλάπτει την ομαλή κυκλοφορία, όπως αναπτύσσεται αυτή από τις ήδη υπάρχουσες στοές, ούτε ζημιώνει την οικονομία γενικά και την αισθητική του τμήματος της πόλης στο οποίο γίνεται αυτή.
4.α. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 2 επιβάλλονται στην περιοχή εγκεκριμένου σχεδίου πόλης όροι δόμησης επαχθέστεροι από εκείνους που ίσχυαν πριν, είναι δυνατό με το προεδρικό διάταγμα να ορίζεται ότι εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι προϊσχύοντες ευμενέστεροι όροι, αν πριν από την επιβολή των νέων όρων είχε εκδοθεί νόμιμη άδεια της αρμόδιας αρχής ή είχαν υποβληθεί σε αυτήν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την έκδοση της άδειας. Στην περίπτωση αυτή η άδεια εκτελείται όπως εκδόθηκε ή εκδίδεται με βάση τα υποβληθέντα στοιχεία. Μεταγενέστερη προσθήκη με βάση τους παλαιούς όρους δόμησης δεν επιτρέπεται.
β. Στις περιπτώσεις που πριν από την επιβολή των νέων όρων δόμησης προηγήθηκαν αναστολές των οικοδομικών εργασιών, οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται για τις άδειες που εκδόθηκαν ή είχε υποβληθεί αίτηση με τα απαραίτητα στοιχεία για την έκδοσή τους πριν από την επιβολή της πρώτης αναστολής και όχι πριν από την επιβολή των νέων όρων δόμησης.
γ. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι δυνατό να καθορίζονται ειδικές διαδικασίες για την έκδοση των αδειών αυτών, να προσδιορίζονται τα προς τούτο αρμόδια όργανα και να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
δ. Σε περίπτωση μεταβολής γενικών πολεοδομικών διατάξεων ή κανονισμών σε εντός σχεδίου περιοχή, αν είχε υποβληθεί στην πολεοδομική υπηρεσία αίτηση οικοδομικής άδειας, η οικοδομική άδεια επιτρέπεται να χορηγηθεί κατά τις προηγούμενες διατάξεις.
ε. Η επιβολή αναστολής οικοδομικών εργασιών σε περιοχή εντός σχεδίου δεν έχει εφαρμογή σε ισχύουσες οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν μέχρι την ημέρα που αρχίζει να ισχύει η αναστολή αυτή.
5. Αυτοί που εκτελούν οποιεσδήποτε οικοδομικές εργασίες είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τους απαιτούμενους όρους υγιεινής, ασφάλειας, συγκοινωνίας και τάξης σε σχέση με τους απασχολούμενους στις εργασίες αυτές εργάτες, με τους γείτονες και γενικά σε σχέση με το κοινό που κυκλοφορεί στους κοινόχρηστους χώρους. Οι όροι αυτοί, εφόσον δεν προβλέπονται από άλλες ειδικές διατάξεις, θεσπίζονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
6. Από τους περιορισμούς της παρ. 5, όσοι αναφέρονται στην υγιεινή και στερεότητα επιβάλλονται αναγκαστικά και στις οικοδομές που έχουν ανεγερθεί πριν από τις 16-8-23 (ημερομηνία δημοσίευσης του από 17.7.1923 ν.δ., Α΄228) εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατό, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να εφαρμόζονται και σε αυτές τις οικοδομές συνολικά ή εν μέρει σε όσες περιπτώσεις ορισθεί ειδικώς με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Αρμόδια να αποφανθεί αν είναι τεχνικά δυνατή η εφαρμογή των περιορισμών που αναφέρονται στην υγιεινή και την ασφάλεια είναι η αρμόδια για την εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε περίπτωση δε ενστάσεων των ενδιαφερομένων αποφασίζει ανέκκλητα ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Πάντως η επιβολή των περιορισμών αυτών δε δημιουργεί κανένα δικαίωμα αποζημίωσης υπέρ οποιουδήποτε και ο ιδιοκτήτης είναι υποχρεωμένος να προβαίνει στην εκτέλεση των σχετικών για την πραγματοποίηση των εργασιών με δική του δαπάνη και φροντίδα μέσα στην προθεσμία που δίνεται σε αυτόν από την υπηρεσία.
7. Όσες διατάξεις των παρ. 1 και 2 προϋποθέτουν την ύπαρξη εγκεκριμένου σχεδίου, μπορούν να εφαρμόζονται ανάλογα και σε πόλεις και οικισμούς που δεν έχουν ακόμα εγκεκριμένο σχέδιο ή σε οικοδομές που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και τους οικισμούς με τον τρόπο που ορίζεται κάθε φορά με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 2. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ορίζεται, εκτός των άλλων, το όριο των οικοδομήσιμων χώρων μέσα στις ιδιοκτησίες κ.λπ. σε βάθος μέχρι τρία (3) μέτρα από αυτές.
8. Αν με την εφαρμογή των περιορισμών των παρ. 1, 2 και 3, λόγω της μείωσης του χώρου που μπορεί να οικοδομηθεί, επέρχεται στο ακίνητο ζημία σε σχέση με άλλα γειτονικά ακίνητα στα οποία για οποιονδήποτε λόγο δεν εφαρμόσθηκαν οι προαναφερόμενοι περιορισμοί και αυτά ωφελούνται με οποιονδήποτε τρόπο από τη ζημιά αυτή, μπορεί να επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες των ωφελούμενων ακινήτων χρηματική εισφορά με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται, μία φορά για κάθε πόλη ή οικισμό ή για κάθε τμήμα αυτών, με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η φύση των ζημιών και ωφελειών, ο τρόπος καθορισμού αυτών και του ποσού των εισφορών σε κάθε περίπτωση καθώς και ο τρόπος καταβολής τους κανονίζονται με τα ίδια διατάγματα μετά από σχετική γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Η κατά τα παραπάνω εισφορά παύει συνολικά ή εν μέρει από τον χρόνο κατά τον οποίο τα τμήματα της οικοδομής καταστούν ετοιμόρροπα και άχρηστα και παύει οριστικά όταν τα τμήματα αυτά κατεδαφιστούν.

Άρθρο 63. Χρήσεις οικοδομών και κτιρίων

1. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. είναι δυνατό:
α) Να ρυθμίζεται το είδος της χρήσης των οικοδομών ανάλογα με τη θέση, τις διαστάσεις και τη διάταξη, γενικά, των κτιρίων καθώς και να απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται επικίνδυνες και ανθυγιεινές οικοδομές για ορισμένους σκοπούς.
β) Να απαγορεύεται, για λόγους γενικότερων κοινωνικών αναγκών, να χρησιμοποιούνται τα κτίρια που περιλαμβάνονται σε ορισμένα τμήματα των πόλεων και οικισμών και η περιοχή τους ή και ολόκληροι συνοικισμοί για ορισμένους σκοπούς (π.χ. νοσοκομεία και κλινικές μέσα σε κέντρα αναψυχής κ.λπ.), μολονότι από τη χρησιμοποίηση αυτή δεν μπορεί να διατρέξει κανέναν κίνδυνο η δημόσια υγεία και ασφάλεια.
γ) Να επιβάλλονται στους ιδιοκτήτες οικοδομών υποχρεώσεις για την καλή συντήρηση των οικοδομών τους και των συναφών με αυτές εγκαταστάσεων κάθε φύσης και των γύρω από αυτές προκηπίων, αυλών, κήπων και περιτοιχισμάτων. Οι υποχρεώσεις αυτές επιβάλλονται για λόγους υγιεινής, ασφάλειας, ευπρόσωπης παράστασης και δυνατότητας χρησιμοποίησης των οικοδομών σύμφωνα με το σκοπό για τον οποίο έχουν διατεθεί.
2. Είναι δυνατό σε ορισμένα τμήματα εντός ή εκτός σχεδίου πόλης (βιομηχανικά τμήματα) να επιβάλλεται η ανέγερση των κτιρίων που είναι αναγκαία για τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις και αποθήκες: α) όταν οι εγκαταστάσεις αυτές δεν μπορούν να βρίσκονται μέσα ή κοντά σε κατοικημένες περιοχές σύμφωνα με τις σχετικές ειδικές γι' αυτές διατάξεις για την υγιεινή, την ασφάλεια κ.λπ. και β) όταν η συγκέντρωση αυτών σε ορισμένες θέσεις θεωρείται αναγκαία εξαιτίας της διαρρύθμισης με το σχέδιο πόλης της οργανικής διάταξης της πόλης και του καθορισμού κάθε θέσης για ορισμένους κοινωνικούς σκοπούς. Η αλλαγή της θέσης της εγκατάστασης σύμφωνα με την περ. α΄ δεν δημιουργεί υπέρ οποιουδήποτε κανένα δικαίωμα αποζημίωσης κατά του Δημοσίου ή του οικείου δήμου. Για την περ. β) μπορεί να ορισθεί η πληρωμή αποζημίωσης, της οποίας το είδος, ο τρόπος υπολογισμού και οι υπόχρεοι καταβολής καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Άρθρο 64. Ζώνη γύρω από εγκεκριμένα σχέδια πόλεων

1. Στα γήπεδα που περιλαμβάνονται μέσα σε ζώνη η οποία εκτείνεται γύρω από τα τελευταία όρια των σχεδίων που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, οι εργασίες δόμησης επιτρέπονται σύμφωνα με ορισμένους όρους και περιορισμούς όσον αφορά στο εμβαδόν και στις διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκο των κτιρίων που ανεγείρονται σε αυτά. Στις εργασίες αυτές εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 62. Οι πιο πάνω όροι και περιορισμοί ρυθμίζονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ύστερα από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. για κάθε πόλη και μπορεί να μην είναι οι ίδιοι για όλα τα τμήματα της ζώνης της ίδιας πόλης.
2. Εφόσον στα γήπεδα της παρ. 1 ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήτες τους είναι υποχρεωμένοι να δημιουργήσουν και να συντηρούν δενδροφυτείες στις θέσεις και με τον τρόπο που θα καθορίσει η αρμόδια τεχνική υπηρεσία.
3. Τα όρια της ζώνης της παρ. 1 ορίζονται σε κάθε περίπτωση με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου και του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Αν τα όρια δεν έχουν ορισθεί σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, θεωρείται ότι υφίσταται αυτοδικαίως ζώνη η οποία έχει πλάτος πεντακόσια (500) μ. Αν το πλάτος της ζώνης έχει ορισθεί, μόνο να αυξηθεί μπορεί και όχι να μειωθεί. Στην περίπτωση που το σχέδιο επεκταθεί μέσα στη ζώνη, θεωρείται ότι επεκτείνεται και αυτή αυτοδίκαια σε κάθε θέση επέκτασης του σχεδίου και κατά πλάτος ίσο με την επέκταση αυτή.
4. Οι διατάξεις του παρόντος για τις ζώνες ισχύουν και για τις ζώνες πόλεων και οικισμών που έχουν καθοριστεί δυνάμει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι τις 27-5-1924 (ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης 29014/24-5-1924, Β΄ 48) και μπορούν να εφαρμόζονται αναλόγως, εν μέρει ή στο σύνολό τους και στις πόλεις και τους οικισμούς που δεν έχουν ακόμα εγκεκριμένο σχέδιο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ως όρια για τον καθορισμό της ζώνης λαμβάνονται οι οικοδομές που υπάρχουν στα άκρα της πόλης ή του οικισμού.
5. Για κάθε αμφιβολία ως προς τα όρια και τη θέση γενικά της ζώνης κατά την εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου αποφαίνεται η αρμόδια για την εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Αν οι ενδιαφερόμενοι ασκήσουν ένσταση κατά των αποφάσεών της αποφασίζει ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ύστερα από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: Εφαρμογή στο έδαφος και διόρθωση σχεδίων πόλεων

Άρθρο 65. Εφαρμογή σχεδίου επί του εδάφους

1. Αν στο εγκεκριμένο σχέδιο δεν προβλέπεται η υψομετρική θέση των οδών, πλατειών και λοιπών κοινόχρηστων χώρων, καθώς και γενικά των επί της επιφανείας του εδάφους βάσεων των οικοδομών, των περιτοιχισμένων ιδιωτικών πρασιών και κήπων, αυτή καθορίζεται με απόφαση του περιφερειάρχη που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Με τον ίδιο τρόπο τροποποιούνται τα παραπάνω υψομετρικά στοιχεία και μετά τον αρχικό καθορισμό τους.
2. Η εφαρμογή των εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπεται μόνον μετά τον υψομετρικό καθορισμό σύμφωνα με την παρ. 1.
3. Τα κατά τα παραπάνω σχέδια πόλεων μετά την έγκρισή τους εφαρμόζονται με βάση το τοπογραφικό διάγραμμα επί του οποίου συντάχθηκαν, σύμφωνα με την παρ. 4. Αν το εγκεκριμένο σχέδιο έχει συνταχθεί σε μικρή κλίμακα, μπορεί για την εφαρμογή να αποτυπωθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα με ταυτόχρονο σαφέστερο καθορισμό στην αποτύπωση αυτή των λεπτομερειών σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο. Αυτές οι αποτυπώσεις θεωρούνται ως ακριβή αντίγραφα του εγκεκριμένου σχεδίου και ισχύουν αφού κυρωθούν με απόφαση του περιφερειάρχη που εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Σε περίπτωση διαφορών μεταξύ του αρχικώς εγκεκριμένου σχεδίου και των παραπάνω αντιγράφων που οφείλονται στη διαφορά της κλίμακας, επικρατέστερα είναι τα κυρωθέντα αντίγραφα, για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.
4. Ο δήμος μετά από την έγκριση του σχεδίου ρυμοτομίας ή της τροποποίησης αυτού προβαίνει στη μεταφορά του νέου ρυμοτομικού διαγράμματος στο έδαφος σημειώνοντας επί τόπου τις διασταυρώσεις ή τις αλλαγές της κατεύθυνσης των αξόνων των οδών με μόνιμη σήμανση και εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη θέση των σημείων αυτών με σύντομη περιγραφή τους. Η τοποθέτηση των σημείων αυτών στη διασταύρωση των αξόνων πρέπει να γίνεται με επιμέλεια, με κατάλληλες μετρήσεις που λαμβάνονται από το διάγραμμα που εγκρίθηκε και μεταφέρονται κατάλληλα στο έδαφος ώστε να τηρηθούν οι συγκεκριμένες συνθήκες με τις οποίες χαράχτηκε η ρυμοτομία. Στο τοπογραφικό διάγραμμα (πρωτότυπο και αντίγραφο 1: 2.000 και 1:500) σημειώνεται έπειτα με ευκρίνεια η θέση των παραπάνω μόνιμων σημείων των αξόνων των οδών που εξασφαλίζονται με μετρήσεις προς τα γειτονικά σταθερά σημεία (εφόσον υπάρχουν) και ταυτόχρονα σημειώνονται και τα υψόμετρα των αξόνων των νέων οδών.
Επιπλέον καθορίζονται με υπολογισμό και οι συντεταγμένες των τομών των αξόνων των νέων οδών που χαράχθηκαν καθώς και των σημείων κατά τα οποία οι άξονες των οδών αλλάζουν κατεύθυνση. Αναγράφονται επίσης στο διάγραμμα και τα οριστικά πλέον μήκη των οικοδομικών τετραγώνων καθώς και τα πλάτη των οδών, πλατειών κ.λπ. με αριθμούς. Το ρυμοτομικό διάγραμμα που συμπληρώνεται με τον τρόπο αυτό αποτελεί το τελικό διάγραμμα εφαρμογής. Τα στοιχεία των τεχνικών υπολογισμών, οι πρωτότυπες πινακίδες και γενικά όλα τα στοιχεία τοπογράφησης και χωροστάθμισης, με βάση τα οποία συντάχθηκε ο χάρτης για το σχέδιο, ταξινομούνται και φυλάσσονται από τον δήμο σε μέρος ασφαλές για την ενδεχόμενη περίπτωση ανασύνταξης από αυτά του παραπάνω χάρτη.

Άρθρο 66. Ασυμφωνία μεταξύ εγκεκριμένου σχεδίου και της εφαρμογής του στο έδαφος

1. Αν η αρμόδια υπηρεσία για την εφαρμογή του σχεδίου διαπιστώσει ότι υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ του εγκεκριμένου σχεδίου και εκείνου το οποίο εφαρμόστηκε στο έδαφος ή γενικότερα, αμφιβολία ως προς οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή του σχεδίου, φροντίζει να καταρτισθεί πρόχειρο σκαρίφημα. Στο σκαρίφημα αυτό πρέπει να εμφανίζεται η υφιστάμενη ανωμαλία και ο τρόπος με τον οποίον είναι δυνατό αυτή να αρθεί με την προσαρμογή του εγκεκριμένου σχεδίου προς την υφιστάμενη κατάσταση (διόρθωση του σχεδίου). Οι οικοδομές που έχουν ανεγερθεί με νόμιμη άδεια λαμβάνονται πάντως υπόψη και πρέπει με τη διόρθωση να παραμείνουν άθικτες.
2. Η αρμόδια για την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσία διαβιβάζει το πιο πάνω σκαρίφημα στον οικείο δήμο που αμέσως συντάσσει τοπογραφικό χάρτη της περιοχής στην οποία κατά τις υποδείξεις της υπηρεσίας εμφανίστηκαν οι ανωμαλίες. Στον χάρτη αυτό εμφανίζεται η υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και οι διορθώσεις που πρέπει να γίνουν σύμφωνα με το σκαρίφημα. Ο δήμος διαβιβάζει στην αρμόδια υπηρεσία για την εφαρμογή του σχεδίου τον χάρτη με όλα τα σχετικά, μόλις συνταχθεί. Πριν από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, η υπηρεσία ελέγχει αν ο χάρτης είναι επαρκής και ακριβής. Αν χρειάζεται, υποδεικνύει τη συμπλήρωσή του.
3. Οι δήμοι που είναι πρωτεύουσες νομού είναι οπωσδήποτε υποχρεωμένοι να συντάσσουν τους αναφερόμενους στην παρ. 2 χάρτες για τις πόλεις και τους οικισμούς της περιφέρειάς τους και δεν εφαρμόζεται σε αυτούς το επόμενο εδάφιο. Στους λοιπούς δήμους, εφόσον δεν έχουν καθόλου τεχνική υπηρεσία, τους χάρτες αυτούς συντάσσει η αρμόδια υπηρεσία για την εφαρμογή του σχεδίου. Για την εφαρμογή του παρόντος, ο δήμος που απασχολεί με οποιονδήποτε τρόπο έστω και έναν τεχνικό υπάλληλο θεωρείται ότι έχει τεχνική υπηρεσία.

Άρθρο 67. Διόρθωση του σχεδίου

1. Η έκταση επί της οποίας υποδεικνύεται η διόρθωση του σχεδίου από την αρμόδια για την εφαρμογή υπηρεσία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη. Η πρόταση της υπηρεσίας ως προς τη διόρθωση πρέπει να απορρέει από πραγματική δυσχέρεια ή αδυναμία να χορηγηθούν άδειες που έχουν ζητηθεί για την περιτοίχιση ή ανέγερση οικοδομών σε ορισμένη θέση.
2. Τα όρια της πιο πάνω έκτασης πρέπει να καθορίζονται ανάλογα με τη φύση και το βαθμό της διόρθωσης έτσι ώστε να καθίσταται τεχνικά δυνατή η σύνδεση της διόρθωσης με τα τμήματα του σχεδίου που έχουν εφαρμοστεί σωστά.
3. Η διόρθωση δεν πρέπει να μεταβάλλει τη γενική διάταξη του εγκεκριμένου σχεδίου και να το τροποποιεί (π.χ. με την πλήρη μετατόπιση των οδών σε όλο το πλάτος τους, τη διάνοιξη νέων, τη ρυμοτόμηση κτιρίων που έχουν ανεγερθεί με νόμιμη άδεια, τη μεταβολή οικοπέδων που σύμφωνα με το σχέδιο είναι οικοδομήσιμα σε μη οικοδομήσιμα), αλλά να περιορίζεται σε απλή διευθέτηση των οικοδομικών γραμμών.
4. Αν η πραγματική κατάσταση είναι τέτοια ώστε για την εφαρμογή της παρ. 2 να απαιτείται να επεκταθεί η διόρθωση σε μεγάλη έκταση (όπως σε σύμπλεγμα πολλών οδών που διασταυρώνονται), παράλληλα δε προβλέπεται ότι για την κατάρτιση του σχετικού τοπογραφικού χάρτη απαιτείται για οποιοδήποτε λόγο πολύς χρόνος, τότε η διόρθωση εντοπίζεται προσωρινά στην οδό που βρίσκονται τα ακίνητα για την ανέγερση οικοδομών επί των οποίων έχει ζητηθεί άδεια. Στην περίπτωση αυτή καθορίζονται μόνο οι κατευθύνσεις των οικοδομικών γραμμών στην πιο πάνω οδό. Παράλληλα, συνεχίζεται η σύνταξη του τοπογραφικού χάρτη για να συμπληρωθεί η διόρθωση σύμφωνα με το πνεύμα της παρ. 2.
5. Αν για την προσαρμογή του σχεδίου στην πραγματική κατάσταση δεν αρκεί απλή διόρθωση αλλά απαιτείται τροποποίηση, αρμόδιος να επιληφθεί είναι ο οικείος δήμος. Για τον σκοπό αυτό υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία σχετική πρόταση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, προκειμένου αυτή να εγκριθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, αφού προηγουμένως γνωμοδοτήσει η αρμόδια για την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσία. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή είναι δυνατό να εφαρμοστούν ανάλογα οι διατάξεις της παρ. 4, προκειμένου να μην παρεμποδίζεται η ανέγερση των οικοδομών μέχρις ότου τροποποιηθεί το σχέδιο, αν:
α. Η μεταβολή που επέρχεται στο σχέδιο, μολονότι, συνολικά θεωρούμενη, αποτελεί τροποποίησή του, δεν απομακρύνεται από την έννοια της πραγματικής διόρθωσης της παρ. 3 ως προς τις θέσεις όπου βρίσκονται τα ακίνητα επί των οποίων έχει ζητηθεί άδεια για την ανέγερση οικοδομών και
β. Ο περιφερειάρχης διαπιστώσει, μετά από σχετική βεβαίωση του οικείου δήμου, ότι κανένας από τους ενδιαφερόμενους γείτονες δεν αντιτάσσεται στη διόρθωση του σχεδίου.

Άρθρο 68. Διαδικασία διόρθωσης

1. Η εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας για την εφαρμογή του σχεδίου και η σχετική γνώμη του οικείου δήμου υποβάλλονται στον περιφερειάρχη, ο οποίος, αφού τις λάβει υπόψη, αποφασίζει για τη διόρθωση που πρέπει να γίνει.
2. Η απόφαση του περιφερειάρχη, με την οποία εγκρίνεται η απαιτούμενη διόρθωση, συνοδεύεται πάντοτε από σχετικό διάγραμμα το οποίο θεωρείται ότι είναι παράρτημά της και κοινοποιείται μαζί με αντίγραφό του στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Η υπηρεσία είναι υποχρεωμένη εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση να διαβιβάσει αντίγραφο της απόφασης αυτής στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στον οικείο δήμο. Η υπηρεσία έχει την επιμέλεια για τη σύνταξη των διαγραμμάτων που αναφέρονται στην παρούσα και την τήρηση σχετικού αρχείου.
3. Η αρμόδια για την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσία παραπέμπει σύμφωνα με το άρθρο 66 το σκαρίφημα με τις αναγκαίες οδηγίες απ' ευθείας η ίδια στον οικείο δήμο. Για να συντομευθεί ο χρόνος, η ίδια διεξάγει επίσης απ' ευθείας με τον δήμο όλη τη σχετική αλληλογραφία για την εφαρμογή των άρθρων 66 και 67. Εφόσον παραστεί ανάγκη να διορθωθεί το σχέδιο, ο προϊστάμενος της πιο πάνω υπηρεσίας οφείλει πάντοτε να αναφέρει το γεγονός αυτό στον περιφερειάρχη και να κοινοποιεί στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αντίγραφο της σχετικής αναφοράς του. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται και όταν η υπηρεσία πρόκειται να συντάξει η ίδια τον τοπογραφικό χάρτη και όταν πρόκειται να παραπέμψει προς τούτο στον οικείο δήμο.
4. Όταν είναι αδύνατο να χορηγηθεί άδεια οικοδομής χωρίς να διορθωθεί προηγουμένως το σχέδιο, η αρμόδια για την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσία οφείλει να εξηγήσει με λεπτομέρειες στον ενδιαφερόμενο τους λόγους που εμποδίζουν τη χορήγηση της άδειας, τις ενέργειες που θα επακολουθήσουν για τη διόρθωση και το χρονικό διάστημα το οποίο θα απαιτηθεί για τον σκοπό αυτόν.
Πληροφορεί επίσης τους ενδιαφερομένους ότι δικαιούνται να υποβάλλουν τις σχετικές αντιρρήσεις τους στον περιφερειάρχη, ο οποίος τις εξετάζει προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 67.
5. Όταν ο ενδιαφερόμενος δεν αποδέχεται να αναμείνει τη διόρθωση του σχεδίου σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η αρμόδια για την εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσία προτείνει στον περιφερειάρχη να εκδώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 61 απόφαση για την αναστολή εφαρμογής του σχεδίου.
6. Η αρμόδια υπηρεσία για την εφαρμογή του σχεδίου κρίνει αν για την προσαρμογή του σχεδίου στην πραγματική κατάσταση απαιτείται απλή διόρθωση ή τροποποίηση του σχεδίου και, γενικότερα, όσον αφορά στην εφαρμογή του άρθρου 67. Η υπηρεσία οφείλει να εξετάζει τα ζητήματα που ανακύπτουν σε κάθε περίπτωση και να μην προβαίνει την τροποποίηση του σχεδίου αν θα αρκούσε απλή διόρθωσή του. Σε περίπτωση αμφιβολιών, αποφαίνεται ο περιφερειάρχης. Εφόσον κριθεί ότι απαιτείται τροποποίηση του σχεδίου, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 60.
7. Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 66 και 67 και του παρόντος με σκοπό την απλοποίηση της αλληλογραφίας και την εξοικονόμηση χρόνου. Με τις αποφάσεις αυτές οπωσδήποτε επιβάλλεται στους δήμους και ιδιαίτερα σε όσους είναι πρωτεύουσες περιφερειακής ενότητας, η ταχύτατη άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται με τα άρθρα αυτά.
ΤΜΗΜΑ VΙΙ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ VΙΙ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Πολεοδόμηση οικισμών που έχουν δημιουργηθεί μέχρι τις 14.3.1983

Άρθρο 69. Πολεοδόμηση οικισμών που έχουν δημιουργηθεί μέχρι τις 14.3.1983

1. Για την πολεοδόμηση και την επέκταση των οικισμών που έχουν δημιουργηθεί μέχρι τις 14.3.1983 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 1337/1983, Α΄33), περιλαμβανομένων και των οικισμών που προϋφίστανται του έτους 1923 και οριοθετούνται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 239, απαιτείται η ύπαρξη εγκεκριμένου Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ., σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 22. Μέχρι την έγκριση των σχεδίων αυτών για την πολεοδόμηση και επέκταση οικισμού της παρ. 1 του άρθρου 239, που οριοθετείται με την παρ. 2 του άρθρου 239, απαιτείται η ύπαρξη εγκεκριμένου Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. του ν. 2508/1997 (Α’ 124), με το οποίο προβλέπεται η πολεοδόμηση και επέκταση του συγκεκριμένου οικισμού.
Σε περίπτωση που για το εγκεκριμένο Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. δεν έχει τηρηθεί η διαδικασία της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και δεν έχει εκπονηθεί Σ.Μ.Π.Ε., σύμφωνα με την υπό στοιχεία ΥΠΕΧΩΔΕ/ ΕΥΠΕ/οικ. 107017/28.8.2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β’ 1225), είναι δυνατό να εκπονείται και να εγκρίνεται Σ.Μ.Π.Ε. για τον εκάστοτε οικισμό, για τον οποίο απαιτείται επίσης η εκπόνηση και έγκριση πολεοδομικής μελέτης σύμφωνα με τα άρθρα 70 και 71.
2. Στην περιοχή εντός των ορίων των οικισμών, δύναται και πριν από την έγκριση των γενικών σχεδίων της παρ. 1, να εγκρίνεται πολεοδομική μελέτη κατά τα άρθρα 70 και 71, η οποία συνοδεύεται από Σ.Μ.Π.Ε. που εγκρίνεται κατά τις κείμενες διατάξεις. Στην πιο πάνω περιοχή μπορεί επίσης να εγκρίνεται τμηματική πολεοδομική ρύθμιση κατά μήκος των κυρίων οδικών αξόνων ή σε άλλα πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία. Με τη ρύθμιση αυτή, για την οποία εκπονείται και εγκρίνεται ρυμοτομικό σχέδιο κατά το Τμήμα VI του παρόντος Μέρους, καθορίζονται κοινόχρηστοι, κοινωφελείς και οικοδομήσιμοι χώροι, χρήσεις γης και όροι και περιορισμοί δόμησης.
3. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου για την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης ή του ρυμοτομικού σχεδίου της παρ. 2, που εκδίδεται μετά από πρόταση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, μπορεί να επιβληθεί στις ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται στην περιοχή εντός των ορίων του οικισμού ή σε τμήμα αυτής, η υποχρέωση συμμετοχής είτε μόνο εισφοράς σε γη, είτε μόνο εισφοράς σε χρήμα, είτε εισφοράς σε γη και σε χρήμα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 72 και την παρ. 1 του άρθρου 73.
4. Για την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης επέκτασης των οικισμών της χώρας με πληθυσμό μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους που φέρονται απογεγραμμένοι ως αυτοτελείς σε απογραφή πριν από το έτος 1983, περιλαμβανομένων και των προϋφισταμένων του 1923 οικισμών, εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 144. Στις περιπτώσεις που η επέκταση συγκεκριμένου οικισμού προβλέπεται από εγκεκριμένο Τ.Π.Σ. ή Ε.Π.Σ. εγκρίνεται Ρ.Σ.Ε.
5. Οι παρ. 1, 2, 3 και 4 δύνανται να εφαρμόζονται και στους οικισμούς που έχουν χαρακτηρισθεί ως αξιόλογοι, παραδοσιακοί, καθώς και σε παραλιακούς οικισμούς ή σε οικισμούς ευρισκόμενους σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, ιστορικούς τόπους ή σε άλλο καθεστώς προστασίας.

Άρθρο 70. Πεδίο εφαρμογής, περιεχόμενο και διαδικασία εκπόνησης πολεοδομικής μελέτης

1. Με την πολεοδομική μελέτη της παρ. 1 του άρθρου 69 μπορούν να πολεοδομούνται όλες οι περιοχές που βρίσκονται μέσα στα όρια των οικισμών. Ειδικώς ως προς τους οικισμούς που προϋφίστανται του έτους 1923, ως περιοχή εντός ορίων οικισμού λαμβάνεται το όριο της περιοχής που έχει απεικονιστεί στο εγκεκριμένο Γ.Π.Σ. ως οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 ή ως πυκνοδομημένο τμήμα αυτού ή, ελλείψει τέτοιας ένδειξης, ως το πυκνοδομημένο τμήμα του οικισμού.
2. Με την ίδια μελέτη μπορεί να πολεοδομούνται και οι ακόλουθες περιοχές που βρίσκονται εκτός των ορίων των ανωτέρω οικισμών:
α) για τις κατηγορίες οικισμών περιαστικών, παραλιακών, τουριστικών, δυναμικών, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 228:
αα) διάσπαρτα δομημένες περιοχές συνεχόμενες ή μη με τα όρια του οικισμού με απόσταση κτισμάτων μεταξύ τους, ίση ή μικρότερη των ογδόντα (80) μ. και σύνολο τουλάχιστον δέκα (10) οικοδομών. Ως οικοδομή νοείται κάθε κτίσμα το οποίο, ανεξάρτητα από τη χρήση του, έχει εμβαδόν τουλάχιστον δέκα (10) τ.μ. Οι περιοχές αυτές πολεοδομούνται κατά προτεραιότητα.
αβ) αδόμητες περιοχές συνεχόμενες ή μη με τα όρια του οικισμού για την κάλυψη αναγκών κατοικίας και αναγκών σε κοινόχρηστους, και κοινωφελείς χώρους.
β) για τις λοιπές κατηγορίες οικισμών, όπως καθορίζονται στο άρθρο 228, επιτρέπεται η πολεοδόμηση περιοχών που μπορεί να είναι και μη συνεχόμενες εκτάσεις του υπάρχοντος οικισμού, κατά προτίμηση εντός των ορίων του δήμου, εφόσον η εντός του ορίου του οικισμού περιοχή δεν επαρκεί για την κάλυψη αναγκών κατοικίας ή αναγκών σε κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους.
3. Κατ’ εξαίρεση, ο καθορισμός κοινωφελών και κοινόχρηστων χώρων εντός των ορίων των οικισμών μπορεί να γίνει με έγκριση τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου σύμφωνα με τη διαδικασία και τις διατάξεις του Τμήματος VI.
4. Δεν επιτρέπεται η πολεοδόμηση περιοχών σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο εφόσον αυτή είναι αντίθετη με τους όρους προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και με τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους μέσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαφύλαξη της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας.
5. Η κίνηση της διαδικασίας σύνταξης της μελέτης της παρ. 1 γίνεται από τον οικείο δήμο. Η διαδικασία μπορεί επίσης να κινηθεί από την οικεία περιφέρεια μετά από γνωμοδότηση του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. ή από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
6. Η πολεοδομική μελέτη εναρμονίζεται με τις αρχές, τους στόχους και τις κατευθύνσεις των χωροταξικών πλαισίων, των εγκεκριμένων Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Ζ.Ο.Ε., αν υπάρχουν, όπως και με τις μελέτες της οριοθέτησης των οικισμών και των ζωνών οικιστικής καταλληλότητάς τους, εφόσον αυτές υπάρχουν για την ευρύτερη περιοχή τους, εγκεκριμένες ή μη.
Ως ευρύτερη περιοχή νοείται ολόκληρη η περιοχή του δήμου στον οποίο υπάγεται ο οικισμός ή η ομάδα δήμων βρίσκονται σε λειτουργική εξάρτηση από τον οικισμό.
7. Η πολεοδομική μελέτη εκπονείται για την περ. α’ της παρ. 8 σε απλά οριζοντιογραφικά και υψομετρικά τοπογραφικά διαγράμματα και για τις περ. β΄ έως και ζ΄ της παρ. 8 σε οριζοντιογραφικά και υψομετρικά και κτηματογραφικά διαγράμματα, ή αν δεν υπάρχει κτηματογραφικό διάγραμμα, σε απλά τοπογραφικά διαγράμματα. Περιλαμβάνει επίσης τους απαραίτητους χάρτες, διαγράμματα και κείμενα ώστε να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται από το παρόν άρθρο.
8. Η πολεοδομική μελέτη περιέχει:
α) Εκτίμηση των πληθυσμιακών μεγεθών και των περιβαλλοντικών δυνατοτήτων με βάση τις χρήσεις γης και το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, κατ' αρχήν οριοθέτηση των προς πολεοδόμηση περιοχών του δήμου, καθώς και εκτίμηση των επιπτώσεων που θα έχει η ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή, στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον.
β) Την οριστικοποίηση των ορίων των προς πολεοδόμηση περιοχών σε συνδυασμό με το όριο του οικισμού που καθορίζεται με το οικείο διάταγμα.
γ) Την οριοθέτηση των συνεκτικών τμημάτων των οικισμών της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 230.
δ) Τη γενική πρόταση οργάνωσης σε γειτονιές, την εκτίμηση αναγκών σε κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, τον τρόπο ανάπτυξης ή αναμόρφωσης του οικισμού και την κατά προσέγγιση έκταση γης που προκύπτει από τις εισφορές σε γη.
ε) Τις ζώνες χρήσεων γης του οικισμού και τους σχετικούς περιορισμούς, απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις.
στ) Τα διαγράμματα βασικών δικτύων υποδομής.
ζ) Τους όρους δόμησης.
9. Η πολεοδομική μελέτη αποτελείται από:
α) Το πολεοδομικό σχέδιο των προς πολεοδόμηση περιοχών του οικισμού που συντάσσεται σύμφωνα με τις παρ. 7 και 8.
β) Τον πολεοδομικό κανονισμό και
γ) Έκθεση που να περιγράφει και να αιτιολογεί τις προτεινόμενες από τη μελέτη ρυθμίσεις.
10. Ο συντελεστής δόμησης που ορίζεται για τις περιοχές επεκτάσεως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 0,8 και ο αριθμός των ορόφων των κτιρίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των δύο (2).
Οι λοιποί όροι δόμησης εναρμονίζονται με τους ειδικούς όρους δόμησης κάθε περιοχής, όπως ορίζονται κατά τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 239.
11. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται οι ειδικές προδιαγραφές σύμφωνα με τις οποίες εκπονούνται οι ανωτέρω πολεοδομικές μελέτες και συντάσσονται τα σχετικά τοπογραφικά και κτηματογραφικά διαγράμματα.

Άρθρο 71. Έγκριση πολεοδομικής μελέτης

1. Η πολεοδομική μελέτη του άρθρου 70 εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνωμοδότηση του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. και του οικείου δημοτικού συμβουλίου. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να ζητήσει και τη γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης περιλαμβάνει τα στοιχεία α και β της παρ. 9 του άρθρου 70.
2. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του Τμήματος VI του παρόντος Μέρους.

Άρθρο 72. Εισφορά σε γη

1. Ιδιοκτησίες που εντάσσονται στην πολεοδομική μελέτη και βρίσκονται εκτός των ορίων των οικισμών συμμετέχουν με εισφορά σε γη στη δημιουργία των απαραίτητων κοινοχρήστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών.
2. Η εισφορά σε γη κατά την παρ. 1 αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, η οποία υπολογίζεται κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 139.
3. Σε περίπτωση που η συμμετοχή σε γη πρέπει να ληφθεί από μη ρυμοτομούμενο τμήμα ιδιοκτησίας πλην όμως, κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, το τμήμα γης που πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο εισφοράς δεν είναι αξιοποιήσιμο πολεοδομικά ή η αφαίρεσή του είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία μπορεί να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή που διατίθεται αποκλειστικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και χώρων κοινωφελών χρήσεων και σκοπών. Για την πραγματοποίηση της μετατροπής εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 73. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από εισφορά σε γη διατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας:
α) Για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα.
β) Για την παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες της ίδιας πολεοδομικής ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από το καθοριζόμενο στην παρ. 2 και εφόσον δεν είναι δυνατή η τακτοποίησή τους σύμφωνα με το άρθρο 144.
γ) Για κοινωφελείς χώρους και σκοπούς μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα.
δ) Για τη δημιουργία χώρων κοινοχρήστων και χώρων κοινωφελών χρήσεων και σκοπών για τις γενικότερες ανάγκες της περιοχής.
4. Οι ιδιοκτησίες που ανήκουν στο Δημόσιο, σε Ο.Τ.Α. ή σε κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά το μέρος που από την πολεοδομική μελέτη προορίζονται για τη δημιουργία κοινωφελών χώρων της αρμοδιότητας του δημοσίου φορέα στον οποίο ανήκουν ή διατίθενται για τους ίδιους σκοπούς με ανταλλαγή, παραχώρηση ή άλλο τρόπο μεταξύ των αντιστοίχων φορέων, θεωρούνται αυτοδίκαια εισφερόμενες για το σκοπό για τον οποίο προορίζονται και δεν υπόκεινται κατά το μέρος αυτό σε άλλη εισφορά γης.
5. Οι οπωσδήποτε σχηματισμένοι μέσα στην πολεοδομούμενη εκτός των ορίων του οικισμού περιοχή κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται ως νόμιμα υπάρχοντες και δε λαμβάνονται υπόψη υπέρ των ιδιοκτητών για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη.
6. Οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται εντός οικισμών που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 226 έως 237 και πολεοδομούνται υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 69, για το ποσοστό της συμμετοχής, τη διαδικασία προσδιορισμού και τον τρόπο βεβαίωσης, εφαρμόζονται τα άρθρα 157 έως 165 και τα εκτελεστικά τους διατάγματα.

Άρθρο 73. Εισφορά σε χρήμα

1. Για τους ιδιοκτήτες των ακινήτων τα οποία περιλαμβάνονται σε περιοχές επέκτασης οικισμών με πληθυσμό μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους, η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
α) Για τμήμα ιδιοκτησίας εμβαδού μέχρι 500 τ.μ., ποσοστό 5% της αξίας των ακινήτων.
β) Για τμήμα ιδιοκτησίας εμβαδού πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1.000 τ.μ., ποσοστό 10% της αξίας των ακινήτων.
γ) Για τμήμα ιδιοκτησίας εμβαδού από 1.000 τ.μ. μέχρι 10.000 τ.μ., ποσοστό 12% της αξίας των ακινήτων.
δ) Για τμήμα ιδιοκτησίας εμβαδού πάνω από 10.000 τ.μ., ποσοστό 15% της αξίας των ακινήτων.
2. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 141.

Άρθρο 74. Εφαρμογή πολεοδομικής μελέτης

1. Για την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης του άρθρου 70 εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 144, με την επιφύλαξη της παρ. 6 του άρθρου 72.
2. Στις περιοχές των παρ. 1 και 2 του άρθρου 70 με την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης η ρυμοτομική γραμμή συμπίπτει με το όριο των διαμορφωμένων κοινοχρήστων χώρων, μπορεί στις ιδιοκτησίες που έχουν πρόσωπο στους χώρους αυτούς η οικοδομική άδεια να χορηγείται πριν κυρωθεί η πράξη εφαρμογής. Επίσης, άδεια μπορεί να χορηγείται πριν κυρωθεί η πράξη εφαρμογής σε περιπτώσεις διαπλάτυνσης υφιστάμενων δρόμων και σε οποιαδήποτε περίπτωση που κατά την κρίση της αρμόδιας υπηρεσίας μπορεί να καθοριστεί η ρυμοτομική γραμμή και εφόσον η πολεοδομική μελέτη προβλέπει στη θέση αυτή προκήπιο.
3. Όταν κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής η εισφορά της ιδιοκτησίας σε γη δεν είναι αξιοποιήσιμη ή η αφαίρεσή της είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία και μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε χρήμα, τότε προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας πριν από την κύρωση της πράξης εφαρμογής είναι η προκαταβολή από τον ιδιοκτήτη για υποχρεώσεις του σε γη και χρήμα σύμφωνα με τα άρθρα 72 και 73, ποσού ίσου προς το δέκα τοις εκατό (10%) των υποχρεώσεών του, όπως υπολογίζονται βάσει υπεύθυνης δήλωσης του ίδιου για το εμβαδόν και την αξία του ακινήτου του. Όταν τμήμα της ιδιοκτησίας διατίθεται για οποιονδήποτε από τους σκοπούς της παρ. 3 του άρθρου 72, τότε για την έκδοση της οικοδομικής άδειας ο ιδιοκτήτης προκαταβάλλει με βάση την υπεύθυνη δήλωση του προηγούμενου εδαφίου το είκοσι τοις εκατό (20%) των υποχρεώσεών του για την εισφορά σε χρήμα. Η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει αν το ρυμοτομούμενο ή οπωσδήποτε παραχωρούμενο τμήμα είναι μεγαλύτερο της εισφοράς σε γη που αναλογεί στην ιδιοκτησία.
4. Η έκδοση της οικοδομικής άδειας πριν από την πράξη εφαρμογής γίνεται με βάση το σχήμα και το εμβαδόν του οικοπέδου που κατά τον υπολογισμό της πολεοδομικής υπηρεσίας θα προκύψουν από την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης και την απόδοση της εισφοράς της ιδιοκτησίας σε γη.
5. Οι ακριβείς υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη, σύμφωνα με τα άρθρα 72 και 73προσδιορίζονται με την κύρωση της πράξης εφαρμογής και από το ποσό που αναλογίζεται έναντι των εισφορών αφαιρείται το ποσό που τυχόν κατέβαλε για την έκδοση της άδειας, το δε υπόλοιπο καταβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 72 και 73. Διαφορά του τελικού εμβαδού του οικοπέδου με αυτό που υπολογίστηκε από την πολεοδομική υπηρεσία για την έκδοση οικοδομικής άδειας πριν από την πράξη εφαρμογής τακτοποιείται με την καταβολή από τον ιδιοκτήτη στο Δημόσιο ή αντίστροφα της αντίστοιχης αξίας σε χρήμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: Πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας

Άρθρο 75. Πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας

1. Για την εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου, ως περιοχή δεύτερης κατοικίας χαρακτηρίζεται περιοχή που βρίσκεται μέσα σε Ζ.Ο.Ε. και χρησιμοποιείται για την παραμονή ατόμων πλέον του εικοσιτετραώρου για διακοπές ή αναψυχή.
2. Η πολεοδόμηση των περιοχών δεύτερης κατοικίας πραγματοποιείται υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) Να μην αντίκειται στους όρους προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, στους όρους προστασίας των αρχαιοτήτων και μνημείων, αρχαιολογικών χώρων η ιστορικών τόπων, παραδοσιακών οικισμών και στοιχείων, στους όρους προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων και στους όρους προστασίας των ευαίσθητων και προστατευόμενων περιοχών.
β) Να υφίστανται κατευθύνσεις χωροταξικής οργάνωσης τουλάχιστον σε επίπεδο νομού και η πολεοδόμηση να είναι εναρμονισμένη με αυτές σε ό,τι αφορά τα συστήματα επικοινωνίας και ενέργειας, τις χρήσεις γης και τους αναπτυξιακούς στόχους, ιδίως δε με την ανάγκη διαφύλαξης της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας και της ισορροπίας των χρήσεων των ακτών, καθώς επίσης και της μορφολογίας και της αισθητικής τους.
γ) Να μην υπερβαίνει τα ανώτατα όρια ανάπτυξης (όρια κορεσμού) των περιοχών, να μην αλλοιώνει τη φυσιογνωμία τους ούτε να υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής. Προκειμένου για παραλιακούς οικισμούς, ενδείκνυται η ανάπτυξή τους κατά κόμβους.
3. Για την πολεοδόμηση των περιοχών δεύτερης κατοικίας απαιτούνται:
α) Η εκπόνηση και έγκριση Σχεδίου Ανάπτυξης Περιοχών δεύτερης κατοικίας (ΣΧ.Α.Π.) για τον καθορισμό των επιθυμητών προγραμματικών μεγεθών ανάπτυξης της κάθε περιοχής, μέσα στο πλαίσιο των κατευθύνσεων χωροταξικής οργάνωσης σύμφωνα με την παρ. 2 .
β) Η εκπόνηση και έγκριση της οικείας πολεοδομικής μελέτης για την εξειδίκευση των γενικών αρχών και ρυθμίσεων του ΣΧ.Α.Π. και για τον καθορισμό των κοινόχρηστων, κοινωφελών και δομήσιμων χώρων, καθώς και των κατάλληλων για τον προορισμό του οικισμού όρων και περιορισμών δόμησης.
4. Το ΣΧ.Α.Π., ιδίως, ορίζει το επιθυμητό μέγεθος των προς πολεοδόμηση περιοχών, την οριοθέτηση των περιοχών αυτών και τον τρόπο ανάπτυξής τους με κανονιστικούς όρους, ζώνες ενεργού πολεοδομίας, ζώνες αστικού αναδασμού, συνεταιριστική δόμηση, κ.λπ.. Ο προσδιορισμός των ανωτέρω γίνεται ύστερα από ειδική και τεκμηριωμένη μελέτη, υπό τους όρους του άρθρου αυτού και με βάση τον οικιστικό ιστό της περιφερειακής ενότητας, την προοπτική της δημογραφικής εξέλιξης και τη γενικότερη ανάπτυξή της, τη διάταξη των λοιπών, παραγωγικών και μη, δραστηριοτήτων, στον ευρύτερο χώρο, τις περιβαλλοντικές και ενδομορφολογικές συνθήκες της, τα συστήματα επικοινωνίας, την ισορροπία των χρήσεων γης και ιδίως τα ανώτατα όρια ανάπτυξης (όρια κορεσμού) των περιοχών, χωρίς αλλοίωση της φυσιογνωμίας ή υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Το ΣΧ.Α.Π. καλύπτει τουλάχιστον την περιφέρεια του δήμου στον οποίο βρίσκεται η περιοχή δεύτερης κατοικίας και των δήμων που βρίσκονται σε λειτουργική εξάρτηση με αυτόν.
5. Η προΰπαρξη οικοδομών στην υπό πολεοδόμηση περιοχή δεύτερης κατοικίας δεν αποτελεί λόγο απόκλισης από την ορθή αναλογία οικοδομημένων, ελεύθερων και κοινόχρηστων χώρων ή από τους προσήκοντες στον προορισμό του οικισμού όρους και περιορισμούς δόμησης.
6. Στην περίπτωση που μέσα στη Ζ.Ο.Ε. καθορίζονται περιοχές δεύτερης κατοικίας, στη σχετική μελέτη περιλαμβάνεται και η ειδική μελέτη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4. Το ΣΧ.Α.Π. εγκρίνεται ταυτόχρονα και με τη διαδικασία έγκρισης της Ζ.Ο.Ε. Για περιοχές δεύτερης κατοικίας μέσα σε εγκεκριμένες κατά την
3.10.1994 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν.2242/1994, Α΄162) Ζ.Ο.Ε., το ΣΧ.Α.Π. εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατόπιν γνώμης του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη του ΣΧ.Α.Π. γίνεται με πρωτοβουλία του οικείου δήμου ή περισσότερων δήμων από κοινού ή του αρμόδιου περιφερειάρχη ή του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από ενημέρωση του δήμου.
7. Στις περιοχές των ρυθμιστικών σχεδίων των ευρύτερων περιοχών Αττικής και Θεσσαλονίκης δεν απαιτείται η σύνταξη ΣΧ.Α.Π. Στις περιοχές αυτές οι πολεοδομικές μελέτες καταρτίζονται με βάση τις αρχές και κατευθύνσεις των ρυθμιστικών σχεδίων. Προς τούτο λαμβάνεται υπόψη κυρίως η ανάγκη ανάσχεσης της εξάπλωσης της οικιστικής χρήσης και η εξυγίανση των βεβαρυμένων περιοχών.
8. Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι προδιαγραφές εκπόνησης του ΣΧ.Α.Π. και οι ειδικές προδιαγραφές εκπόνησης της πολεοδομικής μελέτης των περιοχών δεύτερης κατοικίας.

Άρθρο 76. Διαδικασία σύνταξης πολεοδομικής μελέτης

1. Η κίνηση της διαδικασίας σύνταξης της πολεοδομικής μελέτης γίνεται από τον οικείο δήμο ή από τους ενδιαφερόμενους δήμους από κοινού. Η διαδικασία μπορεί επίσης να κινηθεί και από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από σχετική ενημέρωση του δήμου.
2. Η μελέτη εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του Γ.Π.Σ. του οικισμού που βρίσκεται σε λειτουργική εξάρτηση με τις υπό μελέτη περιοχές, εφόσον υπάρχει, και του ΣΧ.Α.Π. και εξειδικεύει τις προτάσεις και τα σχετικά προγράμματά τους.
3. Η πολεοδόμηση γίνεται κατά ενότητες, σύμφωνα με την παρ. 6.
4. Η πολεοδομική μελέτη εκπονείται βάσει οριζοντιογραφικού και υψομετρικού και κτηματογραφικού διαγράμματος και περιλαμβάνει τους απαραίτητους χάρτες, διαγράμματα και κείμενα, ώστε να περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά το παρόν Κεφάλαιο στοιχεία και ειδικότερα:
α) την οριστικοποίηση των ορίων των προς πολεοδόμηση Ζωνών της Ζ.Ο.Ε. και τα όρια της κάθε ενότητας.
β) την κατανομή των πληθυσμιακών μεγεθών του σχεδίου ανάπτυξης περιοχών δεύτερης κατοικίας κατά ενότητα ή στην περίπτωση μη ύπαρξης τέτοιου σχεδίου όπως της παρ. 7 του άρθρου 75, την πρόβλεψη των πληθυσμιακών μεγεθών. Επίσης περιλαμβάνει τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης των ενοτήτων, την εκτίμηση των αναγκών της σε κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους κατά ενότητα της χωρητικότητας της ενότητας σε κατοίκους και την επιλογή των τρόπων ανάπτυξης ή αναμόρφωσης με τον καθορισμό των αντίστοιχων ζωνών και την εκτίμηση των αναμενόμενων επιπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή καθώς και στο φυσικό περιβάλλον.
γ) τις χρήσεις γης και τους σχετικούς περιορισμούς, απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις.
δ) τα διαγράμματα δικτύων υποδομής.
ε) τους αναγκαίους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους.
στ) τους οικοδομήσιμους χώρους.
ζ) τα συστήματα, τους όρους και περιορισμούς δόμησης.
η) τυχόν όρους που αφορούν στα δομικά υλικά, στον τρόπο κατασκευής και στην αισθητική εμφάνιση των κτιρίων, στον τρόπο διαμόρφωσης, χρήσης και σύνδεσης των ακάλυπτων χώρων με τους κοινόχρηστους χώρους της περιοχής.
θ) την κατά προσέγγιση έκταση γης που προκύπτει από τις εισφορές κατά το άρθρο 78 υπολογισμένη με τις ενδείξεις του κτηματογραφικού διαγράμματος, τις εισφορές σε χρήμα, τη σύγκριση των παραπάνω με το κόστος αναγκών σε γη και έργα ανάπτυξης της ενότητας και την πρόταση κατανομής τους κατά ενότητα ή περιοχή.
ι) την ιεράρχηση εφαρμογής κατά φάσεις, προτεραιότητες εκτέλεσης έργων καθώς και τους φορείς και τους τρόπους παρέμβασης.
ια) κάθε άλλη ρύθμιση επιβαλλόμενη από πολεοδομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους.
5. Ο καθορισμός του μεγέθους και των ορίων των ενοτήτων γίνεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η πλέον ενδεδειγμένη οργάνωση των περιοχών δεύτερης κατοικίας με την πρόβλεψη των απαραίτητων εξυπηρετήσεων των κατοίκων τους και απόκτηση γης για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους.
6. Στις περιοχές δεύτερης κατοικίας που περιλαμβάνουν δομημένα τμήματα, καθώς και αδόμητες περιοχές άμεσα συνδεδεμένες με αυτά και έχουν ποσοστό κτιρίων με κύρια χρήση δεύτερης κατοικίας μεγαλύτερο του εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των κτιρίων, μπορεί, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στην περίπτωση που δεν υπάρχει κτηματογραφικό διάγραμμα, η πολεοδομική μελέτη να συντάσσεται βάσει απλού οριζοντιογραφικού διαγράμματος. Οι διατάξεις της παρούσας δεν έχουν εφαρμογή σε περιοχή που προτείνεται ως τρόπος ανάπτυξης Ζ.Ε.Π. ή Ζ.Α.Α. κατά το άρθρο 80.
7. Η πολεοδομική μελέτη αποτελείται από:
α) Το πολεοδομικό σχέδιο που συντάσσεται με βάση οριζοντιογραφικό και υψομετρικό, τοπογραφικό και κτηματογραφικό διάγραμμα.
β) Τον πολεοδομικό κανονισμό.
γ) Έκθεση που περιγράφει και αιτιολογεί τις προτεινόμενες από τη μελέτη ρυθμίσεις.
8. Ο συντελεστής δόμησης για τις περιοχές δεύτερης κατοικίας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από 0,4 και ο αριθμός των ορόφων των κτιρίων μεγαλύτερος των 2. Για την κατασκευή κτισμάτων κοινής ωφελείας ο συντελεστής δόμησης μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 0,4, όχι όμως και του 0,8.

Άρθρο 77. Έγκριση πολεοδομικής μελέτης

1. Η πολεοδομική μελέτη εγκρίνεται κατά το άρθρο 60.
2. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά το Τμήμα VI του παρόντος Μέρους. Για την εισφορά σε γη και την εισφορά σε χρήμα εφαρμόζονται τα άρθρα 78 και 79. Για τις περιπτώσεις Ζ.Α.Α. και Ζ.Ε.Π. εφαρμόζεται επίσης αντίστοιχα το άρθρο 80.
3. Η πολεοδομική μελέτη είναι δυνατό να αναφέρεται στο σύνολο της περιοχής, μελέτης ή και σε τμήμα της το οποίο πάντως πρέπει να αποτελεί ενότητα κατά τις παρ. 4 και 6 του άρθρου 76. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν προβλέπονται υπερβολικές καθυστερήσεις για τη σύνταξη του κτηματογραφικού διαγράμματος ολόκληρης της ενότητας με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 76 για τις διαμορφωμένες περιοχές δεύτερης κατοικίας όπου τούτο δεν απαιτείται, κατά την κρίση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι δυνατόν να γίνει η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης σε τμήμα ενότητας. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται η σύνταξη πολεοδομικής προμελέτης σε ολόκληρη τη συγκεκριμένη ενότητα. Η πολεοδομική προμελέτη εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
4. Για τα προεδρικά διατάγματα με τα οποία εγκρίνεται η πολεοδομική μελέτη ισχύει ανάλογα η παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 1337/1983 (Α΄33).

Άρθρο 78. Εισφορά σε γη

1. Οι ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά σε γη στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις.
2. Η εισφορά σε γη κατά την παρ. 1 αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, η οποία υπολογίζεται κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 139.
3. Τα εμβαδά των ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται κατά την παρ. 5 του άρθρου 139.
4. Η εισφορά σε γη πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής του άρθρου 144 εκτός αν πρόκειται για αστικό αναδασμό ή ενεργό πολεοδομία, οπότε γίνεται με το άρθρο 52. Ως προς τα ποσοστά της εισφοράς σε γη στις περιπτώσεις Ζ.Α.Α. εφαρμόζεται η παρ. 2. Κατ’ εξαίρεση για τις περιπτώσεις προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας η εισφορά σε γη ορίζεται σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%).
5. Σε περίπτωση που η συμμετοχή σε γη πρέπει να ληφθεί από μη ρυμοτομούμενο τμήμα ιδιοκτησίας, αλλά κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής το τμήμα γης που πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο εισφοράς δεν είναι αξιοποιήσιμο πολεοδομικά ή η αφαίρεσή του είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία, μπορεί να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή που διατίθεται αποκλειστικά για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών. Για την πραγματοποίηση της μετατροπής εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 79.
6. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από εισφορά σε γη διατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας:
α) για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια ενότητα.
β) για την παραχώρηση οικοπέδων, σε ιδιοκτήτες της ίδιας ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από της παρ. 2 και εφόσον δεν είναι δυνατή η τακτοποίησή τους, σύμφωνα με άρθρο 144.
γ) για κοινωφελείς χώρους και σκοπούς μέσα στην ίδια ενότητα.
δ) για τη δημιουργία χώρων κοινόχρηστων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών για τις γενικότερες ανάγκες της περιοχής.
ε) καθώς και για παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες άλλων πολεοδομικών ενοτήτων δεύτερης κατοικίας του ίδιου δήμου, των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο, για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων ή κατά ποσοστό περισσότερο από την προκύπτουσα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, υποχρέωσή τους. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για ρυμοτομούμενα οικόπεδα εντός σχεδίου εγκεκριμένου κατά τη διαδικασία του Τμήματος VI του ίδιου δήμου, εφόσον το επιθυμούν οι ιδιοκτήτες τους.
7. Οι ιδιοκτησίες που ανήκουν στο Δημόσιο, σε Ο.Τ.Α. ή σε κρατικά νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου κατά το μέρος που από την πολεοδομική μελέτη προορίζονται για τη δημιουργία κοινωφελών χώρων της αρμοδιότητας του δημοσίου φορέα στον οποίο ανήκουν ή διατίθενται για τους ίδιους σκοπούς με ανταλλαγή, παραχώρηση ή άλλο τρόπο μεταξύ των αντίστοιχων φορέων, θεωρούνται αυτοδίκαια εισφερόμενες για τον σκοπό που προορίζονται και δεν υπόκεινται κατά το μέρος αυτό σε άλλη εισφορά γης.
8. Οι οπωσδήποτε σχηματισμένοι μέσα στην πολεοδομούμενη περιοχή κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται ως νόμιμα υπάρχοντες και δε λαμβάνονται υπόψη υπέρ των ιδιοκτητών για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη.
9. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 139.

Άρθρο 79. Εισφορά σε χρήμα

1. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων που περιλαμβάνονται σε πολεοδομούμενες περιοχές δεύτερης κατοικίας και διατηρούμενες περιοχές δεύτερης κατοικίας και διατηρούνται η διαμορφώνονται σε νέα ακίνητα συμμετέχουν με καταβολή χρηματικής εισφοράς στην αντιμετώπιση της δαπάνης για την κατασκευή των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 141.
2. Για την εισφορά σε χρήμα εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 3 του άρθρου 78.
3. Ως προς την πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας εταιρειών μικτής οικονομίας, επιχειρήσεων Ο.Τ.Α. ή άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, τη χρηματοδότηση των έργων υποδομής αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου οι αντίστοιχες εταιρείες ή επιχειρήσεις.
4. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 141.
5. Σε περιοχές που εντάσσονται στο σχέδιο και που ίσχυε παλαιότερα εγκεκριμένο σχέδιο πόλης που ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους η εισφορά σε γη της κάθε ιδιοκτησίας υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 78. Στη συνέχεια υπολογίζεται το συνολικό εμβαδόν των διαμορφωμένων κοινόχρηστων χώρων της περιοχής και αφαιρείται από το συνολικό εμβαδόν των εισφορών της περιοχής. Η τυχόν επιπλέον διαφορά επιμερίζεται αναλόγως της εισφοράς προς την κατά τα παραπάνω υπολογισμένη εισφορά σε γη της κάθε ιδιοκτησίας και τα εμβαδά του επιμερισμού οφείλονται ως εισφορά της αντίστοιχης ιδιοκτησίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν οφείλεται εισφορά σε χρήμα.

Άρθρο 80. Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας και Αστικού Αναδασμού σε περιοχές δεύτερης κατοικίας

Για τις Ζ.Ε.Π. και Ζ.Α.Α. ισχύει το άρθρο 10 του ν. 1337/1983 (Α΄33) πλην του ύψους της εισφοράς σε γη και χρήμα για το οποίο εφαρμόζονται τα άρθρα 78 και 79αντίστοιχα. Στις περιοχές που πολεοδομούνται με τις παρούσες διατάξεις μπορούν να εφαρμόζονται οι Ζώνες Ειδικής Ενίσχυσης και οι Ζώνες Ειδικών Κινήτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν.1337/1983 (Α΄33).

Άρθρο 81. Εφαρμογή πολεοδομικής μελέτης

1. Για την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 144.
2. Στις περιοχές της παρ. 7 του άρθρου 76, εφόσον με την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης η ρυμοτομική γραμμή συμπίπτει με το όριο των διαμορφωμένων κοινόχρηστων χώρων μπορεί στις ιδιοκτησίες που έχουν πρόσωπο στους χώρους αυτούς η οικοδομική άδεια να χορηγείται πριν κυρωθεί η πράξη εφαρμογής. Επίσης άδεια μπορεί να χορηγείται πριν κυρωθεί η πράξη εφαρμογής σε περιπτώσεις διαπλάτυνσης υφισταμένων δρόμων και σε οποιαδήποτε περίπτωση που κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας μπορεί να καθοριστεί η ρυμοτομική γραμμή και εφ’ όσον η πολεοδομική μελέτη προβλέπει στη θέση αυτή προκήπιο.
3. Όταν κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής η εισφορά της ιδιοκτησίας σε γη δεν είναι αξιοποιήσιμη και μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε χρήμα, τότε προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας πριν από την κύρωση της πράξης εφαρμογής είναι η προκαταβολή από τον ιδιοκτήτη για υποχρεώσεις του σε γη και χρήμα σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 79, αντίστοιχα, ποσού ίσου προς το δέκα τοις εκατό (10%) των υποχρεώσεών του, όπως υπολογίζονται βάσει υπεύθυνης δήλωσης του ίδιου για το εμβαδόν και την αξία του ακινήτου του. Όταν τμήμα της ιδιοκτησίας διατίθεται για οποιονδήποτε από τους σκοπούς της παρ. 6 του άρθρου 78, τότε για την έκδοση της οικοδομικής άδειας ο ιδιοκτήτης πρέπει να προκαταβάλει με βάση την υπεύθυνη δήλωση του προηγούμενου εδαφίου το είκοσι τοις εκατό (20%) των υποχρεώσεών του για την εισφορά σε χρήμα. Η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει αν το ρυμοτομούμενο ή οπωσδήποτε παραχωρούμενο τμήμα είναι μεγαλύτερο της εισφοράς σε γη που αναλογεί στην ιδιοκτησία.
4. Η έκδοση της οικοδομικής άδειας πριν από την πράξη εφαρμογής γίνεται με βάση το σχήμα και το εμβαδόν του οικοπέδου που κατά τον υπολογισμό της πολεοδομικής υπηρεσίας θα προκύψουν από την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης και την απόδοση της εισφοράς της ιδιοκτησίας σε γη.
5. Οι ακριβείς υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 79προσδιορίζονται με την κύρωση της πράξης εφαρμογής και από το ποσό που του αναλογίζεται έναντι των εισφορών αφαιρείται το ποσό που κατέβαλε της πράξης εφαρμογής και από το ποσό που του αναλογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 79. Διαφορά του τελικού εμβαδού το οικοπέδου με αυτό που υπολογίστηκε από την πολεοδομική υπηρεσία για την έκδοση οικοδομικής άδειας πριν από την πράξη εφαρμογής, μπορεί να τακτοποιηθεί με την καταβολή από τον ιδιοκτήτη στο Δημόσιο ή αντίστροφα της αντίστοιχης αξίας σε χρήμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄: Πολεοδομικές ρυθμίσεις σε Ζώνες Ελεγχόμενης Ανάπτυξης

Άρθρο 82. Ζώνες Ελεγχόμενης Ανάπτυξης

Σε εντός ή εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχές, εφόσον πολεοδομικές ή κυκλοφοριακές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας το απαιτούν (σταθμοί τρένου, μετρό, κυκλοφοριακοί κόμβοι, και αρτηρίες, μεγάλοι χώροι στάθμευσης, βιομηχανικά και βιοτεχνικά πάρκα, κ.λπ.), μπορεί με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από σχετική ενημέρωση ή πρόταση του οικείου δήμου, να καθορίζονται Ζ.Ε.Α. Στις ζώνες αυτές μπορεί, με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατά τη διαδικασία του Τμήματος VI του παρόντος Μέρους, να τροποποιείται το εγκεκριμένο σχέδιο, να ορίζονται χρήσεις γης, όροι και περιορισμοί δόμησης και οποιαδήποτε άλλη απαραίτητη πολεοδομική ρύθμιση για την εξασφάλιση του ελέγχου της περιοχής. Ειδικότερα στις Ζ.Ε.Α. που καθορίζονται κοντά σε μεγάλα συγκοινωνιακά έργα (μεγάλες κυκλοφοριακές αρτηρίες, μεγάλοι κυκλοφοριακοί κόμβοι, σταθμοί μετρό, σήραγγες, ζεύξεις, αεροδρόμια κ.λπ.), καθώς επίσης και σε περιοχές για τη δημιουργία περιαστικού πρασίνου κατ’ εφαρμογή του ρυθμιστικού σχεδίου, επιτρέπεται από τη δημοσίευση των ανωτέρω προεδρικών διαταγμάτων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η αναγκαστική απαλλοτρίωση, λόγω δημόσιας ωφέλειας των ακινήτων που εμπίπτουν στις Ζ.Ε.Α., για τη δημιουργία ειδικών έργων και εγκαταστάσεων τα οποία απαιτούνται για την καλύτερη και αποδοτικότερη εκμετάλλευση και λειτουργία των συγκοινωνιακών αυτών έργων και την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με αυτά, ως και των ακινήτων για τη δημιουργία περιαστικού πρασίνου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 του ν.δ. 3905/1958 (Α΄196) και οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 26 του ν. 1418/1984 (Α΄23). Η αναγκαστική απαλλοτρίωση των χώρων αυτών ενεργείται υπέρ και με δαπάνες του Πράσινου Ταμείου, κηρύσσεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας και διέπεται κατά τα λοιπά από τον Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001, Α΄ 17). Κατά την πολεοδομική ενεργοποίηση περιοχής που έχει καθοριστεί ως Ζ.Ε.Α. για την ανάπτυξή της ως οικιστικής ή ως ζώνης άλλων χρήσεων γης, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτήν υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών, καθώς και με καταβολή χρηματικής εισφοράς στην αντιμετώπιση της δαπάνης για την κατασκευή των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, σύμφωνα με τα άρθρα 139 και 141. Από τις παραπάνω εισφορές αφαιρούνται προηγούμενες καταβληθείσες επιβαρύνσεις των ιδιοκτησιών που εμπίπτουν σε εγκεκριμένα, σύμφωνα με το Τμήμα VI, «γραμμικά» ρυμοτομικά σχέδια. Πράξεις εφαρμογής που έχουν κυρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 144, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, εξακολουθούν να ισχύουν. Κατά το μέρος που έχουν ακυρωθεί διορθώνονται και κυρώνονται εκ νέου, σύμφωνα με το παρόν. Πράξεις εφαρμογής που έχουν κυρωθεί με την εφαρμογή διαφορετικών από τα ανωτέρω, ανασυντάσσονται και κυρώνονται σύμφωνα με το παρόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄: Περιοχές Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης

Άρθρο 83. Εκτάσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης

1. Εδαφική έκταση που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός οικισμών πριν από το 1923, καθώς και εκτός οικισμών μέχρι και δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους, η οποία ανήκει κατά κυριότητα σε ένα ή, εξ αδιαιρέτου, σε περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή ανήκει κατά διαιρετά τμήματα σε ένα ή, εξ αδιαιρέτου, σε περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή και σε φορείς αστικού αναδασμού ή οικοδομικούς συνεταιρισμούς, μπορεί να καθορίζεται ως Περιοχή Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης (Π.Π.Α.Ι.Π.) και να πολεοδομείται με τις εξής προϋποθέσεις:
α) Να προβλέπεται:
αα) ως περιοχή κατάλληλη για την εφαρμογή του μηχανισμού των Π.Π.Α.Ι.Π. ή Π.Ε.Ρ.Π.Ο., στα όρια εγκεκριμένων Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. κατά το άρθρο 4 του ν. 2508/1997 (Α΄124) ή εντός περιοχών Π.Ε.Ρ.Π.Ο., σύμφωνα με τις γενικές κατευθύνσεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 (Α΄124) ή αβ) ως περιοχή κατάλληλη για την εφαρμογή του μηχανισμού των Π.Π.Α.Ι.Π., στα όρια εγκεκριμένων Τ.Π.Σ., ή
αγ) ως περιοχή - πολεοδομική ενότητα - επέκτασης στα όρια εγκεκριμένων Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. μη συμπεριλαμβανομένων των περιοχών επέκτασης οικισμών χωρίς ρυμοτομικό σχέδιο.
β) Να μην εμπίπτει σε περιοχή ειδικού νομικού καθεστώτος όπως δάση, δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους, δημόσιο κτήμα, κοινόχρηστους χώρους αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης, να μην αποτελεί τμήμα γης υψηλής παραγωγικότητας και να μην εμπίπτει σε περιοχές προστασίας, στις οποίες απαγορεύεται η δόμηση, σύμφωνα με τις διατάξεις που τις διέπουν.
γ) Η προς πολεοδόμηση έκταση πρέπει να είναι ενιαία κατά το άρθρο 84 και να έχει ελάχιστη επιφάνεια πενήντα (50) στρεμμάτων.
2. Η περιοχή περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης οριοθετείται και οργανώνεται πολεοδομικά:
α) Προς την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και την αύξηση των οργανωμένων χώρων περιβαλλοντικής προστασίας και αναβάθμισης.
β) Προς εξυπηρέτηση μίας ή περισσότερων κατηγοριών χρήσεων γης κατά τα άρθρα 285, 286, 287, 288, 289 και 290.
3. Το παρόν άρθρο, με εξαίρεση τις περιοχές της υποπερ. αγ΄ της περ. α΄ της παρ. 1 έχει εφαρμογή στο σύνολο της χερσαίας χώρας συμπεριλαμβανομένων των νήσων Κρήτης, Εύβοιας και Ρόδου. Εξαιρούνται οι περιοχές Αττικής και Θεσσαλονίκης, που καταλαμβάνονται από τα αντίστοιχα όρια αρμοδιότητας των προβλεπόμενων Ρυθμιστικών Σχεδίων, με την επιφύλαξη του άρθρου 89.

Άρθρο 84. Ενιαία έκταση - περιοχή περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης

1. Ενιαία θεωρείται η έκταση που δε διακόπτεται από εγκεκριμένες εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές ή κοινοτικές οδούς ή δε διατρέχεται από υδατορέματα, όπως αυτά ορίζονται στον ν. 4258/2014 (Α΄ 94), τα οποία λόγω του μεγέθους τους και της λειτουργίας τους προκύπτει ότι διασπούν το ενιαίο της έκτασης.
2. Δεν συνυπολογίζονται στην επιφάνεια της έκτασης που καθορίζεται ως περιοχή περιβαλλοντικής αναβάθμισης τα υδατορέματα (ζώνη εντός των οριογραμμών), καθώς και οι εκτάσεις που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν για οικιστικούς σκοπούς (δάση, δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές προστασίας). Οι ανωτέρω εξαιρούμενες εκτάσεις παραμένουν ως εκτός σχεδίου περιοχές με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του ν. 4280/2014 (Α΄159).
3. Μη εγκεκριμένες οδοί που περιλαμβάνονται στην εδαφική έκταση που καθορίζεται ως περιοχή περιβαλλοντικής αναβάθμισης, προσμετρούνται στο απαιτούμενο, κατά τον ν. 4280/2014 (Α΄159), ποσοστό κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων. Μπορεί δε να μετατοπίζονται κατά το σχήμα και τη θέση τους, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη, που θα εγκρίνεται με το παρόν κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας τον αρχικό λειτουργικό σκοπό τους και διασφαλίζοντας τη χρήση τρίτων παρακείμενων στην περιοχή, που εξυπηρετούνται από αυτές τις οδούς.
4. Σε περίπτωση που η συνολική επιφάνεια της υπό ρύθμιση έκτασης υπερβαίνει την έκταση των εκατόν πενήντα (150) στρεμμάτων, ακόμη και αν διακόπτεται από επαρχιακές, δημοτικές ή κοινοτικές οδούς ή υδατορέματα, μπορεί να πολεοδομηθεί κατά ξεχωριστές πολεοδομικές ενότητες, εφόσον οι ενότητες αυτές που διαχωρίζονται και τελικώς πολεοδομούνται είναι μεγαλύτερες των είκοσι (20) στρεμμάτων. Η καθεμία από τις ενότητες αυτές πρέπει να έχει οδική πρόσβαση ή να εξασφαλίζεται η σύνδεση της με τις υπόλοιπες ενότητες.
5. Σε περιπτώσεις εκτάσεων ή τμημάτων αυτών σε κλίσεις άνω του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) δεν επιτρέπεται η χάραξη οδικού δικτύου πλάτους άνω των τριών (3) μέτρων κατά μήκος της κλίσης και τα κτίρια κατά την πολεοδομική μελέτη θα πρέπει να προσαρμόζονται με το ανάγλυφο του φυσικού εδάφους.
6. Η προς πολεοδόμηση έκταση να έχει πρόσβαση από υφιστάμενη διαμορφωμένη οδό, η οποία έχει τεθεί σε κοινή χρήση πέραν των είκοσι (20) ετών και έχει πλάτος τουλάχιστον τέσσερα (4) μέτρα. Τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της υφισταμένης οδού μπορεί να διαμορφωθούν σε μέγεθος που εξυπηρετεί τις ανάγκες του νέου οικισμού. Οι αποζημιώσεις των παρόδιων ιδιοκτητών συντελούνται με ευθύνη του οικείου Ο.Τ.Α. και βαρύνουν τον επισπεύδοντα ιδιώτη ή οικοδομικό συνεταιρισμό.

Άρθρο 85. Διαδικασία πολεοδόμησης

1. Η πολεοδόμηση των περιοχών περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης γίνεται με βάση πολεοδομική μελέτη, η οποία εκπονείται με πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α..
2. Για την πολεοδόμηση γενικά των περιοχών περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης απαιτείται για τις περιοχές της παρ. 1 του άρθρου 83 προηγουμένως η χορήγηση της βεβαίωσης του άρθρου 86 από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ότι η συγκεκριμένη έκταση βρίσκεται εντός Π.Π.Α.Ι.Π. και πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου. Το χρονικό διάστημα μεταξύ της ανωτέρω βεβαίωσης και της υποβολής προς έγκριση στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας της πολεοδομικής μελέτης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο της τριετίας. Μετά την τριετία λήγει η ισχύς της βεβαίωσης.
3. Για την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης απαιτείται η γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, η οποία εκδίδεται και κοινοποιείται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που περιέρχεται στο δήμο η σχετική μελέτη. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, εγκρίνεται η πολεοδομική μελέτη χωρίς τη γνώμη του δημοτικού συμβουλίου.
4. Η πολεοδομική μελέτη συνοδεύεται από πολεοδομικό σχέδιο συντασσόμενο σε οριζοντιογραφικό και υψομετρικό τοπογραφικό υπόβαθρο και έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλεως κατά το Τμήμα VI του παρόντος Μέρους. Συντάσσεται, σύμφωνα με ειδικές προδιαγραφές και περιέχει ιδίως:
α) τις χρήσεις γης και τις τυχόν πρόσθετες απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις.
β) τα δίκτυα και έργα υποδομής, τις εκτάσεις περιβαλλοντικής προστασίας που αποδίδονται στο Δημόσιο ή στο δήμο.
γ) τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, οι οποίοι ανέρχονται σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) της συνολικής έκτασης της περιοχής περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης.
δ) τους γενικούς και ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης, οι οποίοι μπορεί να ορίζονται ανά οικοδομικό τετράγωνο ή τμήμα οικοδομικού τετραγώνου, εφόσον αυτό επιβάλλεται από τη διαμόρφωση του εδάφους ή την ανάγκη προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος ή άλλες ειδικές πολεοδομικές ανάγκες.
ε) τον καθοριζόμενο μέσο συντελεστή δόμησης, στο σύνολο των οικοδομήσιμων χώρων της περιοχής περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης, ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,4 για χρήσεις κατοικίας και το 0,6 για όλες τις λοιπές επιτρεπόμενες χρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο μέσος συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον μέσο συντελεστή δόμησης που έχει θεσπιστεί από το αντίστοιχο Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή τον συντελεστή που προβλέπεται από το Τ.Π.Σ. Ο μέγιστος συντελεστής δόμησης ορίζεται από την πολεοδομική μελέτη.
στ) τη μέση πυκνότητα κατοίκησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πενήντα (50) άτομα ανά εκτάριο πολεοδομούμενης έκτασης.
ζ) το ύψος του κτίσματος, το οποίο για χρήση κατοικίας δε θα υπερβαίνει τα 7,50 μ. από το οριστικά διαμορφωμένο έδαφος. Το ύψος της στέγης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,50 μ.
5. Τροποποίηση της πολεοδομικής μελέτης είναι δυνατή χωρίς αύξηση του καθορισθέντος με αυτή μέσου συντελεστή δόμησης και χωρίς μείωση των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων.
6. Στις περιπτώσεις προβλεπόμενων περιοχών - πολεοδομικών ενοτήτων επέκτασης στα όρια Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. η διαδικασία πολεοδόμησης γίνεται σύμφωνα με τους όρους, τους περιορισμούς, τον μέσο συντελεστή και την προβλεπόμενη πυκνότητα που τίθενται από τα εγκεκριμένα σχέδια. Δύνανται κατά τα λοιπά να εφαρμόζονται οι διαδικασίες πολεοδόμησης του παρόντος Κεφαλαίου.

Άρθρο 86. Βεβαίωση καταλληλότητας

1. Για τη χορήγηση της βεβαίωσης καταλληλότητας της έκτασης των Π.Π.Α.Ι.Π. της παρ. 2 του άρθρου 85, οι ενδιαφερόμενοι προσκομίζουν στη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας τα παρακάτω στοιχεία:
α) αποφάσεις ή γνωμοδοτήσεις από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως Εφορείες Κλασσικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Νεωτέρων Μνημείων, περί της ύπαρξης ή μη κηρυγμένων ή και οριοθετημένων αρχαιολογικών χώρων εντός της έκτασης. Οι γνωμοδοτήσεις πρέπει να είναι της τελευταίας πενταετίας και να συνοδεύονται από θεωρημένο τοπογραφικό διάγραμμα κλίμακας 1:500 ή 1:1.000 εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ΄87.
β) πράξη χαρακτηρισμού της έκτασης, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 998/1979 (Α΄289) και πιστοποιητικό τελεσιδικίας αυτής ή απόσπασμα κυρωθέντος δασικού χάρτη κατά τα άρθρα 17 ή 19 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), ή δασολογίου, από τα οποία να προκύπτει ο χαρακτήρας της έκτασης από πλευράς υπαγωγής της στη δασική νομοθεσία.
γ) απόφαση καθορισμού των γραμμών αιγιαλού και παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης, όπου αυτές απαιτούνται, καθώς και ακριβές αντίγραφο του διαγράμματος που συνοδεύει την απόφαση, που εκδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία, καθώς και βεβαίωση από την Κτηματική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών περί ύπαρξης ή μη καταγεγραμμένων δημοσίων κτημάτων. Η βεβαίωση της Κτηματικής Υπηρεσίας παρέχεται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου εντός δύο (2) μηνών. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί εντός της προθεσμίας, η έλλειψή της δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση βεβαίωσης καταλληλότητας. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι κείμενες διατάξεις για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του Δημοσίου ισχύουν σε κάθε περίπτωση.
δ) οριζοντιογραφικό και υψομετρικό τοπογραφικό διάγραμμα σε κλίμακα 1:500 ή 1:1.000 εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ΄87, το οποίο περιλαμβάνει:
δα) κτηματογραφική αποτύπωση με τα όρια και το εμβαδόν τόσο του συνόλου της έκτασης όσο και των διαιρετών τμημάτων που την απαρτίζουν,
δβ) ειδικά γεωμορφολογικά στοιχεία της έκτασης, όπως γεωλογικά ακατάλληλες περιοχές (όπως αυτές τυχόν προσδιορίστηκαν από τα συμπεράσματα της έκθεσης γεωλογικής καταλληλότητας) και κλίσεις εδάφους μεγαλύτερες του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%),
δγ) όρια των εκτάσεων υπό προστασία που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν για οικιστικούς σκοπούς, όπως δάση, δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, κοινόχρηστοι χώροι αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης, αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές προστασίας,
δδ) στοιχεία του Εθνικού Κτηματολογίου (όρια και Κ.Α.Ε.Κ.), εφόσον η έκταση εντάσσεται σε περιοχή λειτουργίας ή σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου.
ε) χάρτη κατάλληλης κλίμακας εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ΄87, με ενδείξεις για τα όρια της δημοτικής ενότητας που βρίσκεται η υπό ρύθμιση έκταση, τα όρια της έκτασης, τις προβλεπόμενες χρήσεις γης της ευρύτερης περιοχής, τις δυνατότητες εξυπηρετήσεων από συγκοινωνιακά δίκτυα, δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτρισμού και τηλεφώνου, καθώς και για τις υφιστάμενες ειδικές χρήσεις γης μέσα στα όρια της έκτασης και σε ακτίνα χιλίων πεντακοσίων (1.500) μέτρων από τα όρια αυτής, όπως δασικές εκτάσεις, γη υψηλής παραγωγικότητας, περιοχές μεταλλευτικής ή λατομικής εκμετάλλευσης, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αρχαιολογικοί χώροι κλπ.
στ) Απόσπασμα χάρτη του τυχόν εγκεκριμένου Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. ή αντίστοιχου επιπέδου σχεδιασμού με σημειωμένα ενδεικτικά τα όρια της προς ανάπτυξη έκτασης.
ζ) πρόταση καθορισμού οριογραμμών των υδατορεμάτων, σύμφωνα με το ν. 4258/2014 (Α΄94), η επικύρωση των οποίων γίνεται στο στάδιο της πολεοδομικής μελέτης. Αν ο τελικός καθορισμός των οριογραμμών ενδέχεται να επιφέρει απώλεια της απαιτούμενης ελάχιστης επιφάνειας των πενήντα (50) στρεμμάτων, η επικύρωση τους γίνεται πριν από τη χορήγηση της βεβαίωσης καταλληλότητας.
η) έκθεση γεωλογικής - γεωτεχνικής καταλληλότητας υπογραφόμενη από δύο (2) ιδιώτες γεωλόγους, οι οποίοι φέρουν την ευθύνη για την έκθεση τους. Η έκθεση γεωλογικής - γεωτεχνικής καταλληλότητας θεωρείται από την υπηρεσία. Η υπηρεσία ή ειδικοί ελεγκτές από μητρώα της υπηρεσίας προβαίνουν σε έλεγχο της σχετικής μελέτης έως την έγκριση της πράξης της πολεοδομικής μελέτης.
θ) έκθεση ελέγχου τίτλων υπογραφόμενη από δύο (2) δικηγόρους, θεωρημένη από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Ο έλεγχος τίτλων αναφέρεται στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα και θεωρείται από την υπηρεσία.
ι) τεχνική έκθεση με τις αιτούμενες χρήσεις γης, καθώς και τα προγραμματικά μεγέθη για την οικιστική ανάπτυξη της έκτασης όπως πυκνότητα - συντελεστές εκμετάλλευσης - δόμησης κλπ., τα οποία θα πρέπει να συσχετίζονται με τα αντίστοιχα προβλεπόμενα από τις κατευθύνσεις του Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή άλλου αντίστοιχου επιπέδου σχεδιασμού.
2. Διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί και είναι σε ισχύ, όπως πράξη χαρακτηρισμού της έκτασης, και για τις οποίες δεν εφαρμόστηκαν οι τρέχουσες τεχνικές προδιαγραφές αποτύπωσης και σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων, όπως τοπογραφικό μη εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ΄87, γίνονται δεκτές προκειμένου να χορηγηθεί η βεβαίωση καταλληλότητας, εφόσον η διαφορά εμβαδού της έκτασης όπως αναγράφεται στη διοικητική πράξη σε σχέση με τη νέα καταμέτρηση στο πρόσφατο τοπογραφικό διάγραμμα έχει απόκλιση μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (±5%).Το τοπογραφικό διάγραμμα της περ. δ΄ της παρ. 1, θεωρείται από την αρμόδια υπηρεσία, και ελέγχεται ως προς το εμβαδόν της έκτασης κατά τα ανωτέρω. Σε περιπτώσεις αλλαγών που επηρεάζουν τα όρια της έκτασης προς πολεοδόμηση δεν απαιτείται εκ νέου η υποβολή αιτήματος αλλά η συμπλήρωση των απαιτούμενων στοιχείων που θα ζητηθούν από την υπηρεσία.
3. Η βεβαίωση καταλληλότητας της παρ. 2 του άρθρου 85, περί πολεοδόμησης περιοχών περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης, μπορεί να χορηγείται για την προσαύξηση σε όμορη περιοχή εμβαδού, μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%), εκτάσεων με εγκεκριμένη Π.Ε.Ρ.Π.Ο., σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 2508/1997 (Α’ 124), αν η έκταση της προσαύξησης εμπίπτει σε περιοχή που είχε προσδιοριστεί από εγκεκριμένο Σχέδιο Γενικών Κατευθύνσεων ως περιοχή αναζήτησης Π.Ε.Ρ.Π.Ο. και της οποίας η καταλληλότητα τεκμηριώνεται με την υποβολή των στοιχείων της παρ. 1.
4.Κατά τη διαδικασία έκδοσης βεβαίωσης καταλληλότητας κατά τις παρ. 1 και 2 , για την εφαρμογή της περ. δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 32 του ν. 4280/2014 (Α΄159), και μόνον για τις περιπτώσεις αναγνώρισης της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί εκτάσεων που κείνται στις περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62 του ν. 998/1979 (Α΄289), όπου η αναγνώριση διενεργείται επί τη βάσει τίτλων ιδιοκτησίας οι οποίοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και έχουν μεταγραφεί, έστω και μεταγενέστερα, κατά τις κείμενες διατάξεις ισχύουν τα εξής:
α) Έως τη σύσταση των επιτροπών του άρθρου 7 του ν. 2308/1995 (Α΄114) η αναγνώριση διενεργείται, μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου που ενσωματώνεται στην αίτηση για την έκδοση της ως άνω βεβαίωσης και περιέχει την έκθεση τίτλων της παρ. 1, από επιτροπή που συστήνεται για αυτόν τον σκοπό με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
β) Η ως άνω επιτροπή αποτελείται από: 1) ένα (1) δικηγόρο της αρμόδιας υπηρεσίας για την έκδοση της βεβαίωσης του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, 2) τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Προστασίας Δασών και 3) έναν υπάλληλο ειδικότητας δασολόγου της Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος.
γ) Οι παραπάνω αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους στην άσκηση των κύριων καθηκόντων τους.

Άρθρο 87. Κοινόχρηστοι, κοινωφελείς, ειδικών χρήσεων χώροι και έργα υποδομής

1. Με την πολεοδομική μελέτη καθορίζονται κοινόχρηστοι, κοινωφελείς και ειδικών χρήσεων χώροι. Ως ειδικών χρήσεων χώροι ορίζονται από αυτούς που προβλέπονται στις κατηγορίες των χρήσεων γης των άρθρων 285, 286 και 287 σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς που θα καθοριστούν από την πολεοδομική μελέτη κατά τις ειδικότερες προδιαγραφές.
2. Από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης οι κοινόχρηστοι, κοινωφελείς χώροι και τυχόν εκτάσεις που αποδίδονται στο δήμο ή στο Δημόσιο θεωρούνται ότι περιέρχονται σε κοινή χρήση είτε γίνεται παραίτηση των, κατά την παρ. 1 του άρθρου 83, προσώπων από την κυριότητα, νομή και κατοχή των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων είτε όχι. Οι ειδικών χρήσεων χώροι μπορούν να παραμένουν στην ιδιοκτησία των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 83.
3. Η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης γίνεται με πρωτοβουλία και ευθύνη των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 83 μετά από τον έλεγχο της αρμόδιας κατά τόπο πολεοδομικής υπηρεσίας κατά τις κείμενες διατάξεις. Αμέσως μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, ο ιδιοκτήτης της έκτασης προβαίνει στην εκτέλεση των έργων διαμόρφωσης του χώρου, καθώς και στην εκτέλεση των έργων υποδομής, όπως αυτά προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη.
4. Διατάξεις που προβλέπουν την υποχρέωση εισφοράς σε γη και σε χρήμα δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις πολεοδόμησης με βάση το παρόν κεφάλαιο.
5. Η δαπάνη της μελέτης κατασκευής και εκτέλεσης των έργων υποδομής της περιοχής περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης βαρύνει τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 83. Για την εκτέλεση των έργων ο βαρυνόμενος μπορεί με σύμβαση έργου που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο να αναθέσει την εκτέλεση σε τρίτο έναντι ανταλλάγματος. Η εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων έργων υποδομής από τους ενδιαφερομένους μπορεί:
α) να ανατεθεί μετά από συμφωνία στους αρμόδιους οργανισμούς, όπως Ο.Τ.Ε., Δ.Ε.Η., Α.Δ.Μ.Η.Ε., Δ.Ε.Σ.Φ.Α., Ε.Υ.Δ.Α.Π. κ.λπ.,
β) να αναληφθεί από τους ενδιαφερομένους μετά από θεώρηση των σχετικών μελετών από τους αρμόδιους οργανισμούς και
γ) να αναληφθεί από τους ενδιαφερομένους με βάση προδιαγραφές που τους παραδίδονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και που έχουν συνταχθεί από τους πιο πάνω οργανισμούς, προκειμένου βάσει αυτών να εκτελεστούν τα αντίστοιχα έργα υποδομής.
6. Η προθεσμία της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 4030/ 2011 (Α΄ 249) παρατείνεται κατά πέντε (5) έτη.
7. Η προς τρίτους μεταβίβαση της κυριότητας οικοδομήσιμων ή μη τμημάτων γηπέδων ή κτιρίων ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας μέσα στις οικείες εκτάσεις της περιοχής περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης επιτρέπεται μόνο μετά από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης. Στα συμβολαιογραφικά έγγραφα μεταβίβασης επί ποινή ακυρότητας γίνεται ειδική μνεία για:
α) τους υπόχρεους ολοκλήρωσης των έργων υποδομής, β) τους υπόχρεους παροχής εγγύησης, γ) την απαγόρευση ανοικοδόμησης πριν την ολοκλήρωση των βασικών κοινόχρηστων έργων υποδομής, όπως οδικά δίκτυα, δίκτυα ύδρευσης - αποχέτευσης - ηλεκτρικής ενέργειας, βιολογικοί καθαρισμοί και δ) προβλεπόμενα εργολαβικά ανταλλάγματα.
8. Η ολοκλήρωση των έργων πιστοποιείται με απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης, αφού ληφθεί υπόψη η έκθεση της αρμόδιας διεύθυνσης της περιφέρειας, η οποία στηρίζεται στο πόρισμα πέντε (5) ελεγκτών δόμησης που ορίζονται μετά από κλήρωση. Έως τον ορισμό των ελεγκτών δόμησης η εισήγηση της αρμόδιας διεύθυνσης γίνεται μετά από έκθεση επιτροπής που αποτελείται από τρεις (3) τεχνικούς υπαλλήλους της περιφέρειας που συγκροτείται με απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης.
9. Η μελλοντική υποχρέωση έκδοσης διαπιστωτικής απόφασης του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης κατά την παρ. 8 αναφέρεται υποχρεωτικά στο σχετικό συμβόλαιο μεταβίβασης.
10. Σε κάθε στάδιο έγκρισης των έργων υποδομής και ανωδομής, καθώς και των απαραίτητων έργων για τη διαμόρφωση και λειτουργία του υπό ίδρυση οικισμού θα πρέπει να έχουν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι κατά το άρθρο 9 του ν. 4014/2011 (Α΄209) καθώς και την παρ. 10 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου.
11. Στους παραβάτες του παρόντος άρθρου και ειδικότερα στους δικαιοπρακτούντες, στους συντάσσοντες τεχνικά σχέδια, στους μεσίτες, στους συμβολαιογράφους που συντάσσουν συμβόλαιο κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, στους δικηγόρους που παρίστανται και στους υποθηκοφύλακες ή προϊσταμένους κτηματολογικών γραφείων που μεταγράφουν ή καταχωρούν αντίστοιχα τέτοια συμβόλαια, επιβάλλεται διοικητική ποινή προστίμου υπέρ του Πράσινου Ταμείου. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται το αρμόδιο όργανο για την επιβολή του προστίμου, το ύψος του προστίμου και τα κριτήρια επιβολής.
12. Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η έκδοση άδειας δόμησης πριν από την ολοκλήρωση των έργων υποδομής κατά τα ανωτέρω.
13. Σε περίπτωση εκτάσεων επιφάνειας μεγαλύτερης ή ίσης των εκατό (100) στρεμμάτων, είναι δυνατόν να προβλέπεται στην οικεία πολεοδομική μελέτη και να αναφέρεται στη σχετική πράξη έγκρισής της ο χρόνος ολοκλήρωσης των βασικών κοινόχρηστων έργων υποδομής κατά φάσεις, που αντιστοιχούν σε τμήματα έκτασης επιφάνειας ίσης ή μεγαλύτερης των πενήντα (50) στρεμμάτων το καθένα.

Άρθρο 88. Ειδική εισφορά για δράσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης

1. Για την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες της εδαφικής έκτασης που πολεοδομείται η υποχρέωση να καταβάλουν στο Πράσινο Ταμείο ειδική χρηματική εισφορά που ανέρχεται σε τετρακόσια ευρώ ανά στρέμμα (400 ευρω/ στρ.) οικοδομήσιμης έκτασης και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, κατά την παρ. 2.
2. Το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου της ειδικής χρηματικής εισφοράς καταβάλλεται από τον αιτούντα στο Πράσινο Ταμείο πριν από την υπογραφή από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας του σχεδίου προεδρικού διατάγματος έγκρισης πολεοδομικής μελέτης. Ομοίως, πριν από την έγκριση υλοποίησης των έργων υποδομής κατατίθεται από τον αιτούντα στο Πράσινο Ταμείο εγγυητική επιστολή μίας από τις αναγνωρισμένες τράπεζες της χώρας ίση με το υπόλοιπο ογδόντα τοις εκατό (80%) της εισφοράς. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται το αργότερο εντός διετίας στο Πράσινο Ταμείο για την επιστροφή της εγγυητικής επιστολής. Σε διαφορετική περίπτωση μετά την πάροδο της διετίας, η εγγυητική επιστολή καταπίπτει οριστικά υπέρ του Πράσινου Ταμείου.
3. Σε περίπτωση μη έκδοσης προεδρικού διατάγματος έγκρισης πολεοδομικής μελέτης, το σύνολο του ποσού επιστρέφεται στον αιτούντα από το Πράσινο Ταμείο εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την αρνητική γνωμοδότηση και μετά από σχετικό αίτημα.

Άρθρο 89. Ειδικές Περιπτώσεις Εκτάσεων Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης - Διαδικασία πολεοδόμησης

1. Εντός των περιοχών Αττικής και Θεσσαλονίκης, που εμπίπτουν εντός Ρυθμιστικών Σχεδίων, δύνανται να καθορίζονται Ειδικές Περιοχές Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ιδιωτικής Πολεοδόμησης (Ε.Π.Π.Α.Ι.Π.) με τις προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων. Για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος έγκρισης στα σχετικά διαγράμματα αποτυπώνονται το σύνολο των εκτάσεων της υπό ρύθμιση περιοχής, δηλαδή οι εκτάσεις που αποδίδονται στο Δημόσιο ως προστατευόμενες περιοχές, οι εκτάσεις που διέπονται από ειδικό καθεστώς προστασίας και παραμένουν ως εκτός σχεδίου αδόμητες περιοχές και οι εκτάσεις που τελικώς πολεοδομούνται. Τα στοιχεία του άρθρου 86 αναφέρονται στο σύνολο της υπό ρύθμιση έκτασης.
α) Η συνολική υπό ρύθμιση έκταση πρέπει να έχει εμβαδόν τουλάχιστον εκατό (100) στρέμματα και να επιτρέπεται η οικιστική ανάπτυξη από τα υπερκείμενα επίπεδα σχεδιασμού, ως γενική κατεύθυνση οικιστικών αναπτύξεων και οργανωμένης δόμησης. Σε κάθε περίπτωση η προς πολεοδόμηση έκταση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τριακόσια (300) στρέμματα. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών και εγκεκριμένων ζωνών αστικών αναδασμών εντός των περιοχών Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας και Θεσσαλονίκης, που αποκτήθηκαν πριν από την ισχύ των αντίστοιχων ν. 1515/1985 (Α΄18) και ν. 1561/1985 (Α΄148), δεν ισχύει το ανώτερο όριο επί της πολεοδομούμενης έκτασης. Με την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης και την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος μπορεί να τροποποιούνται όροι και προβλέψεις του υπερκείμενου επιπέδου σχεδιασμού (Γ.Π.Σ., Ζ.Ο.Ε., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. κ.λπ.) μετά από ειδική αιτιολόγηση.
β) Ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της υπό ρύθμιση έκτασης αποδίδεται κατά κυριότητα στο Δημόσιο. Η αποδιδόμενη έκταση επιβάλλεται να είναι είτε ενιαία είτε διαιρετή σε τμήματα επιφάνειας ίσης ή μεγαλύτερης των δέκα (10) στρεμμάτων το καθένα. Η έκταση αυτή χαρακτηρίζεται ως προστατευόμενη περιοχή - περιαστικό πάρκο και η διαχείριση της ανατίθεται στις υπηρεσίες του Δημοσίου και των οικείων Ο.Τ.Α. κατά τις κείμενες διατάξεις αναλόγως του χαρακτήρα προστασίας. Σε αυτή την περίπτωση ποσοστό μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) των απαιτούμενων κοινωφελών και κοινοχρήστων χώρων, της τελικής πολεοδομούμενης έκτασης, κατά το παρόν κεφάλαιο, δύναται να χωροθετείται εντός της αποδιδόμενης στο Δημόσιο έκτασης, υπό την προϋπόθεση ότι οι προτεινόμενες χρήσεις δεν απαγορεύονται από τις ειδικότερες διατάξεις προστασίας που ισχύουν για την έκταση και χωρίς να διασπούν το ενιαίο των κατ’ ελάχιστον δέκα (10) στρεμμάτων έκτασης. Ειδικά στις περιπτώσεις εκτάσεων που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία επιτρέπεται μόνον η χωροθέτηση κοινοχρήστων χώρων πρασίνου - πάρκων και αλσών με τις χρήσεις που επιτρέπονται από τη δασική νομοθεσία.
2. Εκτός των ανωτέρω και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 84, σε περίπτωση που τμήμα της συνολικής υπό ρύθμιση έκτασης εμπίπτει σε προστατευόμενη από τις κείμενες διατάξεις περιοχή (δάσος, δασική ή αναδασωτέα έκταση, αρχαιολογικός χώρος) ή αποτελεί τμήμα γης υψηλής παραγωγικότητας ή εμπίπτει σε περιοχές προστασίας, η διαδικασία της ρύθμισης επιτρέπεται μόνον υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) της υπό προστασία ιδιωτικής έκτασης αποδίδεται κατά κυριότητα στο Δημόσιο και τίθεται στην αρμοδιότητα και τη διαχείριση των αρμόδιων υπηρεσιών, ως προστατευόμενη περιοχή κατά τις κείμενες διατάξεις. Η αποδιδόμενη έκταση επιβάλλεται να είναι είτε ενιαία είτε διαιρετή σε τμήματα επιφάνειας ίσης ή μεγαλύτερης των δέκα (10) στρεμμάτων έκαστο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία και η διαχείριση των εκτάσεων αυτών. Το ποσοστό αυτό συνυπολογίζεται σε κάθε περίπτωση για την εφαρμογή της περ. β΄ της παρ. 1. Υπόλοιπο ποσοστό της υπό προστασία ιδιωτικής έκτασης παραμένει στην ιδιοκτησία των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 83 ως εκτός σχεδίου. Εκτάσεις οικοδομικών συνεταιρισμών που έχουν αποδοθεί σε κοινή χρήση κατά το παρελθόν δυνάμει άλλων διατάξεων προσμετρούνται για τον υπολογισμό του ποσοστού κατά την παρούσα.
β) Ειδικά, στην περίπτωση δασικών και αναδασωτέων κηρυγμένων εκτάσεων απαιτούνται έργα αποκατάστασης και αναβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, όπως η αναδάσωση και δάσωση κατά το ν. 998/1979 (Α΄289) και η υποβολή διαχειριστικού σχεδίου προστασίας, συντήρησης και διαχείρισης των εκτάσεων αυτών που αποδίδονται στο Δημόσιο με ευθύνη των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 83 πριν από την υλοποίηση των υπολοίπων έργων υποδομής κατά το παρόν Κεφάλαιο. Για την ολοκλήρωση των συγκεκριμένων έργων υποδομής εκδίδεται ειδικώς διαπιστωτική απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης μετά από εισήγηση τριμελούς επιτροπής η οποία συγκροτείται από το γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης και αποτελείται από:
βα) ένα δασολόγο της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας,
ββ) ένα δασολόγο μέλος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩ.Τ.Ε.Ε.),
βγ) ένα γεωπόνο μέλος του ΓΕΩ.Τ.Ε.Ε.
Μετά από την έκδοση της διαπιστωτικής απόφασης αρμόδιος φορέας για την παρακολούθηση του σχεδίου διαχείρισης και την προστασία της περιοχής που δασώθηκε ορίζεται ο αρμόδιος φορέας διαχείρισης της περιοχής, εφόσον υφίσταται, ή διαφορετικά η οικεία δασική υπηρεσία.
γ) Οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου που αποδίδονται σε κοινή χρήση, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη, πέραν των εκτάσεων που αποδίδονται στο Δημόσιο, καταγράφονται ως περιοχές περιβαλλοντικής αναβάθμισης και τίθενται σε ειδικό καθεστώς προστασίας με ευθύνη του οικείου δήμου. Ο δήμος δύναται να αναθέτει τη διαχείριση και την προστασία των περιοχών αυτών στον αρμόδιο φορέα διαχείρισης της περιοχής, εφόσον υφίσταται, ή διαφορετικά στην οικεία δασική υπηρεσία.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τμήματα των εκτάσεων που αποδίδονται στο Δημόσιο κατά τα ανωτέρω μπορεί να ανταλλάσσονται με τμήματα πολεοδομούμενης έκτασης, σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες με σκοπό την πολεοδόμηση, εφόσον προκύπτει η αναγκαιότητα από τη μορφολογία και τη φυσιογνωμία της περιοχής.
4. Σε περιπτώσεις Ζ.Α.Α., ολόκληρη η προστατευόμενη περιοχή, που περιέχεται εντός των ορίων της Ζώνης, αποδίδεται στο Δημόσιο για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Εφόσον τα τμήματα που αποδίδονται στο Δημόσιο καταλαμβάνουν ποσοστό άνω του εξήντα τοις εκατό (60%) της συνολικής έκτασης, των τελικώς πολεοδομούμενων εκτάσεων μετά από γνωμοδότηση του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. ο μέσος συντελεστής πυκνότητας και δόμησης δύναται να αυξάνεται κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), εφόσον δεν υπερβαίνει το συντελεστή που τυχόν έχει οριστεί από Γ.Π.Σ. ή σχέδιο αντίστοιχου επιπέδου.
5. Οι ειδικές περιπτώσεις εκτάσεων περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης πολεοδομούνται με τη διαδικασία του άρθρου 85, χωρίς να εφαρμόζεται το άρθρο 88. Εφόσον η τελικώς πολεοδομούμενη έκταση είναι μικρότερη του είκοσι τοις εκατό (20%) της συνολικής υπό ρύθμιση έκτασης ο μέσος συντελεστής πυκνότητας και δόμησης δύναται να αυξάνεται έως 0.5.

Άρθρο 90. Ζώνες αστικού αναδασμού

1. Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται και επί εκτάσεων για τις οποίες έχει εγκριθεί με προεδρικό διάταγμα ο καθορισμός Ζ.Α.Α. κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 10 του ν. 1337/1983 (Α΄33), καθώς και ο φορέας διενέργειας. Ως περιοχή περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης στην περίπτωση αυτή νοείται το σύνολο της έκτασης η οποία έχει εγκριθεί κατά τα ανωτέρω ως Ζ.Α.Α.
2. Ως προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας κατά το παρόν Κεφάλαιο μπορεί να απαιτηθεί η συνένωση οικοδομικών συνεταιρισμών ή η συμμετοχή ιδιοκτητών άλλων ιδιοκτησιών σε υφιστάμενους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, εφόσον με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται σωστότερη πολεοδομική οργάνωση ή, εφόσον κρίνεται αναγκαίο στο πλαίσιο της γενικότερης στεγαστικής και οικιστικής πολιτικής κατά την παρ. 3.
3. Η συμμετοχή ιδιοκτητών άλλων ιδιοκτησιών ή η συνένωση οικοδομικών συνεταιρισμών επιβάλλεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών:
α) όταν η έκταση ενός ή και περισσότερων οικοδομικών συνεταιρισμών γειτνιάζει με περιοχές με μεγάλη κατάτμηση γης ή περιοχές αυθαιρέτων ή με περιοχές κατοικίας που χρειάζονται ανάπλαση, πολεοδομική ανασυγκρότηση και γενικά αναμόρφωση ή με εκτάσεις δημόσιες ή δημοτικές.
β) όταν ιδιοκτησίες τρίτων παρεμβάλλονται στην έκταση οικοδομικού συνεταιρισμού ιδιοκτητών γης και αντιπροσωπεύουν επιφάνεια έως τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της συνολικής επιφάνειας της προτεινόμενης για ανάπλαση περιοχής.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζεται η διαδικασία συνένωσης των οικοπέδων, η διαδικασία μεταφοράς συντελεστή δόμησης ή ανταλλαγής εκτάσεων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα ορισμού και εκπροσώπησης του φορέα διενέργειας Ζ.Α.Α. Σε κάθε περίπτωση δεν απαιτείται εκ νέου η κτηματογράφηση της περιοχής και λαμβάνονται υπόψη οι εγγραφές του Εθνικού Κτηματολογίου.
5. Το αίτημα για την έναρξη της διαδικασίας υποβάλλεται στον αρμόδιο Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας από το φορέα διενέργειας της Ζ.Α.Α. και, εφόσον αυτός δεν υφίσταται, από την απλή πλειοψηφία των καταχωρηθέντων ως δικαιούχων εγγραπτέων δικαιωμάτων κυριότητας στα στοιχεία του κτηματολογίου των πρώτων εγγραφών, εφόσον έχει περαιωθεί η κτηματογράφηση ή από την πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) στους προσωρινούς κτηματολογικούς πίνακες και τα διαγράμματα, αν έχει γίνει ανάρτηση κατά τις ειδικότερες διατάξεις περί Εθνικού Κτηματολογίου και δεν έχουν οριστικοποιηθεί οι πρώτες εγγραφές.
6. Η πολεοδομική μελέτη της περιοχής συντάσσεται είτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αν η διαδικασία εκτελείται από το Δημόσιο, είτε από τον φορέα στον οποίο ανατέθηκε η σύνταξή της, και υποβάλλεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης του συνεταιρισμού, η οποία συγκαλείται ειδικά για τον σκοπό αυτόν. Η μελέτη αυτή εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.
7. Η μελέτη της παρ. 6 στηρίζεται στην κτηματογράφηση κατά τις διατάξεις του Εθνικού Κτηματολογίου και περιέχει:
α) τις ειδικές χρήσεις γης και τους πρόσθετους περιορισμούς, απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις που αναφέρονται σε καθεμία από τις χρήσεις αυτές,
β) τα βασικά έργα υποδομής και τους προβλεπόμενους κοινόχρηστους χώρους κάθε είδους (οδούς, πλατείες, κοινόχρηστους κήπους και άλση, πρασιές και άλλους κοινόχρηστους χώρους που είναι αναγκαίοι για κοινωφελείς σκοπούς),
γ) τα δημόσια, δημοτικά και θρησκευτικά κτίρια και εγκαταστάσεις που προβλέπονται μέσα στη ζώνη,
δ) τους οικοδομήσιμους χώρους,
ε) τους όρους και περιορισμούς δόμησης,
στ) πρόσθετους όρους που αναφέρονται στα χρησιμοποιούμενα δομικά υλικά, τον τρόπο κατασκευής και την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων και γενικά την αισθητική διαμόρφωση όλου του χώρου, τα ελάχιστα όρια μεγέθους των οικοδομών, τον τρόπο διαμόρφωσης και χρήσης των ακάλυπτων χώρων των οικοπέδων και τις συναφείς με αυτούς υποχρεώσεις,
ζ) τον προϋπολογισμό των έργων που απαιτούνται,
η) τον χρόνο ή τις χρονικές φάσεις εκτέλεσης των έργων του αναδασμού και τον τρόπο ή τους τρόπους παραχώρησης των νέων ιδιοκτησιών και υπολογισμού της αξίας αυτών,
θ) τη λήψη ειδικών μέτρων για την αντιμετώπιση ιδιαίτερων προβλημάτων κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης προσώπων που χρειάζονται ιδιαίτερη μέριμνα καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του αναδασμού.
8. Στην περίπτωση που στις παλιές ιδιοκτησίες υπάρχουν κτίσματα ή άλλες εγκαταστάσεις, με την πολεοδομική μελέτη καθορίζεται η διατήρηση και η χρήση αυτών, διαφορετικά, αν χαρακτηριστούν κατεδαφιστέες, αποζημιώνεται ο ιδιοκτήτης για την αξία αυτών. Σε περίπτωση διατήρησης τους η ιδιοκτησία που προκύπτει μετά τη διαδικασία πολεοδόμησης, στην οποία βρίσκονται τα παραπάνω κτίσματα, περιέρχεται κατά προτίμηση στον αρχικό ιδιοκτήτη.
9. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 89, σε Ζ.Α.Α., για τις αποδιδόμενες στο Δημόσιο εκτάσεις, αναλογούν δικαιώματα δόμησης επί της τελικώς πολεοδομούμενης έκτασης. Για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων αυτών λαμβάνονται υπόψη:
α) το είδος της προστατευόμενης περιοχής και ο βαθμός προστασίας,
β) ο ειδικότερος χαρακτήρας της έκτασης,
γ) η αξία της έκτασης.
Ειδικότερα:
i) Για εκτάσεις απόλυτης προστασίας όπου απαγορεύεται η δόμηση, όπως δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, καθώς και κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους αναλογούν δικαιώματα δόμησης επί ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) της πολεοδομούμενης έκτασης που αποδίδεται.
ii) Για εκτάσεις όπου επιτρέπονται περιορισμένες χρήσεις, όπως προστασία ορεινών όγκων, ζώνες Β αρχαιολογικής προστασίας, αναλογούν δικαιώματα δόμησης επί ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) της πολεοδομούμενης έκτασης.
10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία προσδιορισμού της αξίας των συνεισφερόμενων ακινήτων, καθώς και των τελικών παραχωρουμένων ακινήτων. Αμφισβητήσεις του ύψους της αξίας που καθορίζεται επιλύονται δικαστικά μετά την εκτέλεση του αναδασμού και την παραχώρηση του νέου ακινήτου στον ιδιοκτήτη που αμφισβητεί τον προσδιορισμό και μόνο για τη διαφορά της αξίας του αρχικού ακινήτου από την αξία του ακινήτου που παραχωρείται. Η παραχώρηση των νέων ακινήτων στους αναγνωριζόμενους ως κυρίους των ιδιοκτησιών που έχουν υπαχθεί στον αναδασμό, γίνεται αφού ληφθεί υπόψη και η πολεοδομική μελέτη. Λαμβάνονται ακόμα υπόψη:
α) αρχικά και, εφόσον αυτό είναι τεχνικά εφικτό ο συσχετισμός των παλαιών και νέων ιδιοκτησιών,
β) ο συσχετισμός της αξίας κάθε ακινήτου, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τον χρόνο της παραχώρησης μετά την εκτέλεση των έργων της πολεοδομικής μελέτης και της αξίας του ακινήτου ή των ακινήτων με τα οποία κάθε ιδιοκτήτης συμμετέχει στον αναδασμό,
Τέλος, τα νέα παραχωρούμενα ακίνητα στους κυρίους των ιδιοκτησιών που υπήχθησαν στον αναδασμό, μπορεί να ορίζονται με κλήρωση.
11. Η παραχώρηση των νέων ακινήτων σε όσους συμμετέχουν στον αναδασμό μπορεί να γίνεται και τμηματικά κατά φάσεις που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη ανάλογα με την πορεία των εργασιών εφαρμογής αυτής. Σε κάθε ιδιοκτήτη παραχωρείται ακίνητο του οποίου η αξία πρέπει να είναι ίση προς την αξία της ιδιοκτησίας που συνεισέφερε. Τυχόν ανατίμηση της αξίας της γης υπολογίζεται συνολικά στη ζώνη ή σε κάθε τμήμα και ωφελεί συμμέτρως όλους τους ιδιοκτήτες της ζώνης ή του οικείου τμήματος. Στην περίπτωση αυτή η αξία όλων των οικοπέδων που παραχωρούνται, πρέπει να είναι ανώτερη της αξίας των ακινήτων που συνεισφέρθηκαν κατά το παραπάνω ποσοστό. Είναι δυνατή και η παραχώρηση περισσότερων άρτιων οικοπέδων των οποίων η συνολική αξία αντιστοιχεί προς τη συνολική αξία των συνεισφερόμενων ακινήτων του ίδιου ιδιοκτήτη. Εφόσον στους χώρους που προορίζονται για διανομή περιλαμβάνονται οικόπεδα στα οποία υπάρχουν οικοδομές, αυτά παραχωρούνται μαζί με τις οικοδομές κατά προτίμηση στους αρχικούς ιδιοκτήτες και μέχρι να καλυφθεί το ύψος της αξίας των ακινήτων που συνεισφέρονται. Πάντως επιτρέπεται η σύσταση διαιρεμένης κατά ορόφους συνιδιοκτησίας μεταξύ περισσότερων ιδιοκτητών. Σε όσες περιπτώσεις κατά την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης δεν είναι δυνατή η παραχώρηση άρτιου οικοπέδου σε μέλος του συνεταιρισμού εν όψει της μικρής έκτασης και αξίας του οικοπέδου που αυτός συνεισφέρει επιτρέπεται να γίνουν τα παρακάτω:
α) Περισσότεροι ιδιοκτήτες στους οποίους δεν μπορεί να παραχωρηθεί άρτιο οικόπεδο συνενώνονται υποχρεωτικά σε συνιδιοκτησία άρτιου οικοπέδου το οποίο έχει αξία ίση με την αξία του συνόλου των μερικότερων ακινήτων. Στους συνιδιοκτήτες αυτούς μπορεί να προστίθενται και άλλοι ιδιοκτήτες που έχουν ήδη λάβει άρτιο οικόπεδο μικρότερης αξίας από τη συνεταιρική τους μερίδα ώστε να γίνουν κύριοι ποσοστού αξίας ίσης με το ενεργητικό υπόλοιπο που παραμένει.
β) Στους ιδιοκτήτες ακινήτων των οποίων η αξία δεν επιτρέπει την παραχώρηση άρτιου οικοπέδου δίνεται ως αντιπαροχή τμήμα ιδιοκτησίας κατά όροφο σε οικοδομή που ήδη υπάρχει στη ζώνη του αναδασμού ή που ανεγείρεται από τον οικοδομικό συνεταιρισμό για τον σκοπό αυτόν.
γ) Μικρές ιδιοκτησίες ή ιδανικά μερίδια σε ιδιοκτησίες που βρίσκονται στη ζώνη του αναδασμού για τα οποία κρίνεται από το Δημόσιο ή το διοικητικό συμβούλιο του συνεταιρισμού, ότι λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου μεγέθους της έκτασης ή του ποσοστού αντίστοιχα, δεν είναι δυνατόν να δοθεί άρτιο οικόπεδο ή να συνενωθούν αυτά με άλλα ή να παραχωρηθεί με αντιπαροχή τμήμα ιδιοκτησίας κατά όροφο, περιέχονται στην κυριότητα του Δημοσίου ή του συνεταιρισμού είτε με ελεύθερη αγορά είτε με απαλλοτρίωση υπέρ αυτών. Η απαλλοτρίωση αυτή που θεωρείται ότι εξυπηρετεί σκοπό κοινής ωφέλειας, δηλαδή την αρτιότερη πολεοδομική διαμόρφωση της Ζ.Α.Α. και τη δόμηση σε αυτή, κηρύσσεται με απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.
12. Για την παραχώρηση στους καθοριζόμενους δικαιούχους των νέων ακινήτων, όπως αυτά διαμορφώνονται με την προβλεπόμενη πολεοδομική μελέτη, σύμφωνα με την παρ. 11, συντάσσεται μελέτη διανομής των παραχωρούμενων ιδιοκτησιών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τις πράξεις εφαρμογής. Η εν λόγω μελέτη συντάσσεται από το φορέα του αστικού αναδασμού ή κατ’ ανάθεση αυτού, κυρώνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας και μεταγράφεται κατά τις κείμενες διατάξεις. Για κάθε νέα ιδιοκτησία εκδίδεται παραχωρητήριο από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας το οποίο αποτελεί τον τίτλο ιδιοκτησίας του νέου ή των νέων ακινήτων και μεταγράφεται με αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον. Για τον τύπο του παραχωρητηρίου και τη διαδικασία έκδοσης, εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, το π.δ. 66/1995 (Α΄ 47).
13. Από το χρόνο της μεταγραφής του παραχωρητηρίου, αυτός προς τον οποίο έγινε η παραχώρηση του νέου ακινήτου χάνει κάθε δικαίωμα στο ακίνητο ή στα ακίνητα που εισέφερε στον αναδασμό και αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα στο ακίνητο που του παραχωρείται, δικαιούμενος να αποκτήσει τη νομή του. Αν το νέο ακίνητο κατέχεται από τρίτο, αυτός προς τον οποίο γίνεται η παραχώρηση δικαιούται να αξιώσει την παράδοση σε αυτόν με τη διαδικασία των άρθρων 733 και 734 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
14. Αν το ακίνητο που εισφέρεται διεκδικείται από τον τρίτο, μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου ή την ενημέρωση του Κτηματολογίου αντικείμενο της δίκης καθίσταται το νέο ακίνητο. Σε περίπτωση διεκδίκησης τμήματος ή ιδανικού μεριδίου του ακινήτου που εισφέρεται, αντικείμενο της δίκης μετά την παραπάνω μεταγραφή καθίσταται η αξία αυτού με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 1097 έως 1099 του Αστικού Κώδικα. Αυτός που διεκδικεί όμως δικαιούται στην πρώτη μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου διαδικαστική πράξη ή αλλιώς με εξώδικη δήλωσή του που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή εντός ενός (1) εξαμήνου από τη μεταγραφή να δηλώσει ότι εμμένει στη διεκδίκηση τμήματος ή ιδανικού μεριδίου αυτούσιου, εκτός αν η άσκηση της ευχέρειας αυτής θα οδηγούσε στη δημιουργία μη άρτιων οικοπέδων ή αν είναι ασυμβίβαστη προς την πολεοδομική μελέτη ή αν γίνεται καταχρηστικά. Τα δύο προηγούμενα εδάφια εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση διεκδίκησης ενός από περισσότερα ακίνητα που εισφέρθηκαν για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο.
15. Πραγματικές δουλείες που υπάρχουν μεταξύ ακινήτων από τα οποία το ένα τουλάχιστον περιλαμβάνεται στον αναδασμό αποσβένονται. Προσωπικές δουλείες στο εισφερόμενο ακίνητο, μνημονεύονται στο παραχωρητήριο, αντικείμενο δε αυτών μετά τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου ή την ενημέρωση του Κτηματολογίου καθίσταται το νέο ακίνητο. Αν η δουλεία εκτεινόταν σε τμήμα του εισφερόμενου ακινήτου ή σε ιδανικό μερίδιο αυτού ή σε ένα από περισσότερα εισφερόμενα ακίνητα για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο, περιορίζεται σε ανάλογο ιδανικό μερίδιο αυτού. Υποθήκη ή προσημείωση στο εισφερόμενο ακίνητο αναφέρεται στο παραχωρητήριο και από τη μεταγραφή του αντικείμενο της υποθήκης ή της προσημείωσης καθίσταται το νέο ακίνητο. Για τη μεταβολή αυτή γίνεται σημείωση στα βιβλία υποθηκών, σύμφωνα με το άρθρο 1313 του Αστικού Κώδικα. Υποθήκη που έχει εγγραφεί σε ένα από τα περισσότερα εισφερόμενα ακίνητα, για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο, εκτείνεται σε ολόκληρο αυτό. Υποθήκη που έχει εγγραφεί στο εισφερόμενο ακίνητο για το οποίο παραχωρήθηκαν περισσότερα νέα ακίνητα, εκτείνεται σε όλα αυτά με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 1270 του Αστικού Κώδικα ακόμα και αν η υποθήκη είχε παραχωρηθεί με ιδιωτική βούληση. Σε περίπτωση που έχουν εγγραφεί περισσότερες από μία υποθήκες σε διάφορα εισερχόμενα ακίνητα για τα οποία παραχωρήθηκε ενιαίο νέο ακίνητο, καθεμία από τις υποθήκες αυτές περιορίζεται σε ιδανικό μερίδιο του νέου ακινήτου ανάλογα με την αξία του ακινήτου που βαρύνεται. Συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στο εισφερόμενο ακίνητο αναφέρεται στο παραχωρητήριο και από τη μεταγραφή αυτού ή την ενημέρωση του Κτηματολογίου αντικείμενό της γίνεται το νέο ακίνητο που παραχωρήθηκε. Τα τρία τελευταία εδάφια της παρ. 14 εφαρμόζονται ανάλογα. Για την επίσπευση του πλειστηριασμού εκδίδεται πάντοτε νέο πρόγραμμα και οι σχετικές προθεσμίες αρχίζουν από την παραπάνω μεταγραφή.
16. Η ανωτέρω διαδικασία παραχώρησης είναι δυνατόν να διεξαχθεί και μέσω της τράπεζας γης του άρθρου 124. Όπου στις διατάξεις του παρόντος απαιτείται μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο, νοείται και η απαιτούμενη καταχώριση στα κτηματολογικά βιβλία όπου λειτουργούν κτηματολογικά γραφεία.

Άρθρο 91. Ειδικές διατάξεις πολεοδόμησης

1. Βάρη ή υποθήκες ή διεκδικήσεις δεν αποτελούν κώλυμα για την πρόοδο της διαδικασίας εκτός των περιπτώσεων διεκδίκησης εκτάσεων από το Δημόσιο και σε κάθε περίπτωση πριν από την τελική έγκριση απαιτείται η εκ νέου προσκόμιση όλων των απαραίτητων στοιχείων που αποδεικνύουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 83.
2. Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται και σε υφιστάμενους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, που είναι νομείς εκτάσεως, στην οποία οργανώνονται περιοχές περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης και πολεοδομούνται τμήματα αυτής, δυνάμει συμβολαιογραφικών προσυμφώνων σε ισχύ και σχετικών εξοφλητικών αποδείξεων, από τη σύνταξη των οποίων έως τις 08.08.2014 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4280/2014, Α΄ 159) έχει παρέλθει η εικοσαετής κτητική παραγραφή. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας πολεοδόμησης είναι η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας με συμβολαιογραφική πράξη ή αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
3. Οι περιορισμοί για το ενιαίο και την ελάχιστη επιφάνεια της έκτασης κατά το άρθρο 84, δεν εφαρμόζονται επί υφιστάμενων οικοδομικών συνεταιρισμών, οι εκτάσεις των οποίων περιλαμβάνονται εντός ορίων εγκεκριμένων Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. και αποτελούν τμήμα ή τμήματα πολεοδομικής ενότητας του σχεδίου αυτού, εφόσον τα τμήματα που διακόπτονται είναι μεγαλύτερα των δέκα (10) στρεμμάτων.
4. Εκτάσεις οικοδομικών συνεταιρισμών ή ιδιωτών, σε περιοχές όπου δεν έχει εγκριθεί Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ., εντάσσονται στις διαδικασίες του παρόντος Κεφαλαίου και πολεοδομούνται με τη διαδικασία ιδιωτικής πολεοδόμησης, εφόσον εμπίπτουν σε εγκεκριμένη κατά το άρθρο 274 Ζ.Ο.Ε., όπου επιτρέπεται η πολεοδόμηση και κατ’ εξαίρεση των χωρικών περιορισμών του άρθρου 83. Σε αυτή την περίπτωση εγκρίσεις των αρμόδιων υπηρεσιών και βεβαιώσεις που έχουν εκδοθεί την τελευταία δεκαετία δεν απαιτείται να εκδοθούν εκ νέου και ισχύουν για τη διαδικασία έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης. Στις περιπτώσεις αυτές πέραν των λοιπών δικαιολογητικών υποβάλλεται ειδική μελέτη πληθυσμιακών κριτηρίων από την οποία αποδεικνύεται ότι η προτεινόμενη πληθυσμιακή χωρητικότητα της έκτασης πολεοδόμησης δεν έρχεται σε αντίθεση με το ισχύον πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού. Εκτάσεις, για τις οποίες έχει προβλεφθεί και επιτρέπεται η πολεοδόμηση σε εγκεκριμένη Ζ.Ο.Ε. και έχει επιπροσθέτως χορηγηθεί έγκριση καταλληλόλητας, σύμφωνα με τον ν. 1337/1983 (Α΄33) είτε με τον ν. 1947/1991 (Α΄70) ακολουθούν ως προς τη διαδικασία πολεοδόμησης το άρθρο 89 και μόνον, εφόσον η τελικώς πολεοδομούμενη έκταση δεν υπερβαίνει την έκταση των τριακοσίων (300) στρεμμάτων.

Άρθρο 92. Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί με εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο προ του έτους 1975

1. Τα ρυμοτομικά σχέδια πριν από το έτος 1975, τα οποία δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί για εκτάσεις οικοδομικών συνεταιρισμών σε περιοχές που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία κατά την 8.8.2014 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4280/2014, Α΄ 159) παύουν να ισχύουν και συντάσσονται νέα με μέριμνα και δαπάνες των οικοδομικών συνεταιρισμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων.
2. Οικοδομικοί συνεταιρισμοί, νόμιμοι ιδιοκτήτες δασών, δασικών εκτάσεων, εκτάσεων του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄289) και γενικότερα εκτάσεων μη υπαγόμενων στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, πριν από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975 για τις οποίες είχε εγκριθεί από τη διοίκηση πριν από το έτος 1975 ρυμοτομικό σχέδιο ή έχουν εκδοθεί για τις εκτάσεις αυτές εγκρίσεις δημοσίων υπηρεσιών και έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου από το αρμόδιο συμβούλιο δημοσίων έργων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων πριν από το έτος 1975, εντάσσονται σε ειδικό καθεστώς περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης υπό τις προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων.
3. Για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος περιοχής Π.Π.Α.Ι.Π. καταγράφεται και απεικονίζεται στα σχετικά διαγράμματα το σύνολο των εκτάσεων της υπό ρύθμιση περιοχής, σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους, δηλαδή, το σύνολο των εκτάσεων που αποδίδονται ως προστατευόμενες περιοχές στο Δημόσιο, το σύνολο των εκτάσεων που διέπονται από ειδικό καθεστώς προστασίας και παραμένουν εκτός σχεδίου ως αδόμητες περιοχές και το σύνολο των εκτάσεων που πολεοδομούνται.
4. Ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) της υπό ρύθμιση έκτασης αποδίδεται κατά κυριότητα στο Δημόσιο. Η αποδιδόμενη έκταση πρέπει να είναι είτε ενιαία είτε διαιρετή σε τμήματα επιφάνειας μεγαλύτερης ή τουλάχιστον ίσης των δέκα (10) στρεμμάτων το καθένα. Η έκταση αυτή χαρακτηρίζεται προστατευόμενη περιοχή και τίθεται στην αρμοδιότητα και τη διαχείριση των δασικών υπηρεσιών. Αναδασωτέες εκτάσεις αποδίδονται υποχρεωτικά κατά κυριότητα στο Δημόσιο και συνυπολογίζονται στο ανωτέρω ποσοστό.
5. Εφόσον τα εναπομένοντα προς πολεοδόμηση τμήματα, εκτός των περιοχών ιδίου νομικού καθεστώτος, κατά την παρ. 1β του άρθρου 83, δεν καταλαμβάνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) της υπό ρύθμιση έκτασης, δύναται όλως εξαιρετικά να συμπληρωθούν από εκτάσεις της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 και δευτερευόντως από εκτάσεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄ 289). Σε κάθε, όμως, περίπτωση οι οικοδομήσιμοι χώροι δεν υπερβαίνουν το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου της υπό ρύθμιση έκτασης. Η έγκριση επέμβασης εκδίδεται για τη συγκεκριμένη έκταση εμφαινόμενη σε τοπογραφικό διάγραμμα εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ΄87, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος. Η ανωτέρω έγκριση χορηγείται από τον γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης, υπό την προϋπόθεση ότι για τη συγκεκριμένη χρήση δεν είναι δυνατή η διάθεση ομόρων δημοσίων εκτάσεων μη υπαγομένων στις προστατευτικές διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Στην περίπτωση που βεβαιώνεται από την αρμόδια αρχή ότι δεν είναι δυνατή η διάθεση των παραπάνω εκτάσεων, εξετάζεται από την αρμόδια δασική υπηρεσία εάν μπορούν να διατεθούν δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις των περ. β΄ και γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄289), άλλως διατίθενται δασικές εκτάσεις ή δάση. Εφόσον απαιτείται η έκδοση Α.Ε.Π.Ο. ή Π.Π.Δ. η έγκριση επέμβασης ενσωματώνεται σε αυτήν.
6. Σε κάθε περίπτωση για την επίτευξη θετικού περιβαλλοντικού ισοζυγίου εκπονείται και εγκρίνεται ειδική μελέτη περιβαλλοντικού ισοζυγίου. Σε περίπτωση που διατεθούν δασικές εκτάσεις ή δάση για τη συμπλήρωση του πενήντα τοις εκατό (50%) της αλλαγής χρήσης, κατά την περ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄289), για την επίτευξη του περιβαλλοντικού ισοζυγίου, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη, υποχρεούται ο οικοδομικός συνεταιρισμός να προβεί σε δάσωση τουλάχιστον ίσου ή και μέχρι του διπλάσιου εμβαδού γειτονικής έκτασης ή έκτασης ευρισκόμενης στην ευρύτερη περιοχή, σύμφωνα με υπόδειξη της δασικής υπηρεσίας. Αν δεν υπάρχει κατάλληλη έκταση υποχρεούται ο οικοδομικός συνεταιρισμός να καταθέσει στο Πράσινο Ταμείο την απαιτούμενη δαπάνη για τη δάσωση αποκλειστικά ανάλογης έκτασης σε άλλη περιοχή από τη δασική υπηρεσία. Η ειδική αυτή μελέτη του θετικού περιβαλλοντικού ισοζυγίου ενσωματώνεται ως διακριτό κεφάλαιο στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων δημιουργίας του οικισμού, η οποία είναι απαραίτητη για τη σχετική έγκριση των περιβαλλοντικών όρων (Α.Ε.Π.Ο.) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον το εμβαδόν της έκτασης που προορίζεται για αλλαγή χρήσης, τον χαρακτήρα αυτής, το είδος της βλάστησης, την απαιτούμενη έκταση για την ικανοποίηση του θετικού περιβαλλοντικού ισοζυγίου και τα χαρακτηριστικά αυτής. Λεπτομέρειες σχετικά με τη σύνταξη και το περιεχόμενο της μελέτης αυτής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
7. Ειδικά, στην περίπτωση δασικών και κηρυγμένων αναδασωτέων εκτάσεων απαιτείται με ευθύνη των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 83 πριν από την υλοποίηση των υπολοίπων έργων υποδομής κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου να υλοποιηθούν τα έργα αποκατάστασης και αναβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, όπως η αναδάσωση και δάσωση κατά τις διατάξεις του ν. 998/1979 (Α΄289), καθώς και να υποβληθεί διαχειριστικό σχέδιο προστασίας, συντήρησης και διαχείρισης των εκτάσεων αυτών που αποδίδονται στο Δημόσιο. Για την ολοκλήρωση των συγκεκριμένων έργων υποδομής εκδίδεται ειδική διαπιστωτική απόφαση του γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης μετά από εισήγηση τριμελούς επιτροπής, η οποία συγκροτείται από τον γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης και αποτελείται από:
α) ένα δασολόγο της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας,
β) ένα δασολόγο μέλος του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.,
γ) ένα γεωπόνο μέλος του ΓΕΩΤ.Ε.Ε..
8. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας δύναται να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη σύσταση και τη λειτουργία της ως άνω επιτροπής.
9. Μετά από την έκδοση της απόφασης αρμόδιος φορέας για την παρακολούθηση του σχεδίου διαχείρισης και την προστασία της περιοχής που δασώθηκε ορίζεται ο αρμόδιος φορέας διαχείρισης της περιοχής, εφόσον υφίσταται, ή διαφορετικά η οικεία δασική υπηρεσία.
10. Οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου που αποδίδονται σε κοινή χρήση, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη, πέραν των εκτάσεων που αποδίδονται στο Δημόσιο, διατηρούν στο ακέραιο το δασικό τους χαρακτήρα, καταγράφονται ως περιοχές περιβαλλοντικής αναβάθμισης και υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Οι χώροι αυτοί τίθενται σε ειδικό καθεστώς προστασίας και η διαχείριση αυτών γίνεται από τον οικείο δήμο ο οποίος δύναται, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, να αναθέτει τη διαχείριση των περιοχών αυτών στον αρμόδιο φορέα διαχείρισης της περιοχής, εφόσον υφίσταται.
11. Οι ειδικές εκτάσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης και ιδιωτικής πολεοδόμησης πολεοδομούνται με τη διαδικασία του άρθρου 85 και δεν εφαρμόζεται γι’ αυτές το άρθρο 88. Για τις εκτάσεις αυτές, πέραν των ανωτέρω οριζομένων:
α) Ο συντελεστής δόμησης δε δύναται να υπερβαίνει το 0,3.
β) Για την ανοικοδόμηση χρησιμοποιούνται αποκλειστικά υλικά φιλικά προς το περιβάλλον και η επιλογή του χώρου δόμησης ανά οικόπεδο επιλέγεται ιδιαιτέρως ώστε να προσαρμόζεται στο φυσικό περιβάλλον.
γ) δύναται να απαγορεύεται η ασφαλτόστρωση δρόμων, καθώς και η ανέγερση κοινωφελών κτιρίων, εφόσον αυτό τεκμηριώνεται από τις σχετικές μελέτες, Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διαδικασίες περιβαλλοντικής προστασίας και πολεοδόμησης του παρόντος Κεφαλαίου. Μετά από την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης επί των οικοδομήσιμων οικοπέδων, καθώς και στις περιπτώσεις ακινήτων των παρ. 12 και 13 δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
12.Ακίνητα που προήλθαν από κλήρωση μεριδιούχων οικοδομικών συνεταιρισμών πριν από το 1975 και ήταν άρτια και οικοδομήσιμα κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με τους όρους δόμησης που ίσχυαν κατά τον χρόνο έγκρισης του ρυμοτομικού σχεδίου, οικοδομούνται, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά τον χρόνο έγκρισης του ρυμοτομικού σχεδίου, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης.
13. Εκτάσεις οικοδομικών συνεταιρισμών που εγκρίθηκαν με διάταγμα ρυμοτομίας πριν από το έτος 1975 επί των οποίων έχουν υλοποιηθεί έργα υποδομής, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη, η ολοκλήρωση των οποίων διακόπηκε μετά από έγγραφα των αρμοδίων υπηρεσιών, εφόσον το ρυμοτομικό σχέδιο δεν έχει ανακληθεί ή ακυρωθεί, ολοκληρώνουν τη διαδικασία υλοποίησης έργων υποδομής και διανομής των οικοπέδων, σύμφωνα με την εγκριθείσα πολεοδομική μελέτη, κατ’ εξαίρεση της παρ. 1. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στο ρυμοτομικό σχέδιο και την πολεοδομική μελέτη ο συντελεστής δόμησης κάθε οικοπέδου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,3 για την έκδοση της έγκρισης και της άδειας δόμησης. Δεν απαιτείται για τη μείωση του συντελεστή τροποποίηση της πολεοδομικής μελέτης.

Άρθρο 93. Θεσμικό πλαίσιο παράλληλων εγκρίσεων

1. Με σκοπό την άρτια και εμπρόθεσμη ολοκλήρωση της έκδοσης βεβαίωσης καταλληλότητας κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου των εκτάσεων των Π.Π.Α.Ι.Π. δύναται να καθορίζεται διαδικασία για την ενιαία παράλληλη έκδοση όλων των αναγκαίων εγκρίσεων (Δασαρχείο - Αρχαιολογικές Υπηρεσίες - Γνωμοδοτήσεις Φορέων Διαχείρισης και άλλων οργάνων).
2. Στη διαδικασία των παράλληλων αδειοδοτήσεων και εγκρίσεων δύναται να ενταχθούν οι παρακάτω περιπτώσεις:
α) εκτάσεις επιφανείας μεγαλύτερης των τριακοσίων (300) στρεμμάτων των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 83, για τις οποίες δεν υφίστανται είτε οι απαραίτητες γνωμοδοτήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 86, είτε πράξη χαρακτηρισμού της έκτασης, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 998/1979 (Α΄ 289) ή απόσπασμα κυρωθέντος δασικού χάρτη κατά τα άρθρα 17 ή 19 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), ή δασολογίου, από τα οποία να προκύπτει ο χαρακτήρας της έκτασης από πλευράς υπαγωγής της στη δασική νομοθεσία.
β) δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις των περ. β΄ και γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄289), για τις οποίες δεν απαγορεύεται η δόμηση και τις οποίες διαχειρίζονται οι αρμόδιες δασικές υπηρεσίες, επιφανείας μεγαλύτερων των πεντακοσίων (500) στρεμμάτων με σκοπό την ανταλλαγή,
γ) ακίνητα ιδιοκτησίας του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή των ν.π.δ.δ. επιφανείας μεγαλύτερης των τριακοσίων (300) στρεμμάτων.
3. Η συνολική διαδικασία υπαγωγής των εκτάσεων στο παρόν άρθρο διεκπεραιώνεται ηλεκτρονικά σε πληροφοριακό σύστημα του Ελληνικού Κτηματολογίου και επί των χαρτογραφικών υποβάθρων του ιδίου. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας δύναται να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την ανάπτυξη και λειτουργία των βάσεων δεδομένων για την εφαρμογή του παρόντος.
4. Το Ελληνικό Κτηματολόγιο για τη διεκπεραίωση της ανωτέρω διαδικασίας εν όλω ή εν μέρει, καθώς και κάθε άλλης σχετικής ηλεκτρονικής διαδικασίας, δύναται να ορίζεται ως δικαιούχος χρηματοδότησης κατά την ισχύουσα νομοθεσία μετά από προγραμματική σύμβαση με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
5. Για την υπό σχεδιασμό περιοχή υποβάλλεται ηλεκτρονικά από όποιον έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με την παρ. 2, αίτηση στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την υπαγωγή στο παρόν άρθρο και την ενιαία έκδοση όλων των εγκρίσεων συνοδευόμενη από:
α) τοπογραφικό διάγραμμα σε κλίμακα 1:500 ή 1:1.000 εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ΄87, το οποίο περιλαμβάνει:
αα) κτηματογραφική αποτύπωση με τα όρια και το εμβαδόν τόσο του συνόλου της έκτασης όσο και των διαιρετών τμημάτων που την απαρτίζουν,
αβ) όρια των υπό προστασία εκτάσεων που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν για οικιστικούς σκοπούς (δάση, δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές προστασίας) βάσει έγκυρων γνωμοδοτήσεων ή τελεσίδικων πράξεων χαρακτηρισμού ή κυρωμένου δασικού χάρτη ή δασολογίου κατά το άρθρο 86, ή πράξεων οριοθέτησης αρχαιολογικών χώρων.
αγ) καθορισμένες οριογραμμές αιγιαλού, παραλίας ή και παλαιού αιγιαλού, εφόσον η έκταση βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των εκατό (100) μέτρων από την ακτή,
αδ) πρόταση καθορισμού οριογραμμών ή εγκεκριμένες οριογραμμές των υδατορεμάτων, σύμφωνα με το ν. 4258/2014 (Α΄94).
αε) στοιχεία Εθνικού Κτηματολογίου (όρια και ΚΑΕΚ), εφόσον η έκταση εντάσσεται σε περιοχή λειτουργίας ή σύνταξης Εθνικού Κτηματολογίου,
αστ) απόσπασμα χάρτη του εγκεκριμένου Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. και απόσπασμα χάρτη της Γ.Υ.Σ. κλίμακας 1:5.000, με σημειωμένη τη θέση και ενδεικτικά τα όρια της έκτασης.
β) Αναφορά στα αρμόδια για την έγκριση όργανα, καθώς και τις αρμόδιες υπηρεσίες των δήμων ή των αποκεντρωμένων διοικήσεων που είναι αρμόδιες για την παροχή στοιχείων και διευκρινίσεων.
γ) Ειδικά, για την περ. α της παρ. 2, υποβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 86, έκθεση ελέγχου τίτλων με αναφορά στα όρια του ανωτέρω τοπογραφικού διαγράμματος υπογραφόμενη από δικηγόρο, ο οποίος φέρει την ευθύνη για το σχετικό πόρισμα.
6. Ο έλεγχος της πληρότητας της αίτησης και των δικαιολογητικών γίνεται εντός δέκα (10) ημερών από την ηλεκτρονική υποβολή αυτής. Σε περίπτωση ελλείψεων ενημερώνεται άμεσα ο δικαιούχος προκειμένου να καλύψει αυτές το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης. Αν παρέλθει άπρακτη οποιαδήποτε από τις ως άνω προθεσμίες η αίτηση θεωρείται απορριφθείσα και ενημερώνεται περί της απόρριψης άμεσα ο αιτούμενος.
7. Εφόσον η αίτηση υπαγωγής στο σύστημα του παρόντος άρθρου δεν έχει απορριφθεί κατά την παρ. 6, τα στοιχεία της παρ. 5 αναρτώνται διαδικτυακά μέσω του πληροφοριακού συστήματος του Ελληνικού Κτηματολογίου εντός ευλόγου χρόνου από τη συμπλήρωση των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν και για διάστημα ενενήντα (90) ημερών και κοινοποιούνται από τον ενδιαφερόμενο στα αρμόδια για την έγκριση όργανα, τα οποία υποχρεούνται να γνωμοδοτήσουν επί της έκτασης του τοπογραφικού διαγράμματος εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος.
8. Μετά από την έκδοση των σχετικών γνωμοδοτήσεων, οι αιτούντες οφείλουν να ενημερώσουν καταλλήλως το τοπογραφικό διάγραμμα της παρ. 5 και να το υποβάλουν εκ νέου εντός είκοσι (20) ημερών από τη λήψη όλων των απαιτούμενων γνωμοδοτήσεων. Το τοπογραφικό διάγραμμα αναρτάται διαδικτυακά μέσω του πληροφοριακού συστήματος του Ελληνικού Κτηματολογίου για διάστημα είκοσι (20) ημερών και, εφόσον στο διάστημα αυτό δεν υπάρξει οποιαδήποτε αντίρρηση από τα όργανα που εξέδωσαν τις γνωμοδοτήσεις και τις αρμόδιες υπηρεσίες των δήμων ή των αποκεντρωμένων διοικήσεων, εκδίδεται η απόφαση της παρ. 9.
9. Μετά από την έγκριση του υποβληθέντος τοπογραφικού διαγράμματος, σύμφωνα με τις διαδικασίες της παρ. 8, εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας με την οποία διαπιστώνεται η ολοκλήρωση της διαδικασίας του παρόντος άρθρου. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως συνοδευόμενη από το απόσπασμα του χάρτη και αναρτάται στην ηλεκτρονική σελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και του Ελληνικού Κτηματολογίου.
10. Η ως άνω απόφαση αντικαθιστά τις αναγκαίες εγκρίσεις και αδειοδοτήσεις (δασαρχείο - αρχαιολογικές υπηρεσίες - γνωμοδοτήσεις φορέων διαχείρισης και άλλων οργάνων) για την έκδοση βεβαίωσης καταλληλότητας των εκτάσεων των Π.Π.Α.Ι.Π. κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.
11. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία της έκδοσης όλων των απαραίτητων εγκρίσεων και γνωμοδοτήσεων ολοκληρώνεται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την υποβολή του αιτήματος, και, εφόσον διαπιστωθούν ελλείψεις κατά την παρ. 6, από την υποβολή όλων των απαιτούμενων συμπληρωματικών στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄: Ανταλλαγή εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών

Άρθρο 94. Εκτάσεις - Υποδοχέων Συντελεστή Δόμησης Οικοδομικών Συνεταιρισμών

1. Καθορίζονται ζώνες υποδοχής - ανταλλαγής εκτάσεων ή τμημάτων εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών, σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο. Οι εκτάσεις αυτές προβλέπονται με την έγκριση των Τ.Π.Σ. ή άλλου αντίστοιχου επιπέδου σχεδιασμού κατά το Κεφάλαιο Α’ του Τμήματος III, στο σύνολο της χερσαίας χώρας συμπεριλαμβανομένων των νήσων Κρήτης, Εύβοιας και Ρόδου. Εξαιρούνται οι περιοχές Αττικής και Θεσσαλονίκης, που καταλαμβάνονται από τα αντίστοιχα όρια αρμοδιότητας των προβλεπόμενων Ρυθμιστικών Σχεδίων και με την επιφύλαξη των Κεφαλαίων Δ΄, Ε’ και ΣΤ΄ του Τμήματος VII του παρόντος Μέρους.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εγκρίνονται, κατ’ εξαίρεση της παρ. 1, για εθνικούς λόγους αναβάθμισης και αναζωογόνησης των εγκαταλελειμμένων, μικρών και φθινόντων οικισμών και αποκατάστασης των μεριδιούχων εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών, Ειδικά Σχέδια Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ανάπτυξης (Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.), με τα οποία καθορίζονται και ζώνες - υποδοχείς Οικοδομικών Συνεταιρισμών - ιδιωτικών πολεοδομήσεων πλησίον εγκαταλελειμμένων, μικρών και φθινόντων οικισμών, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 101 και ανεξαρτήτως ύπαρξης εγκεκριμένου υπερκείμενου επιπέδου σχεδιασμού μετά από ειδική χωροταξική ανάλυση και γνωμοδότηση του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα Ειδικά Σχέδια μπορεί να τροποποιούν κατευθύνσεις και περιορισμούς υφιστάμενων υπερκείμενων επιπέδων σχεδιασμού.
3. Οι εκτάσεις της παρ. 1 προέρχονται από:
α) δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις των περ. β΄ και γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄289), για τις οποίες δεν απαγορεύεται η δόμηση και τις οποίες διαχειρίζονται οι αρμόδιες δασικές υπηρεσίες,
β) εκτάσεις ακινήτων ιδιοκτησίας του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή των ν.π.δ.δ., ή
γ) ιδιωτικές εκτάσεις υπό τις επιφυλάξεις ειδικότερων διατάξεων των Κεφαλαίων Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ του Τμήματος VII του παρόντος Μέρους.

Άρθρο 95. Εποπτεία Οικοδομικών Συνεταιρισμών και Δικαιούχοι Ανταλλαγής

1. Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί υπάγονται στον ν. 1667/1986 (Α΄ 196) όσον αφορά τη σύστασή τους, τη λειτουργία και την εποπτεία τους.
2. Δικαιούχοι της ανταλλαγής είναι όλοι οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, καθώς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι ιδιοκτήτες (κύριοι) δασών ή δασικών εκτάσεων ή εκτάσεων όπου απαγορεύεται η δόμηση ή διέπονται από ειδικό καθεστώς προστασίας, όπως δάση, δασικές εκτάσεις ή κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι, ή αποτελούν τμήμα γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας ή δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για άλλους λόγους προστασίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
3. Οι δικαιούχοι κατατάσσονται, σύμφωνα με το αίτημά τους κατά προτεραιότητα για την ανταλλαγή, ως εξής:
α) Οικοδομικοί συνεταιρισμοί για τους οποίους έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση που προβλέπει ανταλλαγή της μη κατάλληλης έκτασής τους ή αντίστοιχης αποζημίωσής τους.
β) Οικοδομικοί συνεταιρισμοί των οποίων οι εκτάσεις έχουν ήδη ενταχθεί σε ρυμοτομικό σχέδιο και μετά από την δημοσίευση του ν. 998/1979 (Α΄289) τα σχέδια αυτά είτε κρίθηκαν άκυρα είτε πρέπει να ακυρωθούν, γιατί βρίσκονται σε περιοχές όπου απαγορεύεται η δόμηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού (δάση, δασικές εκτάσεις κ.λπ.).
γ) Οικοδομικοί συνεταιρισμοί των οποίων οι εκτάσεις υπήχθησαν σε διαδικασία ένταξης σε ρυμοτομικό σχέδιο που διακόπηκε μετά από την έναρξη ισχύος του ν. 998/1979 (Α΄289) και οι οποίοι έχουν άδεια κτήσης.
δ) Οικοδομικοί συνεταιρισμοί των οποίων οι εκτάσεις έχουν ήδη ενταχθεί σε ρυμοτομικό σχέδιο που είτε κρίθηκε άκυρο ή πρέπει να ακυρωθεί επειδή οι εκτάσεις υπήχθησαν μεταγενέστερα σε ειδικό καθεστώς προστασίας.
ε) Οικοδομικοί συνεταιρισμοί που είχαν προωθήσει τη διαδικασία έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης, σύμφωνα με το π.δ. 93/1987 (Α΄ 52) και η διαδικασία διεκόπη για διάφορους λόγους (έλλειψη Π.Ε.Ρ.Π.Ο. κ.λπ.).
στ) Οικοδομικοί συνεταιρισμοί που έχουν εγκεκριμένη απόφαση οικιστικής καταλληλότητας με το π.δ. 93/1987 (Α΄52).
ζ) Φορείς Ιδιωτικών Πολεοδομήσεων των οποίων η πολεοδομική μελέτη είχε εκπονηθεί και προωθηθεί για έγκριση με το ν. 1947/1991 (Α΄ 70) και κρίθηκε μη νόμιμη από το Συμβούλιο της Επικρατείας λόγω έλλειψης εγκεκριμένου χωροταξικού πλαισίου.
η) Φορείς Ιδιωτικών Πολεοδομήσεων για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση οικιστικής καταλληλότητας κατά τις διαδικασίες του ν. 1947/1991 (Α΄ 70).
θ) Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί που είναι κύριοι δασών και δασικών εκτάσεων και μετά από τη δημοσίευση του ν. 998/1979 (Α΄289) δεν κατέστη δυνατή η προώθηση καμίας διαδικασίας, με συνυπολογισμό για την προτεραιότητα του έτους κτήσης κυριότητας.
3. Στο παρόν άρθρο υπάγονται και οικοδομικοί συνεταιρισμοί οργανισμών υπό τη μορφή ν.π.δ.δ.

Άρθρο 96. Καταγραφή των ζωνών – υποδοχέων

1. Η αναγνώριση και καταγραφή των ζωνών - υποδοχέων κατά το άρθρο 94 γίνεται με τη διαδικασία έκδοσης βεβαίωσης καταλληλότητας του άρθρου 86.
2. Για την εφαρμογή του άρθρου 94 μετά από αίτημα των ενδιαφερομένων, των οικείων Ο.Τ.Α., της αποκεντρωμένης διοίκησης, των διευθύνσεων δασών ή και των συναρμόδιων δημοσίων υπηρεσιών με εντολή του οικείου Υπουργού, διαβιβάζονται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας όλα τα προβλεπόμενα στοιχεία για την έκδοση βεβαίωσης καταλληλότητας κατά το άρθρο 86.
3. Με την έκδοση βεβαίωσης καταλληλότητας, τα όρια των εκτάσεων των ζωνών - υποδοχέων καταγράφονται με ευθύνη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε ειδική βάση δεδομένων του Ελληνικού Κτηματολογίου και στα χαρτογραφικά υπόβαθρα αυτής.

Άρθρο 97. Διαδικασία ανταλλαγής

1. Η διαδικασία ανταλλαγής γίνεται μέσω της ηλεκτρονικής διαδικασίας της Ψηφιακής Τράπεζας Γης του Κεφαλαίου Γ΄ του Τμήματος ΙΙ του Μέρους Β΄, με την επιφύλαξη του άρθρου 98.
2. Για την ανταλλαγή λαμβάνεται υπόψη η τιμή ζώνης της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο ανταλλαγής, καθώς και η τιμή ζώνης της περιοχής που βρίσκεται η έκταση που αποδίδεται ως αντάλλαγμα. Για τα ακίνητα σε περιοχές που δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης, σύμφωνα με το σύστημα των αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η ελάχιστη τιμή ζώνης που ισχύει στην δημοτική ενότητα όπου βρίσκεται η έκταση και σε περίπτωση που δεν έχει καθοριστεί αυτή, η ελάχιστη τιμή ζώνης που ισχύει στην περιφερειακή ενότητα όπου βρίσκεται η έκταση.
3. Σε κάθε περίπτωση η αποδιδόμενη έκταση δεν μπορεί να υπερβαίνει σε ποσοστό το ογδόντα τοις εκατό (80%) της έκτασης του ακινήτου ανταλλαγής (ΕΑΡΧ) πολλαπλασιαζόμενη επί συντελεστή (Τ). Όταν η τιμή ζώνης της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο ανταλλαγής (ΤΑΡΧ) είναι μεγαλύτερη ή ίση της τιμής ζώνης της περιοχής που βρίσκεται η έκταση που αποδίδεται ως αντάλλαγμα (ΤΤΕΛ), ο συντελεστής (Τ) λαμβάνει την τιμή ένα (1). Όταν η τιμή ζώνης της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο ανταλλαγής (ΤΑΡΧ) είναι μικρότερη της τιμής ζώνης της περιοχής που βρίσκεται η έκταση που αποδίδεται ως αντάλλαγμα (ΤΤΕΛ), ο συντελεστής αυτός (Τ) λαμβάνει την τιμή που προκύπτει από το πηλίκο της τιμής ζώνης της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο ανταλλαγής προς την τιμή ζώνης της περιοχής που βρίσκεται η έκταση που αποδίδεται ως αντάλλαγμα, σύμφωνα με τον τύπο Τ= ΤΑΡΧ/ ΤΤΕΛ.
Η επιφάνεια της τελικώς αποδιδόμενης έκτασης εξάγεται από τον τύπο: ΤΤΕΛ = 80% x ΕΑΡΧ x Τ.
4. Σε περίπτωση που η έκταση που αποδίδεται ως αντάλλαγμα εμπίπτει σε περιοχές με διαφορετικές τιμές ζώνης, για κάθε τιμή ζώνης υπολογίζεται ξεχωριστά αποδιδόμενο τμήμα, λαμβάνοντας αντίστοιχα υπόψη και το κάθε τμήμα της έκτασης του ακινήτου ανταλλαγής. Για τον υπολογισμό της τελικής έκτασης, που δύναται να αποδοθεί ως αντάλλαγμα, γίνεται άθροιση των επιμέρους εκτάσεων ανά τιμή ζώνης. Η επιφάνεια της τελικώς αποδιδόμενης έκτασης εξάγεται από τον τύπο:
ΤΤΕΛ = ΤΤΕΛi + ΤΤΕΛii+ …+ ΤΤΕΛν = 80% x (ΕΑΡΧixΤi + ΕΑΡΧiixΤii + …+ ΕΑΡΧvxΤv)
5. Σε περίπτωση ανταλλαγής με ιδιωτική έκταση για την οποία έχει εγκριθεί η πολεοδομική μελέτη κατά το άρθρο 108 η αποδιδόμενη έκταση οικοπέδων, όπως αυτή υπολογίζεται κατά τις παρ. 1 έως και 4 , μειώνεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) και ο οικοδομικός συνεταιρισμός οφείλει ειδική χρηματική εισφορά για τη συγκεκριμένη έκταση.
6. Στις περιπτώσεις ανταλλαγής δεν εφαρμόζεται το άρθρο 88.
7. Σε περίπτωση ανταλλαγής με ιδιωτική έκταση για την οποία έχει εγκριθεί η πολεοδομική μελέτη κατά το άρθρο 108 η αποδιδόμενη έκταση οικοπέδων και η δαπάνη της μελέτης κατασκευής και εκτέλεσης όλων των έργων υποδομής της περιοχής βαρύνει τον παρέχοντα κατά την περ. β΄ της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και προβλέπεται ειδικό αντάλλαγμα.
8. Η έκταση που αποδίδεται ως αντάλλαγμα πρέπει να βρίσκεται στην ίδια ή σε όμορη περιφέρεια με το ακίνητο ανταλλαγής. Κατ’ εξαίρεση, τα ακίνητα ανταλλαγής που βρίσκονται εντός Αττικής δύνανται να ανταλλάσσονται με εκτάσεις σε όλη την επικράτεια.

Άρθρο 98. Ειδικές διατάξεις περί ανταλλαγής

1. Έως τη θέση σε εφαρμογή των διατάξεων της Ψηφιακής Τράπεζας Γης η διαδικασία ανταλλαγής ολοκληρώνεται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η κτήση της κυριότητας της έκτασης αποδεικνύεται δυνάμει νόμιμων τίτλων, η νομική τάξη και ακολουθία των οποίων προκύπτει από την κατωτέρω αναφερόμενη έκθεση τίτλων.
β) Για την έναρξη της διαδικασίας ο κύριος της προτεινόμενης προς ανταλλαγή έκτασης υποβάλλει αίτηση στη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με αντικείμενο την ανταλλαγή της ιδιοκτησίας του με ακίνητο ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Η αίτηση, επί ποινή απαραδέκτου, συνοδεύεται από έκθεση τίτλων η οποία συντάσσεται και υπογράφεται από δύο (2) δικηγόρους τουλάχιστον παρ’ εφέταις και θεωρείται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο.
γ) Η έκθεση περιλαμβάνει πλήρη περιγραφή του ακινήτου με το ιστορικό της νομικής του κατάστασης και καταλήγει στην ανεπιφύλακτη διακρίβωση όλων όσων έχουν δικαίωμα κυριότητας ή άλλα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτό ή έχουν προσημειώσει ή υποθηκεύσει τέτοια δικαιώματα ή διεκδικούν εμπράγματα δικαιώματα ή έχουν επιβάλει κατάσχεση. Με την έκθεση συνυποβάλλονται και οι αντίστοιχοι τίτλοι με πλήρη σειρά πιστοποιητικών αυτών από τα αρμόδια κατά τόπον υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία, σε περίπτωση που έχουμε πρώτες εγγραφές, σύμφωνα με το ν. 2664/1998 (Α΄ 275). Αν στην περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία κτηματογράφησης, προσκομίζεται το προβλεπόμενο από το άρθρο 5 του ν. 2308/1995 (Α΄ 114) πιστοποιητικό ή η βεβαίωση του άρθρου 2 του ίδιου νόμου. Στην έκθεση αναφέρεται ο χρόνος μέχρι τον οποίο διαπιστώνεται η βεβαιούμενη κατάσταση και ο οποίος δεν επιτρέπεται να απέχει περισσότερο από τρεις (3) ημέρες από την ημερομηνία της αίτησης.
2. Εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή της αίτησης η ως άνω αναφερόμενη διεύθυνση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ενημερώνει τον κύριο περί αποδοχής ή όχι της αίτησής του.
3. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης γνωστοποιούνται στον αιτούντα τα στοιχεία του/των προτεινόμενου/ νων σε ανταλλαγή ακινήτου/ων ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Το προτεινόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας του δημοσίου οφείλει να είναι ελεύθερο βαρών, διεκδικήσεων και άλλων περιορισμών αρχαιολογικής, περιβαλλοντικής, δασικής ή άλλης σχετικής νομοθεσίας.
4. Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών να αποδεχθεί εγγράφως την ανταλλαγή της εκτάσεώς του με το προτεινόμενο ακίνητο του Δημοσίου. Άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος ανταλλαγής.
5. Η ανταλλαγή εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία δημοσιεύεται, συνοδευόμενη από τα οικεία διαγράμματα και των δύο (2) ακινήτων, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Ο ως άνω τίτλος στη συνέχεια μεταγράφεται στην οικεία μερίδα του υποθηκοφυλακείου και των δύο (2) ακινήτων, άλλως καταχωρίζεται στα οικεία κτηματολογικά φύλλα των δύο ακινήτων, στα αρμόδια κτηματολογικά γραφεία. Τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις απαιτείται να υποβληθούν στη συνέχεια στην ως άνω αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας προκειμένου να περαιωθεί η διαδικασία. Η διαδικασία της ανταλλαγής ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της οικείας σύμβασης στα αρμόδια υποθηκοφυλακεία ή την καταχώριση αυτής στα κτηματολογικά βιβλία του αρμόδιου κτηματολογικού γραφείου.
7. Με την ολοκλήρωση της ανταλλαγής δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση όλου ή μέρους του ακινήτου στο οποίο αφορά η ανταλλαγή και το οποίο περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δημοσίου. Ο πραγματικός δικαιούχος έχει ενοχική και μόνο αξίωση για την απόδοση του πλουτισμού κατά του αιτηθέντος την ανταλλαγή.

Άρθρο 99. Ρύθμιση θεμάτων Οικοδομικών Συνεταιρισμών

1. Επί εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών υπαγομένων στην εποπτεία οποιουδήποτε υπουργείου ή δημόσιου φορέα, οι αρμοδιότητες χωροθέτησης, πολεοδόμησης, καθορισμού όρων και περιορισμών δόμησης, έγκρισης μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και ρύθμισης θεμάτων ενέργειας ασκούνται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
2. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύσταση των οικοδομικών συνεταιρισμών είναι η έκδοση βεβαίωσης της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ότι η προτεινόμενη έκταση είναι μέσα σε Π.Ε.Ρ.Π.Ο. ή η πρόβλεψή της ως περιοχής κατάλληλης για την εφαρμογή του μηχανισμού των Π.Π.Α.Ι.Π. κατά την περ. α της παρ. 1 του άρθρου 83. Τα έργα τεχνικής υποδομής στις εκτάσεις των οικοδομικών συνεταιρισμών πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τις 28.10.2024.
3. Οι Ο.Τ.Α. στα διοικητικά όρια των οποίων υπάγονται οι εκτάσεις των οικοδομικών συνεταιρισμών μπορούν να αναλάβουν να εκτελέσουν ή να ολοκληρώσουν τα έργα τεχνικής υποδομής, όπως αυτά καθορίζονται στις σχετικές μελέτες έργων, τις πολεοδομικές μελέτες και τα αντίστοιχα προγράμματα ολοκλήρωσης αυτών. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του οικοδομικού συνεταιρισμού, καθώς και απόφαση του αρμόδιου συμβουλίου του οικείου Ο.Τ.Α.
4. Στην περίπτωση της παρ. 3 για την κατασκευή των έργων τεχνικής υποδομής επιβάλλεται υπέρ του οικείου Ο.Τ.Α. η καταβολή χρηματικού ποσού, το οποίο βεβαιώνεται από την αρμόδια υπηρεσία του Ο.Τ.Α. και εισπράττεται με τη διαδικασία περί είσπραξης δημοσίων εσόδων. Υπόχρεοι σε καταβολή του παραπάνω χρηματικού ποσού είναι οι ιδιοκτήτες των συνεταιρικών μερίδων, όπως αυτές έχουν υλοποιηθεί από την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου, καθώς και οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που έχουν αδιανέμητες συνεταιρικές μερίδες στην ιδιοκτησία τους. Το ύψος του ποσού αυτού τελεί σε αναλογία με την αξία των έργων που θα κατασκευαστούν.
5. Για την εφαρμογή των παρ. 3 και 4 απαιτείται οι αρμόδιες υπηρεσίες του οικείου Ο.Τ.Α. να προβούν σε προκαταρκτική εκτίμηση των έργων τεχνικής υποδομής από οικονομοτεχνική άποψη. Η παραπάνω εκτίμηση επικυρώνεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία επέχει θέση απόφασης ανάληψης των εν λόγω έργων υποδομής. Η απόφαση ανάληψης των εν λόγω έργων υποδομής κοινοποιείται αμελλητί με ευθύνη του Ο.Τ.Α. στις αρμόδιες υπηρεσίες δόμησης, με παραγγελία να μην εκδίδουν άδειες δόμησης για όσο διάστημα είναι απαραίτητο στους Ο.Τ.Α. προκειμένου να προβούν στη σύνταξη των μελετών για τα έργα υποδομής και μέχρι την υλοποίηση αυτών κατά τις διατάξεις της παρ. 8. Οι Ο.Τ.Α. που αναλαμβάνουν την εκπόνηση των μελετών και την κατασκευή των έργων τεχνικής υποδομής στις οικιστικές περιοχές των οικοδομικών συνεταιρισμών, εντάσσουν αυτά στους προϋπολογισμούς και τα προγράμματα τους σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
6. Σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 2, η εκτέλεση των έργων υποδομής υπάγεται στον οικείο Ο.Τ.Α. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4.
7. Η αρμοδιότητα ελέγχου και εποπτείας των έργων υποδομής (προϋπολογισμός, καλή κατασκευή, πρόγραμμα ολοκλήρωσης) ανήκει στην περιφέρεια, στην οποία υπάγεται ο δήμος όπου ο οικοδομικός συνεταιρισμός έχει την έκταση του.
8. Η ολοκλήρωση των έργων υποδομής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση οικοδομικών αδειών, για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς που συστάθηκαν μετά από τις 16.04.1987, (ημερομηνία δημοσίευσης του π.δ. 93/1987, Α΄52). Για τους προϋφιστάμενους της 16.04.1987 οικοδομικούς συνεταιρισμούς αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση οικοδομικών αδειών αποτελεί η ολοκλήρωση της χάραξης του οδικού δικτύου, σύμφωνα με την εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη.
9. Μετά την εκπλήρωση του καταστατικού σκοπού της στέγασης των μελών τους οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί λύονται με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως της περιφέρειας, εκτός αν εκδοθεί απόφαση της γενικής συνέλευσης των μελών τους, με την οποία επιτρέπεται η λειτουργία τους για τη διαχείριση των κοινών για δέκα, κατ’ ανώτατο όριο έτη. Μετά την πάροδο των δέκα ετών ή του συντομότερου χρόνου που ορίζεται στην απόφαση της γενικής συνέλευσης, οι εκτάσεις που προορίζονται για την κατασκευή τεχνικών έργων, καθώς και η ευθύνη συντήρησης των έργων αυτών και των κοινόχρηστων χώρων, περιέρχονται στους οικείους δήμους. Η παράγραφος αυτή δεν θίγει υφιστάμενες ειδικές διατάξεις ορισμένων οικοδομικών συνεταιρισμών.
10. Όσοι οικοδομικοί συνεταιρισμοί αναλάβουν την εκτέλεση των έργων υποδομής στην έκταση τους, οφείλουν να τα ολοκληρώσουν εντός της προθεσμίας της παρ. 2, διαφορετικά διαλύονται κατόπιν σχετικής απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου μετά από αίτηση της περιφέρειας και τα έργα αναλαμβάνει ο Ο.Τ.Α.
11. Οι προϋφιστάμενοι της 16.01.1984 οικοδομικοί συνεταιρισμοί με εγκεκριμένο Ρ.Σ. διέπονται από το ν. 1667/1986 (Α΄196). Εάν αυτοί δεν έχουν ολοκληρώσει τα έργα υποδομής είτε οι ίδιοι είτε σύμφωνα με τις παρ. 3 έως 5 μέχρι τις 25.11.2012, την ολοκλήρωση των έργων αναλαμβάνουν αυτοδίκαια και αποκλειστικά οι οικείοι Ο.Τ.Α.
12. Η απόφαση έγκρισης των διαγραμμάτων εφαρμογής με τη διανομή των οικοπέδων, τον ονομαστικό πίνακα των αντίστοιχων δικαιούχων μελών και την, αναπόσπαστα συνημμένη στα στοιχεία αυτά, πράξη συμβολαιογραφικής παραχώρησης και μεταβίβασης στον οικείο Δήμο των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων της εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης Οικοδομικών Συνεταιρισμών, επέχει θέση πράξης εφαρμογής της ως άνω πολεοδομικής μελέτης, η οποία, σύμφωνα με την ισχύουσα τοπική αρμοδιότητα, καταχωρίζεται στα κτηματολογικά βιβλία του νομικού προσώπου δημοσίου δίκαιου «Ελληνικό Κτηματολόγιο» ή μεταγράφεται στα βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου με επιμέλεια του οικείου Οικοδομικού Συνεταιρισμού, που ενεργεί τόσο για ίδιο λογαριασμό, όσο και για λογαριασμό των δικαιούχων μελών του. Με την καταχώριση ή μεταγραφή του πρώτου εδαφίου επέρχονται όλες οι γεωμετρικές μεταβολές στο ακίνητο, που προβλέπονται στην ως άνω εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη, καθώς και οι μεταβολές στα εμπράγματα δικαιώματα επί των οικοπέδων του ακινήτου που περιέρχονται κατά κυριότητα στους δικαιούχους - μέλη του Οικοδομικού Συνεταιρισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄: Αναβίωση εγκαταλελειμμένων, μικρών και φθινόντων οικισμών

Άρθρο 100. Ανάδειξη και αναβίωση εγκαταλελειμμένων, μικρών και φθινόντων οικισμών

1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εγκρίνονται Ειδικά Σχέδια Περιβαλλοντικής Αναβάθμισης και Ανάπτυξης (Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.) για την προστασία, ανάδειξη και αναβίωση των εγκαταλελειμμένων, μικρών και φθινόντων οικισμών της χώρας. Στις οικιστικές περιοχές των Τ.Π.Σ. του άρθρου 21 περιλαμβάνονται τα Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. του παρόντος Κεφαλαίου. Οι αρμόδιοι δήμοι οφείλουν εντός προθεσμίας ενός (1) έτους να καταθέσουν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης ανάδειξης και αναβίωσης των ως άνω οικισμών στο οποίο περιλαμβάνονται η καταγραφή των οικισμών, τα δημόσια αρχιτεκτονικώς ενδιαφέροντα κτίσματα που χρήζουν αποκατάστασης και ανάδειξης. Οι δημόσιοι χώροι που χρήζουν ανάδειξης, καθώς και προτάσεις ανάδειξης, του υφιστάμενου οικιστικού περιβάλλοντος λαμβάνοντας υπόψη τη σύμβαση του τοπίου και τις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για την έκδοση Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. λαμβάνονται υπόψη τα σχέδια δράσης και καταγραφής κατά τα ανωτέρω.
2. Η βεβαίωση καταλληλότητας του άρθρου 86 εκδίδεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Χωροταξίας και γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.

Άρθρο 101. Εγκαταλελειμμένοι, μικροί και φθίνοντες οικισμοί

1. Για την εφαρμογή του παρόντος ισχύουν οι κατωτέρω ορισμοί:
α) εγκαταλελειμμένος ορίζεται ο οικισμός που εμφανίζεται με μηδενικό πληθυσμό στην απογραφή του 1981 της ΕΛΣΤΑΤ και προϋφίσταται του έτους 1923 και βρίσκεται εντός των περιοχών της παρ. 3 του άρθρου 83,
β) μικρός και φθίνων ορίζεται ο οικισμός που βρίσκεται εντός των περιοχών της παρ. 3 του άρθρου 83 και πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:
βα) κατά την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ εμφανίζει ως μόνιμο πληθυσμό μικρότερο των εκατόν πενήντα (150) κατοίκων,
ββ) δεν εμφανίζει πληθυσμιακή αύξηση μεγαλύτερη του δέκα τοις εκατό (10%) από την αντίστοιχη απογραφή του μόνιμου πληθυσμού του έτους 1981, και
βγ) προϋφίσταται του έτους 1923 ή έχει οριοθετηθεί με τις ισχύουσες διατάξεις.
2. Για τους εγκαταλελειμμένους οικισμούς της περ. α΄ της παρ. 1 εφαρμόζεται το άρθρο 102. Για τους μικρούς και φθίνοντες οικισμούς της περ. β΄ της παρ. 1 εφαρμόζεται το άρθρο 103.

Άρθρο 102. Βιώσιμη ανάπτυξη εγκαταλελειμμένων οικισμών

1. Σε περίπτωση εγκαταλελειμμένων οικισμών εγκρίνεται Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α., εφόσον:
α) Οι εγκαταλελειμμένοι οικισμοί κρίνονται ως αρχιτεκτονικά ενδιαφέροντες παραδοσιακοί οικισμοί ή ιστορικοί τόποι και δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως γεωλογικά ακατάλληλοι.
β) Αναγνωρίζεται συνεκτικό τμήμα αυτών κατά τις διατάξεις του άρθρου 231, του οποίου η έκταση είναι ενιαία και έχει επιφάνεια από δέκα (10) έως πενήντα (50) στρέμματα. Αν το συνεκτικό τμήμα του οικισμού διακόπτεται από εγκεκριμένες επαρχιακές, δημοτικές ή κοινοτικές οδούς και το κάθε διαιρετό τμήμα αυτού περιλαμβάνει άνω των δέκα (10) οικοδομών, η έκταση του συνεκτικού τμήματος δύναται να θεωρηθεί ενιαία.
2. Με το Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.:
α) Ορίζεται το όριο του συνεκτικού τμήματος, καθορίζονται οι υφιστάμενοι κοινόχρηστοι χώροι και εγκρίνονται ειδικοί όροι δόμησης, σύμφωνα με την ανάλυση του οικιστικού αποθέματος των υπαρχόντων κτισμάτων και τα προκύπτοντα (υφιστάμενα) μέσα πολεοδομικά μεγέθη
β) Μπορεί επιπλέον να καθορίζεται όμορη έκταση ως Π.Π.Α.Ι.Π. υπό τις εξής προϋποθέσεις:
βα) Η όμορη έκταση να έχει ελάχιστη επιφάνεια τριάντα (30) στρεμμάτων και σε καμία περίπτωση να μην υπερβαίνει το διπλάσιο της έκτασης του συνεκτικού τμήματος.
ββ) Το ενιαίο της έκτασης του συνεκτικού τμήματος και της όμορης προς πολεοδόμηση περιοχής, να έχει επιφάνεια τουλάχιστον πενήντα (50) στρέμματα και να μην υπερβαίνει τα εκατό (100) στρέμματα.
βγ) Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις πολεοδόμησης του παρόντος Κεφαλαίου που διέπουν τη διαδικασία πολεοδόμησης με Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.
3. Για την εφαρμογή της διαδικασίας της περ. α της παρ. 2, ο αρμόδιος δήμος υποβάλλει στη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας τα παρακάτω στοιχεία:
α) Γνωμοδοτήσεις από τις αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες (Εφορείες Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Νεώτερων Μνημείων) περί της ύπαρξης ή μη κηρυγμένων ή και οριοθετημένων αρχαιολογικών χώρων εντός της έκτασης. Οι γνωμοδοτήσεις πρέπει να είναι της τελευταίας τριετίας και να συνοδεύονται από θεωρημένο τοπογραφικό διάγραμμα κλίμακας 1:500 ή 1:1.000 εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ’87.
β) Τοπογραφικό και κτηματογραφικό διάγραμμα σε κλίμακα 1:500 ή 1:1.000 εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ‘87, το οποίο περιλαμβάνει:
βα) αναγνώριση συνεκτικού τμήματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 231,
ββ) κτηματογραφική αποτύπωση ιδιοκτησιών και κοινόχρηστων χώρων,
βγ) όρια των καθορισμένων υπό προστασία εκτάσεων, που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν για οικιστικούς σκοπούς (δάση, δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές προστασίας),
βδ) καταγραφή των δημόσιων, δημοτικών και θρησκευτικών κτιρίων και εγκαταστάσεων που υφίστανται στον εγκαταλελειμμένο οικισμό, και
βε) στοιχεία Εθνικού Κτηματολογίου (όρια και Κ.Α.Ε.Κ.), εφόσον η έκταση εντάσσεται σε περιοχή λειτουργίας ή σύνταξης Εθνικού Κτηματολογίου.
γ) Απόσπασμα χάρτη του τυχόν εγκεκριμένου Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. ή αντίστοιχου επιπέδου σχεδιασμού, με σημειωμένη τη θέση και ενδεικτικά τα όρια του προς οικιστικού συνόλου.
δ) Βεβαίωση από την αρμόδια υπηρεσία του οικείου δήμου, σύμφωνα με τα στοιχεία από το αρχείο του ότι ο οικισμός δεν έχει χαρακτηρισθεί ως κατολισθαίνων και ότι δεν έχουν δοθεί αποζημιώσεις ή δεν έχει υλοποιηθεί άλλου είδους αποκατάσταση των οικιστών για την εγκατάλειψη αυτού.
ε) Πρόταση για ειδικές ρυθμίσεις όρων δόμησης και χρήσεων γης με σκοπό την ανάδειξη και διατήρηση αξιόλογων αρχιτεκτονικά κτιρίων μετά από την καταγραφή αξιόλογων πολεοδομικών στοιχείων (ιστός) του συνεκτικού τμήματος ή άλλων στοιχείων του δομημένου περιβάλλοντος ή του φυσικού περιβάλλοντος.
4. Για την εφαρμογή της διαδικασίας της περ. β της παρ. 2 οι ενδιαφερόμενοι, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 83 ή και ο αρμόδιος δήμος, υποβάλλουν στη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας όλα τα ανωτέρω στοιχεία και επιπλέον για τη χορήγηση βεβαίωσης καταλληλότητας του άρθρου 86:
α) Πράξη χαρακτηρισμού της όμορης προς πολεοδόμηση έκτασης, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 998/1979 (Α΄289) και πιστοποιητικό τελεσιδικίας αυτής ή απόσπασμα κυρωθέντος δασικού χάρτη κατά τα άρθρα 17 ή 19 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), όπως ισχύει εκάστοτε, ή δασολογίου, από τα οποία να προκύπτει ο χαρακτήρας της έκτασης από πλευράς υπαγωγής της στη δασική νομοθεσία
β) τοπογραφικό και υψομετρικό διάγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει επιπρόσθετα:
βα) κτηματογραφική αποτύπωση με τα όρια και το εμβαδόν τόσο του συνόλου της προς πολεοδόμηση έκτασης όσο και των διαιρετών τμημάτων που την απαρτίζουν,
ββ) ειδικά γεωμορφολογικά στοιχεία της έκτασης, όπως γεωλογικά ακατάλληλες περιοχές (όπως αυτές τυχόν προσδιορίστηκαν από τα συμπεράσματα της γεωλογικής θεώρησης) και κλίσεις εδάφους μεγαλύτερες του τριάντα πέντε τοις εκατό (> 35%) και
βγ) όρια των καθορισμένων υπό προστασία εκτάσεων που απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν για οικιστικούς σκοπούς (δάση, δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές προστασίας), και
γ) χάρτη κατάλληλης κλίμακας εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ’87, με ενδείξεις των ορίων της δημοτικής ενότητας που βρίσκεται η υπό ρύθμιση έκταση, τα όρια της έκτασης, τις προβλεπόμενες χρήσεις γης της ευρύτερης περιοχής, τις δυνατότητες εξυπηρετήσεων από συγκοινωνιακά δίκτυα, δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτρισμού και τηλεφώνου, καθώς και τυχόν υφιστάμενες ειδικές χρήσεις γης μέσα στα όρια της έκτασης και σε ακτίνα χιλίων πεντακοσίων (1.500) μέτρων από τα όρια αυτής (δασικές εκτάσεις, γη υψηλής παραγωγικότητας, περιοχές μεταλλευτικής ή λατομικής εκμετάλλευσης, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αρχαιολογικοί χώροι κ.λπ.).
δ) πρόταση καθορισμού οριογραμμών των υδατορεμάτων, σύμφωνα με τον ν. 4258/2014 (Α΄ 94).
ε) έκθεση γεωλογικής - γεωτεχνικής καταλληλότητας υπογραφόμενη από δύο ιδιώτες γεωλόγους, οι οποίοι φέρουν την ευθύνη για την έκθεσή τους. Η έκθεση γεωλογικής - γεωτεχνικής καταλληλότητας θεωρείται από την υπηρεσία. Η υπηρεσία ή ειδικοί ελεγκτές από μητρώα της υπηρεσίας προβαίνουν σε έλεγχο της σχετικής μελέτης έως την έγκριση της πράξης της πολεοδομικής μελέτης.
στ) κτηματογραφικό πίνακα ιδιοκτησιών συνοδευόμενο από έκθεση ελέγχου τίτλων υπογραφόμενη από δύο ιδιώτες δικηγόρους, θεωρημένη από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Ο έλεγχος τίτλων αναφέρεται στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα και θεωρείται από την υπηρεσία.
ζ) τεχνική έκθεση με τις αιτούμενες χρήσεις γης, καθώς και τα προγραμματικά μεγέθη για την οικιστική ανάπτυξη της έκτασης (πυκνότητα - συντελεστές εκμετάλλευσης - δόμησης κ.λπ.), τα οποία θα πρέπει να συσχετίζονται με τα αντίστοιχα προβλεπόμενα από τις κατευθύνσεις του Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Τ.Π.Σ. ή άλλου αντίστοιχου επιπέδου σχεδιασμού, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του Τμήματος III του παρόντος Μέρους, καθώς και ειδική έκθεση χωροταξικής θεώρησης στην οποία περιγράφονται και τεκμηριώνονται οι βασικές χωροθετικές επιλογές και η ένταξη στο χώρο του σχεδιαζόμενου έργου, ιδίως όσον αφορά τα προτεινόμενα έργα και δραστηριότητες σε συνάρτηση και με το χαρακτήρα των ομόρων και γειτνιαζουσών περιοχών, την υπάρχουσα συγκοινωνιακή υποδομή και τις λοιπές εξυπηρετήσεις, τους υφιστάμενους οικισμούς, καθώς και τα βασικά χωρικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής, τουλάχιστον στο επίπεδο της οικείας δημοτικής ενότητας.
5. Για την έγκριση των Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. του παρόντος άρθρου απαιτείται η προηγούμενη γνώμη του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Οι διαδικασίες της περ. β΄ της παρ. 2 δύνανται να ολοκληρώνονται είτε αυτοτελώς σε δύο διακριτές φάσεις είτε συνολικά με την έκδοση ενός Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.

Άρθρο 103. Βιώσιμη ανάπτυξη μικρών και φθινόντων οικισμών

1. Σε περίπτωση μικρών και φθινόντων οικισμών, κατά την περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 101, εγκρίνονται Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
2. Με την έγκριση Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. καθορίζονται πλησίον των μικρών και φθινόντων οικισμών και ζώνες - υποδοχείς οικοδομικών συνεταιρισμών - ιδιωτών σε:
α) δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις των περ. β΄ και γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), για τις οποίες δεν απαγορεύεται η δόμηση και τις οποίες διαχειρίζονται οι αρμόδιες δασικές υπηρεσίες,
β) εκτάσεις ακινήτων ιδιοκτησίας του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή των ν.π.δ.δ. ή
γ) ιδιωτικές εκτάσεις με τις επιφυλάξεις του παρόντος, με τις εξής προϋποθέσεις:
i) Η απόστασή τους από τους παραπάνω μικρούς και φθίνοντες οικισμούς να μην υπερβαίνει τα τρία (3) χλμ. Λαμβάνονται ως αρχή τα εγκεκριμένα όρια των οικισμών ή τα όρια που υποδεικνύονται από την αρμόδια υπηρεσία δόμησης, εφόσον δεν υφίστανται εγκεκριμένα όρια για τους οικισμούς προ του 1923. Ειδικά αν οι υπάρχοντες οικισμοί έχουν χαρακτηριστεί ως παραδοσιακοί, η απόσταση των ζωνών πρέπει να μην υπερβαίνει τα τρία (3) χλμ. και να απέχει τουλάχιστον ένα (1) χλμ. από αυτούς.
ii) Η φυσική και λειτουργική τους συνέχεια να εξασφαλίζεται με τους υφιστάμενους οικισμούς.
iii) Οι ζώνες - υποδοχείς να απέχουν κατ’ ελάχιστο απόσταση πέντε (5) χλμ. από οικισμούς, οι οποίοι κατά την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ εμφανίζουν ως μόνιμο πληθυσμό μεγαλύτερο των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων.
iv) Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να χωροθετηθούν ανά περιφερειακή ενότητα αριθμός οικισμών που υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των υφιστάμενων οικισμών στη συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
v) Η προς πολεοδόμηση έκταση να έχει πρόσβαση από υφιστάμενη διαμορφωμένη οδό η οποία έχει τεθεί σε κοινή χρήση πέραν των είκοσι (20) ετών και έχει πλάτος τουλάχιστον τέσσερα (4) μέτρα. Τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της υφιστάμενης οδού μπορεί να διαμορφωθούν σε μέγεθος που εξυπηρετεί τις ανάγκες του νέου οικισμού. Οι αποζημιώσεις των παρόδιων ιδιοκτητών συντελούνται με ευθύνη του οικείου Ο.Τ.Α. και βαρύνουν τον επισπεύδοντα ιδιώτη ή οικοδομικό συνεταιρισμό.
vi) Να απέχουν πέραν των διακοσίων (200) μέτρων από την ακτογραμμή, εκτός των περιπτώσεων που έχει καθοριστεί γραμμή αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης, οπότε εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις για την απόσταση που πρέπει να τηρείται.
vii) Ο μικρός και φθίνων οικισμός πλησίον του οποίου οριοθετείται η ζώνη - υποδοχέας να μην έχει οριστεί ως γεωλογικά ακατάλληλος για δόμηση (κατολισθαίνων - σεισμικά ρήγματα κ.λπ.).
viii) Να προβλέπεται εκ των μελετών η δυνατότητα εξυπηρέτησης από βασικά δίκτυα υποδομών (Δ.Ε.Η., ύδρευση κ.λπ.).
ix) Το μέγεθος του νέου οικισμού να μην υπερβαίνει τα τριακόσια (300) στρέμματα.
x) Για μικρούς και φθίνοντες οικισμούς έως πενήντα (50) κατοίκους το μέγεθος του νέου οικισμού να μην υπερβαίνει τα εκατό (100) στρέμματα.
xi) Για μικρούς και φθίνοντες οικισμούς έως εκατό (100) κατοίκους το μέγεθος του νέου οικισμού να μην υπερβαίνει τα διακόσια (200) στρέμματα.
3. Πέραν των ανωτέρω, πλησίον μικρών και φθινόντων οικισμών και όχι σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός (1) χιλιομέτρου, επιτρέπεται η χωροθέτηση και η πολεοδόμηση κατά τις διατάξεις των Π.Π.Α.Ι.Π. των άρθρων 83 έως 88, υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2 και αποκλειστικά μέχρι επιφάνεια εκατό (100) στρεμμάτων.
4. Εφόσον έχει χωροθετηθεί Π.Ε.Ρ.Π.Ο. κατά το άρθρο 24 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) σε απόσταση μέχρι τριών (3) χιλιομέτρων από μικρούς και φθίνοντες οικισμούς επιτρέπεται και η έγκριση Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. κατά το παρόν άρθρο και αποκλειστικά σε επιφάνεια μέχρι εκατό (100) στρεμμάτων.

Άρθρο 104. Έγκριση πολεοδομικής μελέτης των Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.

Η πολεοδόμηση των εκτάσεων εντός Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. γίνεται με βάση ειδική πολεοδομική μελέτη, η οποία εκπονείται με πρωτοβουλία και δαπάνη των ενδιαφερομένων και εγκρίνεται με την έκδοση του Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. κατά το παρόν Κεφάλαιο. Η πολεοδομική μελέτη εκπονείται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Άρθρο 105. Επιτρεπόμενες Χρήσεις Γης - Υποχρεώσεις κατά την έγκριση Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α.

1. Οι Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί και ιδιώτες υποχρεούνται με την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης να παραχωρήσουν ή να υλοποιήσουν έργα χωρίς αποζημίωση προς τον οικείο Ο.Τ.Α. σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) της πολεοδομούμενης έκτασης, ως εξής:
α) Κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους εντός του υπό ίδρυση οικισμού που θα προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη και σε ελάχιστο ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της πολεοδομούμενης έκτασης. Η επιθυμητή κατηγορία των χρήσεων αυτών και το επιθυμητό ποσοστό τους ανά χρήση θα καθοριστεί με τις προδιαγραφές εκπόνησης των πολεοδομικών μελετών.
β) Ποσοστό έως είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της πολεοδομούμενης έκτασης χωροθετείται σε χρήσεις ή μετατρέπεται σε ειδική χρηματική εισφορά για έργα αναβάθμισης κοινοχρήστων - κοινωφελών χρήσεων και χώρων και κτιρίων ειδικών χρήσεων τα οποία θα προταθούν κατ’ αντιστοιχία στο γειτονικό υφιστάμενο οικισμό. Η ειδική χρηματική εισφορά κατατίθεται στον αρμόδιο δήμο, εγγράφεται σε ειδικό λογαριασμό αποκλειστικά για τα έργα της παρούσας με την αναφορά του μικρού και φθίνοντα οικισμού. Ως έργο προτεραιότητας αναβάθμισης θεωρείται το έργο για τη σύνδεση με τον βιολογικό καθαρισμό, σύμφωνα με την εκπονηθείσα μελέτη. Με το ίδιο διάταγμα της έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης και του Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. δύναται να καθορίζονται ειδικές χρήσεις γης στον γειτονικό οικισμό. Πέραν των οριζομένων έργων, ποσό από την ειδική χρηματική των Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. εισφορά διατίθεται για την αποκατάσταση και ανάδειξη των δημοσίων κτιρίων, καθώς και για την εκπόνηση μελετών ανάδειξης και προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και του τοπίου της περιοχής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
2. Οι χρήσεις που προτείνονται από την πολεοδομική μελέτη και χωροθετούνται στους μικρούς και φθίνοντες οικισμούς εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τις ανάγκες του οικισμού και καλύπτουν παράλληλα και τις ανάγκες των οικιστών στον νέο οικισμό.
3. Σε κάθε περίπτωση, από την πρόταση της πολεοδομικής μελέτης εξασφαλίζεται η πολεοδομική σύνδεση του νέου οικισμού με τον μικρό και φθίνοντα οικισμό, καθώς και η λειτουργία βιολογικού καθαρισμού και για τους δύο οικισμούς.
4. Οι απαιτούμενες ειδικές χρήσεις κατά τις γενικές διατάξεις ιδιωτικής πολεοδόμησης για τη λειτουργία του υπό ίδρυση οικισμού χωροθετούνται αποκλειστικά στον υφιστάμενο οικισμό.
5. Στον υπό ίδρυση οικισμό προβλέπονται:
α) οικοδομήσιμοι χώροι αποκλειστικά κατοικίας,
β) κύριες οδοί, οδοί ήπιας κυκλοφορίας και πεζόδρομοι σε ποσοστό από δεκαπέντε τοις εκατό (15%) έως δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) της πολεοδομούμενης έκτασης ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους,
γ) αμιγείς χώροι πρασίνου,
δ) παιδικές χαρές,
ε) υπαίθριοι χώροι άθλησης,
στ) εμπορικά καταστήματα πολύ μικρής κλίμακας, για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών των οικιστών, με την προϋπόθεση ότι το μέγεθός τους θα κυμαίνεται από 0,20-0,30 τ.μ. /κάτοικο.
6. Οι υπόλοιπες ανάγκες των οικιστών σε χώρους ειδικών χρήσεων καλύπτονται από τις υπάρχουσες υποδομές στον υφιστάμενο οικισμό ή ελλείψει αυτών με την πρόταση χωροθέτησης αυτών των χρήσεων εντός του υφιστάμενου οικισμού.

Άρθρο 106. Πολεοδομική Μελέτη - Όροι και Περιορισμοί Δόμησης Μορφολογικοί Κανόνες

1. Για τη διαδικασία έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. καθορίζονται ειδικοί μορφολογικοί κανόνες και κατευθύνσεις, που επιβάλλονται και εξαρτώνται από την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του υφιστάμενου οικισμού.
2. Για τις περιπτώσεις ανταλλαγής εκτάσεων και ζωνών συγκέντρωσης δόμησης - υποδοχής δεν απαιτείται προηγουμένως η χορήγηση βεβαίωσης καταλληλότητας της έκτασης από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας εφόσον αυτή έχει κριθεί στο στάδιο χορήγησης του τίτλου ανταλλαγής και της έγκρισης του Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. κατά το παρόν Κεφάλαιο.
3. Αμέσως μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, οι ιδιοκτήτες της έκτασης προβαίνουν στην εκτέλεση των έργων διαμόρφωσης του χώρου, καθώς και στην εκτέλεση των έργων υποδομής, όπως αυτά προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη στο μικρό και φθίνοντα οικισμό και στον υπό ίδρυση οικισμό. Στη συνέχεια προβαίνουν στη σύνταξη των κτιριακών μελετών και την εκτέλεση των οικοδομικών έργων στους διαμορφούμενους οικοδομήσιμους χώρους, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη.

Άρθρο 107. Πολεοδομικά κίνητρα αναζωογόνησης των μικρών και φθινόντων οικισμών

1. Για την αναζωογόνηση των μικρών και φθινόντων οικισμών της χώρας καθορίζονται ειδικά κίνητρα πολεοδόμησης:
α) Εφόσον η μορφή των κτιρίων προσεγγίζει τη μορφή των κτιρίων του υφιστάμενου οικισμού επιτρέπεται η αύξηση του καθοριζόμενου συντελεστή δόμησης κατά 0,05, μετά από έγκριση του αρμόδιου Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, με την προϋπόθεση ότι τα κτίρια κατατάσσονται στην κατηγορία Α΄ ως προς την ενεργειακή τους κατανάλωση δεν θίγεται ο αντίστοιχος μέσος συντελεστής δόμησης του Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή ο προβλεπόμενος συντελεστής από το Τ.Π.Σ. ή από σχέδιο αντίστοιχου επιπέδου.
β) Μετά από απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατόπιν γνωμοδότησης του ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. επιτρέπεται ως κίνητρο η αύξηση του συντελεστή δόμησης κατά 0,10, εφόσον πέραν των οριζόμενων προδιαγραφών της μελέτης προτείνεται:
βα) μείωση οδικού δικτύου οχημάτων και χωροθέτηση θέσεων στάθμευσης,
ββ) σχεδιασμός κτιρίων με περιβαλλοντικά κριτήρια, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 222,
βγ) οργανωμένη δόμηση με εσωτερικούς ακάλυπτους χώρους, πλακόστρωτα κ.λπ.,
βδ) χωροθέτηση οργανωμένων ποδηλατοδρόμων, μονοπατιών,
βε) δημιουργία αθλητικών χώρων και χώρων πρασίνου.
2. Σε κάθε περίπτωση ο μέσος συντελεστής δόμησης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον μέσο συντελεστή δόμησης του ισχύοντος Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή τον προβλεπόμενο συντελεστή από το Τ.Π.Σ. ή το σχέδιο αντίστοιχου επιπέδου.

Άρθρο 108. Ιδιωτικές εκτάσεις - Ζώνες Συγκέντρωσης Δόμησης Οικοδομικών Συνεταιρισμών

1. Με την έγκριση Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. κατά το άρθρο 103 πολεοδομούνται ιδιωτικές εκτάσεις, εκτάσεις ακινήτων ιδιωτικής περιουσίας ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. πλησίον μικρών και φθινόντων οικισμών και τμήμα αυτών μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης και ως οργανωμένα οικόπεδα αποδίδονται δια ανταλλαγής σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς ως ζώνες συγκέντρωσης δόμησης οικοδομικών συνεταιρισμών.
2. Η πολεοδόμηση των περιοχών αυτών πραγματοποιείται κατά τα άρθρα 103 έως 107 και υπό τους πρόσθετους όρους και προϋποθέσεις:
α) Οι ιδιωτικές εκτάσεις, πέραν των προϋποθέσεων του άρθρου 103, να καλύπτουν επιφάνεια ίση ή μεγαλύτερη των εκατό (100) στρεμμάτων.
β) Αν η δαπάνη της μελέτης κατασκευής και εκτέλεσης όλων των έργων υποδομής της περιοχής βαρύνει τον παρέχοντα, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη, ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) των οικοδομήσιμων τμημάτων της πολεοδομούμενης έκτασης να αποδίδεται στην Ψηφιακή Τράπεζα Γης ως ζώνη συγκέντρωσης δικαιωμάτων δόμησης Οικοδομικών Συνεταιρισμών. Το υπόλοιπο ποσοστό ήτοι εξήντα τοις εκατό (60%) να παραμένει στον παρέχοντα με ελεύθερο το δικαίωμα μεταβίβασης προς τρίτους υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου.
γ) Αν η δαπάνη της εκτέλεσης των έργων υποδομής της περιοχής δεν βαρύνει εξ ολοκλήρου τον παρέχοντα, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη, ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) των οικοδομήσιμων τμημάτων της πολεοδομούμενης έκτασης να αποδίδεται στην Τράπεζα Γης ως ζώνη συγκέντρωσης δικαιωμάτων δόμησης οικοδομικών συνεταιρισμών. Το υπόλοιπο ποσοστό ήτοι σαράντα τοις εκατό (40%) παραμένει στον παρέχοντα με ελεύθερο το δικαίωμα μεταβίβασης προς τρίτους υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος Κεφαλαίου.
Στην περίπτωση αυτή ο παρέχων βαρύνεται με τη δαπάνη της μελέτης κατασκευής όλων των έργων υποδομής της περιοχής και τη δαπάνη εκτέλεσης των έργων υποδομής για την περιοχή που παραμένει σε αυτόν, σύμφωνα με την πολεοδομική μελέτη. Στην ως άνω μερική εκτέλεση έργων υποδομής περιλαμβάνεται υποχρεωτικά η κατασκευή των εγκαταστάσεων του βιολογικού καθαρισμού.
δ) Κατά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης να καθορίζονται, σύμφωνα με το ανωτέρω ποσοστό τα οικοδομήσιμα τμήματα της πολεοδομούμενης έκτασης που περιέχονται στον παρέχοντα την έκταση για τη δημιουργία ζώνης συγκέντρωσης δικαιωμάτων δόμησης οικοδομικών συνεταιρισμών, καθώς και τα απαιτούμενα έργα υποδομής που αντιστοιχούν στην έκταση πολεοδόμησης. Στην πράξη έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης αναφέρεται ο χρόνος ολοκλήρωσης των βασικών κοινόχρηστων έργων υποδομής κατά φάσεις, που αντιστοιχούν σε τμήματα έκτασης επιφάνειας ίσης ή μεγαλύτερης των πενήντα (50) στρεμμάτων το καθένα. Στην περίπτωση αυτήν οι διατάξεις για την μεταβίβαση σε τρίτους ισχύουν για κάθε τμήμα και φάση χωριστά.
ε) Μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης τα όρια των πολεοδομημένων εκτάσεων και οι όροι δόμησης αυτών καταχωρίζονται στη βάση δεδομένων της Ψηφιακής Τράπεζας Γης προκειμένου για την ανταλλαγή ή κάθε πράξη κατά τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Γ΄ του Τμήματος ΙΙ του Μέρους Β.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄: Εξουσιοδοτικές και μεταβατικές διατάξεις Κεφαλαίων Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄

Άρθρο 109. Μεταβατικές διατάξεις

1. Σε εκκρεμείς διαδικασίες για την πολεοδόμηση εκτάσεων, για τις οποίες έχει εκδοθεί βεβαίωση της παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124), η βεβαίωση αυτή ισχύει έως τις 31.12.2024, υπό την προϋπόθεση ότι εντός τριετίας από την έκδοσή της έχει υποβληθεί προς έγκριση η πολεοδομική μελέτη.
2 Το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης παρατείνεται κατά πέντε (5) έτη σε περίπτωση που, εντός δεκαετίας από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης έγκρισης Γενικών Κατευθύνσεων της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124), δεν έχουν καθοριστεί και πολεοδομηθεί ως Π.Ε.Ρ.Π.Ο. τα προβλεπόμενα με αυτή μέγιστα εμβαδά των εδαφικών εκτάσεων. Η σχετική βεβαίωση της παρ. 6 χορηγείται εντός της πενταετίας για αιτήματα που υποβάλλονται εντός δύο (2) ετών από τη λήξη της δεκαετίας.
3. Σε περίπτωση που εντός του χρονικού διαστήματος της δεκαετίας ή της προβλεπόμενης παράτασης των πέντε (5) ετών εγκριθεί Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. για την περιοχή, παύει η ισχύς της απόφασης έγκρισης Γενικών Κατευθύνσεων και η βεβαίωση της παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) χορηγείται, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις των σχεδίων αυτών.
4. Εκτάσεις Οικοδομικών Συνεταιρισμών σε περιοχές όπου δεν έχει εγκριθεί Γ.Π.Σ. ή Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ή Μελέτη Γενικών Κατευθύνσεων εντάσσονται στις διαδικασίες του παρόντος Κεφαλαίου και πολεοδομούνται με τη διαδικασία ιδιωτικής πολεοδόμησης μόνον, εφόσον έχουν προβλεφθεί και επιτρέπεται η πολεοδόμηση σε εγκεκριμένη Ζ.Ο.Ε. κατά τις διατάξεις του άρθρου 250. Σε αυτή την περίπτωση εγκρίσεις των αρμοδίων υπηρεσιών και βεβαιώσεις που έχουν εκδοθεί την τελευταία δεκαετία δεν απαιτείται να εκδοθούν εκ νέου και ισχύουν για τη διαδικασία έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης. Στις περιπτώσεις της παρούσας πέραν των λοιπών δικαιολογητικών υποβάλλεται ειδική μελέτη πληθυσμιακών κριτηρίων από την οποία αποδεικνύεται ότι η προτεινόμενη πληθυσμιακή χωρητικότητα της έκτασης πολεοδόμησης δεν έρχεται σε αντίθεση με το ισχύον πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού.
5. Το άρθρο 88 ισχύει και στις περιπτώσεις αιτημάτων που προωθούνται με τις διαδικασίες του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124). Για το μέρος της εισφοράς που δεν έχει καταβληθεί εφαρμόζεται το παρόν Κεφάλαιο.
6. Με απόφαση δημοτικού συμβουλίου, δύναται να μεταβιβάζονται οι ειδικών χρήσεων χώροι στους υπάρχοντες οικοδομικούς συνεταιρισμούς.
7. Στις περιπτώσεις που έχει υποβληθεί αίτημα για την έκδοση βεβαίωσης του άρθρου 24 του ν. 2508/1997 (Α΄ 124) πριν από τις 08.08.2014 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4280/2014, Α΄ 159)) και η βεβαίωση δεν έχει εκδοθεί, εφαρμόζεται η περ. θ΄ της παρ. 1 και η παρ. 2 του άρθρου 86. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η υποβολή νέου αιτήματος παρά μόνον η συμπλήρωση όσων στοιχείων είναι αναγκαία για την εφαρμογή των ανωτέρω. Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί η εν λόγω βεβαίωση, η λοιπή διαδικασία διέπεται από το παρόν Κεφάλαιο.

Άρθρο 110. Εξουσιοδοτικές διατάξεις

1. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται:
α) Οι ειδικότερες προδιαγραφές της πολεοδομικής μελέτης κατά το άρθρο 85.
β) Η εξειδίκευση των στοιχείων σχετικά με τα δικαιολογητικά που προσκομίζονται για την έκδοση βεβαίωσης καταλληλότητας του άρθρου 86.
γ) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 86 και της παρ. 4 του άρθρου 102, σχετικά με τη διαδικασία ελέγχου των γεωλογικών - γεωτεχνικών μελετών από ειδικούς ελεγκτές γεωλόγους και τη σύσταση σχετικού μητρώου, στο οποίο δύναται να μετέχουν και υπάλληλοι άλλων υπηρεσιών υπαγόμενων στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
δ) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τον έλεγχο ολοκλήρωσης των έργων υποδομής κατά το άρθρο 87.
ε) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη σύσταση και λειτουργία της τριμελούς επιτροπής που προβλέπεται στην περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 89.
στ) Η διαδικασία κατάρτισης και έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης, τα όργανα που γνωμοδοτούν σχετικά με αυτήν, Ο.Τ.Α. ή άλλοι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί ή σύλλογοι, τα σχετικά με την ενημέρωση του κοινού, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 90.
ζ) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια και σχετικό θέμα για την εφαρμογή της καταγραφής των ζωνών - υποδοχέων του άρθρου 96.
η) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 102.
θ) Οι προδιαγραφές της πολεοδομικής μελέτης των Ε.Σ.ΠΕΡ.Α.Α. κατά το άρθρο 104.
ι) Το είδος των απαιτούμενων γενικών ή ειδικών μελετών, ιδίως γεωλογικών ή υδραυλικών μελετών που θα κριθεί ότι απαιτούνται για την προστασία των οικισμών και της ευρύτερης περιοχής τους από φυσικούς και ανθρωπογενείς κινδύνους και γενικά ό,τι αφορά την εκπόνηση, τον έλεγχο και εφαρμογή αυτών κατά το άρθρο 106.
ια) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την ανάπτυξη και λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 93.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται:
α) κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαδικασία και τον τρόπο υπολογισμού, επιβολής, είσπραξης και απόδοσης του προστίμου, που προβλέπεται στην παρ. 11 του άρθρου 87,
β) κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τη διαδικασία και τον τρόπο εκτίμησης της αξίας της έκτασης και τον υπολογισμό του ειδικού ανταλλάγματος, όπως προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 97,
γ) κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή της ειδικής χρηματικής εισφοράς εντός ΕΣΠΕΡΑΑ, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 105,
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Πολιτισμού ή και άλλου συναρμόδιου υπουργού καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 93, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στοιχεία, καθώς και η διαδικασία έγκρισης και έκδοσης γνωμοδοτήσεων ηλεκτρονικά.
4. Με κοινή απόφαση του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των συναρμόδιων υπουργών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τις υπηρεσίες και τους φορείς διαχείρισης των εκτάσεων που χαρακτηρίζονται ως προστατευόμενες περιοχές και προβλέπονται στο άρθρο 89.
ΤΜΗΜΑ I: ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ